754
Συγγραφέας: Γιώργος Κοντογιώργης
Άρδην τ. 59
Το εντυπωσιακό στα κοινά της οθωμανοκρατίας είναι ότι οι πολιτείες τους αναπαράγουν με ομοθετικό τρόπο τις πολιτείες της κλασικής εποχής –εν οις και τη δημοκρατία– καθώς και το κεκτημένο των ελευθεριών που ολοκληρώθηκε με την είσοδο στο Βυζάντιο. Αναφέρομαι στη μετάβαση, διαδοχικά, από την «κοινωνία της εργασίας» και την «κοινωνία της σχόλης» στην «εταιρική κοινωνία» στην οποία η σχέση εργασίας και κεφαλαίου (το σύστημα της οικονομίας εν γένει) διαχωρίζεται από την ιδιοκτησία και συγκροτείται στη βάση της εταιρικής πολιτείας. Η μετάβαση αυτή είναι υπόλογη επίσης της απαξίωσης της «ώνιας δουλείας».
Στα κοινά διακτινώνεται ο ιστός της οικουμενικής αστικής τάξης, της εταιρικής εργασίας, της εκκλησίας, του εκπαιδευτικού συστήματος, της κίνησης των ιδεών, των λαϊκών πολιτισμικών αναφορών (το δημοτικό τραγούδι κλπ.), του αξιακού υπόβαθρου που συνέχεται με την ελευθερία κ.α. Το σύστημα των κοινών, και μάλιστα το ανθρωποκεντρικό υπόβαθρο των ελληνικών κοινωνιών, θα υπονομεύσει τελικά την οθωμανική δεσποτεία επειδή ακριβώς δεν θα μπορέσει να μεταλλαχθεί. Η ιδέα του έθνους-κοσμοσυστήματος θα υπαγορεύσει το περιεχόμενο του προτάγματος της ελληνικής παλιγγενεσίας, το οποίο, το σύνολο των κοινωνικών στρωμάτων, θα επιζητήσουν να στεγασθεί στο σχήμα της οικουμενικής κοσμόπολης.
Ώστε, το πρόταγμα της ελληνικής παλιγγενεσίας δεν είναι εθνοκεντρικό, με την έννοια που θα προβληθεί αργότερα από τον ευρωπαϊκό κόσμο. Δεν επιδιώκει να οικοδομήσει ένα κράτος-έθνος. Οι φαναριώτες, ο κλήρος, η αστική τάξη, σύσσωμη η διανόηση, διαλογίζονται με αφετηρία το πολυ-πολεοτικό, πολυ-πολιτειακό ταυτοτικό σχήμα και το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο που αποδίδει η έννοια του έθνους-κοσμοσυστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, ζητούμενο θα αποτελέσει όχι η μετάβαση από τη φεουδαρχία στον ανθρωποκεντρισμό και η εξ υπαρχής συγκρότηση της έννοιας του έθνους αλλά η απόσειση της οθωμανικής δεσποτείας ώστε να αποκαθαρθεί ο ελληνικός ανθρωποκεντρισμός, καθόλα υπαρκτός και κυρίαρχος, από τις αγκυλώσεις της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας.
Το κλίμα ακριβώς αυτό εξηγεί ουσιαστικά την έναρξη της Επανάστασης από τη Μολδοβλαχία, κυρίως όμως τη μοναδικότητα του τρόπου της επαναστατικής πράξης στις περιοχές όπου επιβίωσε, δηλαδή στην Πελοπόννησο, στη Στερεά και στα νησιά του Αιγαίου. Η επανάσταση στις περιοχές αυτές οργανώθηκε και λειτούργησε με γνώμονα το σύστημα των κοινών. Το εσωτερικό της πρόβλημα μπορεί να ερμηνευθεί μόνον ως αποτέλεσμα της συνάντησης του εθνικού με τους ποικίλους όσους επιμέρους πατριωτισμούς (πολεοτικούς, πολιτειακούς, συμπολιτειακούς/περιφερειακούς, κλπ.). Οι συνταγματικοί χάρτες της περιόδου του αγώνα υπολείπονται μεν των δημοκρατικών κοινών της οθωμανοκρατίας, εμπνέονται όμως σε ό,τι αφορά το ανθρωποκεντρικό τους πρόσημο (τις προτεραιότητες, την πρόσληψη των θεσμών, το υπόβαθρο της ελευθερίας κ.ά.) και ως προς τη δομή του πολιτειακού συστήματος, ολοκληρωτικά από τη λογική του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας.
Η επισήμανση αυτή κάνει φανερό ότι, ανάμεσα στο ευρωπαϊκό και στο ελληνικό «εθνικό» πρόταγμα, καταγράφεται μία χαοτική ασυμβατότητα. Το πρόβλημα δεν είναι, όπως επιχειρείται να εμφανισθεί, η μη ύπαρξη έθνους πριν από το κράτος, όπως στη δεσποτική Εσπερία, αλλά η σταδιοδρομία ενός ελληνικού κόσμου, με υπόβαθρο τις προδιαγραφές του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας, ο οποίος είναι εξ αυτού του λόγου βαθιά δημοκρατικός και επιπλέον εγκολπώνεται σταθερά την ιδέα του «οικουμενικού έθνους». Το μεν είχε ως ζητούμενο την ανθρωποκεντρική πρωτο-οικοδόμηση στο περιβάλλον της θεμελιώδους κοινωνίας του κράτους και συνακόλουθα την εξυπαρχής συγκρότηση της συλλογικής ταυτότητας του έθνους. Το δε, είχε ως σημείο εκκίνησης τη μετα-κρατοκεντρική ή οικουμενική ανθρωποκεντρική ταυτότητα που έθετε ως στόχο την απώθηση του δεσπότη/κατακτητή.
Οι διαφορετικές αφετηρίες ως προς τη φύση των κοινωνιών προανήγγειλαν θεμελιωδώς διαφορετικές προτεραιότητες ή επιλογές. Συγχρόνως όμως, ορισμένες εκδηλώσεις της νέας αυτής πρωτο-ανθρωποκεντρικής δυναμικής που διαμορφώνονταν στη δυτική Ευρώπη αντιμετωπίζονταν ήδη με περίσκεψη από την ελληνική οικουμένη. Αναφέρω ορισμένες από αυτές: η αρχή της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους εμπεριείχε την πρόνοια του προστατευτισμού και άρα αντέκειτο στην οικουμενική λογική της ελληνικής αστικής τάξης (και της εκκλησίας). Ομοίως, η αρχή των εθνοτήτων και περαιτέρω της εθνικής ομοιογένειας αντέβαιναν προφανώς την έννοια του οικουμενικού έθνους-κοσμοσυστήματος και το κοσμοπολιτειακό του πρόταγμα. Η αναπόφευκτη επιστροφή της φυλετικής πρόσληψης του έθνους – γνώρισμα της πρωτο-ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης – έμελλε να παγιδεύσει την ελληνική πολιτισμική αναφορά (Φαλμεράγερ) και να τροφοδοτήσει αργότερα τους βαλκανικούς εθνικισμούς. Τέλος, το πρωτο-ανθρωποκεντρικό δόγμα ένα κράτος, ένα ενιαίο και κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, μία ενιαία και ομοιογενής κοινωνία, έβαλε ευθέως κατά των ανθρωποκεντρικών θεμελίων (ιδίως της καθολικής των ελευθερίας) του ελληνικού κόσμου, καθώς τον εγκαλούσε να οπισθοδρομήσει προκειμένου να εναρμονισθεί με τον πρωτο-ανθρωποκεντρικό βηματισμό της Εσπερίας.
Συγχρόνως όμως έθετε υπό απειλή την ίδια την εθνική ύπαρξη του ελληνισμού. Πρώτον, διότι επαγγέλλετο την ανασύνθεση του ζωτικού οικουμενικού του χώρου με γνώμονα την κρατική δεσποτεία (ή επί το καλλιεπέστερον απόλυτη μοναρχία) και στο βάθος το κυρίαρχο (δηλαδή το πρωτο-ανθρωποκεντρικό) έθνος-κράτος. Δεύτερον, επειδή έθετε υπό ριζική αμφισβήτηση το ταυτοτικό του υπόβαθρο και περαιτέρω τις κοσμοσυστημικές βάσεις που διασφάλιζαν την υπεροχή του.
Παρακάμπτω το μείζον ζήτημα εάν ήταν εφικτή η πραγματοποίηση του προτάγματος της ελληνικής παλιγγενεσίας με όρους οικουμενικής κοσμόπολης, καθώς θα μας εμπλέξει σε άλλης τάξεως ερωτήματα, όπως για παράδειγμα γιατί, αντί να εντοπισθεί η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ κοινού/πόλεως και κοινότητας, εξομοιώθηκε το ελληνικό κοινό με την κοινότητα, για ποιό λόγο το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο (η καθολική ελευθερία, τα ομόλογα συστήματα κλπ.) που εμπεριείχε το κοινό/πόλις δεν μεταστεγάσθηκε στο κράτος-έθνος.
Θα σταθώ στην επισήμανση ότι η ελληνική περίπτωση αποτελεί ένα διαφορετικό παράδειγμα μετάβασης στο κράτος-έθνος. Η αποδοχή της υπόθεσης αυτής συνεπάγεται μία ριζική αναθεώρηση της ιστορίας και της περιοδολόγησής της, η οποία θα έθετε την ευρωπαϊκή εξέλιξη σε μία εξαιρετικά δυσμενή θέση. Εξου και η αγωνιώδης προσπάθεια να καταγραφεί το Βυζάντιο και ο οθωμανοκρατούμενος ελληνισμός ως φεουδαλικός ή να ταξινομηθούν οι νεοελληνικές δυσμορφίες ή ιδιαιτερότητες ως υπόλογες του διαφορετικού δρόμου που ακολούθησε ο προεπαναστατικός ελληνισμός, σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη. Έτσι, η ευρωπαϊκή και η ελληνική διανόηση θα εκφράσουν τη βαθιά τους λύπη επειδή ο ελληνικός κόσμος δεν πέρασε από την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό, υπονοώντας βασικά ότι θα είχαν προτιμήσει να είχε βυθισθεί στη φεουδαρχία, όπως η Δύση. Την πνευματική απογείωση που σημειώνεται στον ελληνικό ζωτικό χώρο μετά το πρώτο σοκ της κατάκτησης θα την αποκαλέσουν Διαφωτισμό, προκειμένου να την εμφανίσουν ως παραρτηματική στο δυτικο-ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Όμως η διαφορά τους είναι κεφαλαιώδης: στη μία περίπτωση η διανόηση μοχθεί για την οικοδόμηση των γνωσιολογικών και διανοητικών προϋποθέσεων του μετα-φεουδαλικού ελεύθερου ανθρώπου που μόλις είχαν συναντήσει. Του «νέου ανθρώπου», όπως τον αποκάλεσαν, προκειμένου να τεκμηριώσουν την άποψη περί της πρωτόγνωρης μοναδικότητάς του. Στην άλλη, επρόκειτο απλώς για την ανάκαμψη του ήδη ανθρωποκεντρικού ελληνισμού. Ανάλογες ερμηνείες θα δοθούν και σε παρεκκλίνοντα προς την ευρωπαϊκή ορθότητα φαινόμενα του νεοελληνικού κράτους. Αναφέρω ενδεικτικά την εισαγωγή εξ αρχής της καθολικής ψήφου (1821), όταν την ίδια περίοδο (1832), στη Μ.Βρετανία, μόλις το 7% διέθετε το δικαίωμα ψήφου, την επικράτηση των πολυσυλλεκτικών και πάντως μη ταξικών ή ιδεολογικών κομμάτων και πολλά άλλα, τα οποία θα αποδοθούν στον περιφερειακό και υστερημένο χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, μολονότι έναν έως ενάμιση αιώνα αργότερα θα εισαχθούν και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Οι περιπέτειες της μετάλλαξης της εθνικής ιδεολογίας από κοσμοσυστημική σε κρατική θα αποκρυσταλλωθούν εντούτοις στο κλίμα μιας αντιπαλότητας που θα έχει ως πρόσημο την εθνική ολοκλήρωση. Για τους θιασώτες του νεοελληνικού κράτους, αιτία της κακοδαιμονίας, των δυσμορφιών του πολιτικού συστήματος, της μη ανταποκρισιμότητας του κράτους στις προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας, της ουσιαστικής αποτυχίας της εθνικής ολοκλήρωσης ήταν η τουρκοκρατία και οι επιβιώσεις της. Η αγωνιώδης αυτή προσπάθεια να ενοχοποιηθεί το παρελθόν κάνει εντούτοις ολοένα και περισσότερο επίκαιρα ερωτήματα όπως: πώς εξηγείται η επίζηλη θέση του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού και η μετέπειτα έκπτωσή του υπό το κράτος έθνος; Ήταν όντως ασύμβατοι οι θεσμοί στους οποίους βασίσθηκε η ελληνική αυτή απογείωση με το μετέπειτα κράτος έθνος; Πώς εξηγείται άραγε η πρωτοφανής ανυπαρξία συγκροτημένης πολιτικής για την εθνική ολοκλήρωση που διακρίνει το νεοελληνικό κράτος, με την εξαίρεση των εξω-ελλαδικών Καποδίστρια και Βενιζέλου; Να υποθέσουμε άραγε ότι η άρχουσα τάξη του νεο-ελληνικού κράτους αισθάνθηκε ασφαλής μέσα στην παραρτηματική πρόσδεσή του στο άρμα των Δυνάμεων;
Οπωσδήποτε θα πρέπει να δεχθούμε ότι η άρχουσα τάξη του νεοελληνικού κράτους, όχι μόνον δεν είχε καμία οργανική συνάφεια (οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική κλπ) με την άρχουσα τάξη του οικουμενικού ελληνισμού, την οποία προσέγγιζε με προφανές αίσθημα μειονεξίας, αλλά και διέκρινε σ’αυτήν έναν μείζονα κίνδυνο για την ύπαρξή της. Η αντιμετώπιση του κράτους ως λάφυρου της γηγενούς άρχουσας τάξης, η οποία το ιδιοποιήθηκε με όχημα την «κομματοκρατία», απέκλειε επομένως τη συνάντησή του με τον οικουμενικό ελληνισμό ακόμη και στη βάση του εθνοκεντρικού προτάγματος. Η εθνική ολοκλήρωση στο περιβάλλον ενός κράτους έθνους που θα στέγαζε τον ευρύτερο ελληνικό ζωτικό χώρο, και μάλιστα τα μείζονα αστικά κέντρα του ελληνισμού, στη γηγενή άρχουσα τάξη θα προσήκε η θέση του απλού περιθωρίου.
Η συζήτηση για το έθνος και ιδίως για το ελληνικό έθνος δεν είναι ρητορική. Σε ό,τι αφορά τον ελληνικό κόσμο, παραμένει προς διερεύνηση το ερώτημα γιατί ακυρώθηκε η μετάβαση στο έθνος- κοσμοσύστημα και περαιτέρω γιατί η μετάβαση από το έθνος-κοσμοσύστημα στο έθνος-κράτος έγινε με τόσο επώδυνους όρους, έτσι ώστε να ματαιωθεί τελικά η εθνική ολοκλήρωση. Εξίσου σημαντικό είναι το ζήτημα της δυσκολίας που συναντάει η ελληνική κοινωνία να εναρμονίσει το βηματισμό της με τις λειτουργίες του κράτους-έθνους. Η νεοτερικότητα, όπως είδαμε, έχει αποφανθεί ότι για το ζήτημα αυτό υπόλογη είναι η κοινωνία, όχι το κράτος. Κριτήριο εντούτοις για την απόφανση αυτή αποτελεί η αξιωματική ταύτιση της προόδου με τον δυτικο-ευρωπαϊκό κανόνα. Είναι προοδευτικό ό,τι είναι ευρωπαϊκό.
Θα συνομολογούσα ότι η διαβεβαίωση αυτή είναι ισχυρή σε ό,τι αφορά το σχήμα της μετάβασης της Ευρώπης από τη φεουδαρχία στον ανθρωποκεντρισμό. Στο σχήμα αυτό, ο εγκιβωτισμός της κοινωνίας στην ιδιωτική σφαίρα (η έννοια της κοινωνίας ιδιώτη) και η πρόσδεση του κράτους/συστήματος στο σκοπό του έθνους, αποτέλεσε καταστατική πρόοδο σε σύγκριση με την ιδιοκτησιακή αντίληψη της πολιτικής που δέσποζε στο καθεστώς της απόλυτης μοναρχίας. Τι θα λέγαμε όμως για μία κοινωνία, όπως η ελληνική, που είχε εθισθεί να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως εντολέα κι όχι ως ιδιώτη, που εννοεί επομένως να έχει λόγο για τα πεπραγμένα των φορέων της πολιτικής και κατ΄επέκταση του έθνους;
Η νεοτερική σκέψη δεν αποδέχεται το έθνος να έχει προϋπάρξει του κράτους και μάλιστα το έθνος να δημιουργήσει το κράτος. Δεν αποδέχεται επίσης την πολιτική συσχέτιση της κοινωνίας με το έθνος. Το κυρίαρχο κράτος ενσαρκώνει το κυρίαρχο έθνος και προβάλλει ως μοναδικός και αυθεντικός εκφραστής της βούλησής του. Η τοποθέτηση αυτή δεν είναι άδολη υστεροβουλίας. Υπονοεί ότι δεν είναι νοητή η ύπαρξη του έθνους, όχι μόνον χωρίς την ενσάρκωσή του από το κράτος αλλά και χωρίς το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα, το οποίο επίσης ενσαρκώνεται από το κράτος, εγκιβωτίζοντας την κοινωνία στην ιδιωτική σφαίρα.
Η υπόθεση αυτή, που αφήνει να εννοηθεί ότι το έθνος είναι νεοτερικό εφεύρημα, ισχυρίζεται συνάμα ότι η σχέση έθνους-κράτους-λαού είναι στατική, με την έννοια ότι δεν είναι εξελίξιμη. Ως τέτοια δεν είναι απλώς αντιδραστική. Είναι και αυθαίρετη.
Διαπιστώσαμε ήδη ότι η έννοια της (συλλογικής ή ατομικής) ταυτότητας και επομένως του έθνους είναι συμφυές γνώρισμα της ανθρωποκεντρικής κοινωνίας. Το ελληνικό έθνος-κοσμοσύστημα διδάσκει επίσης ότι η έννοια «έθνος» είναι θεμελιωδώς πολιτισμική ενώ η πολιτική της εκφορά πολυσήμαντη. Συναρτάται δηλαδή με τον χαρακτήρα και το στάδιο που διέρχεται το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Κατά τούτο, μεταλλάσσεται, αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο (ως προς τα στοιχεία ή τη βαρύτητα των στοιχείων που το συνέχουν) και διαφορετικές πολιτικές εκφράσεις, ανάλογα με το ανάπτυγμα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Το ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα και, συνακόλουθα, το ανάπτυγμα της ελευθερίας, θα προσδιορίσει τη φύση του πολιτικού συστήματος και εκείθεν τις εκδηλώσεις ή συνάφειες του έθνους με τους συντελεστές της πολιτικής. Κι όχι το αντίθετο. Εάν επομένως το έθνος θα το εκφράσει το κράτος ή η κοινωνία ή έστω συνδυασμός τους θα προκύψει από την ανθρωποκεντρική φάση που διέρχεται μια εποχή κι όχι από τις εμμονές της νεοτερικής διανόησης.
Η παρατήρηση αυτή αποκαλύπτει ότι το ερώτημα αν το κράτος δημιούργησε το έθνος ή αντίθετα είναι τουλάχιστον παραπλανητικό. Το ελληνικό έθνος-κοσμοσύστημα δημιούργησε το ελληνικό έθνος-κράτος διότι απλούστατα το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα που οικοδόμησε ο ελληνισμός, και μέσω του οποίου σφυρηλατήθηκε και βιώθηκε η συλλογική του ταυτότητα μέχρι τέλους, προηγήθηκε του νεότερου εθνοκεντρικού ανθρωποκεντρισμού. Στη φάση της οικοδόμησης του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μεγάλης κλίμακας, το κράτος, για να υπερβεί τις φεουδαλικές και πολεοτικές ταυτότητες ώστε να συγκροτήσει τη δική του θεμελιώδη κοινωνία, διέκρινε στην έννοια του έθνους το συνεκτικό γινόμενο της συλλογικότητας. Την έννοια αυτή την παρέλαβε, όπως και πλείστες άλλες, από τον γνωσιολογικό ταμιευτήρα του ελληνικού κοσμοσυστήματος. Τα ανωτέρω κάνουν κατάδηλο ότι η πρωτοτυπία της νεοτερικότητας εξαντλείται στο γεγονός της ταύτισης του κράτους με το έθνος, στη συγκεκριμένη συγκυρία, κι όχι στη γένεση της έννοιας του έθνους αυτής καθεαυτής. Θα έλεγα μάλιστα ότι η εμμονή της νεοτερικότητας να μεταλλαχθεί από πρώιμη, μεταφεουδαλική ανθρωποκεντρική φάση σε ιδεολογία και μάλιστα σε επιστήμη με καθολική αξίωση, βρίσκεται πίσω από το εγχείρημά της να ταυτίσει την έννοια «έθνος» με το πολιτικό της σύστημα. Εν προκειμένω, με ένα προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα, που εξομοιώνεται με το κράτος και περιάγει την κοινωνία στο καθεστώς του ιδιώτη. Η εμμονή αυτή αποκαλύπτει προφανώς τη βαθιά αντιδραστική μετάλλαξη της νεοτερικότητας.
Οι σημερινές εξελίξεις στο ζήτημα της σχέσης έθνους και κράτους μαρτυρούν πόσα έχει να διδαχθεί η νεοτερικότητα από την κοσμοσυστημική πρόσληψη του ελληνισμού. Σε κάθε περίπτωση, η πρόσληψη του ελληνισμού ως έθνους-κοσμοσυστήματος υποδεικνύει ότι το έθνος δεν ιστορείται μονοσήμαντα δια του κράτους. Έχει αυτοτελή πολιτική ύπαρξη, στην οποίαν ενδεχομένως εμπλέκεται και το κράτος. Ο τρόπος και το εύρος της πολιτικής λειτουργίας του έθνους – της εθνότητας εν τέλει που έχει συνείδηση της συλλογικής και συνακόλουθα της πολιτικής της ύπαρξης – διαφέρει τόσο σε συνάρτηση με την κλίμακα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος όσο και με το φάσμα της εξέλιξής του. Ο ελληνισμός ενσάρκωσε, όπως είδαμε, το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα και γι αυτό συγκρότησε κατά την εικόνα του την έννοια της συλλογικής του αναφοράς, δηλαδή ως έθνος- κοσμοσύστημα. Οι εθνότητες που ενσωματώθηκαν με το χρόνο στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας είτε υιοθέτησαν συγχρόνως το ελληνικό ταυτοτικό ιδίωμα εκλαμβάνοντάς το ως περίπου αυτονόητη συνέπεια της ανθρωποκεντρικής τους υποστασιοποίησης είτε, λειτουργώντας ανταγωνιστικά, επιχείρησαν να το υποκαταστήσουν (πχ οι Ρωμαίοι, οι Άραβες κλπ). Στην πρώτη περίπτωση, η εθνοτική ιδιαιτερότητα συνήθως δεν εξέλιπε, η λειτουργία της όμως διήρχετο από τις πολιτειακές συσσωματώσεις της μικρής κοσμοσυστημικής κλίμακας (τα κοινά ή τις συμπολιτειακές τους διεργασίες). Στη δεύτερη περίπτωση, το ζήτημα ετίθετο με όρους πολιτικής ηγεμονίας του συνόλου ή μέρους του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος.
Οπωσδήποτε, το διακύβευμα του έθνους-κοσμοσυστήματος υποδεικνύει την κατεύθυνση μέσω της οποίας πρέπει να συζητηθεί το ζήτημα της συνέχειας του ελληνισμού. Η γλώσσα, οι πολιτισμικές σταθερές, αποτελούν συμπτώματα, όπως ακριβώς και η συνείδηση της ελληνικής ταυτότητας. Διατηρήθηκαν στο βάθος του χρόνου επειδή ο ελληνισμός διατήρησε εν είδη σταθεράς τον ανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα και μάλιστα με γνώμονα την ταύτισή του με το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας, υπό την κρατοκεντρική ή την κοσμοπολιτειακή και εν πολλοίς οικουμενική του εκφορά.
Εάν ο ελληνισμός είχε περιέλθει όπως η λατινική Εσπερία στο δεσποτικό κοσμοσύστημα, θα είχε συμβεί ό,τι και εκεί. Ούτε η γλώσσα θα είχε διατηρήσει την ενότητά της ούτε ειδικότερα τα σημαινόμενα των όρων της. Εάν διατηρήθηκαν συνεπώς οι όροι πολιτική, πολιτεία, δίκαιο, δικαιοσύνη, οικονομία, κοινωνία, ελευθερία και πλείστοι όσοι συναφείς ή αναγόμενοι στην έννοια του έθνους κοσμοσύστημα (το γένος κλπ) είναι γιατί υπηρετούσαν μία ανθρωποκεντρική πραγματικότητα. Όχι για μουσειακούς λόγους.
Όμως και στο πλαίσιο του εθνοκεντρικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας, τα πράγματα δεν έχουν τη μονοσήμαντη χροιά που επιχειρεί να τους προσδώσει η ιδεολογία της νεοτερικότητας. Η σταδιακή αποξένωση του κράτους από την πολιτική του κυριαρχία είναι βασικά υπόλογη εσωτερικών εξελίξεων οι οποίες έχουν ως υπομόχλιο την αμφισβήτηση του στρατωνισμού του κοινωνικού σώματος στη λογική της ταυτοτικής ομογενοποίησης, της ατομικής ιδιώτευσης και της αγελαίας συλλογικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, το κυρίαρχο έθνος βρίσκεται αντιμέτωπο με τη δεδηλωμένη βούληση του εθνοτικού «άλλου» να αναγνωρισθεί το πολιτισμικό του ιδίωμα και συνεπώς να υποστασιοποιηθεί πολιτικά ή να μετάσχει ισότιμα στη διαμόρφωση του λεγόμενου δημοσίου χώρου. Το αίτημα αυτό συνεπάγεται την πολυ-πολιτειακή συγκρότηση του κράτους και περαιτέρω το διαζύγιό του από την εκλεκτική του συνάφεια με ένα και μοναδικό έθνος.
Ώστε, όσο εξελίσσεται η διαδικασία της αποξένωσης του κράτους από την πολιτική του κυριαρχία τόσο το πολιτικό σύστημα αυτονομείται από αυτό και αποδίδεται ανάλογα στις συντεταγμένες πολιτειακά συλλογικότητες και στο κοινωνικό σώμα εν συνόλω. Το επιχείρημα της πολυ-πολιτισμικότητας δεν μπορεί παρά να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα στην πολυ-πολιτειακή συγκρότηση του κράτους. Εξέλιξη ωστόσο που είναι συνάλληλη, αλλ’όχι ταυτόσημη, με τη διερώτηση για τη φύση του πολιτικού συστήματος, που υπαινίχθηκα ανωτέρω, και συνακόλουθα για την προοπτική της ανασυγκρότησής του με πρόσημο την ενσάρκωσή του από το κράτος. Να υποθέσουμε άραγε, όπως ρητά υποδεικνύει ο Ε.Χόμπσμπαουμ ότι το τέλος του έθνους θα επέλθει με τη μετάβαση από το προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα που βιώνει ο κόσμος σήμερα, στην αντιπροσωπευτική πολιτεία και μάλιστα στη δημοκρατία;
Τα ανωτέρω ολίγα κάνουν φανερό ότι η συζήτηση για το έθνος, η επιλογή της μιας ή της άλλης εκδοχής για το περιεχόμενό του, για την πολιτική του έκφραση και συγκρότηση, για το αν προϋπήρξε του νεοτερικού κράτους ή όχι, έχει κεφαλαιώδη σημασία. Αφορά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και περιοδολογούμε το παρελθόν, τον τρόπο που συλλαμβάνουμε και αξιολογούμε το παρόν, το πρίσμα υπό το οποίο προσεγγίζουμε το μέλλον. Εξου και η εμμονή της νεοτερικής διανόησης, ιδίως της ελληνικής, να οριοθετήσει περιοριστικά, δηλαδή διατεταγμένα και δογματικά το διάλογο, προκειμένου να αποτρέψει τη διείσδυση επιχειρημάτων που θα αντιμετώπιζαν τον κόσμο υπό το πρίσμα όχι της ισχύος και της συντήρησης αλλά της ελευθερίας και της προόδου.
19-10-2005
Σημειώσεις
1. Το κείμενο αυτό αποτέλεσε ομιλία του γράφοντος στο Ίδρυμα Μείζονος Πολιτισμού στις 19 Οκτωβρίου 2005.