του Τ. Χατζηαναστασίου
Πριν περάσουμε στην ανάλυση των πρόσφατων γεγονότων στην εκπαίδευση, σκόπιμο είναι να σταθούμε σε κάποιες διαπιστώσεις που δίνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο παίχτηκε το δράμα που παρακολουθήσαμε τους τελευταίους μήνες.
‘Οσον αφορά το εκπαιδευτικό σύστημα, όλες οι μεταρρυθμίσεις – και οι παλαιότερες και η λεγόμενη “μεταρρύθμιση Αρσένη” – δεν έθιγαν παρά μόνο τον τρόπο αξιολόγησης και κυρίως τον τρόπο εισαγωγής στα ανώτατα και ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας όμως έμενε η ίδια: τα παιδιά αφομοιώνουν παθητικά (παπαγαλικά) μία ά ποσότητα πληροφοριών σε μεγάλο βαθμό άχρηστων, η όποια χρησιμότητα των οποίων εξαντλείται μετά το πέρας των εξετάσεων. Δε μαθαίνουν όμως: πώς να κατακτούν και πώς να αξιολογούν τη γνώση. Η επαφή τους με τη γνώση είναι αφηρημένη, ό,τι μαθαίνουν έχει αποκλειστικά θεωρητικό χαρακτήρα και συνήθως αφορά σχολαστικές λεπτομέρειες, ποτέ σχεδόν δεν αφορά την πράξη και τη δράση, την ίδια τη ζωή.
Όσον αφορά ειδικότερα το λύκειο, η τάση μαζικοποίησης του τα τελευταία χρόνια, όταν ιδρύθηκαν τα Γενικά και τα Τεχνικά Λύκεια, κατά γενική ομολογία “έριξε το επίπεδο” των σπουδών καθώς τα περισσότερα παιδιά επέλεγαν να συνεχίσουν μετά την υποχρεωτική εκπαίδευση τις σπουδές τους για να πάρουν απολυτήριο ενώ έως τότε μεγάλος αριθμός παιδιών εγκατέλειπε το σχολείο, συνήθως στην τρίτη γυμνασίου ή και νωρίτερα. Με τον τρόπο αυτό, υπήρξε ένας ας πούμε “εκδημοκρατισμός” του σχολείου, καθώς τα παιδιά που δεν είχαν τα εφόδια (οικονομικά ή άλλα) ή και το ενδιαφέρον να τελειώσουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, είχαν τη δυνατότητα να πάρουν ένα απολυτήριο, και ακόμη και να διεκδικήσουν την είσοδο τους στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση. Τέλος, το λύκειο εξυπηρετούσε κι έναν κοινωνικό ρόλο, αυτόν της παιδοφύλαξης, “κρατούσε” δηλαδή, τα παιδιά 15-18 χρονών στο σχολείο για να μη γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης στην αγορά εργασίας, για να μη γυρίζουν στους δρόμους, κλπ. Γι’αυτό και το σχολείο αποτελεί κι ένα χώρο ακούσιου εγκλεισμού της νεολαίας και μεγάλο μέρος του σχολικού χρόνου αφιερώνεται στον έλεγχο των παιδιών. Το δε ζήτημα των απουσιών αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της σχολικής ζωής.
Το υπουργείο λοιπόν επικαλούμενο βασικά το πρώτο σκέλος της παραπάνω διαπίστωσης, ότι το επίπεδο σπουδών στο λύκειο έχει υποβαθμιστεί, επιχειρεί να “αναβαθμίσει” το ρόλο του λυκείου, αυξάνοντας τις εξετάσεις και την ύλη και περιορίζοντας τις ευκαιρίες επανεξέτασης (κατάργηση του θεσμού των μετεξεταστέων, μία ευκαιρία στη δευτέρα λυκείου, στέρηση του απολυτηρίου και της δυνατότητας πρόσβασης στα Τ.Ε.Ι. από τα Τ.Ε.Ε. που αντικατέστησαν τα Τεχνικά Λύκεια). Το αποτέλεσμα είναι να καταργηθεί ακριβώς ο “δημοκρατικός” χαρακτήρας του λυκείου: της σχετικής ευκολίας απόκτησης απολυτηρίου και των τριών ευκαιριών για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια. Όσοι αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στην αύξηση του ανταγωνισμού ουσιαστικά εξοβελίζονται από το λύκειο και καταφεύγουν στα Τ.Ε.Ε ή εγκαταλείπουν οριστικά το σχολείο. Ενισχύεται με άλλα λόγια ο ταξικός χαρακτήρας του σχολείου. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των παιδιών που εγγράφηκαν φέτος στα Τ.Ε.Ε. φτάνει στο 1/4 περίπου των μαθητών των Ενιαίων Λυκείων. Ο δε δηλωμένος στόχος του υπουργείου είναι να τελειώνουν το λύκειο 80.000 περίπου νέοι –από 120.000 περίπου σήμερα– όσοι πάνω κάτω θα είναι και οι εισακτέοι στα Α.Ε.Ι. και στα Τ.Ε.Ι.. Φτάνουμε λοιπόν σε ένα λύκειο που εξυπηρετεί ακριβώς την προοπτική της κοινωνίας των 2/3 καθώς ενισχύεται ο επιλεκτικός του χαρακτήρας στο όνομα της “αναβάθμισης” των σπουδών. Δεν άλλαξε όμως, επιμένω, την ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας ούτε τη φιλοσοφία της εισαγωγής στα πανεπιστήμια που εξακολουθεί να στηρίζεται στον ανταγωνισμό των υποψηφίων για την κατάληψη ενός περιορισμένου αριθμού θέσεων. Δεν ορίζονται δηλαδή κάποιες προϋποθέσεις για να εισαχθεί, λ.χ. κάποιος στην Ιατρική, όπως γίνεται στις άλλες χώρες, και εάν τις καλύπτει, έχει καλώς, αλλιώς δικαιούται να ξαναπροσπαθήσει. Ούτε, βέβαια, ικανοποιείται το αίτημα της “ελεύθερης πρόσβασης” στα πανεπιστήμια, ένα αίτημα που κατάντησε κακοποιημένο σύνθημα στα χείλη του υπουργού παιδείας ο οποίος κατά τον κλασικό πασοκτζίδικο τρόπο “πήρε την αλήθεια μας για να την κάνει ψέμα”. Αν θεσμοθετούσε την ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια, έστω δοκιμαστικά για δύο χρόνια, τότε πραγματικά θα μιλούσαμε για επανάσταση στην εκπαίδευση. Ακόμη περισσότερο, σε ό,τι αφορά τη γνώση, τίποτα δεν αλλάζει με το “σύστημα Αρσένη”, η παπαγαλία παραμένει, αφού για άλλη μια φορά οι μαθητές καλούνται να αποστηθίσουν έναν αριθμό σελίδων που θα τους χρειαστούν για τις επικείμενες εξετάσεις. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι θα δώσουν τα παιδιά εξετάσεις σε περισσότερα μαθήματα. Αυτό όμως δεν άλλαξε ούτε την ποιότητα της παρεχόμενης γνώσης, ούτε την ποιότητα των βιβλίων, ούτε τον τρόπο μετάδοσης και ελέγχου της εμπέδωσης της γνώσης. Το υποκείμενο της εξέγερσης
(είμαι δεκαεξάρης, σας γ…. τα λύκεια, Δ. Σαββόπουλος)
Από τη “μεταρρύθμιση Αρσένη” θίγεται ουσιαστικά το σύνολο των μαθητών. Πρώτα-πρώτα θίγεται, με τον τρόπο που περιγράψαμε, το κομμάτι εκείνο των μαθητών (το “1/3” που λέγαμε) που δεν θα πάρει απολυτήριο λυκείου, είτε γιατί θα αποτύχει στις εξετάσεις του Ενιαίου Λυκείου, είτε γιατί έχει εγγραφεί στα Τ.Ε.Ε.. Αυτό το κομμάτι αποτέλεσε το πιο μαχητικό κομμάτι της μαθητικής εξέγερσης. Είναι αυτό το κομμάτι που δεν μπόρεσε, ακριβώς λόγω της κοινωνικής του προέλευσης να αρθρώσει ένα λόγο πέρα από το λόγο της κερκίδας και έδωσε στις μαθητικές κινητοποιήσεις αυτόν το γνώριμο “χουλιγκανίστικο” χαρακτήρα με τα γηπεδικά συνθήματα, τις καταστροφές στα κατειλημμένα σχολικά κτίρια, τις συγκρούσεις με την αστυνομία, τους προπηλακισμούς “αγανακτισμένων” οδηγών και γονέων. Όλα αυτά που τόσο έντονα πρόβαλαν και το υπουργείο και τα κανάλια για να δείξουν ότι οι μαθητικές κινητοποιήσεις δεν αφορούν τους “καλούς μαθητές” αλλά τους “χαβαλέδες”, τους “αναρχικούς” κλπ. Ωστόσο, αυτό το κομμάτι της νεολαίας παραμένει μειοψηφικό και δεν έχει τα μεγέθη ούτε τη δυνατότητα να ξεσηκώσει ένα τέτοιο μαζικό μαθητικό κίνημα.
Η μαθητική εξέγερση ξεκίνησε από τα Ενιαία Λύκεια της χώρας εκεί που κυρίως έπεσε το βάρος της μεταρρύθμισης. Οι μαθητές που φοιτούν στη φετινή δευτέρα λυκείου βρέθηκαν κάτω από μία ασφυκτική πίεση: στο ήδη φορτωμένο πρόγραμμα που περιελάμβανε 6-7 ώρες σχολείο καθημερινά, φρονιστήριο για το σχολείο, φροντιστήριο ξένων γλωσσών κλπ, προστίθενται τώρα περισσότερες ώρες φροντιστήριο σε καθημερινή βάση, νέα μαθήματα, μερικά από τα οποία πολύ μακριά από τα ενδιαφέροντα τους, νέα βιβλία, τα περισσότερα κακογραμμένα που δεν απευθύνονται σε μαθητές αλλά σε… φοιτητές Νομικής, Παντείου κλπ… Οι δε καθηγητές πανικόβλητοι να προσπαθούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, να καλύψουν την ύλη σε σύντομο χρονικό διάστημα για να έχουν χρόνο για επαναλήψεις, μετατράπηκαν ουσιαστικά σε φροντιστές αλλά σε συνθήκες σχολείου… Αλλά ούτε το υπουργείο ήταν προετοιμασμένο κατάλληλα για τη μεταρρύθμιση που το ίδιο μέσα από τόσες αμφισβητήσεις προσπαθούσε να επιβάλει: μέσα Οκτωβρίου ούτε όλα τα βιβλία είχαν σταλεί, ούτε είχε τοποθετηθεί όλο το προσωπικό, ούτε οι οδηγίες για τη διδασκαλία των νέων μαθημάτων είχαν αποσταλεί στα σχολεία. Η έκρηξη ήταν μάλλον αναμενόμενη: ακόμη και οι λεγόμενοι “καλοί μαθητές” στις αρχές Νοεμβρίου από τη μια τα είχαν φτύσει από τους εξοντωτικούς ρυθμούς και από την άλλη είχαν αγανακτήσει από το γενικότερο μπάχαλο που επικρατούσε με αποκλειστική ευθύνη του υπουργείου.
Και οι περίφημοι υποκινητές; Σύμφωνα με μία διαδεδομένη άποψη, τους μαθητές υποκίνησαν ή έστω ενθάρρυναν οι καθηγητές τους οι οποίοι ήθελαν, κατά την άποψη αυτή, να εκδικηθούν τον Αρσένη για την ήττα τους στην απεργία του 1997 και στο ζήτημα του διαγωνισμού τον Ιούνιο του 1998. Κατά την ίδια άποψη, μαζί με τους καθηγητές, τους μαθητές υποκίνησαν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης για ευνόητους λόγους. Ιδιαίτερα τονίστηκε ο ρόλος της ΚΝΕ που φαίνεται πως ελέγχει οργανωτικά τα διάφορα “Συντονιστικά των Σχολείων”. Οι φορείς ωστόσο της άποψης περί “υποκινούμενων” μαθητών θεωρούν ουσιαστικά ότι οι μαθητές δεν έχουν δική τους κρίση και απλώς άγονται και φέρονται από τον πρώτο τυχόντα. Για όσους όμως έχουν μια σαφή εικόνα του τί γίνεται στα σχολεία όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν παρά πρόφαση για να αγνοηθεί το πρόβλημα και απλώς να χρεωθεί το “θλιβερό φαινόμενο των έξαλλων μαθητών που χοροπηδούν στους δρόμους και κάνουν καταλήψεις” σε κάποιους καταχθόνιους κομπλεξικούς υποκινητές που βάζουν μπροστά τους μαθητές μια και οι ίδιοι αδυνατούν να αντιμετωπίσουν με πολιτικούς όρους την κυβερνητική πολιτική.
Είναι φυσικά γεγονός ότι η ΚΝΕ στήριξε από την αρχή τις μαθητικές κινητοποιήσεις, προσπάθησε να τις οργανώσει και συνέβαλε στη συγκρότηση των διάφορων συντονιστικών επιχειρώντας να αντλήσει από τα γεγονότα τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική υπεραξία, εγγράφοντας νέα μέλη. Αλλά η δύναμη της ΚΝΕ στα σχολεία είναι από μικρή έως ασήμαντη και δεν θα μπορούσε ούτε αυτή ούτε οποιαδήποτε άλλη οργάνωση να κινητοποιήσει τόσες χιλιάδες μαθητών πανελλαδικά. Ενδιαφέρον μάλιστα παρουσιάζει το γεγονός ότι για να μπορέσει η ΚΝΕ να έχει απήχηση και να εκφράσει τους μαθητές, απέβαλε το αμπέχωνο του “κομμουνιστή αγωνιστή” και προσέγγισε σημειολογικά ένα περισσότερο “αμφισβητησιακό” νεολαιϊστικό προφίλ με το παλαιστινιακό φουλάρι, την κοτσίδα ή το μισοξυρισμένο κεφάλι κλπ, πράγματα αδιανόητα για την πάλαι ποτέ σταλινική οργάνωση της Μεταπολίτευσης. Κατά τα άλλα η ΚΝΕ είναι ίδια και απαράλλακτη στις μεθόδους που χρησιμοποίησε προκειμένου να “καπελώσει” το μαθητικό κίνημα, πράγμα που συχνά καταγγέλθηκε από τους ίδιους τους μαθητές. Έτσι, και στην Αθήνα αλλά και στη Θεσσαλονίκη κοντά στο ελεγχόμενο από την ΚΝΕ “συντονιστικό” δημιουργήθηκε και μία “Πρωτοβουλία Μαθητών” από ανεξάρτητους μαθητές.
Συμπερασματικά, τους μαθητές δεν τους υποκίνησε κανείς, απλώς – πράγμα πολύ φυσικό – κάποιοι προσπάθησαν είτε να εκμεταλλευτούν πολιτικά τον αγώνα τους (βλ. Νέα Δημοκρατία) είτε να τον καπηλευτούν (βλ. ΚΚΕ). Χαρακτηριστικό δε είναι ότι κανείς, ούτε το ΚΚΕ, πέρα από τους μαθητές φυσικά, δεν υποστήριξε δημόσια τις καταλήψεις και τους αποκλεισμούς δρόμων, τις πιο χαρακτηριστικές δηλαδή πρακτικές των μαθητών. Οι μαθητές ξεσηκώθηκαν αυθόρμητα και αυτό είναι ένα γεγονός που πρέπει να προβληματίσει. Τα βαθύτερα αίτια της έκρηξης
(I don’t know what I want but I know how to get it, Sex Pistols)
Δε θα ήταν ίσως υπερβολή να λέγαμε ότι τα “μέτρα Αρσένη” αποτέλεσαν απλώς την αφορμή και όχι τα πραγματικά αίτια για τη μαθητική έκρηξη που ζήσαμε το προηγούμενο διάστημα. Ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο οι μαθητές, ορμώμενοι φυσικά από την εφαρμογή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, προχώρησαν σ’ αυτές τις καταλήψεις ήταν γιατί ακριβώς – για να χρησιμοποιήσω σχήμα λιτότητας – δεν αγαπούν το σχολείο. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τους μαθητές οι οποίοι από το 1990 τουλάχιστον κάνουν κάθε χρόνο καταλήψεις – συντομότερες σε διάρκεια και σε πολύ λιγότερα σχολεία τις προηγούμενες χρονιές με εξαίρεση το 1990-1991 –συχνά και χωρίς ουσιαστικά αιτήματα. Γενικότερα, όσο και αν αυτό σοκάρει ορισμένους, αρκεί όμως να θυμηθούν τα δικά τους μαθητικά χρόνια και το πως χαίρονταν όταν έχαναν μάθημα, τα παιδιά με τις καταλήψεις δείχνουν το μίσος τους προς ό,τι συμβολίζει γι’ αυτούς το σχολείο.
Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα αυτού του μέσου πάλης φαίνεται πως η προηγούμενη εμπειρία το έχει αναδείξει ως το μόνο ενδεδειγμένο. Καταλαμβάνοντας τα σχολικά κτίρια οι μαθητές επιτυγχάνουν ταυτόχρονα πολλούς στόχους: ο πρώτος είναι ότι σταματούν την εκπαιδευτική διαδικασία χωρίς να παίρνουν απουσίες (αν η φοίτηση στο σχολείο ήταν ελεύθερη, αναρωτιέμαι πόσους μαθητές θα είχε κάθε τάξη) ενώ παράλληλα μπορούν να συνεχίζουν να διαβάζουν και να πηγαίνουν φροντιστήριο. Κατά δεύτερο λόγο η κινητοποίηση τους αυτή προβάλλεται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τρίτον, θορυβεί τους γονείς που ως συνήθως ανησυχούν κυρίως για την “ηθική” πλευρά του ζητήματος και γιατί τα παιδιά “χαλαρώνουν” και, ως συνέπεια όλων των παραπάνω, οι καταλήψεις αναγκάζουν το υπουργείο να σκύψει στα προβλήματα τους. Το μίσος των παιδιών προς το σχολείο εκφράζεται και με άλλους τρόπους, όπως τις καταστροφές στα κτίρια, τα θρανία και τις καρέκλες, το κάψιμο των σχολικών βιβλίων κλπ.. Όλα αυτά όμως βρίσκουν την πιο…ολοκληρωμένη έκφραση τους στην κατάληψη.
Η κατανόηση επομένως της οργής των νέων παιδιών απέναντι στο σχολείο αλλά και γενικότερα την κοινωνία που τους καταπιέζει, εξηγεί ίσως και τις συγκεκριμένες συμπεριφορές των μαθητών και πολλά από τα γεγονότα που ζήσαμε πρόσφατα. Αναφέρω ενδεικτικά τους αποκλεισμούς δρόμων και τη σύγκρουση ουσιαστικά με τη “συμπαθή τάξη” των ΙΧήδων που εκφράζει την ευρύτερη κοινωνία την οποία οι νέοι όχι μόνο δε σέβονται αλλά περιφρονούν βαθύτατα, τη ρίψη αυγών και άλλων προϊόντων στις κατά τόπους νομαρχίες στη διάρκεια των συλλαλητηρίων, τις επιθέσεις εναντίον μελών τηλεοπτικών συνεργείων, κλπ. Γι’ αυτό σε όλο αυτό το άρθρο γίνεται λόγος για μαθητική εξέγερση. Πρόκειται για μία εξέγερση όμως που δεν έχει να προτείνει τίποτα, θέλει όμως να γκρεμίσει τα πάντα. Είναι μία κραυγή και ταυτόχρονα ένα μήνυμα απελπισίας από μία γενιά που ζει ένα ασφυκτικό παρόν και έχει ένα αβέβαιο μέλλον. Είναι βέβαια σίγουρο ότι η οργή κάποια στιγμή θα πάψει, η γενιά αυτή θα ενηλικιωθεί και θα μοιάσει με μάς τους μεγάλους, θα ενσωματωθεί κι αυτή στο σύστημα. Θα έρθουν όμως και άλλες γενιές οι οποίες θα είναι περισσότερο οργισμένες – και ειδικότερα από αυτό το περίφημο “1/3ο” – και τότε οι συγκρούσεις θα είναι ακόμη πιο σκληρές, και η βία ακόμη πιο τυφλή. Είναι χαρακτηριστικό ίσως το παράδειγμα της Ιαπωνίας. Την περασμένη δεκαετία παρατηρήθηκε το ανησυχητικό φαινόμενο πολλοί μαθητές που δεν άντεχαν τους – κατά γενική ομολογία – εξοντωτικούς ρυθμούς σπουδών, να αυτοκτονούν. Τα χρόνια όμως πέρασαν, η εκπαίδευση στην Ιαπωνία έμεινε η ίδια, άλλαξαν όμως οι μαθητές. Σήμερα στα σχολεία της “προηγμένης” αυτής χώρας το σημαντικότερο πρόβλημα είναι τα αυξανόμενα φαινόμενα βίας και απειθαρχίας από την πλευρά των μαθητών.
Τι θα μπορούσε να γίνει
(Παιδεία των εν ημίν μόνον αθάνατον και θείον)
Πολλοί είναι αυτοί που σήμερα αναζητούν μία λύση στο αδιέξοδο που έχει προκύψει και υποβάλλουν διάφορες προτάσεις “βελτίωσης” ή “τροποποίησης” της μεταρρύθμισης. Οπωσδήποτε ορισμένες από αυτές θα υιοθετηθούν τελικά κι έτσι, όλοι θα μείνουν “ευχαριστημένοι”: ο υπουργός γιατί δεν αναγκάστηκε τελικά να αποσύρει ολόκληρο το καινούργιο νομοθετικό πλαίσιο και οι μαθητές γιατί θα γυρίσουν στο σχολείο έχοντας καταγράψει μία μερική έστω επιτυχία. Το πρόβλημα όμως θα εξακολουθήσει να υπάρχει και εάν η προβληματική του άρθρου αυτού είναι σωστή θα επανέρχεται κάθε τόσο ίσως και με αγριότερη μορφή απ’ ό,τι σήμερα.
Είναι γεγονός ότι το πρόβλημα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα θα λυθεί μόνο εφόσον η Παιδεία και ο Πολιτισμός ξαναγίνουν σ’ αυτόν τον τόπο η πρώτιστη αξία. Μόνο δηλαδή εάν αλλάξει άρδην ολόκληρο το σύστημα αξιών της κοινωνίας μας και οι Έλληνες ξαναγίνονταν πολίτες από ιδιώτες που είναι σήμερα και ολόκληρη η κοινωνία μας ένα σχολείο για όλους τους πολίτες δια βίου. Γιατί βέβαια όσο η γνώση αποτελεί απλώς το άλλοθι για την πιστοποίηση κάποιων τυπικών προσόντων για κοινωνική ανέλιξη και όχι καθημερινό άθλημα παιδείας και πολιτισμού, όσο η γνώση είναι ένα εργαλείο κι ένα εμπόρευμα που ακολουθεί τους νόμους της αγοράς, πάντοτε κάποιοι θα μεταβάλλονται σε “προλετάριους” της γνώσης και θα εξεγείρονται. Το σύστημα μας δεν ενδιαφέρεται να παράγει ούτε σοφούς, ούτε καν μορφωμένους και καλλιεργημένους ανθρώπους, ηθικά, πνευματικά και αισθητικά, ενδιαφέρεται μόνο να παράγει “επιστήμονες”, δηλαδή εξειδικευμένους ηλιθίους, τεχνικούς υπαλλήλους μιας πολυεθνικής επιχείρησης.
Για να κινηθούμε στην αντίθετη κατεύθυνση, για να βρεθούμε στα μονοπάτια της ουτοπίας, μπορούμε να αρχίσουμε από σήμερα σχεδιάζοντας ένα μέλλον όπου το μέτρο του πλούτου ενός λαού θα είναι το επίπεδο του πολιτισμού του και όπου οι οικονομικοί δείκτες μιας χώρας θα αντικατασταθούν από δείκτες πολιτισμού.
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά το ίδιο το σχολείο πραγματική μεταρρύθμιση θα ήταν εάν άλλαζε το περιεχόμενο της παρεχόμενης γνώσης και στρεφόταν προς τη γενική με έμφαση στην ανθρωπιστική παιδεία, αντί για τις σημερινές τεχνοκρατικές ή ξεπερασμένες και σχολαστικές εξειδικεύσεις. Εάν τα παιδιά είχαν τη δυνατότητα επιλογών, εάν ο τρόπος μετάδοσης της γνώσης στηριζόταν στη μάθηση δεξιοτήτων έτσι ώστε τα παιδιά να κατακτούν και, γιατί όχι, να παράγουν τα ίδια γνώση, εάν προάγονταν οι συλλογικές μορφές εργασίας. Εάν τα παιδιά μάθαιναν να χαίρονται που διαβάζουν, εάν εφάρμοζαν πειραματικά τη γνώση και όχι να βασανίζονται να αποστηθίσουν πράγματα που θα ξεχάσουν την επομένη των εξετάσεων. Εάν, δηλαδή, η διαδικασία μάθησης είχε δημιουργικό και όχι χρησιμοθηρικό χαρακτήρα και εάν, επιτέλους, δινόταν ίση σημασία στη θεωρητική κατάρτιση με τη σωματική άσκηση και την αισθητική αγωγή (καλλιτεχνικά, μουσική). Εάν, ακόμη μειωνόταν ο αριθμός των μαθητών ανά τάξη και επεκτεινόταν παρά πέρα ο θεσμός του ολοήμερου σχολείου. Από κει και πέρα θα μπορούσαν να εξεταστούν πιο ριζοσπαστικά ζητήματα, όπως η κατάργηση του αυστηρού χωρισμού σε τάξεις με βάση την ηλικία έτσι ώστε να γίνονται σεβαστοί οι ατομικοί ρυθμοί μάθησης και σπουδών του κάθε παιδιού. Θα μπορούσαμε έτσι, αντί να έχουμε μόνο το φαινόμενο κάποιων εικοσάχρονων στην… πρώτη λυκείου, όπως συμβαίνει σήμερα να έχουμε και δεκαεξάχρονους στο πρώτο έτος κάποιας σχολής.
Ένα παράδειγμα – αλλά όχι το μοναδικό – ενός μοντέλου μαθήματος πιο δημιουργικού, πιο παραγωγικού και πιο ευχάριστου, προσφέρει ο θεσμός της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης που σήμερα επαφίεται στον πατριωτισμό ορισμένων καθηγητών. Αυτός ο θεσμός θα μπορούσε να αποκτήσει ουσιαστικότερο χαρακτήρα. Η επέκταση της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, που σήμερα οργανώνεται στο περιθώριο του σχολικού προγράμματος, στο σύνολο ει δυνατόν των μαθημάτων θα έπρεπε να αποτελεί ένα από τα βασικότερα αιτήματα ενός κινήματος παιδείας.. Ιδέες και προτάσεις υπάρχουν λοιπόν, η πολιτική βούληση λείπει και το κοινωνικό όραμα.
Όσον δε αφορά γενικότερα αιτήματα, η ελεύθερη πρόσβαση όλων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης ικανοποιεί από τη μια το αίτημα για την απρόσκοπτη και δίχως ταξικούς φραγμούς στη γνώση και από την άλλη ενθαρρύνει τη συνέχιση των σπουδών σε όλους όσους θα ήθελαν σε οποιαδήποτε ηλικία να το κάνουν. Το αποτέλεσμα αυτής της ρύθμισης θα ήταν φυσικά να έχει μία κοινωνία περισσότερους γιατρούς, μηχανικούς, φιλολόγους απ’ όσους θα μπορούσαν να απορροφηθούν στα πλαίσια της σημερινής κοινωνικής οργάνωσης. Έτσι, το αίτημα της ελεύθερης πρόσβασης θα πρέπει να συνοδεύεται τόσο από το αίτημα για μία ριζική μείωση των ωρών εργασίας όσο και από τη θεσμοθέτηση ενός κατώτατου κοινωνικού μισθού για όλους τους άνεργους. Τα αιτήματα αυτά, βέβαια, απαιτούν αύξηση των δαπανών για την παιδεία και την κοινωνική πρόνοια. Είναι αιτήματα που είτε αντιμετωπίζουν, είτε ανακουφίζουν το μεγαλύτερο σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα, της ανεργίας, μειώνουν όμως τα κέρδη των επιχειρήσεων και μ’ αυτήν την έννοια έχουν αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα. Από την άλλη μεριά, τα αιτήματα αυτά αποσυνδέουν οριστικά τη λήψη πτυχίου από την αγορά εργασίας, ανάγοντας τη γνώση σε αξία καθεαυτή και όχι, αναγκαστικά, σε μέσο κοινωνικής ανόδου. Οπωσδήποτε μια κοινωνία έχει να κερδίσει πολλά εάν ο οικοδόμος, ο φούρναρης ή ο αγρότης στο εργοστάσιο έχουν ένα πτυχίο…κοινωνικής ανθρωπολογίας ή γεωπονίας και ακόμη περισσότερο οι ίδιοι. Αυτά, σ’ ένα μεταβατικό στάδιο για μία δικαιότερη κοινωνία όπου την κοινωνικά αναγκαία εργασία θα την αναλαμβάναμε όλοι από κοινού για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Αλλ’ ας προσγειωθούμε στην πραγματικότητα. Άλλωστε αύριο έχω μάθημα στο σχολείο. Έχω να διδάξω στους μηχανολόγους του Τ.Ε.Ε. που εργάζομαι, Καβάφη και δεν τους αρέσει γιατί είναι λέει “αδελφή”.