του Νόρμαν Φλινκενστάιν
Πριν από μερικά χρόνια, σε μια αξιομνημόνευτη ανοικτή επιστολή, ο Gore Vidal κατηγορούσε τον Norman Podhoretz, τον τότε διευθυντή της επιθεώρησης της Αμερικανοεβραϊκής Επιτροπής, Commentary, για “αντιαμερικανισμό”. Δικαιολογούσε τη μομφή του με το γεγονός ότι ο Podhoretz προσέδιδε λιγότερη σημασία στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο –“το μοναδικής σπουδαιότητας τραγικό γεγονός που συνεχίζει να έχει μεγάλο ειδικό βάρος στα πλαίσια της Δημοκρατίας μας”– σε σχέση με ζητήματα εβραϊκού ενδιαφέροντος. Και όμως, ο Podhoretz ίσως ήταν περισσότερο Αμερικανός από τον κατήγορό του. Διότι τότε ήταν ο “Πόλεμος Εναντίον των Εβραίων”, και όχι ο “Πόλεμος Μεταξύ των Πολιτειών”, ο οποίος κατείχε κεντρικότερη θέση εντός της αμερικανικής πολιτικής ζωής. Η πλειοψηφία των καθηγητών των ανωτέρων και ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων θα μπορούσε να διαβεβαιώσει ότι, σε σχέση με τον Αμερικανικό Εμφύλιο, πολύ περισσότεροι προπτυχιακοί φοιτητές είναι σε θέση να τοποθετήσουν στο σωστό αιώνα το ναζιστικό ολοκαύτωμα και να παραθέσουν χονδρικά τον αριθμό των θυμάτων. Πράγματι, το ναζιστικό ολοκαύτωμα είναι σχεδόν η μοναδική ιστορική αναφορά που ακούγεται σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα σήμερα. Οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν μεγαλύτερο αριθμό Αμερικανών σε θέση να τοποθετήσει χρονικά και να περιγράψει το Ολοκαύτωμα από ό,τι την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ ή τη ρίψη των ατομικών βομβών στην Ιαπωνία.
Εντούτοις, μέχρι πρόσφατα, το ναζιστικό ολοκαύτωμα μόλις που εμφανιζόταν ως ιστορικό γεγονός στην αμερικανική ζωή. Μεταξύ του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του τέλους της δεκαετίας του ’60, μόνο ελάχιστα βιβλία και κινηματογραφικές ταινίες έθιγαν το θέμα. Υπήρχε μόνο ένα προσφερόμενο πανεπιστημιακό μάθημα στις ΗΠΑ σχετικά με το αντικείμενο αυτό.
Όχι μόνο οι Αμερικανοί γενικά, αλλά και οι Αμερικανοεβραίοι, μηδέ εξαιρουμένων των εβραίων διανοουμένων, επέδειξαν ελάχιστη προσοχή στο ναζιστικό ολοκαύτωμα. Σε μια έγκυρη έρευνα του 1957, ο κοινωνιολόγος Nathan Glazer ανέφερε ότι η Τελική Λύση των Ναζί (όπως και η ίδρυση του ισραηλινού κράτους) “είχε εντυπωσιακά ανεπαίσθητες επιπτώσεις στην εσωτερική ζωή της εβραϊκής κοινότητας της Αμερικής”. Το ερώτημα είναι γιατί; Η στερεότυπη απάντηση ήταν ότι οι Εβραίοι είχαν απωθήσει τη μνήμη του ναζιστικού ολοκαυτώματος εξαιτίας των ψυχικών τραυμάτων που είχαν υποστεί. (…)
Η πραγματική αιτία για τη δημόσια σιωπή σχετικά με την εξολόθρευση που πραγματοποίησαν οι Ναζί ήταν οι κομφορμιστικές πολιτικές που ακολούθησε η αμερικανοεβραϊκή ηγεσία και το πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στη μεταπολεμική Αμερική. Oι αμερικανοεβραϊκές ελίτ ακολουθούσαν πιστά τις θέσεις της επίσημης πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών. (…). Οι αμερικανοεβραϊκές ελίτ “ξέχασαν το ναζιστικό ολοκαύτωμα επειδή η Γερμανία –η Δυτική Γερμανία το 1949– έγινε ένας σημαντικός μεταπολεμικός σύμμαχος των ΗΠΑ στην αντιπαράθεσή τους με τη Σοβιετική Ένωση.” (…)
Η Τελική Λύση αποτέλεσε ένα θέμα ταμπού για τις αμερικανοεβραϊκές ελίτ και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Οι αριστεροί Εβραίοι, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου εναντιώνονταν στη συμπαράταξη με τη Γερμανία εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, μιλούσαν διαρκώς γι’ αυτό. Η υπενθύμιση του ναζιστικού ολοκαυτώματος χαρακτηρίστηκε κομμουνιστική ενέργεια. Δεσμευμένες από το στερεότυπο που συνέδεε τους Εβραίους με την Αριστερά, οι αμερικανοεβραϊκές ελίτ δεν δίστασαν να θυσιάσουν κάποιους άλλους Εβραίους στον βωμό του αντικομουνισμού. (…)
Ανυπομονώντας να επιδείξουν τα αντικομουνιστικά τους διαπιστευτήρια, οι εβραϊκές ελίτ εντάχθηκαν σε εξτρεμιστικές ακροδεξιές οργανώσεις, όπως η Παναμερικανική Συνέλευση για την Καταπολέμηση του Κομουνισμού, τις υποστήριξαν οικονομικά και έκλεισαν τα μάτια τους στην είσοδο βετεράνων των ναζιστικών Ες-Ες στη χώρα. [Αποτελούσε, άραγε, απλή σύμπτωση ότι, την ίδια στιγμή, επίσημες εβραϊκές οργανώσεις σταύρωναν τη Hannah Arendt επειδή κατέδειξε τη συνεργασία των ανερχόμενων εβραϊκών ελίτ κατά τη ναζιστική περίοδο στην προσπάθειά τους να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη; Υπενθυμίζοντας τον απεχθή ρόλο του αστυνομικού σώματος του Εβραϊκού Συμβουλίου, ο Yizhak Zuckerman, ένας από τους ηγέτες της εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας, παρατηρούσε: “Δεν υπήρχαν “αξιοπρεπείς” αστυνομικοί, επειδή οι αξιοπρεπείς άνδρες έβγαλαν τη στολή και έγιναν απλοί Εβραίοι”. (A surplus of Memory, Οξφόρδη: 1993, σελ. 244)].
Τα πάντα άλλαξαν με τον αραβοϊσραηλινό Πόλεμο των Έξι Ημερών. Κατά τα λεγόμενα σχεδόν όλων, μετά από αυτή τη σύγκρουση, το Ολοκαύτωμα έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των Αμερικανοεβραίων. (…)
Από τη στιγμή της ίδρυσής του, το 1948, μέχρι τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το Ισραήλ δεν κατείχε κεντρική θέση στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ. Ενώ η ηγεσία των Εβραίων της Παλαιστίνης ετοιμαζόταν να προκηρύξει την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, ο Πρόεδρος Τρούμαν παλινδρομούσε, σταθμίζοντας εσωτερικά ζητήματα (την εβραϊκή ψήφο) αφενός, και τις προειδοποιήσεις του υπουργείου Εξωτερικών (η υποστήριξη προς ένα εβραϊκό κράτος θα απομόνωνε τις ΗΠΑ από τον αραβικό κόσμο) αφετέρου. Προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ εξισορρόπησε τη βοήθεια προς το Ισραήλ και τις αραβικές χώρες, ευνοώντας μολαταύτα τους Άραβες.
Οι περιοδικές διαμάχες μεταξύ του Ισραήλ και των ΗΠΑ σχετικά με πολιτικά ζητήματα κορυφώθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ, το 1956, όταν το Ισραήλ συνωμότησε με τη Γαλλία και τη Βρετανία προκειμένου να επιτεθούν εναντίον του Αιγυπτίου εθνικιστή ηγέτη Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. (…) O Πρόεδρος Αϊζενχάουερ επέβαλε την πλήρη, ουσιαστικά άνευ όρων, αποχώρηση του Ισραήλ από το Σινά.
Το Ισραήλ εξαφανίστηκε από τη ζωή των Αμερικανοεβραίων σύντομα μετά από την ίδρυση του κράτους, ενώ εμφανιζόταν μόνο περιστασιακά ως αντικείμενο φιλανθρωπίας. Ο αριθμός των μελών της Σιωνιστικής Οργάνωσης της Αμερικής [Zionist Organization of America- ΖΟΑ] μειώθηκε από τις εκατοντάδες χιλιάδες του 1948 σε δεκάδες χιλιάδες στη δεκαετία του ’60. Μόνον ο ένας στους είκοσι Αμερικανοεβραίους φρόντισε να επισκεφτεί το Ισραήλ πριν από τον Ιούνιο του 1967.(…) Το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60, το Ισραήλ δέχθηκε ισχυρές επικρίσεις για την απαγωγή του Άιχμαν από ομάδες της εβραϊκής διανοητικής ελίτ, όπως ο Joseph Proskauer, πρώην πρόεδρος της AJC, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ Oscar Handlin και η εβραϊκής ιδιοκτησίας Washington Post. “Η απαγωγή του Άιχμαν”, έγραψε ο Erich Fromm, “είναι μια πράξη ανομίας ακριβώς του είδους που και οι ίδιοι οι Ναζί […] διέπραξαν”.
Οι Αμερικανοεβραίοι διανοούμενοι από όλο το πολιτικό φάσμα έδειχναν τελείως αδιάφοροι για την τύχη του Ισραήλ. (…) Λίγο πριν από τον Πόλεμο του Ιουνίου, η AJC διοργάνωσε ένα συνέδριο με θέμα “Η Εβραϊκή Ταυτότητα Σήμερα”. Μόνο τρεις από τους τριάντα ένα “καλύτερους εγκεφάλους της εβραϊκής κοινότητας” αναφέρθηκαν στο Ισραήλ, και αυτοί ελάχιστα, ενώ δύο από αυτούς το έκαναν για να απορρίψουν τη σχέση τους μαζί του. Ειρωνεία της τύχης: οι δύο μοναδικοί γνωστοί Εβραίοι διανοούμενοι που είχαν δημιουργήσει κάποιους δεσμούς με το Ισραήλ πριν από τον Ιούνιο του 1967 ήταν η Hannah Arendt και ο Noam Chomsky. H Arendt, αφού μετανάστευσε από τη Γερμανία το 1933, είχε ενεργό συμμετοχή στο Γαλλικό Σιωνιστικό Κίνημα και, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, έγραψε εκτενέστατα σχετικά με τον σιωνισμό. Γιος εξέχοντος Αμερικανού εβραϊστή, ο Τσόμσκι μεγάλωσε σε ένα σιωνιστικό περιβάλλον και, μετά την ανεξαρτησία του Ισραήλ, έζησε για λίγο σε ένα κιμπούτς. Οι δυσφημιστικές εκστρατείες, τόσο εναντίον της Arendt στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όσο και κατά του Τσόμσκι κατά τη δεκαετία του ’70, ενορχηστρώθηκαν από την ADL. (Anti-Defametion League, σ.τ.σ.).
Ύστερα ήρθε ο Πόλεμος του Ιουνίου. Εντυπωσιασμένες από τη συντριπτική επίδειξη δύναμης του Ισραήλ, οι Ηνωμένες Πολιτείες το ενσωμάτωσαν στον στρατηγικό σχεδιασμό τους. Πολιτική και στρατιωτική βοήθεια άρχισε να ρέει προς το Ισραήλ καθώς αυτό εξελίχθηκε σε έναν αντιπρόσωπο της αμερικανικής ισχύος στη Μέση Ανατολή.
Για τις αμερικανοεβραϊκές ελίτ, η εξάρτηση του Ισραήλ από την αμερικανική ισχύ αποτελούσε μάννα εξ ουρανού. Οι Εβραίοι τώρα βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή υπερασπιζόμενοι την Αμερική –στην πραγματικότητα, τον “Δυτικό πολιτισμό”— εναντίον των σκοταδιστικών αραβικών ορδών. Ενώ πριν από το 1967 το Ισραήλ εξόρκιζε το φόβητρο της διπλής αφοσίωσης, τώρα υποδήλωνε την υπεραφοσίωση.
Επομένως, οι αμερικανοεβραϊκές ελίτ ανακάλυψαν ξαφνικά το Ισραήλ. Μετά τον Πόλεμο του 1967, μπορούσαν να χαιρετίσουν τη στρατιωτική ορμητικότητα του Ισραήλ, επειδή τα όπλα του στρέφονταν προς τη σωστή κατεύθυνση – εναντίον των εχθρών της Αμερικής. Η στρατιωτική ισχύς του θα μπορούσε ακόμα να διευκολύνει την είσοδο στα άδυτα της αμερικανικής εξουσίας. Προηγουμένως, οι εβραϊκές ελίτ μπορούσαν να προσφέρουν μόνο τη λίστα κάποιων Εβραίων ανατρεπτικών. Τώρα, μπορούσαν να εμφανιστούν ως οι φυσικοί συνομιλητές του νέου στρατηγικού κεφαλαίου των ΗΠΑ. Από κομπάρσοι μπορούσαν να μετατραπούν σε πρωταγωνιστές του ψυχροπολεμικού δράματος.
Μετά τον Πόλεμο του Ιουνίου, οι επίσημες αμερικανοεβραϊκές οργανώσεις εργάστηκαν με εντατικούς ρυθμούς για να ενισχύσουν την αμερικανοϊσραηλινή συμμαχία. Στην περίπτωση της ADL, αυτό συμπεριελάμβανε και μια ευρύτατη επιχείρηση εσωτερικής παρακολούθησης, σε συνεργασία με τις ισραηλινές και νοτιοαφρικανικές μυστικές υπηρεσίες. Στους New York Times, η ειδησεογραφία που αφορούσε το Ισραήλ αυξήθηκε κατακόρυφα μετά τον Ιούνιο του 1967. Τα λήμματα σχετικά με το Ισραήλ για τα έτη 1955 και 1965 εκτείνονταν για κάθε χρόνο σε στήλες ύψους 60 ιντσών, ενώ για το 1975 έφτασαν σε στήλες ύψους 260 ιντσών. “Όταν θέλω να νιώσω καλύτερα”, λέει χαρακτηριστικά ο Wiesel το 1973, “διαβάζω τα θέματα περί Ισραήλ στους New York Times”. Ακριβώς σαν τον Podhoretz, πολλοί επίσης από τους πιο αναγνωρισμένους Αμερικανοεβραίους διανοούμενους ανακάλυψαν απότομα τη “θρησκεία” μετά τον Πόλεμο του Ιουνίου. H Lucy Dawidovitz, ο θηλυκός Νέστωρ της φιλολογίας του Ολοκαυτώματος, υπήρξε “με οξύ τρόπο επικριτική απέναντι στο Ισραήλ”. Το Ισραήλ δεν έχει δικαίωμα να απαιτεί επανορθώσεις από τη Γερμανία, επέκρινε αυτή το 1953, από τη στιγμή που αποφεύγει να αναλάβει ευθύνες για τους εκτοπισμένους Παλαιστινίους. “Η ηθική δεν μπορεί να είναι ελαστική”. Όμως, σχεδόν αμέσως μετά τον Πόλεμο του Ιουνίου, εξελίχθηκε σε “ένθερμο υποστηρικτή του Ισραήλ”, ανακηρύσσοντάς το σε “συλλογικό παράδειγμα της ιδεώδους εικόνας του εβραϊσμού στον σύγχρονο κόσμο”.
Μια δημοφιλής στάση των, μετά το 1967, αναγεννημένων σιωνιστών ήταν η σιωπηρή αντιπαράθεση της δικής τους ειλικρινούς υποστήριξης στο υποθετικά πολιορκούμενο Ισραήλ απέναντι στη δειλία του αμερικανικού εβραϊσμού κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Στην πραγματικότητα, έκαναν όσα ακριβώς είχαν κάνει και οι αμερικανοεβραϊκές ελίτ: Οι τάξεις των μορφωμένων αποδείχθηκαν εξαιρετικοί ειδήμονες στο να παίρνουν ηρωικές πόζες. Και αυτά σύμφωνα με τον προεξάρχοντα αριστερό-φιλελεύθερο δημοσιολόγο Irving Howe. Το 1956, η επιθεώρηση Dissent, την οποία εξέδιδε ο Ηοwe, καταδίκασε τη “συνδυασμένη επίθεση κατά της Αιγύπτου” ως “ανήθικη”. Αν και ουσιαστικά βρισκόταν απομονωμένο, το Ισραήλ κατηγορήθηκε επίσης για “πολιτισμικό σοβινισμό”, “μια οιονεί μεσσιανική αίσθηση της Εκδήλωσης του Πεπρωμένου”, και για “λανθάνοντα επεκτατισμό”. Μετά τον Πόλεμο του Οκτωβρίου του 1973, οπότε και κορυφώθηκε η αμερικανική υποστήριξη προς το Ισραήλ, ο Ηοwe δημοσίευσε ένα προσωπικό μανιφέστο “γεμάτο από σφοδρή λαχτάρα” για την υπεράσπιση του απομονωμένου Ισραήλ. Ο μη εβραϊκός κόσμος –θρηνούσε ο Ηοwe σε μια παρωδία σε στιλ Γούντι Άλεν– είχε κατακλυστεί από τον αντισημιτισμό. Ακόμα και στο Άνω Μανχάταν, μοιρολογούσε, το Ισραήλ “δεν ήταν πλέον της μόδας”. Όλοι, πλην του ιδίου, ήταν –υποτίθεται– υπόδουλοι του Μάο, του Φανόν και του Γκεβάρα.
Ως στρατηγικό κεφάλαιο της Αμερικής, το Ισραήλ δεχόταν επικρίσεις.(…) Μέσα στους κύκλους που καθόριζαν την πολιτική των Αμερικανών, οι λεγόμενοι “φιλοάραβες” υποστήριζαν πως το γεγονός ότι οι ΗΠΑ πόνταραν τα πάντα στο Ισραήλ, τη στιγμή που αγνοούσαν τις αραβικές ελίτ, υπέσκαπτε τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα. Μερικοί υποστήριζαν ότι η υποτέλεια του Ισραήλ στη δύναμη των ΗΠΑ και η κατοχή των γειτονικών αραβικών κρατών ήταν όχι μόνο λανθασμένη σε γενικό επίπεδο αλλά και επιζήμια για τα ίδια τα ισραηλινά συμφέροντα. Το Ισραήλ θα στρατιωτικοποιούνταν όλο και περισσότερο και θα αποξενωνόταν από τον αραβικό κόσμο. Για τους νέους Αμερικανοεβραίους “υποστηρικτές” του Ισραήλ, ωστόσο, τέτοιες απόψεις ισοδυναμούσαν με αιρετικές δοξασίες: ένα ανεξάρτητο Ισραήλ που ζει ειρηνικά με τους γείτονές του ήταν άνευ αξίας. Ένα Ισραήλ ευθυγραμμισμένο με τα ρεύματα του αραβικού κόσμου που θα αναζητούσαν την ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ ήταν καταστροφή. Αυτό που χρειαζόταν ήταν μια ισραηλινή Σπάρτη, ευγνώμων στην αμερικανική ισχύ, γιατί μόνο τότε οι Αμερικανοεβραίοι ηγέτες θα είχαν τη δυνατότητα να δρουν ως απολογητές των αμερικανικών αυτοκρατορικών φιλοδοξιών.
Για να προστατεύσουν το στρατηγικό τους κεφάλαιο, οι αμερικανοεβραϊκές ελίτ “θυμήθηκαν” το Ολοκαύτωμα. Η βιομηχανία του Ολοκαυτώματος ξεφύτρωσε μόνο μετά τη συντριπτική επίδειξη στρατιωτικής υπεροχής από το Ισραήλ και έλαβε τη μέγιστη τιμή της παράλληλα με τον ακραίο ισραηλινό θρίαμβο. (…)
Δεν ήταν η υποτιθέμενη αδυναμία και η απομόνωση του Ισραήλ, ούτε ο φόβος του “δεύτερου Ολοκαυτώματος”, αλλά μάλλον η αποδεδειγμένη δύναμη του Ισραήλ και η στρατηγική του συμμαχία με τις ΗΠΑ που οδήγησαν τις εβραϊκές ελίτ να στήσουν τη βιομηχανία του Ολοκαυτώματος μετά τον Ιούνιο του 1967. Αν και άθελά του, ο Νovick παρέχει τις καλύτερες αποδείξεις ώστε να υποστηρίξει κανείς αυτό το συμπέρασμα. Για να αποδείξει ότι οι παράγοντες της ισχύος και όχι η ναζιστική Τελική Λύση καθόρισαν την αμερικανική πολιτική έναντι του Ισραήλ, γράφει: “Όταν το Ολοκαύτωμα ήταν ακόμα νωπό στο νου των Αμερικανών ηγετών –κατά τα πρώτα 25 χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου–, οι ΗΠΑ υποστήριζαν λιγότερο το Ισραήλ. […] Όχι δηλαδή όταν θεωρούσαν το Ισραήλ αδύναμο και ευάλωτο, αλλά κατόπιν, όταν εκείνο έκανε επίδειξη της δύναμής του, κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών, τότε η αμερικανική βοήθεια έγινε από σταγόνες πλημυρίδα” (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο). Το γεγονός αυτό πριμοδοτούσε με ανάλογη δύναμη και τις αμερικανοεβραϊκές ελίτ.
Υπάρχουν, επίσης, εσωτερικές πηγές για τη δημιουργία της βιομηχανίας του Ολοκαυτώματος. Οι επίσημες ερμηνείες δίνουν βάση στην πρόσφατη ανάδυση των “πολιτικών ταυτότητας”, από τη μια, και στην “κουλτούρα της ‘θυματοποίησης’” από την άλλη. Πράγματι, κάθε ταυτότητα βασίστηκε σε μια συγκεκριμένη ιστορία καταπίεσης· οι Εβραίοι αναζήτησαν αναλόγως τη δική τους εθνοτική ταυτότητα στο Ολοκαύτωμα.
Πάντως, ανάμεσα στις ομάδες που αντιστέκονται στη “θυματοποίησή” τους –εδώ συμπεριλαμβάνονται οι μαύροι, οι ισπανόφωνοι των ΗΠΑ, οι αυτόχθονες Αμερικανοί, οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες και γυναίκες– μόνο οι Εβραίοι δεν βρίσκονται σε μειονεκτική θέση εντός της αμερικανικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, η πολιτική της ταυτότητας και το Ολοκαύτωμα εδραιώθηκαν στις τάξεις των Αμερικανοεβραίων όχι εξαιτίας του καθεστώτος θύματος στο οποίο υποθετικά είχαν περιπέσει, αλλά ακριβώς επειδή δεν είναι θύματα.
Καθώς τα αντισημιτικά φράγματα εξαφανίστηκαν γρήγορα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το επίπεδο των Εβραίων απογειώθηκε στις ΗΠΑ. Το κατά κεφαλήν εισόδημα των Εβραίων της Αμερικής είναι σχεδόν διπλάσιο από το αντίστοιχο των μη Εβραίων· 16 από τους 40 πλουσιότερους Αμερικανούς είναι εβραϊκής καταγωγής. (…) Απέχοντας παρασάγγας από το να αποτελεί εμπόδιο, η εβραϊκή ταυτότητα εξελίχθηκε σε διαβατήριο επιτυχίας. Όπως ακριβώς, ενόσω το Ισραήλ αποτελούσε εμπόδιο, οι περισσότεροι Αμερικανοεβραίοι το κρατούσαν σε απόσταση, και όταν, κατόπιν, μετατράπηκε σε προτέρημα, έγιναν αναγεννημένοι σιωνιστές, με παρόμοιο τρόπο κρατούσαν σε απόσταση την ταυτότητά τους όταν εκείνη αποτελούσε εμπόδιο και έγιναν αναγεννημένοι Εβραίοι όταν αυτή μετατράπηκε σε προτέρημα. Πράγματι, η κοσμική επιτυχία της ιστορίας του αμερικανικού εβραϊσμού έδωσε αξία σε μια κεντρική –ίσως τη μοναδική– αρχή της νεοαποκτηθείσας ταυτότητάς τους ως Εβραίων. Τώρα πια υπάρχει κανείς που θα αμφισβητούσε ότι οι Εβραίοι ήταν ο “περιούσιος” λαός; Στο βιβλίο του Α Certain People: American People and their Lives Today, o Charles Silberman –αναγεννημένος Εβραίος ο ίδιος– δηλώνει με τυπικό ενθουσιασμό: “Οι Εβραίοι δεν θα ήταν φυσιολογικοί άνθρωποι αν απέφευγαν εντελώς κάθε νύξη περί ανωτερότητας”, και “είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους Αμερικανοεβραίους να εξαλείψουν την αίσθηση ανωτερότητας, όσο και αν προσπαθούν να την καταπνίξουν”. Εκείνο που κληρονομεί ένα παιδί αμερικανοεβραϊκής καταγωγής, σύμφωνα με το μυθιστοριογράφο Philip Roth, είναι “όχι ένα corpus αρχών δικαίου, ούτε μια δέσμη γνώσεων ούτε η γλώσσα ή τελικά ο θεός […] αλλά ένα είδος ψυχολογίας. Και η ψυχολογία αυτή μπορεί να μεταφραστεί σε πέντε λέξεις: ‘οι Εβραίοι είναι οι καλύτεροι’”. Όπως θα δούμε τώρα, το Ολοκαύτωμα χρησιμοποιήθηκε για να ισχυροποιήσει το εβραϊκό αίσθημα του “εκλεκτού”.
Από τη δεκαετία του ’70, ο αντισημιτισμός έπαψε πλέον να αποτελεί σημαντικό συστατικό της αμερικανικής ζωής. Ωστόσο, οι Εβραίοι ηγέτες άρχισαν να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου γιατί δήθεν ο αμερικανικός εβραϊσμός απειλείται από έναν καρκινωματώδη “νέο αντισημιτισμό”.
Για τον οργανωμένο αμερικανικό εβραϊσμό, αυτή η κατασκευασμένη υστερία σχετικά με τον νέο αντισημιτισμό εξυπηρέτησε πολλαπλούς σκοπούς. Αυτό ακριβώς ενίσχυσε τις μετοχές του Ισραήλ ως ασύλου και τελικού καταφυγίου όταν οι Αμερικανοεβραίοι είχαν ανάγκη από κάτι τέτοιο. Επιπλέον, οι εκκλήσεις των εβραϊκών οργανώσεων, που σε πρώτο πλάνο αντιμάχονταν τον αντισημιτισμό, για συγκέντρωση χρημάτων έβρισκαν πρόσβαση σε πιο δεκτικά αφτιά. “Ο αντισημίτης βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση”, παρατήρησε κάποτε ο Sartre, “να έχει ανάγκη τον εχθρό που εύχεται να καταστρέψει”. Για τις εν λόγω εβραϊκές οργανώσεις ισχύει και το αντίστροφο. (…) Επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στις ΗΠΑ, ο αξιόλογος Ισραηλινός δημοσιογράφος Danny Rubinstein ανέφερε: “Όπως πιστεύουν οι περισσότεροι στο εβραϊκό κατεστημένο, το σημαντικότερο πράγμα είναι να δίνεται ξανά και ξανά έμφαση στους εξωτερικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει το Ισραήλ. […] Το εβραϊκό κατεστημένο στην Αμερική χρειάζεται μόνο ένα Ισραήλ θύμα της σκληρής αραβικής επίθεσης. Για ένα τέτοιο Ισραήλ μπορεί να λάβει κανείς υποστήριξη, δωρεές, χρήματα. […] Όλοι γνωρίζουν την επίσημη ετικέτα που φέρει η κάθε είδους βοήθεια την οποία συγκεντρώνει η Ενωμένη Εβραϊκή Έκκληση στην Αμερική. Στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιείται το όνομα του Ισραήλ, αλλά περίπου το μισό των χρημάτων που συγκεντρώνονται δεν διεκπεραιώνονται στο ίδιο το Ισραήλ αλλά πηγαίνουν στα εβραϊκά ιδρύματα της Αμερικής. Υπάρχει τίποτε πιο κυνικό;” Όπως θα δούμε, η εκμετάλλευση των “αναξιοπαθούντων θυμάτων του Ολοκαυτώματος” από τη βιομηχανία του Ολοκαυτώματος αποτελεί την τελευταία και τη χειρότερη επίδειξη αυτού του κυνισμού.
Το απώτερο κίνητρο για την κρούση του κώδωνα του κινδύνου απέναντι στον αντισημιτισμό, ωστόσο, βρίσκεται κάπου αλλού. Καθώς οι Αμερικανοεβραίοι άρχισαν να κερδίζουν μεγαλύτερη κοινωνική καταξίωση, με τρόπο σταθερό, στράφηκαν πολιτικά προς τα δεξιά. (…) Οι εβραϊκές ελίτ, στη μανιώδη προσπάθειά τους να υπερασπιστούν τα συντεχνιακά και ταξικά τους συμφέροντα, στιγμάτισαν ως αντισημιτικό οτιδήποτε εναντιωνόταν στη νέα συντηρητική πολιτική τους.
Το Ολοκαύτωμα έπαιξε και αυτό ρόλο σε τούτη την ιδεολογική επιθετικότητα. Με εμφανέστατο τρόπο, η επίκληση των διωγμών του παρελθόντος εξέτρεψε την απόπειρα κριτικής του παρόντος. (…) Ωστόσο, πέρα από αυτό, στο πλαίσιο του Ολοκαυτώματος, ο αντισημιτισμός γινόταν αντιληπτός ως μια εντελώς παράλογη απέχθεια των μη Εβραίων απέναντι στους Εβραίους. Αυτή η θεωρία απέκλειε την πιθανότητα η εχθρότητα εναντίον των Εβραίων να πηγάζει από μια αντικειμενική σύγκρουση συμφερόντων. Συνεπώς, η επίκληση του Ολοκαυτώματος ήταν ένα τέχνασμα για να ποινικοποιηθεί κάθε κριτική κατά των Εβραίων. Τέτοιου είδους κριτική δεν θα μπορούσε παρά να απορρέει από παθολογικό μίσος.
Όπως ο οργανωμένος εβραϊσμός θυμήθηκε το Ολοκαύτωμα μόλις κορυφώθηκε η ισχύς του Ισραήλ, έτσι και οι ίδιοι θυμήθηκαν το Ολοκαύτωμα όταν κορυφώθηκε η αμερικανοεβραϊκή ισχύς. (…) Παραδείγματος χάριν, ο Norman Podhoretz υπογράμμιζε τη νέα εβραϊκή αποφασιστικότητα μετά τον Ιούνιο του 1967 “η οποία έπρεπε να αντισταθεί με κάθε τρόπο, σε οποιονδήποτε βαθμό και για οποιονδήποτε λόγο, απέναντι σε όποιον προσπαθούσε να μας βλάψει. […] Από ‘δώ και στο εξής θα πατάμε πόδι”. Όπως οι Ισραηλινοί εξοπλίστηκαν σαν αστακοί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και με εξαιρετικό θάρρος έβαλαν τους Παλαιστινίους στη θέση τους, έτσι και οι Αμερικανοεβραίοι έβαλαν με αποφασιστικότητα τους μαύρους στη θέση τους.
Να παριστάνει τον γενναίο απέναντι σε όσους μπορούσαν λιγότερο να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους. Αυτό είναι το πραγματικό περιεχόμενο του περιβόητου θάρρους του οργανωμένου αμερικανικού εβραϊσμού.