Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ. 112
Κάποτε, ο Ναβουθαί ο Ιεζραηλίτης είχε ένα αμπέλι κοντά στο παλάτι του Αχαάβ. Και ο Αχαάβ ζήτησε να πάρει το αμπέλι και να του δώσει άλλο, σε άλλον τόπο ή να του δώσει χρήματα. Μα ο Ναβουθαί του λέει: «Θεός φυλάξοι! Είναι πατρική μου κληρονομιά και δεν μπορώ να σου τη δώσω».
Και ταράχτηκε ο Αχαάβ κι έμεινε άγρυπνος. Ώσπου βρέθηκαν δυο ψευδομάρτυρες κι ο Ναβουθαί καταδικάστηκε για βλασφημία και λιθοβολήθηκε. Κι έτσι ο Αχαάβ πήρε το αμπέλι του Ναβουθαί. Η ιστορία αυτή από τη Βίβλο(1) είναι η ιστορία της ταινίας του Αντρέι Σβιάνγκιντσεφ, που έκανε παγκόσμια αίσθηση. Εδώ ο Ναβουθαί λέγεται Κόλια και Αχαάβ είναι ο δήμαρχος Βαντίμ. Αλλ’ εδώ, στον εικοστό πρώτο αιώνα, δεν βρίσκεται ο τρανός Ηλίας, για να προφητεύσει από το στόμα του Θεού, πως τον Αχαάβ θα τον φάνε τα σκυλιά στο τέλος, για το άδικο που σκάρωσε. Εδώ μιλιά έχει μονάχα ο Θωμάς Χομπς, λέγοντας πως το κράτος είναι ένας Λεβιάθαν, που καταπίνει τα πάντα για το καλό του εκ φύσεως εγωιστή ανθρώπου. Εδώ έχει δράσει ήδη ο δαιμονικός Φάουστ, ώστε «να μεγαλώσει την κυριαρχία και την επικράτειά του και να φτάσει στον απώτερο σκοπό, που δεν είναι άλλος από την εγκαθίδρυση της παγκόσμιας κυριαρχίας».(2) Εδώ, τώρα, ο κόσμος σκοτεινιάζει.
Όλη η ταινία του Σβιάνγκιντσεφ, που μας μεταφέρει σε μιαν ερημιά της βόρειας θάλασσας του Μπάρεντς, είναι γυρισμένη σ’ ένα σούρουπο, εκεί που ο ήλιος το καλοκαίρι δεν δύει, μα και δεν υψώνεται στον ουρανό. Ο Κόλια, που έχει ένα σπίτι στην άκρη της θάλασσας, έχει μεγαλώσει πια κι αρχίζει να γερνάει, στον τόπο όπου κι ο πατέρας του κι ο παππούς του γεννήθηκαν και πέθαναν. Στο σπίτι που έχτισε μόνος του, ζει με τη νεώτερη γυναίκα του, τη Λίλια, και τον έφηβο γιο του, τον Ρομάν κι εκεί ελπίζει να ζήσει κι αυτός τα δικά του τέλη. Μα ο δήμαρχος Βαντίμ, ένας αδίστακτος τοπικός παράγων ενός όμοια παμφάγου συστήματος, ονειρεύεται την «ανάπλαση» της περιοχής. Έχει χτίσει κιόλας απέναντι μια μεγαλόπρεπη εκκλησία κι έχει γι’ αυτό την «ευλογία» του τοπικού μητροπολίτη, που είναι περισσότερο κυνικός από τον δήμαρχο, καθώς βάζει και το Θεό στους λογαριασμούς του. Η ιστορία είναι αρχετυπική και η εξέλιξή της, όπως είδαμε πιο πάνω, γνωστή. Αυτό δεν μειώνει καθόλου την ένταση και την προσοχή του θεατή. Ο απόστρατος αξιωματικός Κόλια καλεί ένα φίλο του από το στρατό, τώρα δικηγόρο στη Μόσχα, τον Ντιμίτρι, να τον συνδράμει. Η τοπική δικαιοσύνη, όπου επίμονα έχει καταφύγει, είναι αφοσιωμένη στο μακρύ χέρι του δημάρχου. Ο Ντιμίτρι έχει όμως τις δικές του επαφές με υψηλόβαθμους της πρωτεύουσας και προσπαθεί να εκβιάσει τον δήμαρχο. Ο πόλεμος των εξουσιών κηρύσσεται μέσα σ’ ένα κλίμα επαρχιακής ρουτίνας, που την πνίγει η βότκα, κι ο θεατής ανά πάσα στιγμή περιμένει το μακελειό. Στο τέλος, το πρόβατο για θυσία θα είναι ο ίδιος ο Κόλια και η πολυαγαπημένη του γυναίκα, η Λίλια. Κι ο Ρομάν της νέας γενιάς θα ορφανέψει και θα ξεριζωθεί.
Νομίζω ότι η γοητεία αυτής της ταινίας, πέρα από την αρχέτυπη ιστορία της, βρίσκεται στο ότι δεν ηθικολογεί, ούτε πολιτικολογεί. Παρά το ότι η κριτική της είναι κοφτερή. Δεν υπάρχει εδώ ο καλός που θα ταυτιστείς, ούτε μελόδραμα. Γιατί το πρόβλημα είναι, μοιάζει να λέει ο Σβιάνγκιντσεφ, βαθύτερο. Είναι σαν το ημίφως που απλώνεται στη βόρεια αυτή ακτή, που στις αμμουδιές της σαπίζουν σκαριά που ξώκειλαν και άνθρωποι που ξέμειναν και που θυμίζει την ακτή της «Νέκυιας», στο λ της Οδύσσειας. Ένας τόπος νεκρών. Η ανθρωπότητα της κρίσης, η οποία είναι κρίση πρώτα του ανθρώπου και του πολιτισμού του κι ύστερα της οικονομίας. Η ταινία είναι μια εύστοχη, αν μη τι άλλο, παραβολή.
Βέβαια, έχει μια θεατρικότητα η όλη δράση, που πάντως στηρίζεται σε πολύ καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς. Αλλά τα κινηματογραφικά όπλα της ταινίας μένουν ώρες ώρες αμήχανα. Κάποτε καταφεύγει σε κοινότοπες ευκολίες, όπως το πλάνο με την ουρά από πολυτελή αυτοκίνητα στο φινάλε. Η πιο πάνω οντολογική της όμως στάση την κάνει ζηλευτή. Αξιαγάπητη είναι και η μουσική του Φίλιπ Γκλας, πάντοτε εύστοχα κινηματογραφική, διαλεγμένη από την όπερά του «Ακενατόν», που αποσπάσματά της ακούγονται. Ο Αλεξέι Σερεμπριάκοφ, στο ρόλο του Κόλια, είναι μια προμηθεϊκή φιγούρα που συντρίβεται, σαν μια μεγάλη δρυ που τη χτύπησε κεραυνός. Δίπλα του ο Βλαντιμίρ Βντοβιτσένκοφ, στο ρόλο του Ντιμίτρι, δίνει εύστοχα το μηδενιστικό τύπο του γιάπη. Η Έλενα Λιαντόβα είναι εξίσου πειστική στο ρόλο της Λίλιας, της νέας γυναίκας που μάταια προσπαθεί να ξεφύγει από το παρελθόν και τη μοίρα της. Και ο δήμαρχος Βαντίμ, το στόμα του αδηφάγου Λεβιάθαν, δίνεται πληθωρικά αλλά και την ίδια στιγμή με εσωτερικότητα νομίζω, από τον Ρόμαν Μαντιάνοφ. Το καστ της ταινίας συμπληρώνει, στο ρόλο του Ρομάν, ο μικρός, αλλά όχι αμελητέος Σεργκέι Ποκχοντάεφ, και οι: Άννα Γιουκόλοβα και Αλεξέι Ροζίν, που παίζουν το ζευγάρι της Άντζελας, συναδέλφου στο εργοστάσιο της Λίλιας και του τροχονόμου Πάσα. Ο Μιχαήλ Κρίχμαν, που πρέπει να μνημονευτεί, έχει κάνει αξιοσημείωτη δουλειά στο απαιτητικό ημίφως, στη φωτογραφία της ταινίας.
Ο Αντρέι Σβιάνγκιντσεφ, που τον γνωρίσαμε το 2003, όταν μας είχε καταπλήξει με την ταινία του Η επιστροφή, που είχε πάρει τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία, σκηνοθετεί μια επίσης δυνατή ταινία, φωτίζοντας λίγο τον ορίζοντα του νέου αιώνα. Δεν είναι μόνο οι καταπιεστικές οικονομικές σχέσεις που ποδηγετούν τον άνθρωπο στο γκρεμό και στα ερείπια. Εκτός από την απληστία, υπάρχουν και τα φαντάσματα της ψυχής μας. Αν μάλιστα έδινε λιγότερο τόπο στα 140 λεπτά της ταινίας του σε μια (δικαιολογημένη) διάθεση καταγγελίας της κρατικής διαφθοράς —ποιος μπορεί να αρνηθεί πως στη Ρωσία του Πούτιν η γιάπικη μαφία πάει να βασιλέψει στη θέση της πάλαι ποτέ σοβιετικής γραφειοκρατίας;— θα μας έδινε ίσως μια τελειότερη εικόνα της κατάρρευσης που έρχεται.
Της κατάρρευσης που έρχεται και τρυπώνει στα ανάκτορα σαν τις σκιές, που βάζει ο Γκαίτε να κυκλώνουν τα μεσάνυχτα τον Φάουστ, αφού έχει κι εκείνος πιστά εκτελέσει το σατανικό «αναπτυξιακό» του σχέδιο, έχει κάψει την καλύβα του φτωχού γείτονά του κι έχει βάψει, εν τέλει, τα χέρια του στο αίμα, σε μια «απόφαση κι εκτέλεση εξίσου βιαστικές»:
Τα επίχειρα της ανθρώπινης καταστροφής, της κατάρρευσης της συνείδησης, είναι η κρίση. Η στέρηση, η οφειλή, η έγνοια κι η ανάγκη είναι οι αδερφάδες που την ακολουθούν.
«ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
Μπαίνουν τέσσερις γυναίκες στα γκρίζα
ΠΡΩΤΗ Με λένε Στέρηση.
ΔΕΥΤΕΡΗ Με λένε Οφειλή.
ΤΡΙΤΗ Με λένε Έγνοια.
ΤΕΤΑΡΤΗ Με λένε Ανάγκη.».3
Σημειώσεις:
1. Βασιλειών Γ’, 20:1-16
2. Θανάσης Λάμπρου, Κάτω απ’ τον ανοιχτό ουρανό, εκδ. «Περισπωμένη», 2014, σ. 212. Ο Φάουστ, στην πέμπτη πράξη του Β΄ μέρους του δράματος, καίει την καλύβα του γερο-Φιλήμονα και της Βαυκίδος, που βρίσκεται δίπλα στο ανάκτορό του και, όπως λέει, «ρημάζει την παγκόσμια κατοχή»-κράτος του (στιχ. 11242), αφού στέλνει τους μπράβους του να τους σκοτώσουν.
3. Goethe, Φάουστ. Μια τραγωδία, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Πέτρος Μάρκαρης, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005, σ. 961