του Νηλ Άστσερσον
The Observer, 12 Μαΐου 2002
Ποιος ήταν τελοσπάντων ο Πιμ Φόρτουιν; Όλη την περασμένη εβδομάδα, οι πολίτες του Ρότερνταμ θρηνούσαν γι’ αυτόν σαν να ήταν ήρωας, ηγέτης –ακόμα και Μεσσίας. Αυτοί ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που διάβαζε κανείς στα στεφάνια που κείτονταν μπροστά από το δημαρχείο την ημέρα της κηδείας του. Δολοφονημένος τη Δευτέρα και άγιος την Τετάρτη, ο Πιμ Φόρτουιν εξακολουθεί να ηγείται του ψηφοδελτίου του κόμματός του και είναι πολύ πιθανό να αποτελέσει τον πρώτο νεκρό πρωθυπουργό της Ολλανδίας μετά από την εκλογική αναμέτρηση της επόμενης Πέμπτης! Άραγε ήταν ένα κομμάτι της νέας λαϊκιστικής δεξιάς που εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη ή μήπως ήταν κι αυτός μια από τις ιδιαιτερότητες της Ολλανδίας;
Ο Πιμ ήταν ιδιαίτερα γραφικός με τον σοφέρ του και τα σκυλάκια του σαλονιού. Ντυνόταν σαν παραδείσιο πουλί, ενώ τα σχόλιά του ήταν δηλητηριώδη. Αλλά οι άνδρες που έστεκαν με λουλούδια πάνω από τον τάφο του ανήκαν στην εργατική τάξη, ήταν οπαδοί της Φέγιενορντ και οι μητέρες τους ή τα κορίτσια τους έκλαιγαν σαν να είχαν χάσει τον αδερφό τους. Την ίδια νύχτα, αφού η Φέγιενορντ νίκησε την Ντόρτμουντ και κέρδισε το κύπελλο Ουέφα (την επέτειο της παράδοσης των Γερμανών στα 1945), 5.000 οπαδοί της ομάδας κατέκλυσαν το νεκροταφείο για να χορέψουν γι’ αυτόν και να του προσφέρουν τα κασκόλ τους.
Μια θλιμμένη δασκάλα που στεκόταν στην ουρά για να υπογράψει το βιβλίο των συλλυπητηρίων μου είπε: “Υπήρχαν τόσα πολλά πράγματα που δεν μπορούσαν να ειπωθούν σ’ αυτή τη χώρα και χρειαζόταν κάποιος άνθρωπος με το θάρρος και τα χαρίσματα του Πιμ για να μιλήσει γι’ αυτά. Τώρα, μας τον πήρανε με τη βία· αισθάνομαι θιγμένη προσωπικά”. Πρόκειται για μια εντύπωση που την μοιράστηκαν πολλοί Ολλανδοί, ακόμα και εάν δεν συμφωνούσαν με την ξενοφοβική και αντιμουσουλμανική ρητορεία του Φόρτουιν. Τέτοιες αντιλήψεις έχουν να κάνουν με την παλιομοδίτικη αίσθηση της κοινότητας του ολλανδικού έθνους. “Δεν υπάρχει ανάγκη να κλειδώνουμε τα ποδήλατά μας, δεν υπάρχει ανάγκη να προστατεύουμε τους πολιτικούς μας με σωματοφύλακες”: Αυτές τις ευαίσθητες χορδές μοιάζει να διαταράσσει η δολοφονία του Φόρτουιν. Παρόλα αυτά, τα ανείπωτα πράγματα που τολμούσε να ξεστομίζει ο Φόρτουιν δεν θα είχαν εντυπωσιάσει μια λιγότερο σοβαροφανή κοινωνία: “Χτίστε περισσότερους αυτοκινητόδρομους”, “Αποδεχθείτε ότι η Ολλανδία αποτελεί ένα ενιαίο αστικό τοπίο που χρειάζεται μοναχά μερικά πράσινα πάρκα”, “Αν σας ανησυχεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου, τότε χτίστε ψηλότερους τους ολλανδικούς ουρανοξύστες”… Παρατηρήσεις σαν αυτές το πολύ να προκαλούσαν την αδιαφορία στη Βρετανία ή στην Ιταλία. Στην Ολλανδία, φαίνεται ότι όπλισαν το χέρι του δολοφόνου του Φόρτουιν.
Μολαταύτα, ο Φόρτουιν δεν ήταν ένα αποκλειστικό προϊόν της μικρής του χώρας. Τα καυστικά του σχόλια για τα πολιτικά ταμπού της Ευρώπης του 21ου αιώνα τον τοποθετούν ανάμεσα στους φορείς του “νέου λαϊκιστικού” κινήματος που εμφανίστηκε σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο κατά τα τελευταία χρόνια. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι από αυτούς διατηρούν παραδοσιακά ακροδεξιές πολιτικές τοποθετήσεις, αν και η παράδοση δεν έδειχνε να απασχολεί τον Φόρτουιν. Το κόμμα του, παρόλο που δήλωνε ότι η Ολλανδία δεν μπορεί να δεχθεί άλλους μετανάστες, έκλεισε την πόρτα του στους νεοναζί όταν δέχθηκε στους κόλπους του μη-λευκούς ή όταν καταδίκαζε τον ισλαμισμό για τις προκαταλήψεις του απέναντι στους ομοφυλόφιλους. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, όμως, ο Φόρτουιν δεν έπαψε να αποτελεί κομμάτι της συντηρητικής εξέγερσης ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική τάση της Ευρώπης, μιας εξέγερσης ενάντια σε καθεστώτα που χρησιμοποιούσαν μια πολιτικώς ορθή ρητορεία –εκείνη της “βιώσιμης ανάπτυξης”, “της κοινωνικής συναίνεσης”, της “κυριαρχίας των καταναλωτών”– για να αποτρέψουν την ουσιαστική συζήτηση γύρω από τη διαχείριση της εξουσίας και τη διαφθορά. Η λίστα αυτών των νέο-λαϊκιστικών κομμάτων είναι μεγάλη και πρόκειται να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο. Μερικά από αυτά είναι ισχυρά και άλλα ανίσχυρα. Μερικά τείνουν προς τη βία και την καταστολή και άλλα αυτοπαρουσιάζονται με αντιαυταρχικές πλατφόρμες και προτάγματα προσωπικής απελευθέρωσης.
Πρόκειται άραγε για το πρωταρχικό στάδιο, για ένα άμορφο ακόμα έμβρυο, ενός νέου Ευρωπαϊκού φασισμού; Τα περισσότερα από αυτά τα κόμματα εμφανίστηκαν έπειτα από το τέλος του Ψυχρού πολέμου, ενώ άλλα έχουν ένα μεγαλύτερο παρελθόν μέσα στον ασαφή και διασπασμένο χώρο της ακροδεξιάς. Ωστόσο, χρειάστηκε να συμβούν τρία συνταρακτικά γεγονότα –η άνοδος της ξενοφοβικής επιθετικότητας των σκίνχεντ στην Γερμανία, έπειτα από την επανένωση, η ανέλιξη του κόμματος του Χάιντερ στην εξουσία και η είσοδος του Ζ.Μ. Λεπέν στον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών– ώστε να ηχήσει ο συναγερμός σε όλον τον κόσμο. Στις Η.Π.Α, αρθρογράφοι επηρεασμένοι από την αμερικάνικη “μονομέρεια” βρήκαν την ευκαιρία να κατηγορήσουν την Ευρώπη ότι επανέρχεται στη φυσική της κατάσταση, στη βαρβαρότητα, και ότι επίκειται ένα νέο αντισημιτικό ολοκαύτωμα.
Αλλά τα νέο-λαϊκιστικά κόμματα που βρίσκονται σε άνοδο δεν είναι φασιστικά. Τα νεοναζιστικά κόμματα υπάρχουν (όπως το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα στη Γερμανία) αλλά είτε είναι αισχρά κατάλοιπα του παρελθόντος είτε θλιβερές αναβιώσεις. Αυτοί που ταυτίζουν τον Λεπέν ή τον Τζιαφράνκο Φίνι με τον φασισμό, θα έπρεπε να διαβάσουν λίγη νεώτερη ιστορία.
Λίγοι άνθρωποι θυμούνται πλέον την αποκρουστική βία και την μισαλλοδοξία του “επίσημου” Ευρωπαϊκού συντηρητισμού κατά την δεκαετία του 1930. Τα περισσότερα από αυτά τα κόμματα εξέφραζαν έναν βίαιο εθνικισμό και αντισημιτισμό. Οι αντιλήψεις τους για τα κοινωνικά ζητήματα εξαντλούνταν στην τοποθέτηση ότι οι φτωχοί πρέπει να παραμένουν στις θέσεις τους με την δύναμη των αστυνομικών γκλομπς, ενώ το μόνο που τους ενδιέφερε όσο αφορά τις εργασιακές σχέσεις ήταν οι συλλήψεις των μπολσεβίκων και η ποινικοποίηση των συνδικάτων. Η πίστη τους στην αξία των αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών, στην φυλετική υπεροχή των λευκών έναντι όλων των άλλων φυλών, ήταν ολοκληρωτική.
Πολλά από αυτά τα δεξιά, μη-φασιστικά κόμματα, ήταν καθολικά και φιλοβασιλικά, αφιερωμένα αποκλειστικά στην εκκλησιαστική αρχή και την δύναμη των ιδιοκτητριών κοινωνικών τάξεων, ενώ υπεράσπιζαν την λογοκρισία των απόψεων, την υποταγή των γυναικών και εξυμνούσαν την υποτιθέμενη ευσέβεια της αγροτικής ζωής. Αυτό είναι και η πραγματική κληρονομιά του Λεπέν: Οι πολιτικοί του πρόγονοι ήταν οι “Camelots du Roi” (Οι πιστοί επαίτες του Βασιλιά) που επιτίθονταν σε Εβραίους και Κομμουνιστές ή οι φιλοβασιλικοί διαδηλωτές που αποπειράθηκαν, στα 1934, να ανατρέψουν το πολίτευμα με ξυράφια εφαρμοσμένα στα μπαστούνια τους.
Με τέτοια συντηρητικά κόμματα δεν είναι διόλου περίεργο το πώς μερικοί Ευρωπαίοι καλωσόρισαν τον φασισμό ως μια πεφωτισμένη εναλλακτική λύση. Αλλά, σχεδόν όλες αυτές οι μνήμες ξεχάστηκαν μετά το τέλους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με την ανάδυση της κοινωνικά ευαίσθητης Χριστιανοδημοκρατίας. Αυτή η αμνησία εξηγεί το γιατί ταυτίζονται με τον φασισμό τα σημερινά νεολαϊκιστικά κόμματα που προτείνουν την αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους και την έξωση όλων των μεταναστών· ουσιαστικά αυτά τα κόμματα επανατοποθετούνται στις παλιές, συντηρητικές τους καταβολές.
Αλλά εάν δεν πρόκειται για φασιστικά κόμματα τότε τι είναι; Ο φασισμός μπορεί να εξασφαλίσει την συναίνεση με το να επιτίθεται στους προνομιούχους: Η υπόσχεση των Ναζί να εξουδετερώσουν την δύναμη της εκκλησίας και της αριστοκρατίας είχε εντέλει μεγάλη απήχηση. Από την άλλη, ο πραγματικός συντηρητισμός απλά υπερασπίζεται τα προνόμια της μειοψηφίας έναντι της πλειοψηφίας. Τα σύγχρονα νεολαϊκιστικά κόμματα βρίσκονται κάπου ανάμεσα. Τα περισσότερα από αυτά αποδέχονται τους δημοκρατικούς κανόνες, παρόλο που χρησιμοποιούν συχνά την ακροδεξιά και αυταρχική ρητορική των προγόνων τους. Όλα, δίχως καμία εξαίρεση, μιλούν για τον “λαό” που αγνοείται και παραμερίζεται από τους αντιπροσώπους του, ενώ μερικοί από τους μεσοστρωματικούς ηγέτες τους –όπως ο Λε Πεν και ο Χάιντερ– προσποιούνται ότι έχουν λαϊκή καταγωγή. Πολλά από αυτά έχουν ιδιαίτερα μαζική περιφερειακή βάση, όπως ο Πιμ στο Ρότερνταμ και ο Λε Πεν στην επαρχία της Αλσατίας, και εμφανίζονται ιδιαίτερα κριτικοί απέναντι στις υπερσυγκεντρωτικές μητροπόλεις και στις ελίτ τους, που επιβάλλουν την θέλησή τους σε όλο το έθνος. Το βελγικό Βλάαμς Μπλοκ είναι το μοναδικό ακροδεξιό κόμμα από το ευρωπαϊκό πάνθεον που εμφανίζεται με αμιγώς φασιστικά χαρακτηριστικά στο λόγο και στις πρακτικές του (πράγμα που απεχθανόταν ο Φόρτουιν και οι οπαδοί του).
Ουσιαστικά, τα κόμματα αυτά οργανώνονται γύρω από τη δράση επάνω σε τρία ζητήματα. Κατ’ αρχήν είναι εχθρικά ως προς τη μετανάστευση. Η εχθρότητα αυτή μπορεί να κυμανθεί από την ξενοφοβική παράνοια (που εκφράζει –για παράδειγμα– το Εθνικό Μέτωπο απέναντι στους μαύρους και τους Άραβες) στην πολιτιστική αδιαλλαξία που δείχνει το Βλάαμς Μπλόκ απέναντι στους μη-Φλαμανδούς, είτε αυτοί είναι Βαλλόνοι είτε Τούρκοι, και στην επιδερμικά “πολιτισμένη” και μη-φυλετιστική αντίληψη του Φόρτουιν, που δηλώνει ότι απλά “δεν πάει άλλο” (ας μην ξεχνάμε ότι ο Φόρτουιν δήλωσε, απαντώντας σε επικριτή του στην T.V., ότι δεν έχει τίποτα με τους Μαροκινούς, μιας και –στο κάτω-κάτω– έχει πλαγιάσει με πολλούς από αυτούς!). Ύστερα, το δεύτερο ζήτημα γύρω από το οποίο ενεργοποιούνται, που συνδέεται στενά με τα παραπάνω, είναι η εγκληματικότητα. Σε όλες αυτές τις χώρες, οι ηγέτες των κομμάτων αυτών επιμένουν ότι ο νόμος και η τάξη καταπνίγεται από το κύμα της εισαγόμενης εγκληματικότητας.
Αυτά τα στοιχεία από τον προγραμματικό λόγο της ακροδεξιάς μαρτυρούν το ενδιαφέρον και την έμφαση που δίνει στο κράτος. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν φαφούτικο νεοφιλελευθερισμό. Το κράτος, ως εργοδότης και ως πηγή πλούτου, προσεγγίζεται ως συλλογική ιδιοκτησία του λαού. Οι παροχές του –δουλειά, περίθαλψη, σχολεία– θα πρέπει να απευθύνονται πρώτιστα στους ντόπιους. Οι αλλοδαποί δεν πρέπει να έχουν πραγματικά δικαιώματα σ’ αυτές τις παροχές, παρόλο που μπορούν να δέχονται γενναιόδωρη φιλανθρωπία. Το κράτος είναι επίσης σημαντικό γι’ αυτούς επειδή έχει τη δυνατότητα της άσκησης του καταναγκασμού· μπορεί να ψηφίσει νόμους και να στρατολογήσει περισσότερα μέλη στην αστυνομία ώστε να κρατάει σε μια απόσταση τους μετανάστες και να τιμωρεί εκείνους που παραβιάζουν την “φιλοξενία” των ντόπιων. Ωστόσο, τα οικονομικά δόγματα της ακροδεξιάς βρίσκονται σε αντίθεση με τα παραπάνω: Μερικά από αυτά τα κόμματα υποστηρίζουν τις ιδιωτικοποιήσεις και την απελευθέρωση της αγοράς από τον κρατικό έλεγχο και τις ρυθμίσεις –όσο βέβαια αυτή η απελευθέρωση εξαντλείται εντός των συνόρων της χώρας και όσο το κράτος διατηρεί αρκετή εξουσία ώστε να προφυλάσσει το βιοτικό επίπεδο από τον “άνισο” διεθνή ανταγωνισμό. Επίσης, η παγκοσμιοποίηση γι’ αυτούς είναι ιδιαίτερα ύποπτη. Η παγκόσμια ελεύθερη αγορά εργασίας μπορεί να προκαλέσει μαζικά κύματα μετανάστευσης και να επιβάλει τον απεχθή “πολυπολιτισμό”.
Το τρίτο ζήτημα με το οποίο καταπιάνονται οι λαϊκιστές είναι η προπαγάνδα που ασκούν οι πολιτικές ελίτ. Δίνουν στον εαυτό τους τον ρόλο των Σειρήνων. Ισχυρίζονται ότι προσπαθούν να γνωστοποιήσουν την “αλήθεια”, που κρύβεται πίσω από μια καλά ενορχηστρωμένη προπαγάνδα η οποία στοχεύει στο να εμφανίσει τις κυβερνήσεις να ευαισθητοποιούνται και να ενδιαφέρονται για τα ζητήματα του “συρμού”: την αλλαγή του κλίματος, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τους κοινωνικά αποκλεισμένους, τον πολυπολιτισμό κ.ά. Οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν αυτά τα ζητήματα για να ρίξουν στάχτη στα μάτια της κοινής γνώμης και να την αποπροσανατολίσουν. Οποιοσδήποτε ασχολείται με τα “πραγματικά” ζητήματα χαρακτηρίζεται “φασίστας” από το καθεστώς και τους υποτακτικούς του δημοσιογράφους.
Οι νεολαϊκιστές κατηγορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα περισσότερα από τα κράτη μέλη ότι επιδιώκουν την υποταγή των εθνών σε καλά εδραιωμένες ολιγαρχίες. Η καλύτερη μέθοδος για την εδραίωση της κυριαρχίας τους είναι η επιδίωξη της διακυβέρνησης μέσω της εξασφάλισης της καθολικής συναίνεσης, που επιτυγχάνεται συνήθως μέσα από πλατιές συμμαχίες που κρατούν για δεκαετίες. Σ’ αυτές τις ολιγαρχίες, οι συντηρητικές δυνάμεις έχουν προ πολλού απολέσει τις θέσεις τους, αποδεχόμενες τις απατηλές αντιλήψεις του ελεύθερου εμπορίου και της σοσιαλδημοκρατικής γραφειοκρατίας. Οι σοσιαλιστές, από την άλλη πλευρά, έχουν χάσει την επαφή τους με τον απλό λαό και χρησιμοποιούν τη δύναμη των μέσων μαζικής ενημέρωσης για να χειραγωγήσουν τις αληθινές του ανησυχίες (έγκλημα, μετανάστευση, κυκλοφοριακή συμφόρηση κ.ά.). Μα πάνω από όλα, υποστηρίζουν οι λαϊκιστές, αυτές οι εξουσιαστικές ελίτ είναι διεφθαρμένες. Διαχειρίζονται την εξουσία μόνο για το χρήμα και χρησιμοποιούν τους κρατικούς μηχανισμούς για να αυτο-προστατευτούν ενόσω γεμίζουν τις τσέπες τους.
Ενώ καθόμουν στην ουρά των 16.000 ανθρώπων, που περίμεναν να αποτίσουν φόρο τιμής στον Πιμ Φόρτουιν, αλλόφρονες μοιρολογητές με διαβεβαίωσαν ότι η συμμαχία του πρωθυπουργού Βιμ Κοχ έχει βγάλει παράνομα δισεκατομμύρια με τις συμφωνίες για τα αεροσκάφη, ότι έγιναν συστάσεις στην τηλεόραση να μην καλύψει την κηδεία του Φόρτουιν και ότι μπορεί να κατεβούν τα τανκς για να αποτρέψουν την επικείμενη εκλογική αναμέτρηση. Για έναν ξένο, φαντάζει απίθανο να υπάρχουν τέτοιες φήμες για μια κυβέρνηση που παραιτήθηκε πριν από μερικές βδομάδες, όταν αποδείχθηκε ότι τα ολλανδικά στρατεύματα δεν απέτρεψαν τις σφαγές στη Σρεμπρένιτσα πριν από εφτά χρόνια. Πουθενά, ούτε στη Γαλλία, ούτε στην Αγγλία, ούτε στη Γερμανία η κυβέρνηση θα διανοούνταν να συμπεριφερθεί παρόμοια βάζοντας πάνω από όλα την ηθική ευθύνη. Μα το ζήτημα είναι ότι αυτά τα ολλανδικά πλήθη μοιράζονται την ίδια εντύπωση με τους υπόλοιπους ψηφοφόρους των λαϊκιστών ανά την Ευρώπη, ότι είναι κι αυτοί μέρος ενός κινήματος αντίστασης ενάντια στην αυτοκρατορία της ιδιωτικής απληστίας και της δημόσιας υποκρισίας.
Οι ηγέτες των λαϊκιστών είναι πολύ καλοί στο να προβαίνουν σε αποκαλύψεις και να αντιπαρατίθενται δημόσια, ιδιαίτερα στην τηλεόραση. Ο Γιοργκ Χάιντερ προέβη σε – υποτίθεται– εντυπωσιακές δηλώσεις αποκηρύσσοντας το σπιλωμένο πολιτικό κατεστημένο που κυβερνούσε –αρκετά καλά είναι η αλήθεια– για μια γενιά. Ο Πιμ Φόρτουιν, λάμποντας στη μικρή οθόνη, αψήφησε την αποπνικτική ευπρέπεια της ολλανδικής πολιτικής σκηνής και καταδίκασε τις ιερές ολλανδικές αγελάδες σε θάνατο από διακωμώδηση. Εάν η τηλεοπτική αναμέτρηση δεν είχε ακυρωθεί, ο Ζαν Μαρί Λεπέν θα είχε κάνει κομματάκια τον Ζακ Σιράκ, κατηγορώντας τον για διαφθορά, πράγμα που γνώριζε πολύ καλά ο πρόεδρος.
“Η γενικότερη δυσφορία, ο αποπροσανατολισμός και η διαφθορά των πολιτικών – αυτό είναι το πρόβλημα!”, υποστηρίζει ο καθηγητής του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου Ένκενχαρτ Κρίπεντορφ. “Και το πρόβλημα είναι ότι μόνο οι νεοφώτιστοι λαϊκιστές μπορούν να το επισημάνουν αυτό… Μονάχα ο Λεπέν, δυστυχώς, μπόρεσε να καταστήσει σαφές στην κοινή γνώμη ότι ο Ζακ Σιράκ ήταν διεφθαρμένος”. Οι γερμανικές ελίτ είναι όμοιες. Το απέραντο δίκτυο των δωροδοκιών, των μυστικών συμφωνιών με τις πολυεθνικές και η παράνομη χρηματοδότηση του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος όταν ο Χέλμουτ Κολ ήταν καγκελάριος, ποτέ δεν αποκαλύφθηκαν πλήρως. Βέβαια, η γερμανική κοινή γνώμη τα γνώριζε αυτά καλά και ήταν αυτός ο λόγος της αποξένωσής της από τα κόμματα. Παρόλα αυτά, η Γερμανία ήταν πολύ τυχερή που δεν είχε μια λαϊκιστική προσωπικότητα σαν αυτή του Πιμ Φόρτουιν. Μια τέτοια προσωπικότητα θα είχε μεγάλη απήχηση. Ευτυχώς, ο Ρόναλντ Σιλλ δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Φόρτουιν…
Γιατί όμως αυτά τα κόμματα βρίσκονται σε άνοδο σήμερα; Ο νέος λαϊκισμός προέκυψε από τις ανεπτυγμένες κοινωνίες έπειτα από τη λήξη του ψυχρού πολέμου. Ουσιαστικά, τρεις παράγοντες συνέβαλαν στην ανάδειξή του. Ο πρώτος είναι η παγκόσμια αστάθεια, η “νέα παγκόσμια αναρχία”. Οι Η.Π.Α σταδιακά χάνουν τον έλεγχο του πλανήτη που είχαν αποκτήσει έπειτα από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στα 1989. Η προσδοκία ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποτελούν ένα μέρος της “Ατλαντικής Ασφάλειας” διαψεύστηκε από τον εθνικό εγωισμό του προέδρου Τζωρτζ Μπους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται αποδεκτή από τους περισσότερους λαϊκιστές ως μια κοινή αγορά και ένας συνασπισμός εθνών. Αλλά με τίποτα δεν συγκρίνεται με την παλιά αντι-κομμουνιστική ενότητα. Από εδώ και πέρα, το κάθε έθνος πρέπει να κοιτάζει τον εαυτό του.
Ένας ακόμη παράγοντας είναι οι πληθυσμιακές μετακινήσεις. Ο φτωχός κόσμος μετακινείται προς τον πλούσιο σε τέτοια έκταση όσο ποτέ άλλοτε. Δεκάδες εκατομμύρια από την Ασία και την Αφρική έχουν σήμερα τη δυνατότητα να αγοράσουν ένα αεροπορικό εισιτήριο για την Ευρώπη ή τη Βόρειο Αμερική. Η πραγματικότητα είναι ότι αυτές οι μετακινήσεις είναι μακροπρόθεσμα αναπόφευκτες, ότι η Ευρώπη θα εξαρτιέται ολοένα και περισσότερο από τους μετανάστες, όσο ο πληθυσμός της θα γερνάει και θα ελαττώνεται, και ότι η διάκριση ανάμεσα στους οικονομικούς μετανάστες και σ’ αυτούς που αναζητούν άσυλο είναι ασήμαντη. Ωστόσο, αυτή η πραγματικότητα δεν γίνεται αποδεκτή από τους λαϊκιστές. Οι εκστρατείες των Αμερικανών ενάντια στον “μουσουλμανικό φονταμενταλισμό” έχουν συμβάλει ιδιαίτερα στην επιτυχία της νεολαϊκιστικής προπαγάνδας, με το να στρέφουν την ξενοφοβία στο να προσδιορίζεται σε σχέση με την πίστη και όχι με τη φυλή.
Ο τρίτος παράγοντας είναι το παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο. Στην Ευρώπη, η δράση του έχει προκαλέσει ένα χάος που ευνοεί ιδιαίτερα τους εξίσου μπερδεμένους λαϊκιστές. Έτσι, η παγκοσμιοποίηση είναι καλή όταν μειώνει τους φόρους και παράγει φτηνά αγαθά, κακή όταν απελευθερώνει την αγορά εργασίας (πράγμα που σημαίνει περισσότερη μετανάστευση). Είναι καλή επειδή αποδυναμώνει τα συνδικάτα και τους άλλους φορείς, αλλά κακή επειδή ελαχιστοποιεί τη δυνατότητα παρέμβασης του κράτους προς όφελος των πολιτών. Η παγκοσμιοποίηση λειτουργεί αρνητικά επειδή υποσκάπτει την αρχαία και πολύτιμη εθνική κουλτούρα. Από την άλλη όμως, λειτουργεί θετικά επειδή, αποδυναμώνοντας το κράτος, δίνει την ευκαιρία σε περιφέρειες και πόλεις να αναπτύξουν αυτόνομα τις πολιτικές τους πρωτοβουλίες. Ασφαλώς, αυτό το μωσαϊκό δεν διαθέτει λογικό ειρμό. Τούτο όμως δεν εμποδίζει την απήχηση του λαϊκισμού.
Οι νέοι λαϊκιστές μπορεί να μην είναι φασίστες ή νεοφασίστες. Μπορεί όμως να είναι “προ-φασίστες”; Η παρουσία τους είναι σπασμωδική και ακαθόριστη· το μέλλον τους μοιάζει ασαφές. Κατά τη δεκαετία του 1920 και του 1930, τα παλαιομοδίτικα συντηρητικά κόμματα δημιούργησαν με τη βίαιη και εγωιστική τους παρουσία το υπόστρωμα για την ανάπτυξη του φασισμού. Η διαφορά ανάμεσα στον πρώιμο φασισμό και τον συντηρητικό εθνικισμό δεν εντοπίζεται στην πολιτική πρόταση, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είχε ήδη αναδειχθεί από την παλιά δεξιά. Η ποιοτική διαφορά έγκειτο στην οργάνωση των κομμάτων – στον τρόπο με τον οποίο οι φασίστες, οι ναζί και οι φαλαγγίτες οργανώθηκαν. Η στρατιωτική πειθαρχία και η απόλυτη αφοσίωση στον ηγέτη τους επέτρεψε να εκφράζουν έναν αντιφατικό πολιτικό λόγο. Οι νέοι λαϊκιστές, όντας ερειστικοί και αντιφατικοί, δεν διαθέτουν τέτοια δομή.
Οι λαϊκιστές διαπνέονται από ένα κράμα ετερόκλητων, εκδικητικών αντιλήψεων. Αλλά πρόκειται για το 2002 και όχι για το 1932. Κανένας δεν πιστεύει ότι έφτασε το τέλος του καπιταλισμού εξαιτίας της πρώτης μεγάλης απεργίας έπειτα από 7 χρόνια στη Γερμανία· κανένας δεν πιστεύει ότι ηττήθηκε η δημοκρατία από την πρόκριση του Λεπέν στον δεύτερο γύρο. Η μοναδική πιθανότητα να παραμείνει ο λαϊκισμός στην πρώτη γραμμή είναι να αναδείξει χαρισματικές σειρήνες στην ηγεσία του. Έτσι, θα παίρνουν συχνά μέρος στους κυβερνητικούς συνασπισμούς, αλλά θα αποδειχθούν βλοσυροί και αναποτελεσματικοί. Στο τέλος, μπορεί να καταλήξουν ακριβώς αυτό που επιθυμούσαν οι άσπονδοί τους εχθροί. Η εξέλιξη του νέου λαϊκισμού μπορεί απλώς να πιτσιλίσει τον γκρίζο τόνο της εξουσίας και να επαναφέρει το υγιές πανδαιμόνιο στην πολιτική σκηνή. Όπως και μια αφίσα έξω από το δημαρχείο του Ρότερνταμ έγραφε: “Αναπαύσου εν ειρήνη, Πιμ· εξ αιτίας σου, η Ολλανδία θα παραμείνει ξύπνια…”
*Ο Νηλ Άστσερσον αρθρογραφεί για την ευρωπαϊκή πολιτική στον Observer από το 1960. Ανάμεσα στα βιβλία του συγκαταλέγονται: Η Μαύρη Θάλασσα και Οι αγώνες για την Πολωνία.
Μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς