του Μιχάλη Μερακλή
Η βαθιά κρίση ήταν και ο κύριος λόγος που άνοιξε την όρεξη της Δύσης για την κατάκτηση του Βυζαντίου και τη διανομή των κτήσεων και του πλούτου του. Ο ιστοριογράφος Νικήτας Χωνιάτης (αδελφός του Ακομινάτου), που θα είναι και αυτόπτης μάρτυρας της άλωσης της Πόλης από τους Σταυροφόρους, καταθέτει συγκλονιστικά τεκμήρια της ολικής κρίσης δίνοντας κιόλας έμφαση στη συνεργασία με τους Δυτικούς, Βυζαντινών επιδιδόμενων σε εμφύλιες διαμάχες πριν από την έναρξη της Τέταρτης Σταυροφορίας: “δέον φιλεχθρείν Λατίνοις, οι δ’ αντωφθάλμουν αλλήλους, και Λατίνοις, το καινόν, εσπένδοντο” (ενώ έπρεπε να είναι εχθροί των Λατίνων, αυτοί υπέβλεπαν οι μεν τους δε, και αυτό που ήταν πρωτοφανές και το χειρότερο, συμμαχούσαν με τους Λατίνους).
Ιδιαίτερα η Βενετία εποφθαλμιούσε την Κωνσταντινούπολη “κλειδί της Ρωμανίας (Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) όλης”, που την “εκλείδωνε κι εσφάλιζε” κατά τον λαϊκό ποιητή. Πίστευε ότι με την κατάκτησή της θα εδραίωνε τη θέση της στην Ανατολή υποκαθιστώντας το Βυζαντινό κράτος. Ήδη άλλωστε πριν από την πτώση της η Πόλη είχε αλωθεί οικονομικά, αφού το εμπόριο είχε περάσει εξ ολοκλήρου σχεδόν στα χέρια των ξένων (πρώτιστα Βενετών).
Η αφορμή στερεότυπη και για τη νέα σταυροφορία. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄έμαθε πως ένας “άγιος άνθρωπος”, ο Φουλκ του Νεγύ, μιλούσε “για τον Θεό σ’ όλη τη Γαλλία και σ’ όλους τους γύρω τόπους” κι έβρισκε μεγάλη απήχηση. Τον κάλεσε λοιπόν να προσθέτει στα λαϊκά κηρύγματά του πως “όλοι εκείνοι που θα γινόντουσαν σταυροφόροι και θα υπηρετούσαν τον θεό για έναν χρόνο στον στρατό (των σταυροφόρων) θα παίρνανε άφεση για όλες τις αμαρτίες που είχανε κάνει […]. Επειδή αυτή η συγχώρεση ήταν τόσο μεγάλη, ταράχτηκαν πολύ οι καρδιές των ανθρώπων, και πολλοί γίνανε σταυροφόροι”. Σταυροφόροι, βέβαια, για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους. Ωστόσο ο Δόγης της Βενετίας, Δάνδολος, θα φροντίσει μεταξύ άλλων να πει θεοπρεπέστατα, ότι οι Χριστιανοί αρχηγοί θα συγκεντρωθούν για να κάνουν τις σχετικές συναντήσεις: “Και επιπλέον θα κάνουμε τούτο, θα δώσουμε πενήντα γαλέρες οπλισμένες για την αγάπη του θεού με τέτοια συμφωνία: όσο κρατήσει η συνεργασία μας, απ’ όλες τις κατακτήσεις που θα κάνουμε σε στεριά και θάλασσα, θα πάρουμε το ένα μισό εμείς (οι Βενετοί) και σεις το άλλο”.
Ο Πάπας από τη μεριά του ενδιαφερόταν πρώτιστα για την “ένωση” των δύο Εκκλησιών, όπως αυτός την εννοούσε. Οι περιστάσεις τον ευνοούσαν. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ είχε ρίξει από τον θρόνο (αφού προηγουμένως τον τύφλωσε) τον προκάτοχό του Ισαάκιο και τον έκλεισε στη φυλακή μαζί με τον γιο του Αλέξιο, ο οποίος εντούτοις μπόρεσε να διαφύγει στη Δύση, όπου υποσχόταν τα πάντα –μυθικές αμοιβές, προνόμια, στον Πάπα το “πρωτείον” – υπό τον όρο ότι οι σταυροφόροι θα τον ανέβαζαν στον θρόνο (συμμαχία άλλωστε με τους Βενετούς είχε ήδη κλείσει και ο Αλέξιος Γ΄). Θα τους ακολουθήσει όταν θα κινήσει η σταυροφορία, θα τον κάνουν αυτοκράτορα (Αλέξιο Δ΄) με συμβασιλέα τον τυφλό πατέρα του και θα δολοφονηθεί από τον Αλέξιο Ε΄ ο οποίος, πριν καν πέσει η Κωνσταντινούπολη, θα φύγει κρυφά για να σωθεί.
Η είσοδος των σταυροφόρων στην Πόλη αποτελεί ένα από τα μελανότερα κεφάλαια βαρβαρότητας στην ιστορία της Ευρώπης. Και ένα από τα πιο ωμά και προκλητικά παραδείγματα του αδιαλείπτως επαναλαμβανόμενου τυπικού φαινομένου, φρικαλέα εγκλήματα και βιασμοί της Ιστορίας να διαπράττονται με την επίκληση δήθεν ανθρωπιστικών λόγων. Ο Παπαρρηγόπουλος έχει αφιερώσει εξόχως δραματικές σελίδες στην πρωτοφανή –πέρα από τους φόνους χιλιάδων ανθρώπων και τους βιασμούς– λεηλασία των αμύθητων θησαυρών της Κωνσταντινούπολης. Αντί να ελευθερωθούν οι Άγιοι Τόποι, χριστιανικοί ναοί γνώρισαν τον όλεθρο από την ξέφρενη αρπαχτικότητα των σταυροφόρων. Από τους πρώτους –ως μέγιστη πρόκληση στην ακόλαστη αδηφαγία τους– η Αγία Σοφία, στην οποία είχε άλλωστε ήδη βάλει άγριο χέρι ο Αλέξιος Δ’ για να εξοφλήσει μέρος από αυτά που είχε υποσχεθεί. “Η θυωρός τράπεζα (η αγία τράπεζα), το εκ πασών τιμίων όλων κάλλιστον εκείνο και εξαίσιον και αξιάγαστον σύνθεμα κατακερματίσθη και διεμερίσθη μεταξύ των σκυλευτών. ωσαύτως και άπας ο απέραντος πλούτος όστις εκόσμει τα ιερά και τεχνικώτατα σκεύη και έπιπλα και προσέτι το βήμα, τον θριγκόν, τον άμβωνα, τας πύλας, αφηρέθη και διερπάγη. Ίνα δε φορτωθώσι τα λάφυρα ταύτα, εισήγοντο εις τον ναόν ημίονοι και υποζύγια σεσαγμένα (μουλάρια και γαϊδούρια με τα σαμάρια τους). Και επειδή πολλά εξ αυτών εξωλίσθουν (γλιστρούσαν) και έπιπτον δια των επιπέδων λίθων στιλπνότητα, οι στρατιώται εξεκέντουν αυτά (τα μαστίγωναν), ώστε το θείον δάπεδον εμολύνθη εκ τε του προσοθέντος αίματος και εκ της κόπρου των ζώων”. Καταστράφηκαν (εκτός από τη λαφυραγώγηση) ανεκτίμητοι καλλιτεχνικοί θησαυροί: “ουδέ των καλλιτεχνημάτων, όσα εκόσμουν τας πλατείας και τα ανάκτορα και τα δημόσια οικοδομήματα εφείσθησαν. Πολλά των κειμηλίων τούτων ήσαν έργα του Πραξιτέλους και του Φειδίου και των άλλων δαιμονίων της τέχνης λειτουργών, κατεστράφησαν δε υπό των βαρβάρων εκείνων, τα μεν χάλκινα πάντα σχεδόν εκ βαναύσου πλεονεξίας, και των λιθίνων δε τα πλείστα εξ απειροκαλίας τη αληθεία κτηνώδους (από κτηνώδη άγνοια της ομορφιάς)”. Η καταστροφή των καλλιτεχνικών έργων συμπληρώθηκε από εκείνη των χειρογράφων: “Αλλά τις θέλει υπολογίσει τη ζημίαν ην υπέστη ο διανοητικός της ανθρωπότητος βίος δια της εξαφανίσεως πολλών της αρχαιότητος συγγραφών ως εκ των τριών πυρκαϊών τας οποίας έβαλον οι σταυροφόροι εις την Κωνσταντινούπολιν; Οπόσα και οποία ήσαν τα νυν μεν απολεσθέντα, μέχρι δε της εποχής εκείνης σωζόμενα διανοητικά της αρχαιότητος έργα δύναται τις να κρίνη εκ της λεγόμενης Μυριοβίβλου του Φωτίου, ήτις περιέχει απογραφήν και κρίσιν και αποσπάσματα 280 υπ’ αυτού ανεγνωσμένων ρητορικών, ιστορικών, φιλοσοφικών, φυσικών, ιατρικών, ερωτικών, εκκλησιαστικών, γραμματικών, λεξικογραφικών και άλλων συγγραφών, ων πολλαί δεν περιήλθον έκτοτε εις ημάς”.
Ο Νικήτας Χωνιάτης, που βρέθηκε μέσα σ’ εκείνη την κόλαση και την περιέγραψε, μένει κατάπληκτος, σοκαρισμένος από την τερατώδη αντιστροφή (και διαστροφή) έργων και λόγων, από την ασύλληπτη υποκρισία: “του θείου τάφου διψώντες εκδίκησιν, κατά Χριστού προδήλως ελύττησαν και μετά σταυρού την του σταυρού κατάλυσιν ηνομήκασιν, ου επινώτιον έφερον, τούτον προ ποδών τιθέναι μη φρίττοντες διά χρυσίον βραχύ και αργύριον” (ενώ διψούσαν τάχα να πάρουν εκδίκηση για τον άγιο τάφο που μόλυναν οι αντίθρησκοι, λύσσαξαν εναντίον του Χριστού και με τον σταυρό διέπραξαν την ανομία να καταλύσουν τον σταυρό, τον είχαν και στην πλάτη της ενδυμασίας τους, αλλά δεν έφριξαν να τον ποδοπατήσουν για λίγο χρυσάφι και αργύριο). Αντέστρεψαν σε “κάθοδον εις Άδου την προς τον ζωηφόρον τάφον είσοδον”, σε θάνατο τη ζωή, σε πτώση, όπως λέει, την ανάσταση. Πιστεύει πως οι Μουσουλμάνοι φέρθηκαν, σε σύγκριση με τις κακουργίες των Χριστιανών, “πάνυ φιλανθρώπως”.
Ο Παπαρρηγόπουλος δεν αποφεύγει διόλου να καταλογίσει ευθύνες και στους Έλληνες. Δεν κλείνει τα μάτια του στην αθλιότητα των τότε πραγμάτων του Βυζαντίου.
Αλλά πολύ πιο σημαντική νομίζω πως είναι μια θεωρητικότερη αναγωγή που κάνει στη συνέχεια με αφορμή του τραγικού εκείνου συμβάντος. Αναφέρεται σε μια τρόπον τινά ολική ευθύνη ως γνώρισμα του αναπότρεπτου, μιας οριστικής πλέον εξέλιξης: “Η αλήθεια είναι ότι, τα έθνη ή κακώς κυβερνώνται ή πίπτωσιν, όλοι πταίουσιν εις τούτο, μικροί και μεγάλοι, και οι άνω και οι κάτω ιστάμενοι, αι δε αμοιβαίαι μεμψιμοιρίαι και αντελαγήσεις ουδέν άλλο μαρτυρούσιν ειμή ότι το κακόν ήτο ανεπανόρθωτον”. Με μιαν ευρύτερη ή περιεκτικότερη ερμηνεία θα έλεγα ότι το ανεπανόρθωτο πλέον κακό συντελεί, ώστε να είναι αντικειμενικά αδύνατο να συσπειρωθεί μια αριθμητικά υπολογίσιμη δύναμη, ικανή να αναστρέψει ή (πολύ λιγότερο) να ανατρέψει τη δυναμικά εξελισσόμενη πραγματικότητα. Η ίδια η πραγματικότητα καθορίζει πλέον είτε την παθητικότητα είτε τη βεβιασμένη λήψη αποφάσεων ή οτιδήποτε άλλο.
Από την άλλη μεριά μια καταστροφή δεν είναι κατ’ ανάγκην το τέλος της Ιστορίας. Μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο: να αποτελεί την αφετηρία μιας νέας αρχής (βέβαια η ώρα της καταστροφής καθ’ εαυτήν απελευθερώνει σκοτεινές δυνάμεις των ανθρώπινων ενστίκτων, η ένταση των οποίων εξαρτάται, ίσως, και από τον πολιτισμό των ομάδων που δρουν κάθε φορά, ο οποίος ενδέχεται να περιορίζει κάπως, ή αντίθετα να αφήνει να εκδηλωθούν αχαλίνωτα τα έργα της βαρβαρότητας. Η βαρβαρότητα πάντως έχει, έτσι κι αλλιώς, τον δικό της πολιτισμό.
Οι ιστορικοί μας, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο ΑπόστολοςΒακαλόπουλος, υποστηρίζουν ότι από το 1204 καταρρέει η ιδεολογία αλλά και η πραγματικότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Διασπάται αυτή με τα κράτη τόσο των ξένων που εμφυτεύονται στο σώμα της, όσο και των ντόπιων τοπαρχών, των οποίων οι χωριστικές κινήσεις, όχι σπάνιες και προηγουμένως, παγιώνονται πλέον, ακόμα και μετά το 1261, όταν οι Λατίνοι θα εκδιωχθούν (από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, αυτοκράτορα της Νίκαιας) από την Κωνσταντινούπολη και θα γίνει η επανίδρυση της Αυτοκρατορίας, αλλά συρρικνωμένης. Εντούτοις αυτή η συρρίκνωση θα είναι και μια συγκέντρωση. Και θα δρομολογηθούν οι νέες εξελίξεις: “η αυτοκρατορία περιορίζεται σιγά σιγά σε μια περιοχή που οι κάτοικοί της είναι κατά βάση Έλληνες ή ελληνόφωνοι και […] διατηρούν τη γλώσσα τους και την ανάμνηση των παραδόσεων και του πολιτισμού τους. Τα νομίσματα των (“Ρωμαίων”) αυτοκρατόρων αρχίζουν να φέρουν ελληνικές επιγραφές, που βαθμιαία αντικαθιστούν εντελώς τις λατινικές” (βλ. την εισαγωγή του Γιώργου Σαραφιανού στην ελληνική μετάφραση του χρονικού της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, καθώς και την εισαγωγή του ίδιου στη μετάφραση επίσης του χρονικού του Ροβέρτου του Κλαρί). Έτσι αρχίζει να καλλιεργείται η ιδέα του νέου ελληνικού έθνους και της νεοελληνικής συνείδησης.
Αυτά δεν κατασκευάζονται εγκεφαλικά, στο κεφάλι των ηγητόρων. Υπάρχει μια ιστορικά τεκμηριωμένη λαϊκή βάση, ένα “ελληνικό υπόστρωμα”, κάποτε υπολογίσιμα συγκεντρωμένο σε μεγάλες πόλεις (η ύπαρξη των οποίων αποτελεί ένα από τα διακριτικά γνωρίσματα της δομής του Βυζαντίου έναντι της μεσαιωνικής Δύσης). Γνωρίζουμε ότι πλατιά λαϊκά στρώματα αντιστάθηκαν αποφασιστικά στους Σταυροφόρους, ανέδειξαν μάλιστα και δικό τους ηγέτη που “διακρίθηκε για την παλικαριά και τον πατριωτισμό”, όπως λέει ο Κορδάτος (το όνομά του: Νικόλαος Καναβός). Αλλά εξοντώθηκε από τον αριστοκρατικό Αλέξιο Ε΄, ο οποίος στη συνέχεια έσπευσε να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα.
Η σημαντική αυτή λαϊκή αντίσταση, αν επιβεβαιώνει με τη συντριβή της (από τις δυνάμεις της άρχουσας τάξεις στην Κωνσταντινούπολη) το “ανεπανόρθωτον” των πραγμάτων, από την άλλη πιστοποιεί ακριβώς την ύπαρξη του λαϊκού “υποστρώματος” που θα παίξει προφανώς καθοριστικό ρόλο στη δρομολόγηση, όπως σημειώθηκε, των νέων εξελίξεων. Υποστηρίζεται εξάλλου ότι μια νέα ώθηση θα δοθεί προς την ίδια κατεύθυνση και μετά την άλλη μεγάλη πτώση, του 1453.
Η ιστορία λοιπόν γράφεται με την αλληλοδιαδοχή ακμής και παρακμής. Αυτό μπορούμε να το πούμε με σχετική βεβαιότητα. Λιγότερο βέβαιο φαίνεται να είναι, αν και κατά πόσο η αλληλοδιαδοχή αυτή σημειώνεται σε ευθεία γραμμή ή κυκλικά, ώστε τα ίδια πράγματα να επανέρχονται με διαφορετική έστω παρουσία. Μιλώ για πράγματα χιλιοειπωμένα –η “ανακύκλωσις” είναι ήδη μια ιδέα αρχαιοελληνική– αλλά τι φταίω, αν κάθε τόσο τα βρίσκουμε ξανά μπροστά μας; Αλήθεια: πόσο όμοια είναι η παρακάτω αναφορά του Γοτφρείδου Βιλλαρδουίνου(“μαρεσάλη της Καμπανίας” από τους αρχηγούς της Σταυροφορίας) που περιέγραψε την καταστροφή της Κωνσταντινούπολης, με τα συμβαίνοντα τώρα στο Ιράκ! Οι αρχηγοί των σταυροφόρων (ή αλλιώς: οι Αμερικανοί, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο ΟΗΕ – πάνω από 30 χώρες προσφέρουν “ανθρωπιστική” βοήθεια στο “απελευθερωμένο” Ιράκ) ετοιμάζονται να χτυπήσουν την Κωνσταντινούπολη: “Τότε κουβέντιασαν εκείνοι του στρατού και αποφάσισαν για το πώς θα δρούσαν. Μίλησαν πολύ και είπαν διάφορες γνώμες. Αλλά τελικά αποφάσισαν, αν έδινε ο Θεός (που επικαλείται κι ο Μπους) και μπαίνανε με τη βία στην πόλη, όλα τα λάφυρα που θα ‘βρισκαν εκεί να τα μάζευαν σε μια μεριά και να τα μοιραζόντουσαν μεταξύ τους όπως θα ‘πρεπε. Και αν γινόντουσαν κύριοι της πόλης, να διάλεγαν έξι ανθρώπους από τους Φράγκους και έξι από τους Βενετούς. Και εκείνοι θα ορκιζόντουσαν στα ευαγγέλια πως θα διάλεγαν για αυτοκράτορα εκείνον που θα έκριναν πως θα ‘ναι ο πιο κατάλληλος για τη χώρα. Και κείνος που θα γινόταν αυτοκράτορας με την εκλογή τους θα κράταγε το ένα τέταρτο από τα κατακτημένα (από τα πετρέλαια) και μέσα στην πόλη και έξω από αυτή […]. Και τα τρία τέταρτα θα τα χώριζαν στη μέση, τα μισά για τους Βενετούς και τα μισά για εκείνους του στρατού (του συρφετού των συναπελευθερωτών, με πρώτον τον υπερασπιστή των σοσιαλιστικών ιδεωδών Μπλαιρ). Και τότε θα παίρνανε δώδεκα από τους πιο σοφούς του στρατού των προσκυνητών και δώδεκα από τους Βενετούς. Και κείνοι θα μοίραζαν τα φέουδα και τις ιδιοκτησίες στους ανθρώπους και θα όριζαν τις υπηρεσίες που θα έπρεπε να προσφέρουν στον αυτοκράτορα (Μπους)”.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τ. Α’, Αρχές και διαστρωμάτωσή του, Θεσσαλονίκη 19742.
Γοτφρείδος Βιλλαρδουίνος, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, μετάφραση Κώστα Αντύπα, εισαγωγή-σχόλια Γιώργου Σαραφιανού, εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 1990.
Ροβέρτος του Κλαρί, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη, επιμέλεια Κώστα Αντύπα – Γιώργου Σαραφιανού, εισαγωγή-σχόλια Γιώργου Σαραφιανού, εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 1990.
Γιάννης Κ. Κορδάτος, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τ. Α’ (395-1204), Αθήνα 1959.
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. Ε’, Αθήνα 19255.
Κυριάκος Σιμόπουλος, Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων, Αθήνα 1993.