Αυτό το σύστημα που υποδούλωνε τη μάζα των αγροτών σε μια δράκα οικογενειών ευγενών θα μπορούσε να διαρκέσει στο διηνεκές και οι αγρότες θα συντρίβονταν αναπόφευκτα από τους ευπατρίδες αν μια αποφασιστική αλλαγή στην τέχνη του πολέμου δεν ερχόταν εγκαίρως να μετατρέψει σε όφελός τους τον συσχετισμό των δυνάμεων: προς τα μέσα του 7ου αιώνα, η χρήση του αλόγου, σελωμένου ή δεμένου σε άρμα, που εξασφάλιζε την ανωτερότητα των ευγενών στις μάχες, εκτοπίστηκε από την φάλαγγα, μια εκπληκτική πολεμική μηχανή που αποτελούνταν από ένα πλήθος οπλιτών, πεζικάριων με βαρύ οπλισμό, παραταγμένων δίπλα δίπλα, έτσι ώστε ο ώμος του ενός ν’ ακουμπά στον ώμο του άλλου, το κράνος του ενός στο κράνος του άλλου, η ασπίδα του ενός στην ασπίδα του άλλου. Ήδη στην Ιλιάδα, βρίσκουμε ένα προϊδέασμα αυτής της νέας στρατιωτικής τεχνικής. Αλλά αν ο οπλίτης της κλασικής εποχής ήταν, από την άποψη του εξοπλισμού, ένα αντίγραφο του Αχιλλέα (ή του Γολιάθ), από την άποψη του πνεύματος ήταν το ακριβώς αντίθετο, γιατί η ουσία της φάλαγγας δεν βρισκόταν στον εξοπλισμό των πολεμιστών που την συγκροτούσαν, και ακόμα λιγότερο στο ηρωικό ήθος της μονομαχίας, αλλά στην πειθαρχία και την αλληλεγγύη που έπρεπε να μετατρέψουν την οχλαγωγία των ατομικών μαχητών σε συμπαγή συλλογική δύναμη. Όπως λεει ο Φούλερ, αν στη Δύση ο πεζικάριος γέννησε τον δημοκράτη, στην Ελλάδα, ο οπλίτης γέννησε τον ελεύθερο αγρότη που δημιούργησε τον πολίτη. Πράγματι, κάθε πολιτεία υποχρεώθηκε να αποκτήσει το δικό της σώμα από βαριά οπλισμένους πεζικάριους και, καθώς οι οπλίτες έπρεπε να είναι αρκετά πλούσιοι για να προμηθευτούν μια πανοπλία και να συντηρήσουν έναν υπηρέτη, η διατήρηση ή η ανασύσταση της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας μεταβλήθηκε σε όρο sine qua non της στρατιωτικής ισχύος. Αν, σύμφωνα με τα λόγια του Αριστοτέλη (Πολιτικά, IV, 1297 b), «ο αρχαιότερος τύπος πολιτεύματος ήταν εκείνος που εκπροσωπούσε την εξουσία των ιππέων», η μεταρρύθμιση των οπλιτών θα εξελιχθεί παράλληλα με την πρόοδο της δημοκρατίας και η αλληλεγγύη των πολεμιστών, προστατευμένων από τις ασπίδες των διπλανών τους, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αναπαραγωγή ή το προϊδέασμα των νέων δεσμών που θα αναπτυχθούν ανάμεσα στους πολίτες.
Αντίθετα προς τη θεωρία του Ένγκελς, σύμφωνα με την οποία η στρατιωτική εξέλιξη πήγαζε από την τεχνική και οικονομική εξέλιξη, αυτή η αποφασιστική καινοτομία, η οποία εκδημοκράτισε τη «σιδεροφορία»* που μέχρι τότε μονοπωλούνταν από τους ευπατρίδες ιππείς, πραγματοποιήθηκε εντελώς ανεξάρτητα από τη βιομηχανική και εμπορική ανάπτυξη. Άλλωστε, η Σπάρτη ήταν εκείνη που αποκάλυψε στους Έλληνες την τέχνη της εκπαίδευσης των οπλιτών, τη διάταξη μάχης σε πυκνούς σχηματισμούς, τις κινήσεις συνόλων, την ανάπτυξη εν σειρά και στοιχηδόν που είχαν προκαλέσει τον θαυμασμό του Ξενοφώντα –η Σπάρτη, όπου δραστηριότητες όπως το εμπόριο και η βιοτεχνία τιμωρούνταν αυστηρά από τον νόμο, ήταν ανύπαρκτες ή διεξάγονταν κρυφά. Στη Σπάρτη διατυπώθηκε, μέσα από τα ποιήματα του Τυρταίου (7ος αιώνας), το νέο ιδεώδες του πολίτη-στρατιώτη που σύντομα θα υιοθετηθεί από όλες τις ελληνικές πόλεις:
«Εμπρός, νέοι, συνεχίστε να πολεμάτε χωρίς να διασπάτε τη γραμμή! Μην υποχωρήσετε στη ντροπιασμένη φυγή ή τον φόβο! Ατσαλώστε στα στήθια σας μια καρδιά γενναία, μια καρδιά δυνατή! Ο καθένας, αφού σταθεί με τα πόδια διάσκελα, ας μείνει ακίνητος, γερά στηριγμένος στη γη, δαγκώνοντας τα χείλη, και τους μηρούς, τις κνήμες, τα στέρνα και τους ώμους καλύπτοντας με την κοιλιά της φαρδιάς ασπίδας. Στο δεξί του χέρι ας σείει το δυνατό του δόρυ και ας κινεί το φοβερό λοφίο πάνω στο κεφάλι… Είναι ωραίο να πεθάνει το παλληκάρι πέφτοντας στην πρώτη γραμμή ενώ πολεμάει για την πατρίδα. Γιατί εκείνον που πέφτει στην πρώτη γραμμή των μαχητών και χάνει την ακριβή ζωή του δοξάζοντας την πολιτεία του, τους συμπατριώτες και τον πατέρα του -και ενώ το στήθος του, η ανάγλυφη ασπίδα και η πανοπλία του τρυπιούνται από παντού- αυτόν τον κλαινε νέοι και γέροι, όλη η πόλη πάσχει για τον χαμό του, και όλος ο κόσμος ξέρει τον τάφο του, τα παιδιά του, τα παιδιά των παιδιών, και τους υστερώτερους απογόνους του. Ποτέ δεν θα χαθεί το όνομα και η ξακουστή φήμη του, και μόλο που κείται κάτω από το χώμα, γίνεται αθάνατος.»
Με την ανάπτυξη της πόλεως*, αυτή η πολιτική αντίληψη του ηρωισμού γίνεται κυρίαρχη και διατηρείται σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Ελλάδας: σε αντίθεση με την αρετή* των ηρωικών χρόνων, ο άνθρωπος, νοούμενος ως ζώον πολιτικόν*, αγγίζει στο εξής την τελειότητα μέσα στην κοινότητα, μέσω της κοινότητας και για την κοινότητα. «Ένας από τους σημαντικότερους άθλους του Λυκούργου, λεει ο Ξενοφών, είναι πως έκανε τους Σπαρτιάτες να προτιμούν έναν άξιο θάνατο παρά να ζουν με το στίγμα της ατιμίας… Σε άλλες πόλεις, η μοναδική τιμωρία που επιβάλλεται στον δειλό είναι ο στιγματισμός του με αυτό τον χαρακτηρισμό. Κατά τα άλλα, είναι ελεύθερος, αν θέλει, να εργάζεται και να παίζει πλάι σε ανθρώπους άξιους. Στη Σπάρτη, αντίθετα, θα ήταν ντροπή για κάποιον να καθίσει στην ίδια θέση με ένα δειλό ή να τον δεχτεί ως συμπαίκτη του στα αθλήματα. Και συχνά, όταν διαλέγουν τις ομάδες για να παίξουν σφαίρα (οι Σπαρτιάτες αυτοαποκαλούνταν σφαιρείς*, «παίκτες σφαίρας»…), ο δειλός αφήνεται πάντα παράμερα, στον χορό του δίνουν πάντα τη λιγότερο τιμητική θέση, πρέπει πάντα να δίνει τη θέση του στους άλλους, στον δρόμο ή στο τραπέζι, πρέπει να κάνει τόπο στους νεώτερους από αυτόν, να κρατάει κλεισμένες τις γυναίκες της οικογενείας του και να υπομένει τις επικρίσεις τους για την έλλειψη ανδρισμού από μέρους του, ακόμα πρέπει να παραιτηθεί από το να έχει γυναίκα στο σπίτι του και να πληρώσει και πρόστιμο γι’ αυτό, δεν μπορεί να κυκλοφορεί έξω με το κορμί αλειμμένο με λάδι, και γενικά, πρέπει να δεχτεί ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε από αυτά που κάνουν οι Σπαρτιάτες με αψεγάδιαστη φήμη -αλλιώς θα πρέπει να υποβληθεί σε κάποια σωματική τιμωρία από εκείνους που αξίζουν περισσότερο από αυτόν. Για μένα δεν είναι καθόλου παράξενο το ότι σε μια κοινωνία όπου η δειλία συνεπάγεται μια τόσο φοβερή τιμωρία, ο θάνατος είναι προτιμότερος από μια ζωή επιτίμησης και ατίμωσης1».Η ελληνική παράδοση απέδιδε στον Λυκούργο το πολίτευμα που έκανε τη Σπάρτη την πρώτη στρατιωτική δύναμη και την πρώτη πολιτεία που διέπονταν από τον νόμο της Ευνομίας2. Στην πραγματικότητα, το «σύστημα του Λυκούργου» υπήρξε η κατάληξη μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που πραγματοποίησαν πολλές γενιές κυβερνητών και νομοθετών, μετά τον δεύτερο Μεσσηνιακό πόλεμο (650-620 π.Χ.). Ο πόλεμος αυτός άλλαξε καθοριστικά όλη την πορεία της ιστορίας της Σπάρτης. Η δοκιμασία υπήρξε τόσο τρομερή που οι Σπαρτιάτες δεν κατόρθωσαν ποτέ να λησμονήσουν το δίδαγμά της. Στο εξής, το σώμα των πολιτών μεταβλήθηκε σε σώμα επαγγελματιών στρατιωτών, εκπαιδευμένων από την παιδική τους ηλικία για τον πόλεμο και την απόλυτη υπακοή στους νόμους. Όπως έλεγε ένας παλαιός βασιλιάς της Σπάρτης στον Ξέρξη, στην πορεία του προς τις Θερμοπύλες: «Μ’ όλο που είναι ελεύθεροι οι Σπαρτιάτες, δεν είναι καθ’ όλα ελεύθεροι. Έχουν δεσπότη τον νόμο, που τον φοβούνται περισσότερο απ’ ό,τι εσένα οι υπήκοοί σου. Εκτελούν λοιπόν όσα εκείνος επιτάσσει? και επιτάσσει πάντα το ίδιο: δεν επιτρέπεται σε κανένα να υποχωρήσει, αλλά επιβάλλει σε όλους να νικήσουν ή να πεθάνουν, χωρίς να εγκαταλείψουν τη θέση τους3».
Χάρη σ’ αυτή την Ευνομία*, η Σπάρτη έπαιξε στους μηδικούς πολέμους τον ρόλο του αδιαμφισβήτητου ηγέτη της Ελλάδας, και ήταν φυσικό να της ανήκει η ανώτατη διοίκηση του στρατού. Ακόμα, μέσα σ’ αυτή την πολιτεία-στρατόπεδο, σύμφωνα με την έκφραση του Πλάτωνα (Νόμοι, 666d), η δημοκρατική ιδεολογία των οπλιτών οδηγήθηκε στις πιο ακραίες της συνέπειες, μέσα από την εξισωτική κατανομή των κατακτημένων εδαφών και μέσα από μία σειρά νόμων που αποσκοπούσαν στο να εμποδίσουν τη διαφοροποίηση των εισοδημάτων, καθώς και οποιαδήποτε δραστηριότητα στραμμένη προς το κέρδος: όταν ο αθηναϊκός λαός διεκδικεί, στην εποχή του Σόλωνα, το μοίρασμα της γης, πιθανά εμπνέεται από το παράδειγμα της Σπάρτης. Ήδη από τα τέλη του 7ου αιώνα, η τάξη των ευγενών φαίνεται πως χάνει τα πολιτικά της προνόμια. οι τρακόσοι ιππείς της Σπάρτης δεν αποτελούν πια ούτε μια ομάδα ευγενών ούτε καν μια έφιππη δύναμη, αλλά ένα επίλεκτο σώμα του βαρέως πεζικού που στρατολογείται αξιοκρατικά, ενώ ο δήμος* της Σπάρτης ορίζεται στο εξής ως η κοινότητα των «ίσων», ή πιο σωστά των «ομοίων»*.
Το σύστημα αυτό επέτρεψε στη Σπάρτη να υπερβεί την εσωτερική κρίση δίχως να περάσει από την τυραννίδα. Ωστόσο, το τίμημα που πλήρωσε ήταν τεράστιο. Όταν, επί της εφορίας του Χίλωνος (μέσα του 6ου αιώνα), το «πολίτευμα του Λυκούργου» άγγιξε την τελειότητα, η Σπάρτη εξαφανίστηκε ως παράγων πολιτισμού. Τα ελεφάντινα γλυπτά της με τον ελάχιστα «δωρικό» ρυθμό καθώς και η όμορφη κεραμεική της θα χαθούν για πάντα. Η πόλη που ο Αλκμάν από τις Σάρδεις θα κάνει πατρίδα του και όπου θα συνθέσει τα θαυμάσια χορικά του για τις νεαρές κοπέλες (παρθένες*) θα κλείσει ερμητικά τις πόρτες της στις Μούσες. Κόβοντας βάναυσα κάθε επαφή με τον έξω κόσμο, η Σπάρτη θα αποτελέσει την κατ’ εξοχήν αφιλόξενη πόλη και θα ωθήσει τον απομονωτισμό της στο σημείο να απαγορεύσει στους πολίτες της να συμμετέχουν στις μεγάλες πανελλήνιες εορτές…
Η κατάκτηση των ελευθεριών, που είχε εκδηλωθεί πρώιμα στη σπαρτιατική οπλιτική πόλη, ήταν καταδικασμένη να ανακοπεί πρόωρα, σε ένα στοιχειώδες στάδιο, γιατί το «πολίτευμα του Λυκούργου» δεν είχε παρά μόνο στρατιωτικούς στόχους. Και όπως λεει ο Αριστοτέλης με τη συνηθισμένη του βαθύτητα σκέψης, «ουσιαστικός στόχος κάθε κοινωνικού συστήματος είναι να οργανώνει τους στρατιωτικούς αλλά και όλους τους άλλους θεσμούς του παίρνοντας υπόψη τις συνθήκες ειρήνης, όπου ο στρατιώτης δεν βρίσκεται σε ενεργό υπηρεσία. και αυτή η πρόταση έχει επιβεβαιωθεί από την ίδια την εμπειρία. Γιατί τα στρατιωτικά κράτη δεν έχουν πιθανότητα να επιβιώσουν παρά μόνο εφόσον είναι εμπόλεμα, ενώ οδηγούνται στον αφανισμό μόλις ολοκληρώσουν τις κατακτήσεις τους. Η ειρήνη απονευρώνει τον χαρακτήρα τους, και το σφάλμα έγκειται σε μια νομοθεσία που δεν διδάσκει στους πολίτες της τι να κάνουν στη ζωή τους όταν δεν βρίσκονται σε υπηρεσία»4.
Ευτυχώς, οι άλλες πόλεις επέλεξαν λύσεις πολύ πιο γόνιμες από το απολιθωμένο πολίτευμα του Λυκούργου.
Σημειώσεις
1. Ξενοφών, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, κεφ. ΙΧ.
2. Ευνομία -το ιδεώδες του Σόλωνα- ήταν ο τίτλος μιας άλλης περίφημης ελεγείας του Τυρταίου
3. Ηρόδοτος, VII, 104.
4. Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1334a.