του Γιώργου Καραμπελιά
Η θεωρητική αιτιολόγηση της παγκοσμιοποίησης πέρα από τις συνήθεις και χυδαίες
απολογίες της ελευθερίας της αγοράς στηρίζεται λίγο πολύ στην ακόλουθη ανάλυση:
Η απολογία της παγκοσμιοποίησης
Αυτό που συμβατικά απoκαλούμε πολιτισμό αρχίζει πριν από 8 ή 9 χιλιάδες χρόνια με την εξημέρωση ζώων και φυτών και την εγκατάσταση σταθερών ανθρώπινων οικισμών μέχρι να φτάσουμε στο σημερινό “πλανητικό χωριό”. Γνωρίζουμε πως οι Έλληνες π.χ., πριν συγκροτηθούν σε έθνος, πέρασαν, όπως και οι άλλοι λαοί, από τη μικρή ομάδα, τη φυλή, τις φατρίες, μορφές συσσωμάτωσης που διήρκεσαν χιλιάδες ή και δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Στη συνέχεια, σε όλη τη μακρά περίοδο από την αγροτική έως τη βιομηχανική επανάσταση, συγκροτούνται “έθνη” ή οιονεί έθνη, με ακραίες ιστορικές και “λογικές” μορφές, το εβραϊκό έθνος, ένα έθνος χωρίς έδαφος, και το κινεζικό, το οποίο είναι ήδη έθνος-κράτος από τον 2 π.Χ. αιώνα. Τέλος, σε όλη την περίοδο που ακολουθεί τη συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, γενικευμένη μορφή της εδαφικοποίησης των ανθρώπινων κοινοτήτων γίνεται το έθνος-κράτος. Όμως δεν έχει προλάβει να ολοκληρωθεί η συγκρότηση του κόσμου σε έθνη-κράτη και μέσα από μια τηλεσκοπική επιτάχυνση, με τη μετάβαση στη “μεταβιομηχανική” ή “πληροφορική” κοινωνία, μια νέα μορφή τείνει να αναδειχτεί, εκείνη των υπερεθνικών ενοτήτων, ή εντέλει και του παγκόσμιου χωριού, στο πέρας της διαδικασίας. Ο πλανήτης βαδίζει προς την “ενοποίηση”. Σ’ αυτές τις συνθήκες μεγάλοι λαοί, όπως ο Κινεζικός, ο Αμερικάνικος, ή ο Ινδικός, μπορούν ίσως να αποτελέσουν αφ’ εαυτών περιφερειακά υποσυστήματα, ενώ μεγάλα έθνη-κράτη, όπως το γερμανικό, το ρωσικό, το τουρκικό, ίσως να αποτελέσουν τα “κράτη πυρήνα”, σύμφωνα με την έκφραση του Χάντιγκτον, ενός ευρύτερου πολιτισμικού-κρατικού χώρου. Όσο για τους μικρούς λαούς, προόρισται να συνθλιβούν ή να συγχωνευτούν μέσα σε αυτά τα ευρύτερα μεγασύνολα και να λειτουργούν πιθανώς στο μέλλον όπως οι μειονότητες στα σημερινά εθνικά κράτη.
Βρισκόμαστε λοιπόν πράγματι μπροστά στο τέλος του έθνους-κράτους; Και όλοι οι κλαυθμοί, ειλικρινείς ή κροκοδείλιοι, δεν πρόκεται να αλλάξουν τα πράγματα; Ο κόσμος βαδίζει στην παγκοσμιοποίηση κάτω από τις συνδυασμένες επιθέσεις των νεωτέρων ιπποτών της αποκάλυψης, του Μπιλ Γκέητς, του Τζωρτζ Σόρος και του… Μπερνάρ Κουσνέρ; Μπορεί αυτή η παγκοσμιοποίηση να μην εμφανίστηκε ως συνέπεια της παγκόσμιας εξέγερσης των εργατών, αλλά μάλλον του συνασπισμού των πολυεθνικών, ωστόσο δεν παύει να είναι αληθινή. Τα χρηματιστήρια διασυνδέονται σε μηδενικό χρόνο σε όλη την έκταση του πλανήτη ενώ το διαδίκτυο μεταβάλλεται στον νευρικό ιστό του παγκοσμιοποιημένου κόσμου μας. Βέβαια, ακόμα και σε ένα τέτοιο κόσμο, ο ανταγωνισμός των εθνών δεν θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας, αντίθετα θα προσπαθούν να πουλήσουν όσο πιο ακριβά γίνεται το τομάρι τους για μια καλύτερη θέση στο “παγκόσμιο χωριό”.
Αυτή είναι η πιο σοβαρή θεωρητική αιτιολόγηση ενός φαινομένου που μέχρι τη Γένοβα φαινόταν πανίσχυρο. Η παγκοσμιοποίηση έχει γίνει το φόβητρο των λαών και ταυτόχρονα το κρυφό αντικείμενο του πόθου ενός μεγάλου μέρους των διανοουμένων, ειδικά στις μικρές χώρες, και μάλιστα στην Ελλάδα. “να πάψουμε, επιτέλους να είμαστε επαρχία και να εξαφανιστούμε μέσα σε ένα ευρύτερο σύνολο, δυτικό, ευρωπαϊκό ή γιατί όχι και δυτικο-τουρκικό”.
Οι υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης χαρακτηρίζουν κατά συνέπεια τον αγώνα μας ενάντιά της ως μια καθυστερημένη μάχη οπισθοφυλακών. Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για τη διασφάλιση καλύτερων όρων στην πορεία της παγκοσμιοποίησης (δηλαδή μεγαλύτερη προστασία των οικοσυστημάτων, επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης της κοινωνικής προστασίας και όχι μόνο της οικονομίας κλπ.) όπως κάνουν σε μεγάλο βαθμό αρκετές παγκοσμιοποιημένες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) και πολλοί από αυτούς που έσπευσαν ακόμα και στη Γένοβα για να διεκδικήσουν μια παγκοσμιοποίηση με “ανθρώπινο πρόσωπο”.
Η παγκοσμιοποίηση είναι ήδη παρωχημένη
Και όμως θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι η πάλη μας ενάντια στην παγκοσμιοποίηση είναι εξ ίσου, αν όχι και περισσότερο, “μοντέρνα” με εκείνη των παγκοσμιοποιητών. Είναι η μοναδική που μπορεί να έχει ως αντικείμενο τη δημοκρατία και τις ικανές συνθήκες για τη λειτουργία της.
Πράγματι, γιατί μπόρεσε να υπάρξει η αρχαία ελληνική δημοκρατία ως άμεση δημοκρατία; Διότι τα μεγέθη της πόλης-κράτους την έκαναν δυνατή. Δεν μπορούμε να φανταστούμε μια δημοκρατία η οποία να αφορά 6 ή 10 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Σε τέτοια μεγέθη οι γραφειοκρατίες και οι ολιγαρχίες γίνονται σχεδόν αναπόφευκτες. Είναι γνωστό, και ο Raul Vaneghem το έχει επισημάνει με μια ακραία διατύπωση, πως από την αρχή της νεολιθικής περιόδου, δηλαδή ουσιαστικά από την αγροτική επανάσταση και στο εξής, οι ανθρώπινες κοινωνίες γίνονται αντιδημοκρατικές, γιατί η “ανάπτυξη” και η αδιάκοπη μεγέθυνση οδηγούν σε κοινωνίες όλο και πιο περίπλοκες που απαιτούν σύνθετους μηχανισμούς για να διακυβερνηθούν. Η διαρκής “φυγή προς τα μπρος” στο επίπεδο των μεγεθών αποτελεί όργανο για την αυτοδιαιώνιση των κυρίαρχων ελίτ. Το πέρασμα από τα κράτη-πόλεις της αρχαίας Ελλάδας σε μεγαλύτερες κρατικές οντότητες θα σημάνει και το τέλος της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας. Η ρωμαϊκή δημοκρατία θα μεταβληθεί σε αυτοκρατορία μέσα από τη μεγέθυνση του ρωμαϊκού κράτους και οι σύγχρονες “μαζικές δημοκρατίες” θα είναι δημοκρατίες μόνο κατ’ όνομα,όπως έχει δείξει και ο Παναγιώτης Κονδύλης. Η “παγκοσμιοποίηση” της οικονομίας και της πολιτικής σήμερα είναι ένα νέο στάδιο σε αυτή την επιβεβαίωση και αυτοδιαιώνιση των ολιγαρχιών και δεν είναι τυχαίο ότι διευρύνονται οι κοινωνικές ανισότητες. Αδιαφανείς πολυεθνικές εταιρείες και πολυεθνικές γραφειοκρατίες, της Διεθνούς Τράπεζας, των G8, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κυριαρχούν στον πλανήτη μας.
Μήπως λοιπόν είναι αναπόφευκτος ο παραπέρα μαρασμός της δημοκρατίας και η μεταβολή μας σε υπηκόους-αριθμούς μιας πλανητικής παραγωγικής μηχανής και μιας παγκοσμιοποίημενης διακυβέρνησης;
Και όμως, μια αντίστροφη πορεία είναι όχι μόνο δυνατή αλλά και περισσότερο αποδοτική!
Μια οικονομία η οποία χρησιμοποιεί σύγχρονες παραγωγικές μεθόδους και στηρίζεται στην εγχώρια παραγωγή είναι πολύ πιο αποδοτική, την εποχή της πληροφορικοποίησης από μια οικονομία που στηρίζεται σε διαρκώς διογκούμενες μεταφορές προϊόντων από το ένα άκρο της γης στο άλλο. Μικρότερα σύγχρονα εργοστάσια μπορούν να κατασκευάζουν όλο και περισσότερα προϊόντα επί τόπου, όπως έχει δείξει και ο Σουμάχερ στο αξεπέραστο βιβλίο του, Small is beautiful. Η εποχή του γιγαντισμού των παραγωγικών μονάδων ανήκει στο παρελθόν. Το οικολογικό και οικονομικό κόστος μιας οικονομίας με μικρότερες μεταφορές και μεγαλύτερη επαφή παραγωγών και καταναλωτών είναι κατά πολύ μικρότερο από το σημερινό μοντέλο της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής που ευνοεί μόνον τους ολιγάρχες και τους “πλανητάρχες” κάθε είδους. Δεν υπάρχει καμιά “εσώτερη ανάγκη” στην πορεία της παγκόσμιοποίησης, παρά μόνον τα συμφέροντα εκείνων που κερδίζουν από αυτή.
Σε μια τέτοια οπτική, το μικρότερο μέγεθος, το εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, μπορεί να είναι εξ’ ίσου ή και περισσότερο αποδοτικό από τον παγκοσμιοποιημένο χυλό και το μόνο που μπορεί να διασφαλίσει μια πραγματική έννοια δημοκρατίας και ισότητας. Κάτω από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να δούμε και την ήττα που υπέστη η παγκοσμιοποίηση στη Γένοβα και να διερευνήσουμε τις δυνατότητες για έναν νέο ρόλο του έθνους και της τοπικοποίησης στη νέα εποχή.
Σε ό,τι αφορά τις μικρότερες χώρες, όπως και την Ελλάδα, αυτή η επανατοπικοποίηση δεν μπορεί παρά να αφορά στο εθνικό και το περιφερειακό (π.χ. βαλκανικό) επίπεδο. Διότι ακόμα και αν δεχθούμε πως το παλιό έθνος, με το εθνοτικό ή φυλετικό του υπόστρωμα, περάσει, με τις μετακινησεις των πληθυσμών και τις μεταναστεύσεις, σε μια περίοδο παρακμής, το έθνος ως συγκεκριμενοποίηση της δημοκρατίας, στο οποίο θα ήταν δυνατό να συνυπάρχουν ακόμα και διαφορετικοί λαοί, θα παραμένει για πολύ ακόμα η μόνη δυνατή απάντηση στην παγκόσμια ολιγαρχία της παγκοσμιοποίησης.
Γιώργος Καραμπελιάς