του Γιώργου Ρακκά
Η συμμετοχή των μεγάλων συγκροτημάτων των Μ.Μ.Ε στο εξουσιαστικό μπλoκ του εκσυγχρονισμού ήταν γνωστή· επίσης, πανθομολογούμενη ήταν η καίρια συμβολή τους στην κατασκευή της συναίνεσης ως προς την κυβέρνηση του Πα.Σο.Κ. Πολλές φορές μάλιστα, όταν κατά καιρούς εμφανιζόταν στην επικαιρότητα οι τερατογενέσεις της πολιτικής ηγεσίας, η στήριξη των μέσων ήταν τόσο απροκάλυπτη, ώστε προκαλούσε την οργή ενός μέρους της κοινωνίας που επέμενε να αντιστέκεται σ’ αυτήν και τις επιλογές της.
Στην περίπτωση των εξελίξεων στο ζήτημα της τρομοκρατίας, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων των διωκτικών αρχών για την εξάρθρωση της 17ης Νοέμβρη, η στάση των Μ.Μ.Ε. ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Τα δελτία ενημέρωσης, όχι μόνο έσπευδαν να δικαιολογήσουν στα μάτια των τηλεθεατών κάθε περίπτωση όπου το έργο των διωκτικών αρχών παραβίαζε κατάφορα το νόμο και το σύνταγμα, αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, ξέφευγαν από το πραγματικό μέγεθος των γεγονότων για να προβάλλουν ένα μίγμα τρομολαγνείας και πρακτορολογίας μέσα σ’ ένα περιβάλλον τηλεοπτικών δικαστηρίων που πανικόβαλλε και τρομοκρατούσε την κοινή γνώμη.
Αν οι αρχές φρόντισαν να καλλιεργήσουν μια εικόνα σχετικής σοβαρότητας –τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που η εμφάνιση του Κουφοντίνα τους έκανε να χάσουν την αυτοκυριαρχία τους– η συμπεριφορά των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης θύμιζε πραγματικά αυτήν των μεταπολιτευτικών ή και προχουντικών κατασταλτικών μηχανισμών. Οι τηλεπαρουσιαστές λειτουργούσαν ως δημόσιοι εισαγγελείς, διεξάγοντας live ανακρίσεις σε συγγενείς, γείτονες και γνωστούς-άγνωστους παρατρεχάμενους. Άλλοτε, επωμίζονταν το ρόλο του δημόσιου δικαστή ανακαλώντας στην τάξη εκείνους τους καλεσμένους στο στούντιο που είχαν το “θράσος” να αμφισβητήσουν πτυχές των φαντασμαγορικών αστυνομικών επιχειρήσεων. Τέλος, μέσα από περίτεχνα κατασκευασμένα ρεπορτάζ, προσπαθούσαν να διαμορφώσουν μια πολύπλοκη, αντιφατική εικόνα που ήθελε τον αντιδικτατορικό αγώνα να πυροδοτεί τις δραστηριότητες της τρομοκρατίας, την τρομοκρατία να ταυτίζεται με το κοινό, ποινικό έγκλημα, τους τρομοκράτες να σκιαγραφούνται ως σκοτεινές, λιγομίλητες, προσωπικότητες, που ζούσαν στο περιθώριο της δημοσιότητας για να οργιάσουν στην ιδιωτική τους ζωή ως αμείλικτοι εκτελεστές, τολμηροί εραστές ελευθερίων ηθών, ακόμη και ως ψευδοϊδεολόγοι businessman. Μπορεί αυτή η εικόνα να διαθέτει στοιχεία χιουμοριστικά που προσφέρουν πολύ γέλιο μιας και την κάνουν να θυμίζει κακογραμμένα αστυνομικά μυθιστορήματα του συρμού, από εκείνα που πουλάνε στα περίπτερα. Παρόλα αυτά θα πρέπει να μας προβληματίσει, κύρια για τον αντίκτυπο που έχει στις συνειδήσεις της κοινής γνώμης, για την κουλτούρα της υποταγής που καλλιεργεί, τα πρότυπα φοβισμένων κοινωνικών συμπεριφορών που διαμορφώνει, για το κλίμα μιας έγκλειστης αλλά και συνάμα κλειστοφοβικής κοινωνίας που καλλιεργεί .
Οι αρχές βέβαια, κάθε άλλο παρά έδειχναν να ενοχλούνται από αυτήν την κατάσταση (εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις όπου η κεκτημένη ταχύτητα του κυνηγιού της τηλεθέασης έβαζε σε κίνδυνο το ίδιο το έργο των διωκτικών αρχών). Αντίθετα, φρόντιζαν να μεθοδεύουν τις διαρροές τους προς τα μέσα, διαρροές που αποτελούνταν κυρίως από ανεπιβεβαίωτες, διάτρητες πληροφορίες, προκειμένου να εμπλουτίζουν την εικόνα που προέβαλλαν τα μέσα με μια χροιά αντικειμενικότητας. Κι’ αυτό φυσικά δεν ήταν ατόπημα.
Γιατί, σ’ αυτές τις εξελίξεις ο καθένας είχε το ρόλο του. Οι αρχές έπρεπε να εξαρθρώσουν την 17Ν, μιας και οι Η.Π.Α πίεζαν αφόρητα για να επιδείξει αποτελέσματα στο κυνήγι των τρομοκρατών. Τα μέσα έπρεπε να προετοιμάσουν την κοινωνία για κάτι τέτοιο κι ακόμα περισσότερο να μεταβάλουν στα μάτια της το κυνήγι των τρομοκρατών σε κυνήγι μαγισσών. Εξ άλλου, οι Η.Π.Α, ιδιαίτερα μετά τις 11/09, αλλά και πριν από τα συνταρακτικά γεγονότα στη Νέα Υόρκη, φρόντιζαν να ταυτίζουν την τρομοκρατία με την αμφισβήτηση των επιλογών των ελληνικών και των υπερεθνικών οικονομικών και πολιτικών ελίτ και η ελληνική κυβέρνηση να επικαλείται αυτήν την ταύτιση σαν επιχείρημα υπέρ της τάξης και της ασφάλειας.
Επιτέλους, δεν είναι μόνο η τρομοκρατία που αποτελεί τον “άξονα του κακού” της αυτοκρατορικής σταυροφορίας. Τότε θα ήταν πολύ εύκολο γι’ αυτούς να τον καταπολεμήσουν. Τουναντίον, το πραγματικό κακό έγκειται στο ρήγμα της συναίνεσης που υφίσταντο ανάμεσα σ’ αυτούς και τις κοινωνίες, τα έθνη, τους λαούς που ποδηγετούσαν. Και η πραγματική πάλη ενάντια σ’ αυτό, συνιστά την πάλη για την αποκατάσταση αυτής της συναίνεσης, είναι η κινητοποίηση για την επαναφορά της νομιμότητας του συστήματος της κυριαρχίας τους.
Σ’ αυτή την γραμμή συντάσσονται και οι ελληνικές αρχές γι’ αυτό και, ανεξάρτητα από το εάν το κεφάλαιο της τρομοκρατίας έπρεπε να κλείσει –νομίζω δεν τίθεται ερώτημα για κάτι τέτοιο– η λειτουργία των Μ.Μ.Ε. προκάλεσε παράπλευρες, αλλά επιθυμητές απώλειες στη δράση των διωκτικών αρχών. Όπως έχουμε τονίσει και αλλού, η πολιτική βούληση της κυβέρνησης γύρω από το ζήτημα αυτό έπληξε και πλήττει την ποιότητα της δημοκρατίας και το βαθμό της ανεξαρτησίας της χώρας μας, γιατί θέσπισε ένα ολόκληρο νομικό πλαίσιο που κινείται στα όρια της συνταγματικότητας γιατί μετέβαλλε τη χώρα σ’ ένα ξέφραγο αμπέλι των ξένων μυστικών υπηρεσιών και μετέτρεψε την πολιτική ζωή του τόπου σ’ ένα ακροατήριο των αμερικάνικων αυτοκρατορικών διαταγμάτων. Τα Μ.Μ.Ε. από την άλλη, φρόντισαν να τρομάξουν την κοινωνία εξαναγκάζοντάς την (και πάλι) σε λήθαργο. Εκεί συνίσταται το παράπλευρο της απώλειας. Η παρέα του Κακαουνάκη, του Καψή, του Ευαγγελάτου, του Λιάγκα, του Τράγκα, του Καρατζαφέρη και του Σόμπολου έκανε το τηλεοπτικό της θαύμα. Εμείς ελπίζουμε ότι η πραγματικότητα θα τους διαψεύσει πανηγυρικά, σαν επικοινωνιακούς αγύρτες.