Ο.Π.Α.
Το γερμανικό κράτος, πιστό στην παράδοσή του, παράδοση που αρχίζει από την επιστημονική οργάνωση των θαλάμων αερίων του Χίτλερ, εφαρμόζει ενάντια στους κρατουμένους —αντιπάλους του— τα πιο σύγχρονα και “επιστημονικά” μέσα καταστολής, τα λευκά κελιά, την απόλυτη απομόνωση, την καταστροφή, αργή αλλά μεθοδική, της ανθρώπινης προσωπικότητας. Το κράτος της ΟΔΓ, είτε με τη σοσιαλδημοκρατία είτε με τη χριστιανοδημοκρατία, δολοφονεί.
Και σήμερα που εξελίσσεται η απεργία των μελών της ΡΑΦ, το γερμανικό κράτος δεν είναι διατεθειμένο να υποχωρήσει. Αντίθετα είναι αποφασισμένο να οδηγήσει την “αντιπαράθεση” ως το τέλος. Πράγμα που σημαίνει: όσοι δεν μπορέσουν να δεχτούν την προοπτική του σίγουρου θανάτου από την απεργία πείνας, να υποχωρήσουν (ήδη έχουν σταματήσει την απεργία πείνας 13 από τους 30 κρατούμενους) και έτσι να διασπαστεί το μέτωπο των κρατουμένων, και οι υπόλοιποι να οδηγηθούν είτε στο θάνατο, είτε στην υποχρεωτική διατροφή την τελευταία στιγμή, ανάλογα με το τι θα κρίνει το γερμανικό κράτος σαν πιο συμφέρον. Πάντως το γερμανικό κράτος αντιμετωπίζει τους κρατούμενους όχι σαν κρατούμενους, σαν αιχμάλωτους έστω ενός ανορθόδοξου πολέμου, αλλά σαν ομήρους που τους εκδικείται και τους τιμωρεί, που θέλει να τσακίσει την προσωπικότητα και την αντοχή τους. Το γερμανικό κράτος διεξάγει με όλα του τα μέσα έναν πόλεμο ενάντια στους κρατουμένους. Και ταυτόχρονα ενάντια στο κίνημα στο σύνολό του, γιατί η αδιαλλαξία του κράτους στοχεύει στην πόλωση: “Ή με τη ΡΑΦ ή με το κράτος”.
Σ’ αυτά λοιπόν θεμελειώνεται και το αίτημα του κινήματός μας για διεκδίκηση δημοκρατικών δικαιωμάτων για τους κρατούμενους. Η κατάργηση των λευκών κελιών, η κατάκτηση ανθρώπινων συνθηκών ζωής στις φυλακές αποτελεί ένα πραγματικό αίτημα, και το οποίο πρέπει να διεκδικήσουμε και στην Ελλάδα.
Η τρομοκρατία και μεις
Βέβαια, εδώ επεμβαίνει ένα δεύτερο στοιχείο. Αυτή η διεκδίκηση δικαιωμάτων για τους πολιτικούς κρατούμενους σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ταυτιστεί με μια λογική ή ακόμα και την υποψία της υποστήριξης στην τρομοκρατία, της ΡΑΦ, της Άμεσης Δράσης, στη Γαλλία, των υπολειμμάτων των “Ταξιαρχιών” στην Ιταλία, της “17 Νοέμβρη” στην Ελλάδα κ.λπ. κ.λπ. Γιατί βέβαια η απεργία πείνας της ΡΑΦ δεν αποτελεί μια απλή διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών ζωής αλλά ταυτόχρονα και μια πράξη ιδεολογικής υποστήριξης και επέκτασης του “αντιμπεριαλιστικού αντάρτικου” στις Ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Η απεργία πείνας των μελών της ΡΑΦ δεν καλεί σε απλή υποστήριξη πολιτικών κρατουμένων αλλά αποζητάει την πολιτική υποστήριξη στους “ένοπλους συντρόφους”. Και εκεί είναι που εμείς λέμε κατηγορηματικά όχι! [ ]
Όταν λοιπόν σήμερα λέμε: Υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των κρατουμένων, αλλά ταυτόχρονα ξεκάθαρος διαφορισμός απέναντι στην τρομοκρατία, πολλοί νέοι σύντροφοι εκπλήσονται, όσο για τους παλιότερους, η έκπληξή τους συνοδεύεται και με αναφορές στην παλιά “γραμμή” μας. Αλλάξαμε γραμμή λοιπόν; θα λέγαμε, σύντροφοι, ότι η ιδιότητα —σκληρή ιδιότητα του χρόνου— είναι πως κυλάει. Και αυτό που χτες ήταν Α σήμερα γίνεται Β. Ας δούμε λοιπόν πέντε βασικά πράγματα:
Η γέννηση του αντάρτικου των πόλεων
Η ανάπτυξη του αντάρτικου των πόλεων ήταν κατά κάποιον τρόπο συνέχεια του κινήματος του 1968. Δηλαδή, από τη στιγμή που φάνηκε πως δεν ήταν δυνατή η άμεση ανατροπή της παλιάς τάξης πραγμάτων, ένα κομμάτι του παλιού κινήματος τράβηξε στη “συστηματοποίηση της βίας”. Δηλαδή, η παλιά βία του κινήματος αποκόπηκε από τα υπόλοιπα πολιτικά στοιχεία και μεταβλήθηκε σε ένοπλες ομάδες. Γύρω στα 1972-74, γεννιούνται οι ένοπλες οργανώσεις, η ΡΑΦ στη Γερμανία και οι Ταξιαρχίες στην Ιταλία. Άλλα κομμάτια του κινήματος απόσπασαν άλλα χαρακτηριστικά του, την πολιτική παρέμβαση π.χ., και μεταβλήθηκαν σε μικροκοινοβουλευτικά κινήματα. Άλλοι πήραν το δρόμο για το Νεπάλ, τα κοινόβια κ.λπ. κ.λπ. Αυτές ήταν οι ένοπλες οργανώσεις τότε, όπως και στην Ελλάδα αντίστοιχες και μικρές ένοπλες οργανώσεις ενάντια στη χούντα, ήταν δηλαδή κομμάτι ενός συνολικού κινήματος. Και αυτό φαίνεται πολύ καθαρά και από τις πρώτες ενέργειές τους που ήταν πολύ δεμένες με τις προβληματικές του κινήματος. Στη Γερμανία, η πρώτη πράξη της ΡΑΦ ήταν η επίθεση σε ένα σούπερ-μάρκετ, σύμβολο του νέου καταναλωτικού καπιταλισμού, και στην Ιταλία οι Ταξιαρχίες συλλαμβάνουν διευθυντή επιχείρησης και τον υποχρεώνουν να δεχτεί τις εργατικές διεκδικήσεις. Στην Ελλάδα αντίστοιχα, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, η εκτέλεση ενός υπεύθυνου της CΙΑ και βασανιστών σαν τον Μπάμπαλη και τον Μάλλιο, που είχαν αφεθεί ανενόχλητοι από την μεταπολίτευση, χαροποιούσε πάρα πολλούς. Οι ένοπλες οργανώσεις αποτελούσαν δηλαδή κομμάτι ενός συνολικού κινήματος και ήταν δεμένες μ’ αυτό το κίνημα με χιλιάδες κανάλια.
Τότε λοιπόν εμείς πήραμε ακριβώς αυτή τη θέση. Χωρίς ποτέ να ταυτιστούμε με την πολιτική θέση των ενόπλων οργανώσεων, αρνηθήκαμε πάντα την καταγγελία που έκαναν τα διάφορα γκρουπούσκουλα και τις δηλώσεις νομιμοφροσύνης τους στις εφημερίδες· και όταν σκότωσαν στην Ελλάδα τον Μάλλιο γράφαμε “γεια στα χέρια τους”, γιατί πράγματι δεν είχαμε καμιά αντίρρηση με την τιμωρία των βασανιστών. Όμως από τότε γράφαμε —το 1976— “παρ’ όλο που διαφωνούμε με την συνολική λογική της τρομοκρατίας”. Στη συνέχεια, παρ’ όλο που αρνηθήκαμε τις καταγγελίες, είχαμε μια αταλάντευτη στάση. Ενώ αντιμετωπίζαμε το κύριο βάρος της καταστολής, δεν δώσαμε διαπιστευτήρια στην αστυνομία αλλά, στο εσωτερικό του κινήματος, έχουμε δημοσιεύσει αναρίθμητα κείμενα και αναλύσεις κριτικής της τρομοκρατικής λογικής.[ ] Εμείς μπορέσαμε να κριτικάρουμε αποτελεσματικά την τρομοκρατική λογική, γιατί κανένας δεν τολμούσε να ισχυριστεί είτε ότι φοβόμαστε την καταστολή —που εμείς κύρια αντιμετωπίζαμε— είτε ότι πέφταμε στην καταγγελιολογία. Και βέβαια είχαμε πάντα το θάρρος της γνώμης μας. Το 1980, όταν μπήκαν οι φωτιές στα μεγάλα καταστήματα, κυκλοφορήσαμε ανοιχτά προκήρυξη χτυπήματος της λογικής της τρομοκρατίας. Και πιστεύουμε πως αυτή μας η στάση απέδωσε. Η τρομοκρατία στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί σε μεγάλη κλίμακα και σ’ αυτό έχει συμβάλει και η δική μας πρακτική.
Γιατί βέβαια, στο μεταξύ, τα πράγματα εξελίσσονταν. Στην Ιταλία, όπου δινόταν η κεντρική σύγκρουση, το μεγαλύτερο επαναστατικό κίνημα της Ευρώπης τσακίστηκε κάτω από την τρομοκρατική λογική, 4.500 σύντροφοι είναι φυλακή και τουλάχιστον δέκα χιλιάδες άλλοι κρύβονται ή είναι πρόσφυγες. Σήμερα, ηγέτες των Ταξιαρχιών όπως ο Ρενάτο Κούρτσιο επιδίδονται σε μια σπαρακτική αυτοκριτική μέσα από τη φυλακή και, στην Αυτονομία, ο Αντόνιο Νέγκρι επιδίδεται σε μια συνολική αναθεώρηση. Το ίδιο, σε μικρότερη κλίμακα, έχει ήδη γίνει στη Γερμανία, όπου μετά από χρόνια καταστολής και παράλυσης του κινήματος αυτό μπόρεσε να ξαναπάρει πάνω του μόνο και μόνο γιατί ξεπέρασε την τρομοκρατική λογική και υποχρεώθηκε ίσως να φτάσει στο άλλο άκρο, το άκρο του ειρηνισμού — η αιώνια γερμανική απολυτότητα. Στην Πορτογαλία, ο Οτέλλο ντε Καρβάλλιο βρίσκεται στη φυλακή ως δήθεν τρομοκράτης.
Αυτές οι εξελίξεις σημαίνουν για μας τον θάνατο του “ιστορικού ένοπλου κινήματος” στη Ευρώπη, εκείνου που βγήκε από το κίνημα του Μάη, των συντρόφων μας που πήραν “λάθος δρόμο”. Για μας αυτό το κεφάλαιο έκλεισε οριστικά. [ ]