Συνέντευξη του Γιώργου Καραμπελιά στον Γιώργο Ρακκά από το Άρδην τ. 69 (Μάιος 2008) που είχε αφιέρωμα “Μάης ’68, Επανάσταση ή Ενσωμάτωση”, το β΄μέρος της συνέντευξης.
Το σήμα από το μεγάλο αφιέρωμα της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση για τα 50 χρόνια από τον Μάη
Γιατί ανεκόπηκε το κίνημα;
Γ.Ρ. Πού όμως σκόνταψε αυτή η επαναστατική διαδικασία;
Γ.Κ. Το κίνημα του Μάη είχε πολλά ρεύματα στο εσωτερικό του. Σχηματικά, ήταν αυτό που έβαζε άμεσα το ζήτημα της επαναστατικής ανατροπής –π.χ., είχε βγει ένα βιβλίο, από τον Βεμπέρ και τον Μπενσαΐντ, Μάης του ’68, η Γενική Επανάληψη, αντιγραφή από τον Τρότσκι, που είχε πει ότι το 1905 αποτέλεσε την πρόβα τζενεράλε του ’17, επομένως, αντάστοιχα, το ’68 ήταν η πρόβα τζενεράλε την επαναστατικής ανατροπής που έρχεται. Το σχήμα ότι ο Μάης δεν είναι παρά μόνον η αρχή μπορούσε να πάρει πολλές μορφές. Η μία, η πιο δεμένη με την παραδοσιακή λογική, ήταν ότι θα ανατρέψουμε την εξουσία και θα οικοδομήσουμε μια νέα. Ένα μεγάλο κομμάτι έφτασε μέχρι το ένοπλο κίνημα στην Ευρώπη, ιδιαίτερα εκεί που είχε μεγάλη έκταση, στην Ιταλία.
Ένα δεύτερο μέρος ήταν αυτό που είπε ότι δεν υπάρχουν όροι ανατροπής της εξουσίας. Ότι πρέπει να αρχίσει ένας μεγάλος αγώνας μέσα και έξω από τους θεσμούς –αυτό που ονομάστηκε εναλλακτικό κίνημα– που θα έπρεπε να χτίσει θεσμούς, πολιτικούς, αλλά κυρίως κοινωνικούς, άρα το κέντρο πρέπει να μπει στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς, για να φτάσει ίσως κάποτε να γίνει κυρίαρχο.
Και μια τρίτη είναι εκείνη που συνδέθηκε με τη νέα κοινωνικότητα, συγκροτήματα ροκ, ναρκωτικά – το μεγάλο ταξίδι στην Ινδία, αντικαταναλωτισμός, νέες συμπεριφορές. Αυτό, όταν έχασε τον ριζοσπαστικό του χαρακτήρα, μεταβλήθηκε στο προζύμι για τη νέα μορφή που πήρε ο καπιταλισμός: πλέον το κέντρο βάρος δεν είναι οι ηλικιωμένοι, οι κατεστημένοι, αυτοί είχαν την εξουσία. Στο εξής, ο καπιταλισμός θέτει ως μοντέλο τη νεοποίηση του συστήματος και της εξουσίας καθώς και των συμπεριφορών. Αντιστρέφεται το μοντέλο που ίσχυε ως τότε, ότι δηλαδή ο νέος πρέπει να μοιάζει με μεγάλο, εξ ου και το κοστούμι και η γραβάτα που φοράγαμε από μικροί. Πλέον, αφού υπάρχει και περισσότερος ελεύθερος χρόνος, η βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου γίνεται κυρίαρχη –το σύνθημα της διαφήμισης “πραγματοποίησε τα όνειρά σου” είναι σύνθημα του ’68 που το πήρε ο καπιταλισμός μετά το ’68 και στηρίζεται σε όλη αυτή την κουλτούρα που μεταλλάσσει. Γι’ αυτό το προώθησαν παλιοί 68ρηδες στη διαφήμιση, π.χ. και μετά επεκτάθηκε στην κοινωνία. Το ερώτημα όμως είναι γιατί μπόρεσε να γίνει αυτό.
Διότι λοιπόν πραγματοποιήθηκε η ενσωμάτωση και διότι άνθρωποι που είχαν και την εναλλακτική λογική ενσωματώθηκαν, όπως οι Πράσινοι, ας πούμε, που ένα κομμάτι της ηγεσίας τους έγινε κομμάτι του κατεστημένου. Το πως η Λιμπερασιόν, που βγήκε από την Υπόθεση του Λαού, τη γαλλική, έφτασε να είναι εφημερίδα του Ρότσιλντ.
Εκεί στηρίζονται όσοι λένε ότι το ’68 έκανε το σύστημά μας ανεκτικότερο και πιο φιλελεύθερο. Αυτή είναι η ερμηνεία την οποία δίνουν. Όμως μέχρι να μπορέσει το σύστημα να ενσωματώσει το ’68 πέρασαν πολλά χρόνια, στη διάρκεια των οποίων συγκρουόταν μαζί του μετωπικά. Όπως στην Ιταλία, που το κίνημα μέχρι τον Μόρο ήταν εξαιρετικά δυναμικό. Μάλιστα, για να το αντιμετωπίσει τότε, παραλίγο να κάνει στρατιωτικό πραξικόπημα. Όπως και το αντιπυρηνικό και πράσινο κίνημα, που έκανε τεράστιες συγκεντρώσεις και έδωσε ομηρικές μάχες με την αστυνομία έξω από πυρηνικές εγκαταστάσεις, και αποτελούσε μια ελπιδοφόρα πρόταση, το είδαμε να ενσωματώνεται πλήρως μετά τη δεκαετία του 1990.
Πώς έγιναν αυτές οι μετεξελίξεις λοιπόν; Γιατί διαφορετικά μένει κανείς στην «ενσωμάτωση» και στο γνωστό κλισέ, «έτσι είναι, κάθε επανάσταση οδηγεί στην ενσωμάτωση» κ.λπ. Ό,τι έγινε και στην Ελλάδα με τη λεγόμενη γενιά του Πολυτεχνείου.
Υπάρχει όμως ένα μεγαλύτερο ερώτημα από αυτό της ενσωμάτωσης του Μάη. Είναι το πώς και το γιατί τα αιτήματα που έβαζε ο Μάης έχουν εγκαταλειφθεί και δεν υπάρχουν πια κινήματα που να διεκδικούν κάτι ανάλογο, ούτε έχουν την αντικαταναλωτική λογική, ούτε, επί της ουσίας, και την αντιιεραρχική λογική. Στα πανεπιστήμια, π.χ., το κύριο αίτημα των φοιτητών είναι η εξασφάλιση της εργασίας χωρίς την όποια αμφισβήτηση της γνώσης. Μπορεί να πει μάλιστα κανείς ότι η αμφισβήτηση της γνώσης δεν τίθεται καν σαν ζήτημα. Πόσο εύκολα αποδεκτά γίνονται αυτά που προωθεί το διαδίκτυο, όπου, πέρα από τις καλές πλευρές που μπορεί να έχει, όλα καταπίνονται αμάσητα από τη συντριπτική πλειοψηφία των νέων, χωρίς κριτική. Ή δεν υπάρχει κίνημα κριτικής ενάντια στην τηλεόραση, που έχει καταφάει τα πάντα. Βλέπει κανείς μια οπισθοδρόμηση των κινημάτων σε σχέση με τα αιτήματα που είχαν μπει το ’68. Άρα αυτό είναι το σημαντικότερο.
Η απάντηση του κεφαλαίου και η «εξαγωγή» της κρίσης
Για να απαντήσουμε σε αυτό πρέπει να δούμε πώς απάντησε το κεφάλαιο, η ελίτ, οι ιεραρχίες στο ’68, που πράγματι απειλούσε την ίδια την εξουσία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τις μεγάλες συγκρούσεις και δικτατορίες στη Λ. Αμερική, τη χούντα του Πινοτσέτ στη Χιλή, ή τους νέους πολέμους στη Μ. Ανατολή, ενώ οι Αμερικάνοι, τότε, υποχρεώθηκαν να φύγουν από το Βιετνάμ κ.ο.κ. Μόνο από τη δεκαετία του ’80, και μάλιστα στα τέλη της, αρχίζει το σύστημα να απαντάει στην κρίση που είχε φέρει το ’68.
Η πρώτη στροφή που μπόρεσε να κάνει το σύστημα ήταν στην παραγωγή. Από τη δεκαετία του ’60 έως τη δεκαετία του ’80 οι εργάτες στη Γαλλία μειώθηκαν στους μισούς, τόσο με αλλαγές που έγιναν στην οργάνωση της παραγωγής όσο και με την άνοδο της ρομποτοποίησης. Γι’ αυτό θα δούμε ότι, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, αρχές ’80, η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι ο καπιταλισμός βαδίζει προς μια παραγωγή χωρίς εργάτες, όσο η προσπάθεια απάντησης δινόταν στο εσωτερικό των δυτικών χωρών. Αυτή ήταν η λεγόμενη ρομποτική απάντηση και σ’ αυτή ανταποκρίνονται βιβλία εκείνης της εποχής, όπως του Κοριά, ο Εργάτης και το Χρονόμετρο κ.λπ., ή του Γκορζ, Οι δρόμοι του παραδείσου, που έβλεπαν πολύ γρήγορα το πέρασμα σε μια κοινωνία εκτός εργασίας, ακριβώς γιατί ο καπιταλισμός, για να απαντήσει αρχικά στην κρίση, προσπάθησε να αυτοματοποιήσει την εργασία και να μειώσει αισθητά τους εργάτες στη βιομηχανική παραγωγή.
Γ.Ρ. Έχω μια εντύπωση ότι ως εκεί είναι το μέγιστο σημείο ακμής αυτού του κινήματος, γιατί έβλεπε εφικτό έναν τύπο μετασχηματισμού.
Γ.Κ. Ναι, φαινόταν ότι το σύστημα δεν θα τα βγάλει πέρα. Η μείωση των ωρών απασχόλησης ήταν ριζική, γι’ αυτό η αύξηση της παραγωγικότητας έγινε μέσω της ρομποτοποίησης. Κυριαρχεί το λεγόμενο γιαπωνέζικο μοντέλο· ακόμη και σήμερα, η Ιαπωνία είναι η πρώτη χώρα σε χρησιμοποίηση ρομπότ στην παραγωγή. Γιατί δεν έχει μετανάστες. Και αυτό είναι ήδη μια απάντηση στο τι έγινε στη συνέχεια με τη μετανάστευση. Επομένως, η παραγωγή γίνεται εξαιρετικά αυτοματοποιημένη.
Γ.Ρ. Δηλαδή το κεφάλαιο, για να μειώσει το κόστος, έχει διάφορες επιλογές. Ή μηχανές ή…
Γ.Κ. Ή αυτό που έγινε, δηλαδή η εξαγωγή της βιομηχανικής παραγωγής στις λεγόμενες χώρες του Τρίτου Κόσμου και η εισαγωγή της απλήρωτης και μαύρης εργασίας στις αναπτυγμένες χώρες και η ελαστικοποίηση της εργασίας στο εσωτερικό.
Από τη στιγμή που αυτό το νέο μοντέλο, από τη δεκαετία του ’90, γίνεται κυρίαρχο, σβήνουν τα παλιά κινήματα, ενώ ενσωματώνονται οι θεσμικές τους μορφές. Δηλαδή, ας πούμε οι ΜΚΟ, ιδιαιτέρως μετά την κατάρρευση της Σ. Ένωσης, μεταβάλλονται σε επαγγελματίες. Οι παλαιότεροι έχουμε ζήσει τη μετάβαση από τα κινήματα στις ΜΚΟ: αυτό που κάποτε ήταν συμμετοχή σε κίνημα, μεταβλήθηκε σε αμειβόμενους επαγγελματίες για τους μόνιμους και εθελοντισμός για τους νέους που περνούν από αυτές τις οργανώσεις. Έτσι ήταν το κλασικό μοντέλο. Όπως η Γκρινπίς, που ξεκινά ως πρωτοπόρα οικολογική οργάνωση και καταλήγει να είναι παγκόσμια πολυεθνική οργάνωση με προϋπολογισμούς αντίστοιχους των πολυεθνικών, με παραρτήματα με σταθερή χρηματοδότηση κ.λπ.
Το ’88, όταν είχαμε κάνει αφιέρωμα στον Μάη, στο περιοδικό Ρήξη, στα «20 χρόνια από τον Μάη», τα πράγματα δεν είχαν ολοκληρωθεί ακόμη. Όμως είχαν ήδη αρχίσει να αλλάζουν με τη λογική που έφερε η Θάτσερ και ο Ρίγκαν στη Δύση. Είχε αρχίσει η επέκταση αυτού του μοντέλου που μετατρέπει τα αιτήματα του ελεύθερου χρόνου σε αιτήματα μιας εξασφαλισμένης ελίτ ενώ, για ένα άλλο μεγάλο κομμάτι, που έχει μπει στα γρανάζια της υπερκατανάλωσης, το αίτημα είναι περισσότερο εισόδημα, παραπάνω εργασία. Έχουμε λοιπόν οπισθοδρόμηση.
Οπισθοδρόμηση και με την ήττα της επανάστασης στην Κίνα, γιατί είδαμε πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στην απαρχή της, όταν μια χώρα μόνη της είναι το ένα τέταρτο του πληθυσμού του πλανήτη. Και, μάλιστα, το πέρασμα στην ταχύτατη καπιταλιστική ανάπτυξη στην Κίνα το διευκόλυνε η προηγούμενη επανάσταση, με την επέκταση των εκπαιδευτικών μηχανισμών στο σύνολο του πληθυσμού και με την ανάπτυξη όλων αυτών των κινημάτων και τη χρησιμοποίησή τους από την πλευρά του καπιταλισμού! Σε αντίθεση με τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, που έχουν προβλήματα εκπαίδευσης, υποδομών, έλλειψης πειθαρχίας και οργάνωσης του εργατικού δυναμικού, προετοίμασε την Κίνα για να κάνει το καπιταλιστικό «άλμα προς τα εμπρός» και όχι το σοσιαλιστικό!
Αυτά λοιπόν τα δύο γεγονότα, (που εξάλλου συνδυάζονται, γιατί η Κίνα μεταβάλλεται στο βιομηχανικό εργαστήρι του κόσμου) η εξαγωγή της βιομηχανικής παραγωγής στον Τρίτο Κόσμο και η «εισαγωγή» του Τρίτου Κόσμου στον πρώτο, μέσω της λαθρομετανάστευσης, αλλάζουν εντελώς τα δεδομένα. Το σύστημα, για να αντιμετωπίσει την κρίση του, υποχρεώνεται να ξεπεράσει τον διαχωρισμό αναπτυγμένος κόσμος-Τρίτος Κόσμος. Είναι μια πολύ μεγάλη αλλαγή η οποία δεν έχει συζητηθεί ποτέ. Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές και αποικιοκρατούμενες χώρες έχει απαλειφθεί. Το έχουμε περιγράψει αυτό σε ένα παλιότερο βιβλίο. Αυτή την αλλαγή πραγματοποιεί το σύστημα προκειμένου να μπορέσει να επιβιώσει. Μεταφέρει την παραγωγή στην Κίνα και την Ασία, ώστε και τα κέρδη των ελίτ να αυξάνονται και, ταυτόχρονα, αποδεσμεύονται από την εσωτερική οργάνωση της εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι να μεγαλώσουν οι κοινωνικές διαφορές στο εσωτερικό της Δύσης, ενώ, από τον μεσοπόλεμο μέχρι το ’85-’90, η ιστορική τάση των καπιταλιστικών κοινωνιών ήταν να μειώνονται οι κοινωνικές διαφορές, και με το κίνημα του Μάη αυτή τάση είχε επιταχυνθεί. Στο εξής, οι διαφορές διευρύνονται. Γιατί, όπως είπαμε, απελευθερώνονται οι κυρίαρχες ελίτ από την πίεση της εσωτερικής αγοράς εργασίας και των εσωτερικών κινημάτων. Άρα κινούνται στο παγκόσμιο επίπεδο, όπου ο μισθός του Κινέζου ή του Ινδού εργάτη είναι πολύ χαμηλός κ.ο.κ.
Δεν είναι τυχαίο το πώς προετοιμάζεται αυτή η αλλαγή. Με την κατάργηση των δασμών. Δηλαδή, περνάμε σε ένα σύστημα, που δεν υπάρχει πια δασμολογική προστασία και έτσι ο Αμερικανός και ο Ευρωπαίος αγοράζουν τα κινέζικα προϊόντα σαν να παράγονται δίπλα τους. Υπάρχει μόνο το κόστος της μεταφοράς. Δεν έχει πια τα εμπόδια της δασμολογικής προστασίας που υπήρχαν πριν. Γι’ αυτό, κεντρικό ζήτημα του κεφαλαίου τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν η κατάργηση των δασμών. Όπως και η αλλαγή του νομισματικού συστήματος, ότι δηλαδή δεν υπάρχει πια η αντιστοιχία νομίσματος και αποθέματος. Το νόμισμα έγινε πλέον μόνο μια σχέση της οικονομίας και τίποτα άλλο. Δεν είναι ούτε καν χαρτί, είναι ηλεκτρονικό χρήμα.
Η κατάργηση των δασμών και η ύπαρξη ενός αριθμού ανασφάλιστων εργαζομένων από το εξωτερικό –γιατί από ένα σημείο και μετά υπάρχουν και προβλήματα στο εσωτερικό– ώστε να σπάσει η εσωτερική «ανελαστικότητα» της εργασίας, και ταυτόχρονα η ύπαρξη ενός υψηλού ποσοστού ανεργίας, που σε προσανατολίζει στην εγκατάλειψη της απεργίας και την αποδοχή του part time, είναι αυτό που συγκροτεί αυτό το καινούργιο μοντέλο.
Μετατέθηκε λοιπόν και το κέντρο των συγκρούσεων, από τις εσωτερικές κοινωνικές συγκρούσεις σε συγκρούσεις εξωτερικές, πολιτισμικές, εθνικές, θρησκευτικές. Η μετατόπιση αρχίζει από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και ολοκληρώνεται στη δεκαετία του ’90, όταν ολοκληρώνεται η παγκοσμιοποίηση και στο γεωπολιτικό πεδίο, με τη συγκρότηση της αυτοκρατορίας. Οι εσωτερικές ταξικές συγκρούσεις ελάχιστα εμφανίζονται σαν τέτοιες. Γι’ αυτό εξάλλου οι δυτικές κοινωνίες περνάνε σε φάση παρακμής, που είναι και το τίμημα αυτής της εξέλιξης. Το αντίτιμο της εξαγωγής της εργασίας και της ελαστικοποίησης στο εσωτερικό, της κατάργησης του κοινωνικού κράτους, της κατακόρυφης πτώσης της γεννητικότητας, είχε ως συνέπεια την πολιτική και κοινωνική παρακμή στο εσωτερικό της Δύσης.
Άρα τα παλιά κινήματα δεν διαθέτουν ευνοϊκό έδαφος, εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά δεν είναι πλέον απειλητικά. Έχουν κάποιες αναλαμπές, όπως με το Σιάτλ και το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, χωρίς όμως να μπορούν να ανατρέψουν τη νέα πραγματικότητα.
Αυτό σημαίνει –για να κάνουμε μια τοποθέτηση, έστω και αν είναι παρακινδυνευμένη– ότι τα αιτήματα του ’68 δεν μπορούν πλέον να πραγματοποιηθούν εκεί που γεννήθηκαν, στη Δύση. Η αντίδραση των κοινωνιών αυτών στην παγκοσμιοποίηση θα τείνει να είναι τουλάχιστον συντηρητικού τύπου και να εμφανίζεται κυρίως μέσω της ανόδου της ακροδεξιάς ή της ανόδου των δεξιών πολιτικών τύπου Σαρκοζί, Μπερλουσκόνι. Είναι κοινωνίες γερασμένες, με σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο, που συντηρείται μέσα από την παγκοσμιοποίηση, καθώς είναι φτηνά τα βιομηχανικά προϊόντα και δεν θέλουν να πλήξουν την παγκοσμιοποίηση συνολικά, αλλά μόνον ως προς ορισμένες συνέπειές της. Δηλαδή, στο γεγονός ότι έρχονται μετανάστες, αναπτύσσεται η εγκληματικότητα, αναπτύσσεται η σύγκρουση με το Ισλάμ κ.λπ. Γι’ αυτό ακριβώς έχουμε αυτού του τύπου τις αντιπαγκοσμιοποιητικές εκδηλώσεις κυρίαρχες στη Δύση, τις ξενοφοβικές κ.λπ.
Αντίθετα, οι χώρες όπου για την ώρα φαίνεται να υπάρχει μια ανάπτυξη των κινημάτων και όπου πιθανώς θα ξαναδούμε πολλά από τα παλιά αιτήματα, είναι οι «ενδιάμεσες» χώρες, όπως η Λατινική Αμερική, όπου η κρίση της παγκοσμιοποίησης οδηγεί στην αντίθετη κατεύθυνση – στην ανάπτυξη κινημάτων.
Γ.Ρ. Για να ανακεφαλαιώσουμε, υπήρξε μια αντεπανάσταση, στη Δύση τουλάχιστον.
Γ.Κ. Σαφώς, και έτσι μπόρεσε να γίνει και η ενσωμάτωση. Δηλαδή, η ενσωμάτωση είναι συνέπεια του ότι κυριάρχησε η αντεπανάσταση. Περνάμε αρχικά μια περίοδο, το ’60-’70, που η Δύση και η ελίτ τα έχουν χαμένα και δεν μπορούν να αντιδράσουν. Ανεβαίνει η τιμή του πετρελαίου και ολοκληρώνεται η πετρελαϊκή κρίση με την πτώση του Σάχη στην Περσία και την άνοδο του Χομεϊνί. Αρχίζει και η ισλαμική επανάσταση στις μουσουλμανικές χώρες. Μέχρι τότε, λοιπόν, όλα έδειχναν ότι η Δύση οδηγούνταν σε καθολικό αδιέξοδο. Και αρχίζει η αντίδραση που ξεκίνησε η Θάτσερ στην Αγγλία και ο Ρίγκαν στην Αμερική, η οποία οδήγησε, αρχικώς, στην κατάρρευση του αντίπαλου στρατοπέδου της Σ. Ένωσης, και στη συνέχεια στην αλλαγή των εργασιακών σχέσεων στο εσωτερικό των κοινωνιών, στην επέκταση αυτού του μοντέλου της παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι, τότε, προωθούνται όλα αυτά τα οικονομικά μέτρα και οι Αμερικάνοι, παρ όλο που θεωρητικά επλήγησαν από το καινούργιο μοντέλο, το υιοθέτησαν επί 20-30 χρόνια. Διότι, το ’81, η Αμερική ήταν ακόμα πλεονασματική σε εξαγωγές ενώ τώρα έχει σχεδόν ένα τρισ. δολάρια έλλειμμα τον χρόνο. Αν το έβλεπε κανείς με μια τυπική λογική, θα έλεγε ότι την Αμερική δεν τη συνέφερε. Και, όμως, ήταν ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί η ηγεμονία των αρχουσών τάξεων. Ήταν η εξαγωγή των αντιθέσεων. Και το πέτυχαν. Γι’ αυτό και σε μεγάλο βαθμό τα κινήματα στο εσωτερικό είναι αναιμικά, ενώ τα αιτήματα και οι πραγματικότητες των κοινωνικών υποκειμένων είναι πιο πίσω απ’ ό,τι ήταν 20-25 χρόνια πριν.
Οι ιδέες παραμένουν επίκαιρες
Αρκεί να δει κανείς το οικολογικό ζήτημα. Σήμερα ξαναμπαίνει μετ’ επιτάσεως. Το 1970-1980 το οικολογικό αίτημα έθετε το ζήτημα να προλάβουμε την καταστροφή του πλανήτη, ενώ σήμερα στοχεύει στο να την αντιμετωπίσουμε, γιατί είμαστε μέσα στην καταστροφή.
Κατά συνέπεια, εκείνα τα αιτήματα που τότε ήταν προδρομικά, θα ξαναέρθουν τον 21ο αιώνα ως αιτήματα ανάγκης. Αν τότε εμφανίστηκαν ως κριτική στην αλλοτρίωση και ως αιτήματα που τα έθετε η νεολαία και παλιές σοσιαλιστικές απόπειρες σε μια αυτοϋπέρβασή τους, όπως έγινε με την Κίνα –εξ ου και ο βολονταριστικός, κατασταλτικός συχνά, χαρακτήρας του κινήματος στην Κίνα και την Κούβα– , στον επόμενο αιώνα θα εμφανιστούν ως αιτήματα επιβίωσης. Διότι, ας πούμε, το κίνημα ενάντια στην ανάπτυξη προκύπτει ως ανάγκη. με το πετρέλαιο στα 150-200 δολάρια, δεν μπορεί να λειτουργήσει το μοντέλο που θέλει όλα τα προϊόντα να εισάγονται από την Κίνα. Διότι το κόστος της μεταφοράς το απαγορεύει, ενώ όσο ήταν σχετικά χαμηλό, το επέτρεπε. Υπάρχει επίσης και το οικολογικό κόστος αναπαραγωγής, που βλέπουμε σε όλες τις δυτικές χώρες τι σημαίνει. Δείτε την Ελλάδα ή την Ιταλία, με τις χωματερές, που είναι ανίκανες να διαχειριστούν το κόστος των σκουπιδιών που παράγουν, και προωθούν πλέον τη μείωση της παραγωγής σκουπιδιών και την εγκατάλειψη της χρήσης πλαστικών. Αυτά που έλεγε το οικολογικό κίνημα πριν 20-30 χρόνια και τα λοιδορούσαν οι αναπτυξιολάγνοι, σήμερα γίνονται ανάγκη για την ίδια την αναπαραγωγή του ανθρώπου.
Επομένως, όλοι αυτοί οι εορτασμοί, οι σημερινοί, για το κίνημα του ’68, σημαδεύουν την ενσωμάτωση από τη μία, και ίσως τον φόβο από την άλλη. Επειδή αυτά τα οποία έθετε αφορούσαν τις συνέπειες του καπιταλιστικού μοντέλου που αχνοφαίνονταν στη δεκαετία του ’60. Σήμερα, που αυτές οι συνέπειες είναι κυρίαρχες, αυτοί οι εορτασμοί μήπως δεν είναι μόνον αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης… άλλωστε γιατί να ξύνει κανείς πληγές… ξύνεις πληγές όταν φοβάσαι ότι αυτό κινδυνεύει να πάρει πάλι ανατρεπτική μορφή.
Αυτή τη φορά το κέντρο, πιθανότατα, δεν θα είναι πλέον η Δύση, αλλά θα είναι οι χώρες που και πιο νεανικούς πληθυσμούς έχουν και λιγότερο εξαρτημένες από αυτό το μοντέλο είναι, και μπορούν να δουν την κριτική στην παγκοσμιοποίηση, και, εν τέλει, δεν είναι και γερασμένες πολιτιστικά. Η Δύση τα έχει δοκιμάσει όλα. Νέες απόπειρες πιστεύω ότι θα δούμε πάλι από χώρες του Τρίτου Κόσμου, θα ξαναδούμε πιθανώς την Κίνα σε μερικά χρόνια, καθώς δεν μπορεί να είναι αιώνια η καπιταλιστική της πορεία. Όλα τα αιτήματα θα βγουν ως ανάγκη πλέον. Το ’68 είχαν βγει ως προανάκρουσμα. Τον 21ο αιώνα θα ξαναβγούν ως ανάγκη, αυτό σημαίνει ίσως λιγότερη ευωχία. Ίσως βγουν πιο σκληρά, γιατί συνήθως ό,τι βγαίνει ως ανάγκη γίνεται με πιο σκληρούς όρους. Θα βάλει όμως τα αιτήματα που είχε θέσει το ’68, με πραγματικούς όρους πλέον. Ότι δηλαδή, ο άνθρωπος θα πρέπει να κάνει μια ανθρωπολογική στροφή και να σταματήσει την επέκταση, κάτι που ξεπερνάει τον καπιταλισμό, παρ’ όλο που ο καπιταλισμός είναι η πιο παροξυστική μορφή της επέκτασης. Η σύγκρουση εν τέλει θα δοθεί με τις τεχνοφασιστικές εκδοχές του κεφαλαίου, με τον μετάνθρωπο. Αυτή θα είναι η μεγάλη σύγκρουση του 21ου αιώνα.
Εν κατακλείδι, ο Μάης, ως άμεσο επαναστατικό πρόταγμα, «ηττήθηκε». Ωστόσο οι θεματικές του, μιας κοινωνίας χωρίς «αφεντικά», εξακολουθούν να είναι επίκαιρες, και το νέο θέατρο των αντιπαραθέσεων θα είναι πλέον κυριολεκτικά πλανητικό. πράγματι, το σύστημα, για να επιβιώσει, εξήγαγε τις αντιθέσεις του και πρόσκαιρα το πέτυχε, έτσι όμως κατέστη ευάλωτο σε μια πλανητικών διαστάσεων οικολογική και ανθρωπολογική κρίση. Υπό αυτή την έννοια, αποτέλεσε μια «πρόβα τζενεράλε». Μόνο που οι χρόνοι και η σκηνή δεν αντιστοιχούν με τους χρόνους της ζωής των ανθρώπων, ούτε η σκηνή με το Παρίσι. Στο Παρίσι έγινε η γενική επανάληψη και το δράμα θα παιχτεί σε άλλο σκηνικό, πλανητικών διαστάσεων, και με άλλους πρωταγωνιστές, πολλές δεκαετίες μετά.
Η Ελλάδα και ο «Μάης»
Γ.Ρ. Για να ξαναδούμε λίγο κάτι, είπαμε ότι υπήρξαν διάφορα ρεύματα στο ’68, ένα πολιτιστικό σκέλος, ένα εναλλακτικό –κοινωνικό και ένα πολιτικό. Το πολιτικό γιατί δεν μπόρεσε να επικρατήσει;
Γ.Κ. Δεν μπόρεσε να επικρατήσει, αφού οι πραγματικότητες για τις οποίες μιλάμε της αφαίρεσαν το έδαφος κάτω από τα πόδια.
Γ.Ρ. Δεν είχε χάσει λοιπόν πιο πριν η έφοδος… η γραμμή για επαναστατική ανατροπή;
Γ.Κ. Νομίζω ότι η γραμμή για την επαναστατική ανατροπή πολύ σύντομα είδαμε ότι δεν είχε συναίνεση, δεν διέθετε δυνάμεις που θα της επέτρεπαν να περάσει στην πράξη. Γι’ αυτό η ένοπλη εξέγερση μεταβλήθηκε σε τρομοκρατία. Δηλαδή, μεταβλήθηκε σε μειοψηφικό ρεύμα το οποίο, ενάντια στην πραγματικότητα, την κοινωνική, έλεγε θα προχωρήσουμε στην επανάσταση.
Σε μεγάλο βαθμό όμως το ίδιο συνέβη και στους άλλους από την εναλλακτική πλευρά. Αυτοί έλεγαν ότι θα χτίσουμε μια δυαδική εξουσία, η οποία σταδιακώς θα κυριαρχήσει. Σταδιακώς… ενσωματώθηκε. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των εναλλακτικών επιχειρήσεων στη Γερμανία, που στην αρχή της δεκαετίας του ’80 ήταν ένα τεράστιο κίνημα και σήμερα αποτελούν ενσωματωμένες επιχειρήσεις στο καπιταλιστικό σύστημα της Γερμανίας. Απλώς ασχολούνται με τομείς που αφορούν την πρόνοια, την προστασία του περιβάλλοντος κ.λπ.
Άρα και οι μεν και οι δε απέτυχαν. Απλώς, η αποτυχία των πρώτων, επειδή οδηγούσε σε σύγκρουση με τους κρατικούς μηχανισμούς και σε όξυνση των μηχανισμών καταστολής – αυτή ήταν και η κριτική που τους κάναμε, ενώ δεν ανταποκρινόταν σε κάποια πραγματική βάση ανατροπής του καθεστώτος–, έκανε απαγορευτικούς τους όρους για την ανάπτυξη ενός κινήματος πιο ισχυρού και δεν ξέρουμε τι θα είχε συμβεί εν τέλει. Το γεγονός ότι και τα δύο ρεύματα δεν προχώρησαν δεν αναιρεί το ότι η κριτική στο ένοπλο δεν ήταν πραγματική. Χωρίς όμως να σημαίνει ότι η «αποτυχία» του Μάη κρίθηκε εκεί.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, εμείς κάναμε μια κριτική και λέγαμε ότι δεν υπάρχουν όροι για ένοπλη αντιπαράθεση· το να μπαίνουμε, λοιπόν, εμείς, ένα μικρό κίνημα, σε μια μόνιμη σχέση καταστολή-αντίδραση, καταστολή-αντίδραση, μας οδηγεί σε αποδυνάμωση και εξάντληση των δυνάμεων που έχουμε, που θα μπορούσαν να στραφούν σε πιο δημιουργικές κατευθύνσεις. Αυτή η κριτική ήταν σωστή. Ότι από την άλλη πλευρά, όμως, ούτε και εμείς κατορθώσαμε να οικοδομήσουμε μια πρόταση που να αλλάζει ριζικά τα πράγματα, και αυτό είναι αλήθεια. Αν το δεις εκ των υστέρων, θα δεις ότι η συνολική πραγματικότητα στις δυτικές κοινωνίες δεν παρήγαγε τη δυνατότητα ανατροπής. Γιατί υπήρξε αυτή η απάντηση του κεφαλαίου που προαναφέραμε. Δηλαδή, μας πρόλαβε μέσω της παγκοσμιοποίησης, διεύρυνε το πεδίο και άρα δεν υπήρχε η δυνατότητα να απαντήσεις στο πλαίσιο των παλιών δομών.
Αυτό στην Ελλάδα επιβαρύνεται από πολλά άλλα πράγματα.
Γ.Ρ. Υπήρξε ’68 στην Ελλάδα;
Γ.Κ. Στην Ελλάδα, είχε αρχίσει ένα κίνημα από το ’64, το οποίο εντασσόταν σ’ αυτό που θα λέγαμε ’68. Μόνο που είχε τις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας. Δηλαδή, εδώ είχαμε το ’64 μεγάλα εργατικά κινήματα και ταυτόχρονα είχαμε σύγκρουση μεταξύ της δημοκρατίας και του παλατιού. Είχαμε μεγάλη σύγκρουση γύρω από το Κυπριακό και την αμερικανοκρατία. Η Ελλάδα και τότε, όπως και σήμερα, ως μια χώρα του μεταιχμίου, είχε και άλλα προβλήματα. Ενώ έχουμε εργατικό και φοιτητικό κίνημα, την ίδια εποχή εξάγουμε και μετανάστες, την ώρα που η Δύση εισήγαγε μετανάστες. Άρα έχει και προβλήματα ανάπτυξης. Γι’ αυτό η Ελλάδα αποτελεί μια ιδιαιτερότητα και γι΄ αυτό δεν μπόρεσε να υπάρξει ένα τυπικά «δυτικό» κίνημα. Το αντίστοιχο στην Ελλάδα, με εφτά χρόνια καθυστέρηση, λόγω της δικτατορίας, ήταν το Πολυτεχνείο. Το οποίο προφανώς εντάσσεται στο ’68, γιατί και το κίνημα παγκοσμίως συνεχίζεται, και τα αιτήματά του συμβαδίζουν με αυτά που συμβαίνουν έξω.
Στη συνέχεια, στη μεταπολίτευση, έχουμε έναν ταχύτατο εκδυτικισμό της Ελλάδας, πολύ γρήγορο. Αυτό φαίνεται και στη μορφή της κατανάλωσης, στη δομή της κοινωνίας, στο ποσοστό των αγροτών – μην ξεχνάμε ότι, το 1961, η Ελλάδα είχε 53% αγρότες και σήμερα είμαστε στο 6-7%. Έχουμε άρα μια κοινωνική αλλαγή απίστευτης κλίμακας. Η Αθήνα, από 1,7 φτάνει στα 4,5 εκατομμύρια.
Όμως η Ελλάδα δεν είναι μια τυπική δυτική περίπτωση. Είναι μια χώρα σε μετάβαση προς τον «ώριμο καπιταλισμό», με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, που είναι ο παρασιτισμός της και η εξάρτησή της. Χωρίς μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, ως μία μορφή τουριστικού, ναυτιλιακού εξαρτήματος της Δύσης. Αυτό έχει ως συνέπεια, τα αντίστοιχα κοινωνικά υποκείμενα, και κατά συνέπεια και τα κοινωνικά κινήματα, να είναι πιο ασθενή και ιδιόμορφα. Μπορούμε να το δούμε ήδη από τη δεκαετία του ’70, περισσότερες δημοκρατικές και «αντιιεραρχικές» ευαισθησίες είχαν μεσαία στρώματα διανοουμένων τα οποία εκφράζονταν από το ΚΚΕ εσωτ. και στη συνέχεια από τον Συνασπισμό· μόνο που η κοινωνική τους προέλευση μπορούσε να τα σπρώξει πιο εύκολα σε μια αντιιεραρχική λογική, όχι αντισυστημική αλλά φιλελεύθερη, ενάντια στις παλιές κοινωνικές ιεραρχίες του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» της χούντας. Δηλαδή, στρώματα τα οποία την αντιιεραρχία ή τον δημοκρατισμό του κινήματος τον έβλεπαν πιο κοντά στη φιλελεύθερη εκδοχή, ακριβώς λόγω της κοινωνικής τους πραγματικότητας, παρά σε μια πιο ριζοσπαστική εκδοχή.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι σήμερα μιλάνε για το ’68 αυτοί που τότε, στο Παρίσι, ήταν… εναντίον του. Διότι στήριζαν το ΚΚ Γαλλίας. Και τα λεγόμενα νέα κινήματα πήραν μια μορφή… Ρήγα Φεραίου. Δηλαδή, ολίγον Κολωνάκι, Βόρεια Προάστια… τα οποία εκφράζονταν πιο ήπια. Ας πούμε, δεν θα δει κανείς αυτά τα κινήματα να κάνουν καταλήψεις σπιτιών ή να έχουν κοινόβια ή να συμμετέχουν σε σύγκρουση με το κράτος. Θα είναι πολύ περισσότερο στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στη μουσική. Δηλαδή, σε μια μορφή αμφισβήτησης πολύ πιο μεσοαστική.
Από την άλλη, το πιο αμφισβητησιακό κομμάτι είναι χωρίς πρόγραμμα, χωρίς ευρύτερα κοινωνικά ερείσματα, όπως οι αναρχικοί στην Ελλάδα, χωρίς κοινωνικά προτάγματα, χωρίς στόχους μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, που αρνείται τη θεωρία κ.ο.κ.
Αυτά τα φαινόμενα παρατηρούνται στην Ελλάδα διότι, λόγω της παρασιτικής της φύσης, όντας κομμάτι της Δύσης, είναι ταυτόχρονα και αποπαίδι της, σε ό,τι αφορά τα εθνικά κυρίως. Αυτή είναι η πραγματικότητα της χώρας και έτσι οι Έλληνες από τη μία μετέχουν του δυτικού καταναλωτικού μοντέλου, είναι στο Λονδίνο και στο Παρίσι, από την άλλη, το Λονδίνο και το Παρίσι, τους φτύνουν… Αυτό που ο είπε Χάντιγκτον, ότι η Ελλάδα δεν ανήκει στη Δύση. Ενώ σαν κοινωνική συμπεριφορά, ιδιαίτερα τα μεσαία της στρώματα, είναι κομμάτι της Δύσης, έστω ως κακέκτυπο, άρα παράγουν μια υποκειμενικότητα δυτικού τύπου, αποδυόμενα σε μια προσπάθεια μίμησης των δυτικών κινημάτων σε όλα τα πεδία, από την άλλη, έχουμε την πραγματικότητα ότι οι μεγάλοι αγώνες τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είναι για τον Οτσαλάν, για τη Γιουγκοσλαβία, για το Σχέδιο Ανάν, το βιβλίο της Ιστορίας, εκτός δηλαδή των υποτιθέμενων ριζικών κοινωνικών κινημάτων.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που δεν έχει Πράσινους. Έχει ένα ερζάτς. Διότι ο γεωπολιτικός επικαθορισμός είναι αποφασιστικότερος από την εσωτερική κοινωνική δομή. Όμως, δυστυχώς, μια τέτοια εσωτερική κοινωνική δομή δεν παράγει τα υποκείμενα που θα απαντήσουν στον γεωπολιτικό επικαθορισμό.
Γ.Ρ. Δηλαδή, ο καημός της ρωμιοσύνης είναι και καημός των κινημάτων.
Γ.Κ. Βέβαια, διότι τα υποκείμενα παράγονται με βάση τις κοινωνιολογικές πραγματικότητες της ελληνικής κοινωνίας που είναι ένα ερζάτς της δυτικής. Τα κεντρικά ζητήματα όμως της κοινωνίας είναι πέρα από εκεί. Αυτός ο διχασμός δεν φαίνεται να αίρεται. Ίσως να αρθεί όταν είτε το ένα είτε το άλλο στοιχείο οξυνθεί πολύ, όπως για παράδειγμα έγινε στη διάρκεια του Πολέμου, όταν ένα Κόμμα που αγνοούσε το εθνικό ζήτημα, όπως το ΚΚΕ, τέθηκε επικεφαλής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα!
Τα προηγούμενα χρόνια, το κέντρο βάρους ήταν στα εθνικά και στη γεωπολιτική διάσταση. Εδώ και 3-4 χρόνια, ουσιαστικά μετά το Σχέδιο Ανάν και με τη σχετική χαλάρωση της κόντρας με τους Τούρκους και τους Αμερικανούς, υπάρχει μια ανάπτυξη ενός εσωτερικού μετώπου που για πρώτη φορά βλέπει κανένας να πλησιάζει το… Κολωνάκι με τα Εξάρχεια. Στο παρελθόν, ο ανανεωτικός κομμουνισμός και ο εξωκοινοβουλευτικός χώρος –ιδιαίτερα οι αναρχικοί– ήταν σε κάθετη σύγκρουση, σε οξεία αντιπαράθεση. Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια, πάνω στη λογική της οικοδόμησης ενός μικροκινήματος, το οποίο αγνοεί τη γεωπολιτική πραγματικότητα και κάνει κύριους αντιπάλους τους δευτερεύοντες, να γίνει μια σύγκραση Κολωνακίου-Εξαρχείων. Αυτό εκφράζει και ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί πρέπει κανείς να δει σε τι ανταποκρίνεται όλο αυτό το φαινόμενο και όχι να το απορρίψει απλώς. Πρέπει να δει ότι ανταποκρίνεται σε μια πραγματική εσωτερική κρίση, την οποία έχει προκαλέσει σε μεγάλο βαθμό και η έντονη παρουσία μεταναστών στην αγορά εργασίας. Γιατί τώρα πια, δεν φαίνονται μόνο οι θετικές πλευρές της μετανάστευσης, ότι δηλαδή ανέβασε το εισόδημα των Ελλήνων, γιατί τους μετέθεσε από τις κατώτερες εργασίες προς τα πάνω. Τώρα, αρχίζει να υπάρχει μια πραγματική πίεση και προς τους Έλληνες και, με την άνοδο των τιμών της κατοικίας, με την άνοδο του κόστους ζωής, υπάρχει ένα πραγματικό φαινόμενο. Δηλαδή, όταν βγαίνει ο Τσίπρας και λέει η «γενιά των 700 ευρώ», δεν λέει ψέματα. Το ζήτημα είναι ότι αυτό προσπαθεί να το εκφράσει η γενιά των 7.000 ευρώ. Αλλά δεν πειράζει. Εννοώ ότι υπάρχει μια πραγματικότητα πάνω στην οποία πατάει.
Όμως προσκρούει διαρκώς στους γεωπολιτικούς επικαθορισμούς. Ενώ δηλαδή πήγαινε να αναπτυχθεί –πέρυσι για παράδειγμα–, συναντά μπροστά της το βιβλίο της Ιστορίας και τα Σκόπια και της κόβονται τα πόδια. Διότι έρχεται αντιμέτωπη με την ελληνική πραγματικότητα.
Εμείς που προσπαθούμε να συνδυάσουμε και τα δύο και να δώσουμε ένα υποκείμενο που να παίρνει υπόψη του και τα δύο, είμαστε στην πιο δύσκολη θέση. Προφανώς. Γιατί και όσοι αναφέρονται στο γεωπολιτικό μόνον, πιάνουν ένα κομμάτι της νεολαίας, ιδιαίτερα τους μαθητές, που είναι σε εκείνη την πλευρά επειδή δεν έχουν μπει ακόμα στα πανεπιστήμια ούτε έχουν έρθει σε επαφή με τη λογική της ελίτ· ακόμα δεν έχουν μπει στα προβλήματα της αγοράς εργασίας και είναι άρα πιο κοντά στην πραγματικότητα των γενικών αντιθέσεων. Και οι άλλοι βρίσκονται από την άλλη πλευρά, της προτεραιότητας –δήθεν– των εσωτερικών αντιθέσεων, ξεχνώντας πως, σε μια χώρα απόφυση της Δύσης, ο εξωτερικός επικαθορισμός είναι ο αποφασιστικός.
Τώρα, το εάν, το πότε και από ποια πλευρά θα πραγματοποιηθεί η σύνθεση, θα το δούμε. Θα προηγηθούν άραγε, μεγάλες αναταραχές στο πεδίο της ένταξής μας στο διεθνές σύστημα και αυτές θα οδηγήσουν –υποχρεωτικά– σε μια σύνθεση με τα εσωτερικά ζητήματα, υπό το φως της κύριας αντίθεσης –όπως λέγαμε παλιά– ή, αντίθετα, οι συνθήκες της εσωτερικής οικονομικής, κοινωνικής και οικολογικής κρίσης θα οδηγήσουν σε πιθανές εκρήξεις, που στη συνέχεια θα συναντήσουν και τους γεωπολιτικούς επικαθορισμούς; Όπως καταλαβαίνουμε, οι πολιτικές εξελίξεις στη μία ή την άλλη εκδοχή θα είναι πολύ διαφορετικές. Οψόμεθα.
Προτεινόμενα βιβλία από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις για το ’68:
The Movement – το αμερικάνικο 68
Γερμανία από την Raf στους Πράσινους