Οι νέες διαιρέσεις και ο κίνδυνος αναζωπύρωσης των εμφυλιακών συνδρόμων
του Γιώργου Ρακκά από την Ρήξη φ. 145
Η επινόηση και η κατάχρηση του όρου «εθνολαϊκισμός» από το πολιτικό κατεστημένο αναδεικνύει με αρνητικό τρόπο το τεράστιο ρήγμα που η ίδια η παγκοσμιοποίηση προκάλεσε στις σύγχρονες δημοκρατίες.
Αν συνειδητοποιήσουμε ότι στην ιστορική και όχι στη θεωρητική της εκδοχή, η ίδια η έννοια της δημοκρατίας είναι τρόπον τινά «εθνολαϊκιστική», μιας και έλαβε σάρκα και οστά μέσα στην εθνική κοινότητα, καθώς οι μάζες εισήλθαν στην ιστορία και διεκδίκησαν τη συγκρότησή τους στο ενεργό πολιτικό υποκείμενο που σηματοδοτείται με την έννοια «λαός», και έρχεται να υποκαταστήσει την έννοια του «δήμου» με την οποία είχε συνδεθεί στην αρχαιότητα.
Το γεγονός ότι φτάσαμε, στην τρέχουσα πολιτική ορολογία, να ορίζεται ο «εθνολαϊκισμός» ως εχθρός της δημοκρατίας, αντί να αποτελεί ένα –ίσως κακόηχο– συνώνυμό της, αποκαλύπτει το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες, ιδίως στη Δύση. Στο μέτρο που οι πολιτικές εκφράσεις της μεγάλης δεξαμενής των ηττημένων της παγκοσμιοποίησης, οι οποίοι σταδιακά πετάχτηκαν έξω από το κοινωνικό συμβόλαιο, και τους μηχανισμούς της πολιτικής εκπροσώπησης, αντιμετωπίζονται με τους όρους μιας «εξωτερικής απειλής» τότε έχουμε να κάνουμε με τη σιωπηρή παραδοχή μιας πράξης απροκάλυπτου αποκλεισμού: Για όλους εκείνους που στηλιτεύουν τον «εθνολαϊκισμό», οι μάζες που τον δυναμώνουν είναι οι «βάρβαροι» του πολιτικού συστήματος, εκείνοι που βρίσκονται έξω από τα τείχη του και το πολιορκούν.
Αξίζει να παρακολουθήσει κανείς με αυτόν τον τρόπο την αντιλαϊκιστική ρητορική των ελίτ: Η ορολογία της, ο τρόπος που σκιαγραφεί τη φιγούρα αυτών των «βαρβάρων» χρησιμοποιώντας εναντίον τους εκφράσεις πολιτισμικής και μορφωτικής απαξίωσης: Οι «απ’ έξω», οι «μάζες», διασύρονται ως πολιτικά αναλφάβητοι, χειραγωγήσιμοι απ’ τις ψευδείς ειδήσεις και τις συνωμοσιολογικές προλήψεις, πολιτισμικά καθυστερημένοι, καθώς είναι ανίκανοι να συλλάβουν το θεμελιώδες για τη σύγχρονη εποχή, κοσμοπολίτικο πολυπολιτισμικό γεγονός. Ακόμα χειρότερα, αυτές τους οι αδυναμίες χρεώνονται «στην κοινωνική τους φύση», πιστεύεται δηλαδή ότι αποτελούν απότοκο της ίδιας τους της οικονομικής και μορφωτικής υστέρησης – και είναι αυτό το σημείο στο οποίο η αντιλαϊκιστική ρητορική εναγκαλίζεται έναν κοινωνικό δαρβινισμό τόσο σκληρό, που αγγίζει τα όρια του ταξικού ρατσισμού.
Μπορούμε όλα αυτά να τα διακρίνουμε ξεκάθαρα, στο πως εξελίχθηκε η πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το Μακεδονικό ή εν γένει στα εθνικά ζητήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα. Λόγοι και κινητοποιήσεις που ήθελαν να εκφράσουν μια αγωνία για το μέλλον της εθνικής κυριαρχίας και ακεραιότητας, απολύτως ρεαλιστικοί, αν στοχαστούμε τα γεωπολιτικά δεδομένα, ποινικοποιήθηκαν ως ανορθολογικά ξεσπάσματα μιας οπισθοδρομικής μάζας, που απειλεί με την πολιτική της ενεργοποίηση να ρίξει την ελληνική κοινωνία στα τάρταρα του εθνικιστικού σκότους.
Η δε άρνηση της κυβέρνησης να καταφύγει σε δημοψήφισμα, ο πραξικοπηματισμός του Τσίπρα και του Κοτζιά, καθώς τα επιχειρήματα τα οποία επικαλέστηκε το «νατοϊκό μέτωπο» για να δικαιολογήσει αυτή την επιλογή, υποκρύπτουν μια αληθινή δημοκρατική και συνταγματική εκτροπή καθώς υπονοούν ότι, ακριβώς για τους λόγους που προαναφέραμε, η αντιδρώσα πλειοψηφία πρέπει να τεθεί σε «κατάσταση εξαίρεσης» απ’ το δημοκρατικό δικαίωμα.
Οι συνέπειες αυτής της «εχθροπάθειας των ελίτ», εναντίον του ίδιου του λαού τους, είναι πολύ βαθιές: Δεν είναι μόνο ότι σε τελευταία ανάλυση ενσαρκώνουν πολιτικά καθεστώτα που κινούνται καταφανώς εναντίον της λαϊκής βούλησης, αλλά κυρίως ότι δημιουργούν τις προϋποθέσεις ώστε να στρεβλώνεται η ίδια της η έκφραση. Γεγονός που στην Ελλάδα δεν έχουμε συζητήσει όσο θα του έπρεπε: Τα «αλήτες προδότες πολιτικοί», η οπαδική βία, παραδειγματικές ενέργειες που αποσκοπούν στην πολιτική συκοφάντηση των κινητοποιήσεων, όπως οι βεβηλώσεις των εβραϊκών μνημείων στην Θεσσαλονίκη, στην πραγματικότητα αντιστρατεύονται την ίδια την πολιτικοποίηση του ζητήματος και γυρεύουν να παραγκωνίσουν εκείνες τις δυνάμεις, αριστερές, κεντροαριστερές, κεντροδεξιές, που επιθυμούν να πολιτικοποιήσουν το ζήτημα θέτοντας ένα ελάχιστο πολιτικό πρόγραμμα –αυτό που ανακεφαλαιώνεται με το αίτημα για δημοψήφισμα.
Όλα τούτα δεν είναι μόνο ζήτημα μιας ακροδεξιάς προβοκάτσιας, που γυρεύει να ηγεμονεύσει στο αντικυβερνητικό αίσθημα που ξέσπασε με το Μακεδονικό, αλλά είναι πολύ ευρύτερο και οφείλεται στο σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής. Παράγονται κοινωνικά, γι’ αυτό και εμφανίζονται διάχυτα μέσα στις κινητοποιήσεις: Τα λαϊκά, πληβειακά στρώματα, μένουν εγκαταλειμμένα όχι μόνον από τους τυπικούς μηχανισμούς της δημοκρατίας, αλλά από τους ουσιαστικούς, και κυρίως τη διανόηση που θα μπορούσε να δώσει Λόγο σε αυτήν τη βουβή οργή που κυριαρχεί, και γι’ αυτό οχυρώνονται σε αντιδράσεις προγλωσσικές και αντιπολιτικές. Και στόχος αυτών των ενεργειών δεν είναι η λύση του προβλήματος, αλλά η εκτόνωση μέσα σε αυτήν. Πληρώνουν, δηλαδή, την κοινωνική εχθροπάθεια των ελίτ με το ίδιο το νόμισμά της, επιδιώκοντας να ενσαρκώσουν εκείνο που αυτή θεωρεί «απόλυτο κακό», τον «φασισμό της πλέμπας».
Ο μείζον κίνδυνος που ελλοχεύει έτσι όπως κινδυνεύουν να καταλήξουν τα πράγματα, είναι να καταστεί η νέα πόλωση αντιπαραγωγική οδηγώντας, αντί στην αναγέννηση του πατριωτισμού, στην αναζωπύρωση των χειρότερων εμφυλιακών συνδρόμων, που με τη σειρά τους θα αποτρέψουν εκείνη την αναγκαία εθνική συνεννόηση, ένα μέτωπο δηλαδή κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα αποσοβήσει το ενδεχόμενο μεγάλων καταστροφών για την Ελλάδα.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο «εθνολαϊκισμός» είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την ανατροπή του παρόντος πολιτικού σκηνικού. Μπορεί να λειτουργήσει μοναχά ως δείκτης – οδηγός των νέων διαιρέσεων που αναδύονται στη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Αυτές οι διαιρέσεις είναι ταυτόχρονα οικονομικές, κοινωνικές, μορφωτικές και πολιτισμικές και επιβάλλονται από τα πάνω, από τις λούμπεν ελίτ της χώρας και στην ουσία αποκλείουν την εθνική δημοκρατική κοινότητα, τη λαϊκή πλειοψηφία από το πολιτικό παιχνίδι. Το πρόβλημα είναι το πώς και εάν θα κατορθώσουμε να σπάσουμε το κέλυφος των κατεστημένων δυνάμεων για να ξαναδώσουμε στη λαϊκή πλειοψηφία τον κεντρικό της ρόλο μέσα σε αυτό… Ειδάλλως θα διαιωνίζεται το παιγνίδι, με τις λούμπεν ελίτ να κυβερνούν και την «εθνολαϊκιστική» πλειοψηφία να παραμένει δέσμια μιας πραγματικής, αλλά ανίσχυρης ελίτ.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Οι «σύγχρονες δημοκρατίες», οι οποίες έχουν πλέον καταλυθεί από ένα πανούργο ολοκληρωτικό σύστημα – οι ονοματοθεσίες «μεταδημοκρατία», «κατάσταση εξαίρεσης», «κοινοβουλευτική δικτατορία» είναι ενδεικτικές των εγχειρημάτων πρόσληψης της νέας πραγματικότητας – δεν υπήρξαν ουδέποτε με την πραγματική έννοια του όρου δημοκρατίες, παρά το γεγονός ότι ενσωμάτωναν τα λαϊκά στρώματα, που τώρα εξορίζουν, μέσω της εκπροσώπησης, ως μιας πηγής νομιμοποίησης και περιορισμού της απόλυτης κυριαρχίας μιας μικρής ομάδας της κοινωνικο-οικονομικής εξουσίας. Το Ρουσωϊκό «κοινωνικό συμβόλαιο», παρά τους περιορισμούς του, ουδέποτε εφαρμόστηκε στην πράξη. Η ίδια η εκπροσώπηση δεν υπήρξε παρά μετεξέλιξη της ρωμαϊκής res publica, μακράν της δημοκρατίας, όπου τις αποφάσεις λαμβάνει ο «δήμος». Σταδιακά οι «εκπρόσωποι» μεταβλήθηκαν σε μέλη μιας πραγματικής κοινωνικής τάξης. Σήμερα οι παλιότεροι ολοκληρωτισμοί (ναζισμός, φασισμός, σταλινισμός) ωχριούν κατά κάποιο τρόπο μπροστά στον τεχνικο-οικονομικό ολοκληρωτισμό, που έχει στη διάθεσή του, εφυϊέστερα μέσα χειραγώγησης, αποκλεισμού ακόμη και εξόντωσης. Το σύνθημα «αλήτες προδότες πολιτικοί» εκφράζει με πρωτόλειο τρόπο τη συνειδητοποίηση αυτής της «εκτροπής της αντιπροσώπευσης», αδυνατώντας να κατανοήσει, τόσο τη συνέχεια με τις «φιλελεύθερες ολιγαρχίες», όσο και τη ρήξη μεταξύ των νέων πολιτκο-κοινωνικών ελίτ και των λαϊκών στρωμάτων. Το ζητούμενο «είναι το πώς και εάν θα κατορθώσουμε να σπάσουμε το κέλυφος των κατεστημένων δυνάμεων για να ξαναδώσουμε στη λαϊκή πλειοψηφία τον κεντρικό της ρόλο μέσα σε αυτό…», όπως εν κατακλείδι σημειώνει εύστοχα ο αρθρογράφος. Δυστυχώς η συντριπτική πλειονότητα των «διανοουμένων» έχει προσχωρήσει αναφανδόν στη νέα αυτή ελίτ. Αυτό είναι ένα στοίχημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν, οι ευαίσθητοι ακόμη πολίτες πρωτίστως στη συνεχιζόμενη «μνημονιακή» Ελλάδα «για την ανατροπή του παρόντος πολιτικού σκηνικού».