Αναρτούμε χτεσινό άρθρο της γαλλικής Le Monde για την έξοδο από τα μνημόνια της Ελλάδας. Είναι σαφές ότι οι Γάλλοι δεν δίνουν ιδιαίτερη βάση στις εξαγγελίες της ελληνικής κυβέρνησης…
Της Μαρί Σαρέλ (Marie Charrel) από την Le Monde, 30/08/2018
Οκτώ χρόνια μετά από την είσοδο στο καθεστώς πιστωτικής εποπτείας, η χώρα ανέκτησε την αυτονομία της. Ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλοί που να πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να πετύχει στόχους, που την θέτουν, εκ των πραγμάτων, σε κατάσταση παρατεταμένης λιτότητας.
Σε πενήντα χρόνια, καθώς θα μελετούν το τέλος του τρίτου μνημονίου, οι ιστορικοί ενδέχεται να κατανοούν αυτό το γεγονός σαν το τελευταίο κεφάλαιο μίας κρίσης δίχως προηγούμενο. Ή αντίθετα, σαν μία ακόμη τραγική φάρσα που αναδεικνύει την τύφλωση μίας βαριά άρρωστης ευρωζώνης, η οποία αδυνατεί να λάβει τα μέτρα των τραυμάτων της.
Τη Δευτέρα 20 Αυγούστου, οι Ευρωπαίοι ηγέτες χαιρέτησαν την ανάκτηση της αυτονομίας της Αθήνας, εκ νέου ελεύθερης να χρηματοδοτείται μόνη της στις αγορές, ύστερα από οκτώ χρόνια μνημονιακής εποπτείας. Την επόμενη ημέρα, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωνε την είσοδο σε μία «νέα εποχή».
Οι Έλληνες που έχουν διάθεση να γιορτάσουν το γεγονός είναι λίγοι. Είναι ανάγκη να απαγγείλει κανείς τη λιτανεία των αριθμών που απεικονίζουν την απελπισία τους; Παρά τα τρία μνημόνια και το δάνειο ύψους 289 δισ. ευρώ, το ελληνικό ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) υποχώρησε κατά 25%, η ανεργία αγγίζει ακόμα το 20% και περισσότεροι από 400 000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα από το 2009. Τέλος, παρά τις αναδιαρθρώσεις, το δημόσιο χρέος ανέρχεται πάντα στο 180% του ΑΕΠ.
Κάποιοι άλλοι αριθμοί ίσως να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των ιστορικών του μέλλοντος. Η Αθήνα, που θα παραμείνει υπό στενό καθεστώς επιτήρησης, έχει συμφωνήσει με τους δανειστές της να διατηρεί ένα πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% από εκεί και ύστερα. Με τη προϋπόθεση να συνεχίσει να εφαρμόζει τις μεταρρυθμίσεις που της έχουν ζητηθεί, δεν θα απαιτήσει κανείς να από την Ελλάδα να αποπληρώσει το μεγάλο κομμάτι του χρέους της πριν το 2032.
Μία κακώς ρυθμισμένη ευρωπαϊκή βοήθεια
Μόνο ιδού: δεν υπάρχει ένας σοβαρός οικονομολόγος που να πιστεύει ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να πετύχει τους στόχους αυτούς που την καταδικάζουν, εκ των πραγμάτων, σε μία παρατεταμένη λιτότητα. Το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αμφιβάλλει για τη βιωσιμότητα του χρέους της. Ποιο παιχνίδι παίζουν οι Ευρωπαίοι; Φαντάζονται πραγματικά ότι μία ως εκ θαύματος επανεκκίνηση της ανάπτυξης θα πλημμυρίσει την Αθήνα με νέα φορολογικά έσοδα μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια; Ή μήπως αρκέστηκαν να απωθήσουν το πρόβλημα, χωρίς να το ρυθμίσουν πραγματικά;
Βεβαίως, η Ελλάδα πάει λίγο καλύτερα. Η οικονομική δραστηριότητα έχει ανοδική τάση. Το τραπεζικό σύστημα έχει εξυγιανθεί ελαφρώς. Αλλά πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Γιατί, για παράδειγμα, κανένα σχέδιο υποστήριξης δεν έχει εξετάσει το οικονομικό μοντέλο που πρέπει να ευνοηθεί στη χώρα;
Σήμερα, το έθνος του Αλέξη Τσίπρα εξαρτάται από έναν πράγματι ακμαίο τουριστικό τομέα, ο οποίος όμως δημιουργεί επισφαλείς θέσεις εργασίας και είναι φτωχός σε τεχνολογική καινοτομία. Με αυτόν τον τρόπο, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι παρά τις προσπάθειες, η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί κάποιο νέο σχέδιο βοήθειας σε τρία, πέντε ή επτά χρόνια, όταν η επόμενη περίοδος ύφεσης θα ταρακουνήσει την Ευρώπη.
Τινός είναι το λάθος; Σε αυτή τη κρίση, δεν υπάρχει το αθώο θύμα από τη μία πλευρά και ο μακιαβελικός δήμιος από τη άλλη. Όλος ο κόσμος είναι ένοχος, σε διαφορετικό βαθμό. Δειλία, μικρές απάτες, τα στερεότυπα των μεν και οι ερμηνείες των δε, τροφοδότησαν τη καύσιμη ύλη της πυρκαγιάς. Η Ελλάδα έχει, σε μεγάλο βαθμό, δημιουργήσει τα ίδια της τα προβλήματα, συγκαλύπτοντας τα δημοσιονομικά της, αφήνοντας να κυριαρχήσει μία αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, ανεχόμενη την παραοικονομία. Αλλά η ευρωζώνη της έδωσε μία βοήθεια πολύ καθυστερημένη και άσχημα ρυθμισμένη.
Πρέπει να πούμε ότι αυτή η ευρωζώνη βρέθηκε σε περιβάλλον ύφεσης άοπλη, χωρίς μηχανισμό προστασίας και δίχως διαδικασίες λήψης επειγόντων αποφάσεων. «Η Ευρώπη και τα κράτη της δεν είδαν την κρίση αυτή να έρχεται, εξηγεί ο Ευρωπαίος Επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισί σε ένα άρθρο του στο Νουβέλ Ομπσερβατέρ. Είμασταν μπροστά σε ένα σπίτι που φλέγεται χωρίς νερό, χωρίς κουβά ούτε σκάλα, με τον αέρα να φυσάει προς το μέρος μας.»
Μία άνιση αντιμετώπιση των ανισορροπιών
Τουλάχιστον, έμαθαν οι Ευρωπαίοι ό,τι μπορούσαν να μάθουν από αυτό το επεισόδιο; Στις Βρυξέλλες, υπογραμμίζουν ότι δημιουργήθηκαν τείχη προστασίας με την θεσμοθέτηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και της Τραπεζικής Ένωσης. Είναι αλήθεια. Αλλά η ευρωζώνη δεν εκμεταλλεύτηκε την θετική συγκυρία του 2017 για να πάει πιο μακριά στην σταθεροποίηση αυτών των οχυρώσεων. Επιπροσθέτως, δεν έδωσε ικανοποιητική απάντηση στο μεταναστευτικό ζήτημα, αφήνοντας τη νότια Ευρώπη μόνη της στη πρώτη γραμμή.
Επιπλέον, υπονομεύεται πάντα από τρία προβλήματα βάθους, που θα αποτελέσουν αναμφισβήτητα τη βάση της επόμενης κρίσης. Το πρώτο είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών, που περιπλέκει τους μηχανισμούς αλληλεγγύης, χωρίς τους οποίους η νομισματική ένωση θα παραμείνει ανολοκλήρωτη.
Το δεύτερο είναι η άνιση αντιμετώπιση των ανισορροπιών. Οι ελλειμματικές χώρες στοχοποιούνται ως οι κακοί μαθητές και καταδικάζονται, κυρίως κατά τη διάρκεια των κρίσεων, να μειώσουν τα εργατικά κόστη για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Όσοι εμφανίζουν τακτικά πλεονάσματα, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, δεν υποχρεώνονται ποτέ να διορθώσουν τη βολή τους – ενώ τα πλεονάσματά τους είναι το ίδιο επιβλαβή όσο και τα ελλείμματα για την ακεραιότητα της ευρωζώνης.
Το τρίτο είναι αυτό που αποκαλούν οι ειδικοί «προκυκλική διάσταση» των οικονομικών πολιτικών. Οι ευρωπαϊκοί οικονομικοί κανονισμοί, όπως το όριο του ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ, πράγματι έγιναν πιο ακριβείς (και κυρίως πιο περίπλοκοι) μετά το 2010. Αλλά ουσιαστικά, οδηγούν πολύ συχνά, κατά τη διάρκεια των υφέσεων, σε μειώσεις των δαπανών και αύξηση των φόρων, πράγμα που επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την οικονομική δραστηριότητα. Αποτέλεσμα: τα ασθενέστερα νοικοκυριά των πιο ευάλωτων χωρών είναι τα πρώτα που πληρώνουν το τίμημα. Πόσο μάλλον όταν τίποτα δεν υποχρεώνει την εξοικονόμηση κεφαλαίων κατά τις περιόδους των παχιών αγελάδων, ώστε να προετοιμάζονται οι δύσκολες ημέρες.
Ναι, οι ιστορικοί του αύριο που θα μελετούν το 2018, θα αναρωτιούνται οπωσδήποτε γιατί η ελληνική κρίση, παρ’ όλη τη σφοδρότητά και τα διδάγματά της, δεν άνοιξε τα μάτια μίας ευρωζώνης που βάλλονταν επικίνδυνα από την άνοδο των λαϊκισμών.