Γενικά Αρχεία του Κράτους, Συλλογή Ρήγα Παλαμήδη
από το Άρδην τ. 97, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2014
Ὁ σκοπὸς
Ἡ Ἑταιρεία συνίσταται ἀπὸ καθ’ αὑτὸ Γραικοὺς φιλοπατρίδας καὶ ὀνομάζεται Ἑταιρεία τῶν Φιλικῶν. Ὁ σκοπὸς αὐτῶν εἶναι ἡ καλυτέρευσις τοῦ ἰδίου ἔθνους καί, ἂν ὁ Θεὸς τὸ συγχωρήσῃ, ἡ ἐλευθερία των. Μετὰ τὴν συνήθη ἐξομολόγησιν καὶ κατήχησιν ὁ ὠρκωμένος προσήλυτος ἂς ὀνομάζεται Ἱερεὺς τῶν Φιλικῶν.
Μέρος Αον
Ἀφοῦ γνωρίσης ἕνα Γραικόν, ὅτι εἶναι βέβαιος καὶ θερμὸς ἐραστὴς τῆς πατρίδος καὶ καλὸς ἄνθρωπος∙ ὅτι δὲν εἶναι μέλος εἰς καμμίαν ἄλλην ἑταιρείαν μυστικήν, ὁποία καὶ ἂν εἶναι∙ ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ κατηχηθῇ εἰς τὴν Ἑταιρείαν μας ὄχι ἀπὸ ἁπλῆν περιέργειαν, ἀλλ’ ἀπὸ καθαρὸν πατριωτισμόν, τότε τοῦ δίδεις τὴν ὑπόσχεσιν, ὅτι θέλεις τὸν δεχθῆ εἰς τὴν Ἑταιρείαν∙ καὶ πρῶτον τὸν κάμνεις ἀδελφοποιτὸν μὲ τὸ Εὐαγγέλιον.
Βον. Μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας τὸν πηγαίνεις εἰς ἕνα ἱερέα λέγοντάς του, ὅτι θέλεις να ὁρκίσῃς τὸν παρόντα ἄνθρωπον, ἂν ἴσως ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ὑπόσχεται καὶ λέγει διὰ μίαν γνωστὴν ὑπόθεσιν εἶναι ἀληθινά. Ἔπειτα κατὰ μέρος (διὰ νὰ μὴν ἀκούσῃ ὁ ἱερεὺς) τοῦ λέγεις τὸν ὅρκον καὶ αὐτὸς τὸν ἐπαναλαμβάνει τρεῖς φορὲς φωνῇ χαμηλοτέρᾳ, ἔπειτα τὸν ἐρωτᾷς δυνατώτερα, διὰ νὰ ἀκούσῃ καὶ ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος λέγει εἰς τὸν ὁρκιζόμενον: αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἶπες εἰς τὸν φίλον σου εἶναι ἀληθινά; Αὐτὸς θέλει ἀποκριθῆ: ναί, εἶναι καὶ θέλουν εἶσθαι ἀληθινὰ∙ καὶ διὰ τὴν ἀσφάλειάν των ὁρκίζομαι εἰς τὸ Εὐαγγέλιον∙ καὶ τότε τὸν βάζεις καὶ κάμνει τὸν ὅρκον κατὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸν νόμον.
Εἰς τοὺς ἔξω τῆς Γραικίας εὐρισκομένους εἶναι συγχωρημένον νὰ γένῃ αὐτὸς ὁ ὅρκος καὶ εἰς ἱερέα τίμιον τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἂν ἴσως δεν εἲναι ἱερεὺς ὀρθόδοξος.
Γον. Ὕστερα ἀπὸ τὸν ὅρκον, τὸν παίρνεις εἰς ἀπόκρυφον μέρος καὶ τοῦ κάμνεις τὴν διωρισμένην ἐξομολόγησιν μὲ ἀκρίβειαν:
αον τοῦ λέγεις, ἂν εἶναι ἀρκετὰ δυνατὸς να βαστάξῃ τὸ μυστικὸν μὲ τὸν κίνδυνον τῆς ζωῆς του, διότι αὐτὰ τὰ ὁποῖα μέλλει νὰ μάθῃ, εἶναι πράγματα ἱερὰ καὶ ἀξιοσέβαστα εἰς τάς φιλογενεὶς καρδίας, καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα κρέμαται ἡ τύχη τοῦ ἰδίου ἔθνους, καὶ ὅτι ἀφ’ οὗ ἔμβῃ εἰς ταύτην τὴν Ἑταιρείαν, πρέπει νὰ λάβῃ τὸν θάνατον πρὸ ὀφθαλμῶν, τὸν θάνατον μ’ ὅλα τὰ σκληρὰ βάσανά του καὶ κατὰ περίστασιν ἠμπορεῖ να φονεύσῃ ἕνα παραβάτην τῆς Ἑταιρείας, ἂς εἶναι καὶ ὁ πλησιέστερος συγγενὴς του.
Δον. Τέλος πάντων νὰ στοχασθῇ ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι δεσμοὶ καὶ ὑποχρεώσεις, ὁποὺ ἔχει εἰς τὸν κόσμον εἶναι πλέον οὐδὲν ἔμπροσθεν τοῦ δεσμοῦ τῆς Ἑταιρείας∙ καὶ ἂν ἴσως δὲν αἰσθάνεται ἀρκετὴν δύναμιν καὶ ἀπόφασιν εἰς τὸν ἑαυτὸν του, να παραιτηθῇ ἀπὸ τοῦ νὰ γένῃ μέλος τῆς Ἑταιρείας.
Εον. Τοῦ ἐξηγεῖς τὸν σκοπόν σου, λέγοντας, ὅτι αὔριον θέλετε ἀνταμωθῆ διὰ νὰ τοῦ εἰπῇς μερικὰ ἀκόμη καὶ νὰ μὴν ἀλησμονήσῃ νὰ προμηθευθῇ μὲ ἕνα μικρὸν κίτρινον κεράκι. Τὴν αὐτὴν ἡμέραν τὸν ἐρωτᾷς καὶ αὐτὰς τὰς ἑξῆς ἐννέα ἐρωτήσεις:
αον. Πῶς ζῇς καὶ πόθεν ὁ πόρος τῆς ζωῆς σου;
βον. Τί συγγενεῖς ἔχεις; ποίου ἐπαγγέλματος καὶ ποίας καταστάσεως;
γον. Ἐσυγχίσθης ποτὲ μὲ κανέναν ἢ συγγενῆ, ἢ φίλον, ἢ ἄλλον τινά;
δον. Ἐφιλιώθης μὲ αὐτοὺς καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν καὶ τὸ ἓν καὶ τὸ ἄλλο;
εον. Εἶσαι ὑπανδρευμένος; ἔχεις κλίσιν νὰ ὑπανδρευθῇς;
στον. Ἔχεις ἒρωτᾳ; εἶχες ποτέ σου; ἀπέρασε; καὶ ἀπὸ τί καιρόν;
ζον. Σὲ ἀκολουθεῖ καμμία μεγάλη ζημία, ἢ μεταβολὴ καταστάσεως;
ηον. Εἶσαι εὐχαριστημένος εἰς τὸ ἐπάγγελμά σου καὶ τί ἐπιθυμεῖς περισσότερον;
θον. Ἔχεις κανένα φίλον πιστὸν καὶ ποῖος εἶναι;
Τέλος, πῶς ἔχεις σκοπὸν εἰς τὸ ἑξῆς νὰ ζήσης ;
Μέρος Βον
Μετὰ μίαν ἢ δύο ἡμέρας ἐν καιρῷ νυκτὸς σιωπώντας πηγαίνετε εἰς ἀσφαλὲς μέρος∙ καὶ πρῶτον βάζεις ἐπάνω εἰς μίαν τράπεζαν μίαν εἰκόνα, ἐπάνω τῆς ὁποίας ἀφήνει ὁ κατηχούμενος τὸ κεράκι του. Αὐτὸ τὸ κεράκι σημαίνει τὴν θυσίαν τῆς ἑκατόμβης, ὁποὺ ἕκαστος χρεωστεῖ εἰς τὴν ὑπὲρ πατρίδος καλὴν προειδοποίησιν. Αὐτὸ τὸ κεράκι εἶναι ὁ μόνος μάρτυς, τὸ ὁποῖον ἡ δυστυχισμένη πατρὶς μᾶς δίδει διὰ τὴν ὑπόσχεσιν τῆς ἐλευθερίας της, καὶ ζητοῦσα παρὰ τῶν ἰδίων της τέκνων παραμυθίαν τῆς σκλαβιᾶς της.
Καὶ τούτου γενομένου τοῦ λέγεις, ἂν ἴσως δὲν στοχάζεσαι τὸν ἑαυτὸν σου ἀρκετὰ δυνατόν, διὰ νὰ ἀκολουθήσῃ τὸ μυστήριον, ἔχει ἀκόμη καιρὸν νὰ στοχασθῇ καὶ να παραιτηθῇ τοῦ δεσμοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἤδη ἐμβαίνει, διότι μόνος ὁ θάνατος ἠμπορεῖ νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ, ἡ δὲ μετέπειτα μεταμέλειά του εἶναι ἀσυγχώρητος.
Μετὰ ταῦτα γονατίζει μὲ τὸ δέξι μόνον γόνυ κοντὰ εἰς τὴν τράπεζαν καὶ κάμνει τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ∙ εἶτα τοῦ δίδεις καὶ ἀσπάζεται μὲ κατάνυξιν τὴν εἰκόνα καὶ βάνοντας τὸ δέξι του χέρι ἐπάνω εἰς αὐτὴν ἀνοικτόν, ἀνάπτει τὸ κεράκι του, σβήνων κάθε ἄλλο φῶς.
Τότε, ἔχοντος ἐκείνου τὸ κερὶ ἀναμμένον εἰς τὸ ἀριστερὸν του χέρι, τοῦ λέγεις: ἀδελφέ, αὐτὸ τὸ κεράκι εἶναι ὁ μόνος μάρτυς, τὸν ὁποῖον ἡ δυστυχισμένη πατρὶς μᾶς δίδει δεσμὸν εἰς τὸν ὅρκον τῆς ἐλευθερίας μας∙ καὶ κάμνοντες ὁμοῦ πάλιν τὸν σταυρὸν τρίς, σὺ μὲν ἀναγιγνώσκεις τοὺς ὅρκους καὶ αὐτὸς ἑξακολουθεῖ μ’ ὅλον τὸ ἀνῆκον σέβας εἰς τὴν ἱερότητα καὶ μεγαλειότητα τοῦ πράγματος.
Τελειωθέντων τῶν εἰρημένων, βάζεις τὸ δεξιὸν σου χέρι ἐπάνω εἰς τὸν ἀριστερὸν ὦμόν του καὶ μὲ τὸ ἀριστερὸν σηκώνεις τὴν εἰκόνα, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτὸς βαστᾷ ὡσαύτως μὲ τὴν δεξιὰν του καὶ ἐκφωνεῖς τὰ ἀκόλουθα:
Ἐνώπιον τοῦ ἀοράτου καὶ πανταχοῦ παρόντος ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ μόνου αὐτοδικαίου καὶ ἐκδικοῦντος τοὺς παραβάτας καὶ πονηροὺς κατὰ τοὺς κανόνας τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, καὶ μὲ τὴν δύναμιν τὴν ὁποίαν ἔδωκαν οἱ Μεγάλοι Ἱερεῖς τῶν Ἐλευσινίων, καθιερῶ τὸν δεῖνα ………………………, ἐκ πατρίδος δεῖνα ……………………, ἐτῶν τοσούτων …………………………, ἐπαγγέλματος ……………..……….. καὶ τὸν δέχομαι διὰ μέλος, ὡς καὶ ἐγὼ ἐδέχθην εἰς τὴν Ἑταιρείαν τῶν Φιλικῶν.
Μετὰ τὴν παροῦσαν καθιέρωσιν σβήνεται τὸ κεράκι καὶ τὸν παραγγέλλεις να τὸ φυλάττῃ καλῶς, ἐπειδὴ αὐτὸ ἔχει πάντοτε μαζὶ του μάρτυρα τῶν μεθ’ ὅρκου ὑποσχέσεών του.
Καὶ τούτου γενομένου ἄρχεται ἐκφωνῶν τοὺς ἑξῆς ὅρκους:
Ενώπιον τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ δικαίου καὶ πανταχοῦ παρόντος, ὁρκίζομαι αὐτοθελήτως, ὅτι θέλω μείνει πιστὸς εἰς τὴν Ἑταιρείαν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα, δὲν θέλω φανερώσει τὸ παραμικρὸν ἀπὸ τὰ σημεῖα ἢ λόγους της, μήτε θέλω δώσει νὰ καταλάβῃ τινάς ποτέ, ὅτι ἐγὼ ἠξεύρω τι περὶ τούτων, μήτε συγγενής μου, μήτε πνευματικός μου, μήτε φίλος μου.
Ὁρκίζομαι, ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς δὲν θέλω ἔμβη εἰς καμμίαν ἄλλην ἑταιρείαν, ὁποία καὶ ἂν εἶναι, μήτε εἰς κανένα δεσμὸν ὑποχρεωτικόν, ἀλλὰ μάλιστα ὅ,τι δήποτε δεσμὸν ἤθελον ἔχει εἰς τὸν κόσμον, καὶ τὸν πλέον μέγιστον, θέλω τὸν μετρᾷ μηδὲν ὡς πρὸς τὴν Ἑταιρείαν.
Ὁρκίζομαι, ὅτι θέλω θρέφει εἰς τὴν καρδίαν μου ἀδιάλλακτον μῖσος ἐναντίον τῶν τυράννων τῆς πατρίδος καὶ τῶν ὀπαδῶν τους καὶ ὁμοφρονούντων. Θέλω ἐνεργεῖ πάντα τρόπον πρὸς βλάβην τους, ὅταν ἡ περίστασις συγχωρήσῃ τὸν ἐξολοθρευμὸν τους. Ὁρκίζομαι, ὅτι ποτὲ δὲν θέλω μεταχειρισθῆ βίαν εἰς (τὸ) να συγχωρηθῶ μὲ ἕνα συναδελφόν, ἀλλὰ θέλω προσέχει μὲ τὴν μεγαλυτέραν ἐπιμέλειαν, διὰ νὰ μὴν λανθασθῶ καὶ ὕστερον ἀκολουθήσει τι ἐναντίον.
Ὁρκίζομαι, ὅτι ὅπου εὑρεθῶ μὲ συνάδελφον, θέλω τὸν συμβοηθεῖ καὶ συντρέχει μὲ ὅλην τὴν δύναμιν καὶ κατάστασίν μου∙ θέλω προσφέρει εἰς αὐτὸν σέβας καὶ ὑπακοήν, ἂν εἶναι μεγαλύτερος εἰς τὸν βαθμὸν∙ καὶ ἂν αὐτὸς ἦτον πρότερος ἐχθρός μου, τόσον περισσότερον θέλω τὸν ἀγαπᾷ, ὅσον ἡ ἔχθρα μας ἦτον μεγαλυτέρα.
Ὁρκίζομαι ὅτι, καθὼς ἐγὼ ἐδέχθην εἰς τὴν Ἑταιρείαν, οὕτω καὶ ἐγὼ θέλει δέχομαι ἀδελφόν, θέλω μεταχειρίζομαι κάθε τρόπον καὶ ἂργητα ἕως νὰ τὸν γνωρίσω, ὅτι εἶναι Ἕλλην ἀληθινὸς καὶ θερμὸς ὑπερασπιστὴς τῆς δυστυχοῦς πατρίδος, ἐνάρετος καὶ καλὸς ἄνθρωπος, ἄξιος νὰ φυλάττῃ τὸ μυστικὸν καὶ νὰ τὸ κατηχῇ εἰς ἄλλον.
Ὁρκίζομαι, ὅτι κατ’ οὐδένα τρόπον δὲν θέλω ὠφεληθῆ ἀπὸ τὰ μετρητὰ τῆς κάσσας τῆς Ἑταιρείας, ἀλλὰ θέλω τὰ στοχάζομαι ὡς πράγματα ἱερὰ καὶ ἀναγκαῖον ἐνέχυρον εἰς ὅλον τὸ ταλαίπωρον ἔθνος μας, καθὼς καὶ τὰ λαμβανόμενα καὶ στελλόμενα γράμματα.
Ὁρκίζομαι, ὅτι δεν θέλω ἐρωτήσει τινὰ Φιλικόν, διὰ νὰ μάθω ποῖος τὸν ἐδέχθη εἰς τὴν Ἑταιρείαν, μήτε ἐγὼ θέλω φανερώσει τὸν δέξαντά με∙ καὶ ἂν γνωρίσω τὸ σημεῖον εἰς τὸ ἐφοδιαστικόν τινος, θέλω προσποιηθῇ ὅτι δὲν τὸ ἐγνώρισα.
Ὁρκίζομαι, ὅτι θέλω προσέχει πάντοτε εἰς τὴν διάνοιάν μου καὶ διαγωγήν μου νὰ εἶμαι εὐσεβής, ἐνάρετος, εὐλαβὴς εἰς τὴν θρησκείαν μου, χωρὶς νὰ καταφρονῶ φανερὰ τὰς ξένας, θέλω δίδει πάντοτε τὸ καλὸν παράδειγμα, θέλω βοηθεῖ, συμβουλεύει, συντρέχει τὸν ἀσθενῆ, δυστυχῆ καὶ ἀδύνατον ὁμογενῆ∙ θέλω σέβομαι τὴν διοίκησιν, τὰ ἔθιμα, τὰ κριτήρια, τοὺς μετόχους τῆς διοικήσεως τοῦ τόπου, εἰς τὸν ὁποῖον διατρίβω.
Τέλος πάντων, ὁρκίζομαι εἰς τὸ ἱερὸν ὄνομά σου, ὦ ἱερὰ καὶ ἀθλία πατρὶς∙ ὁρκίζομαι εἰς τὰς πολυχρονίους βασάνους σου, ὁρκίζομαι εἰς τὰ πικρὰ δάκρυα τῶν αἰχμαλώτων καὶ καταδίκων κατοίκων σου, τὰ ὁποῖα τόσους αἰῶνας κατὰ στιγμὴν ὑποφέρουν τὰ ταλαίπωρα τέκνα σου, ὅτι ἀφιεροῦμαι ὅλος εἰς ἐσέ, ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς σὺ θέλεις εἶσαι ἡ αἰτία καὶ ὁ σκοπὸς τῶν διαλογισμῶν μου, τὸ ὄνομά σου ὁδηγὸς τῶν πράξεών μου καὶ ἡ ἐδική σου εὐτυχία ἡ ἀνταμοιβὴ τῶν κόπων μου. Ἡ θεία δικαιοσύνη ἂς ἑξαντλήσῃ ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν μου ὅλους τοὺς κεραυνοὺς τῆς δικαιοκρισίας της, τὸ ὄνομά μου, οἱ κατὰ διαδοχὴν κληρονόμοι μου ἂς εἶναι, εἰς ἀποστροφήν, καὶ τὸ ὑποκείμενόν μου τὸ ἀντικείμενον τῆς κατάρας καὶ τοῦ ἀναθέματος τῶν ὁμογενῶν μου. Καὶ ἂν ἴσως ἀλησμονῶ μίαν στιγμὴν τὰς δυστυχίας σου καὶ δεν ἐκπληρῶ τὸ χρέος μου, ὁ θάνατος ἂς εἶναι ἡ ἄφευκτος τιμωρία καὶ ἀνταμοιβὴ τοῦ ἁμαρτήματός μου, διὰ νὰ μὴν μολύνω τὴν ἁγιότητα τῆς ἱερᾶς Ἑταιρείας σου μὲ τὴν συμμετοχήν μου.
Ὅρκος μέγας
Ὁρκίζομαι εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἀληθείας καὶ δικαιοσύνης.
Ὁρκίζομαι εἰς τὸ ὄνομα τῆς γλυκυτάτης καὶ πεφιλημένης μου μητρὸς πατρίδος.
Ὁρκίζομαι τέλος πάντων εἰς τὸ ὄνομα (Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος) τοῦ Ὑπερτάτου Ὄντος τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅτι ὑποφέρων τὰ πλέον σκληρὰ βάσανα καὶ μὲ θυσίαν τῆς ἰδίας μου ζωῆς, θέλω φυλάξει μυστικὸν καθ’ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς λέξεως τὸ μυστήριον, τὸ ὁποῖόν μοὶ γίνεται γνωστὸν κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Καλή δύναμη στο έργο σας