του Μιχάλη Μερακλή, από το Άρδην τ. 92, Μάρτιος-Απρίλιος 2013
Έ χει παρατηρηθεί πως ένα πλήθος αντιθέσεις ενέχουν οι ιστορίες του Καραγκιόζη. Μια βασική, κατά τρόπο κυρίαρχο οπτικοποιημένη στον μπερντέ αντίθεση είναι και η αντίθεση ανάμεσα στην παράγκα και το σεράι. Ένας μελετητής του Καραγκιόζη (Στάθης Δαμιανάκος) σημειώνει ότι, παρά την ποικιλία των παραστάσεων του Καραγκιόζη και του περιεχομένου τους, όλες συγκλίνουν «προς μια κοινή κατεύθυνση: την προβολή μιας ανένδοτης δυαδικής αντίθεσης, της οποίας ο ένας όρος τάσσεται ν’ αναιρεί διαρκώς τον άλλο». Το παραπάνω σκηνικό με την παράγκα και το σεράι «ενεργοποιεί αμέσως από την αρχή της παράστασης» αυτή την αντίθεση, που μπορεί να δίνεται πλέον με μεγάλη ευρηματικότητα (τα παραδείγματα είναι του ίδιου μελετητή): αβρότητα/βαναυσότητα, εργατικότητα/τεμπελιά, αλήθεια/ψεύδος, θάρρος/δειλία, επιχειρηματολογία/καρπαζιά, τάξη/αταξία.
Εντούτοις η αντίθεση αυτή δεν φαίνεται να έχει, κατά τον παραπάνω μελετητή, καμιά διαλεκτική. Η αναίρεση υπάρχει για χάρη της αναίρεσης, δεν έχουμε παρά «το παιχνίδι της κατάφασης/άρνησης». Γι’ αυτό μιλάει ο Δαμιανάκος για «ανόητες όσο και αδέξιες επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν κατά καιρούς διάφοροι διανοούμενοι ή σύγχρονοι καραγκιοζοπαίκτες να «καθωσπρεπίσουν» τον Καραγκιόζη, να τον εντάξουν στην εξυπηρέτηση «παιδαγωγικών», «εθνικών» κ.ο.κ. στόχων ή να εκλογικεύσουν τη συμπεριφορά του», προσπάθειες που «πέφτουν στο κενό, αφού αντιφάσκουν προς τον ίδιο τον αντιηρωικό χαρακτήρα του, την καταλυτική ενέργεια της δράσης του απέναντι τόσο στα «αρνητικά» όσο και στα «θετικά» πρότυπα συμπεριφοράς και κοινωνικών στάσεων».
Ίσως όμως ποτέ η αντίθεση δεν είναι απόλυτα άγονη, ποτέ δεν υπάρχει για να εξαντλείται σ’ ένα παιχνίδι, όταν παριστάνει με οποιονδήποτε τρόπο κοινωνικές καταστάσεις, ποτέ δεν υπάρχει ως έκφραση ενός κυριολεκτικού μηδενισμού. Οι αντιθέσεις του Καραγκιόζη δεν είναι μηδενιστικές. δεν είναι έστω πάντα μηδενιστικές. Αυτό αντίκειται άλλωστε στο γεγονός ότι ο Καραγκιόζης, στα χρόνια της μεγάλης ακμής του, αισθηματοποιούσε και δονούσε συχνά ένα κοινό –το κοινό του– που όεν ήταν μηδενιστικό.
Πιστεύω πως η γοητεία του Καραγκιόζη οφείλεται κατά ένα σημαντικό μέρος σε κάποιες κρυφές –αλλά δρώσες– εναρμονίσεις αντιθέσεων, αντιθέσεων πον όεν αλληλοαναιρούνται. Θα αναφέρω την κυριότερη. Όπως ορίζεται, από τη μια πλευρά, με αυτή την αναιρετική, καταλυτική, ανατρεπτική στάση του Καραγκιόζη. Και από την άλλη μεριά, με μιαν «ενέργεια δράσης» που θα τη διατυπώσω με τα λόγια του λαογράφου Δημητρίου Λουκάτου (από κείμενο του δημοσιευμένο σε παλαιό τεύχος του περιοδικού Θέατρο, αφιερωμένο στον Καραγκιόζη): «Μια […] εθνική εξυπηρέτηση, που θα μπορούμε να πούμε πως πρόσφεραν οι καραγκιοζοπαίκτες με τις φιγούρες τους είναι ότι δημιούργησαν συνείδηση της ελληνικής ενότητας κι ότι εξοικείωσαν το κοινό με τους άλλους επαρχιώτες αδελφούς του.
Αν η Βαβυλωνία του Βυζαντίου, σατιρίζοντας τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα διαμερίσματα της χώρας, χωρίζει κάπως τους Έλληνες, ο Καραγκιόζης τους φέρνει όλους να περάσουν ισότιμα μπροστά από την κοινή λαϊκή «γνώμη» του Καραγκιόζη, και στο τέλος να υπηρετήσουν όλοι αγαπημένοι τον κοινό –συχνά εθνικό– σκοπό. Παράλληλα με τη γνωριμία αυτή των ανθρώπων της κάθε επαρχίας και των νησιών, που εκείνα τα χρόνια δε γινόταν εύκολα με τις επικοινωνίες, εξασφαλίστηκε και μια λαογραφική γνώση του ντυσίματος, του τραγουδιού, της μουσικής, των εθίμων και της γλώσσας του κάθε τόπου. Το μέσο κοινό, και μάλιστα το αστικό λαϊκό της εποχής, γνώρισε τους ανθροόπους του βουνού και των νησιών, γνώρισε τη μουσική και τα φερσίματα τους, όπως οι νησιώτες (π.χ. του Ιονίου) γνώρισαν τη Ρούμελη και τους Κλέφτες, κι άκουσαν τα τραγούδια τους μ’ εθνική προσοχή, όση δε θα ‘διναν χωρίς τον Καραγκιόζη» (το κείμενο αυτό παρέθεσε και ο Γιώργος Ιωάννου, μαζί με τις γνώμες άλλων στη γνωστή τρίτομη έκδοση κειμένων του Καραγκιόζη).
Είναι δύσκολο να ισχυριστεί κανείς –ιδίως από εκείνους που διατηρούν ακόμα μνήμες από βιωμένες από τους ίδιους παραστάσεις του Καραγκιόζη– ότι όσα σημειώνει ο Δημήτριος Λουκάτος δεν ίσχυσαν, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, ανάλογα και με τις περιστάσεις. Ο Καραγκιόζης είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια «καθαρή», απόλυτη άρνηση και αναίρεση.
Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Μιχάλη Μερακλή Θέματα λαογραφίας (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1999, σσ. 237-239).