Αρχική » Η νοσταλγία

Η νοσταλγία

από Ιωάννης Σαΐνης

του Ιωάννη Σαΐνη

Στη «νοσταλγία» δένονται μεν δύο ελληνικές λέξεις, λέξεις Ομηρικές [ο νόστος και το άλγος] αλλά η λέξη αυτή δεν υπήρχε στα ελληνικά, ούτε φυσικά σε καμιά γλώσσα.

Tην κατασκεύασε το 1688 ο Αλσατός γιατρός Jean ή Johann Hofer (1669-1752) –Ζαν Οφέρ ή Γιόχαν Χόφερ– από τη μετέπειτα γαλλική Μυλούζ, συγγράφοντας στα λατινικά μια ολιγοσέλιδη, προπαρασκευαστική της διατριβής του, μελέτη με τίτλο «ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ oder Heimwehe» – όπου η πρώτη λέξη είναι έτσι γραμμένη στα ελληνικά, ενώ η η δεύτερη σημαίνει το «παράπονο που σε πιάνει όταν χάνεις τη γενέθλια γη σου», κάτι που οι Γάλλοι ονόμαζαν la maladie du pays (αρρώστια του τόπου).

Περιέγραφε δηλαδή με τον όρο «νοσταλγία» μια «νέα αρρώστια» την οποία είχε εντοπίσει σε νεαρά άτομα που βρίσκονταν μακριά από τον τόπο τους για δουλειά ή σπουδές.

Τη «ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ» θα την αναπτύξει διεξοδικά η Μπαρμπαρά Κασσέν –εβραία Γαλλίδα ελληνίστρια και φιλόσοφος– στο σπουδαίο βιβλίο της «Η νοσταλγία – Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;»

Η Μπαρμπαρά Κασσέν αναπτύσσει το θέμα της ακολουθώντας τρεις χαρακτηριστικούς νοσταλγούς, τον Οδυσσέα, τον Αινεία και την Χάνα Άρεντ, αφού προτάξει τη δική της «νοσταλγία», το σπίτι της στο γραφικό ψαροχώρι Πίνο της Κορσικής, όπου επιστρέφει νοσταλγικά εκεί που την φιλοξενούν, εκεί που με τη σειρά της φιλοξενεί άλλους, εκεί που έθαψε τον αγαπημένο σύντροφό της.

Ακολουθεί ο αρχετυπικός «Νοσταλγός», ο Οδυσσέας που «δεν παύει να μην επιστρέφει».

«Ρίζωμα και ξεριζωμός, ιδού γύρω από τι περιστρέφεται η νοσταλγία», ξαναγράφει η Κασσέν, αρχίζοντας το κεφάλαιο για την Αινειάδα, τον δρόμο δηλαδή που φέρνει «από τη νοσταλγία στην εξορία. Κατά ιδιότυπο τρόπο νοσταλγός ο Αινείας αφού, διωγμένος από την Τροία, κουβαλάει στη πλάτη τον πατέρα του με τα κειμήλια, ψάχνοντας την πατρίδα του στην Ιταλία. Σκοπός δεν είναι η «επιστροφή» αλλά η «ίδρυση» μιας πόλης, του Λαβίνιου που χωρίς αυτό «η Ρώμη θα ήταν αδιανόητη».

Στη νοσταλγία της κατεστραμμένης Τροίας προστίθεται «η νοσταλγία της Ρώμης, της οποίας η ίδρυση επίκειται.

Η νοσταλγία γράφεται λοιπόν σε τετελεσμένο μέλλοντα, και αυτός είναι σίγουρα ο χρόνος όλων των ιδρύσεων, που δε είναι ίσως ποτέ τίποτε άλλο από επανιδρύσεις».

Τελευταία στη σειρά των Νοσταλγών, η Χάνα Άρεντ που ζει αυτοεξόριστη στις ΗΠΑ, έχοντας διαφύγει από τη Χιτλερική Γερμανία. Όταν ο Γκύντερ Γκάους τη ρωτάει το 1964 αν της λείπει η προχιτλερική Γερμανία απαντά: «Δεν μπορώ να πω ότι δεν τη νοσταλγώ καθόλου. Τι απέμεινε απ’ αυτή; Απέμεινε η γλώσσα»

«Η Άρεντ δεν είναι εξόριστη από τη χώρα της, τη Γερμανία, όσο από τη γλώσσα της, τη γερμανική».

Η Χάνα δεν ένιωθε Γερμανίδα ούτε Εβραία. Ένιωθε φιλόσοφος, και σ’ αυτή την περίπτωση «αυτό που μετράει είναι η γλώσσα. […] Η μητρική γλώσσα είναι το μοναδικό πράγμα που μπορούμε να πάρουμε μαζί απ’ τη παλιά πατρίδα μας, κι εγώ πάσχισα πάντα να διατηρήσω ανέπαφο και ζωντανό αυτό το αναντικατάστατο πράγμα».

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ