του Π. Λαζάρου, από το Άρδην τ. 32, Νοέμβριος 2001
Ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν το “ψαλτήρι” του ελληνικού λαού. Ως άλλος διάκονος, διακονούσε τις ψυχές των ανθρώπων με τη φωνή του και τις αλάφρωνε από τα βάσανα. Στο πρόσωπο του ο ελληνικός λαός βρήκε το μεγάλο παρηγορητή. Έβρισκε ίσκιο να ξαποστάσει για λίγο πριν αφεθεί στον καυτό ήλιο.
Να γιατί ο Στέλιος είναι κάτι πολύ μεγάλο, που ούτε ο ίδιος είχε αντιληφθεί. Κανείς μας σήμερα δεν μπορεί να σκεφτεί τραγουδιστή να κλαίει την ώρα που τραγουδά. 0 Καζαντζίδης δεν ήταν κλαμένος όπως λεν κάποιοι άπονοι. Ούτε οδηγούσαν οι κλαυθμοί του στη μιζέρια και στην παθητικότητα το λαό όπως διάδιδαν οι άμουσοι και άτεγκτοι ινστρούκτορες του ΚΚΕ. Το δάκρυ που έχυνε ο Στέλιος εκείνη την ώρα γινόταν θάλασσα δροσιάς για εκατομμύρια πονεμένους. Άρα ζωή και όχι θάνατος. Και όλοι μας έχουμε να διηγηθούμε μια ιστορία παρηγοριάς με τη φωνή του Καζαντζίδη. Ο Καζαντζίδης ανάπαυε ψυχές. Πονούσε μάζί τους. Δεν τους ήξερε, αλλά τους ζούσε. Με τα τραγούδια του έδινε μικρές ενέσεις ανάπαυσης και ελπίδας. Κοντά του πλήθος ανθρώπων έτρεχε να παρηγορηθεί.
Ακόμη και με τα τραγούδια τα διασκεδαστικά, αυτά που στην ουσία τους υμνούν το έξαλλο δόσιμο στην ύλη που και ο ίδιος απεχθανόταν, η φωνή του Καζαντζίδη τα ημέρωνε. Τα κατέβαζε από το διονυσιασμό τους στη γη και τα έριχνε μέσα στη αγκαλιά των τραγουδιών της παρηγοριάς, της συμπόνιας και της θέλησης για ζωή. Σαν επιστροφές ασώτων υιών τα τραγούδια αυτά ζούσαν μαζί με τ’ άλλα…
Το λαϊκό τραγούδι της εποχής του Καζαντζίδη χλευάστηκε από πολλούς και, σήμερα, παραποιώντας την ιστορία του, το εξευτελίζουν μερικοί που καμώνονται τους λαϊκούς. Το χαρακτήρισαν απαισιόδοξο και κλαμένο. Μα η Ελλάδα πονούσε, ο λαός υπέφερε. Ήθελε να μιλήσει. Να εξομολογηθεί τα βάσανά του. Και ο Καζαντζίδης, ως άλλος “πνευματικός”, παίρνει στους ώμους του την Ελλάδα και βγάζει από μέσα της τα πάθη, τη λύπη και τα λάθη των παιδιών της.
Κι όμως αυτό που φοβόταν ο Καζαντζίδης έγινε. Το λαϊκό τραγούδι του φτωχού και του πονεμένου αντικαταστάθηκε από όλη αυτή την ξεφτίλα και την πασαρέλα… Αλλά ποιος θα το έλεγε ότι, εν έτει 2001, χιλιάδες νέα παιδιά ακούν Στέλιο Καζαντζίδη. Ψάχνουν το λαϊκό και ανιχνεύουν την ομορφιά και τη γνησιότητα του.
Σήμερα η Φωνή του Καζαντζίδη μπορεί να μην παρηγορά το σύνολο των Ελλήνων ή καλύτερα νσ μην διακονεί με τον τρόπο του ’60. Όμως αποκτά μια άλλη και σημαντικότερη διακονία. Γίνεται λόγος διδακτικός. Λόγος παιδείας. Λόγος κατηχητικός. Διδάσκει τον τρόπο της ερμηνείας. Παιδα-γωγεί την ψυχή κάνοντάς την να ξεχωρίζει το άσχημο από το όμορφο. Κατηχεί την ύπαρξη, της διαμορφώνει το ήθος. Δεν κάνει ξεχωριστούς ανθρώπους το λαϊκό τραγούδι, προς θεού. Ούτε καμιά μορφή τέχνης μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στα πιο βαθειά μέρη του εαυτού του. Όμως η τέχνη, όταν αντιλαμβάνεται τη δημιουργία ως ελευθερία, ως χάρη υπό τον θεό, τότε αποκτά πρόσωπο, περισσή ανδρεία που θέλει να δει τον άλλο κατάματα, να γίνει ο εαυτός της, ο άλλος άνθρωπος, η ολοκληρωτική σχέση, το ολοκληρωτικό δόσιμο για χάριν του άλλου προσώπου.
Τότε η Τέχνη γίνεται προσωπική και ταυτόχρονα κοινωνική. Ο ένας γίνεται πολλοί, χώρια και μαζί. Ο Καζαντζίδης αυτό το κατάφερε. Το λαϊκό τραγούδι στο σύνολο του το κατάφερε. Γι’ αυτό και είναι η πιο σημαντική καλλιτεχνική και πολιτιστική έκφραση του 20ου αιώνα στην Ελλάδα. Όπως λειτούργησε το δημοτικό στην αγροτική Ελλάδα έτσι λειτούργησε και το λαϊκό στην αστική Ελλάδα.