Αρχική » Η αρχαία ελληνική τραγωδία ως μέσο διαμόρφωσης πολιτικής σκέψης

Η αρχαία ελληνική τραγωδία ως μέσο διαμόρφωσης πολιτικής σκέψης

από Άρδην - Ρήξη

της Σ. Κατούντα, από το Άρδην τ. 66, Αύγουστος-Οκτώβριος 2007

«Η τραγωδία γεννάται όταν αρχίζουμε
να βλέπουμε
το μύθο μέσα από τα μάτια του πολίτη»
Βάλτερ Νεστλέ

Το άρθρο αυτό εκκινεί από έναν πολύ απλό προβληματισμό, τι αντιπροσώπευε, δηλαδή, το θέατρο για τους Αρχαίους Έλληνες. Μπορούσε η τραγωδία να είναι απλώς μια μορφή τέχνης; Ή μήπως, τελικά, εξυπηρετούσε κάποιους άλλους σκοπούς, ζωτικής σημασίας για την ύπαρξη της ίδιας της αθηναϊκής Δημοκρατίας;

Ξεκινώντας από κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι παρατηρείται μια άνθηση του τραγικού είδους παράλληλη με την ακμή του δημοκρατικού πολιτεύματος1. Εξάλλου, δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι μόνο στην Αθήνα γράφτηκαν τραγωδίες. Μόνο σε μια πραγματικά δημοκρατική πόλη θα μπορούσε να ακμάσει η τραγική ποίηση. Αυτό το είδος, που σήμερα γνωρίζουμε και ονομάζουμε αρχαία ελληνική τραγωδία, στην πραγματικότητα, είναι αττική τραγωδία, εφόσον καμία από τις σωζόμενες τραγωδίες δεν γράφτηκε από τραγικό μη Αθηναίο. Ένα άλλο στοιχείο, που δεν στερείται σημασίας, είναι ότι οι θεατρικές εκδηλώσεις στο ξεκίνημά τους παρουσιάζονταν στην Αγορά2. Αργότερα, όταν το θέατρο απομακρύνθηκε από εκεί για να αποκτήσει τον δικό του χώρο, ακόμα και τότε, μπήκε στην ίδια του την κατασκευή η δημοκρατική αρχή: το ελληνικό θέατρο δεν στεγάστηκε ποτέ σε μια κλειστή αίθουσα περιορισμένου αριθμού θέσεων, όπως, για παράδειγμα, τα ευρωπαϊκά θέατρα της Αναγέννησης. Το ελληνικό θέατρο ήταν εξαρχής ελεύθερος και ανοικτός χώρος που σχημάτιζε ένα τεράστιο ημικύκλιο και χωρούσε πλήθος κόσμου3. Η επιλογή των κριτών γινόταν πάλι βάσει δημοκρατικών διαδικασιών. Τα μέλη της κριτικής επιτροπής δεν ήταν απαραιτήτως γόνοι αριστοκρατίας ή άνθρωποι ιδιαίτερης κουλτούρας, αλλά προέρχονταν από το σώμα των πολιτών στο σύνολό του ύστερα από κλήρο4. Το πόσο πολύτιμη ήταν η τραγωδία για την Αθήνα φαίνεται και από το εξής: η χορηγία, μαζί με την τριηραρχία, αποτελούσαν τις σημαντικότερες λειτουργίες της αθηναϊκής πολιτείας5.

Η τραγωδία εισήχθη στην αθηναϊκή ζωή, ύστερα από επίσημη απόφαση που πήρε ο Πεισίστρατος. Συνδέεται, δηλαδή, με την ύπαρξη ενός πολιτεύματος, το οποίο, αν και τυραννικό, βασιζόταν στον λαό και εναντιωνόταν στα προνόμια της αριστοκρατίας, μιας περιορισμένης αριθμητικά ομάδας, αλλά πολιτικά κυρίαρχης. Στη συνέχεια, η τραγωδία «εκδημοκρατίστηκε» από τον Περικλή, εφόσον, ύστερα από δική του πρωτοβουλία, τραγωδίες μπορούσαν να παρακολουθήσουν και οι πιο φτωχοί δημοσία δαπάνη6. Έτσι, την ημέρα της παράστασης, όλος ο λαός ήταν προσκεκλημένος να παραστεί στο θέαμα. Οι θεατρικές παραστάσεις απευθύνονταν, επομένως, σε όλους τους πολίτες, και όχι σε μια ειδική κατηγορία ανθρώπων ευκατάστατων, αριστοκρατικής καταγωγής ή υψηλής μόρφωσης, όπως θα συμβεί αιώνες αργότερα. Για την πόλη, λοιπόν, πρέπει να ήταν πολύ σημαντικό να παρευρίσκονται όλοι αδιακρίτως οι πολίτες στο θέατρο. Δεν θα ήταν επομένως υπερβολή να συμφωνήσουμε με την άποψη που έχει ήδη υποστηριχθεί ότι, δηλαδή, οι πολίτες της Αθήνας συναθροίζονταν ουσιαστικά σε τρία μέρη: στην Εκκλησία του Δήμου, πολιτική συγκέντρωση, στον Άρειο πάγο, δικαστική συγκέντρωση, και στο θέατρο του Διονύσου, πολιτιστική συγκέντρωση. Οι τραγικοί φαίνεται να το έχουν πάντα υπόψη τους, με αποτέλεσμα και οι ίδιοι να γράφουν κατ’ αρχάς ως πολίτες. Έτσι, μπορεί να ερμηνευθεί το γεγονός ότι τα θέματα των τραγωδιών είναι τις περισσότερες φορές κατεξοχήν πολιτικά, όπως σχετικά με τον πόλεμο, την ειρήνη, τον ηρωϊσμό, τη φιλοπατρία, τη δικαιοσύνη ή την παραβίαση ενός νόμου. Οι ήρωες συχνά συζητούν προβλήματα που αγγίζουν την ουσία της δικαιοσύνης, την πολιτική ζωή, τις πολιτικές αποφάσεις, το δικαίωμα αντίστασης σε μια απολυταρχική εξουσία. Όλα τα θέματα που πραγματεύεται η τραγωδία φαίνεται να έχουν λοιπόν σχέση με την αθηναϊκή πολιτεία. Έχουμε την εντύπωση ότι, μέσω των τραγικών παραστάσεων, είναι η ίδια η πόλη που παρουσιάζεται στη σκηνή. Όμως δεν πρόκειται για την παρουσίαση μιας εξωραϊσμένης εικόνας της εποχής. Οι τραγικοί δεν είχαν καμία πρόθεση να εξιδανικεύσουν γεγονότα και καταστάσεις. Όπως πολύ σωστά επεσήμανε και ο Ζαν Πιερ Βερνάν, η τραγωδία δεν αντανακλά απλώς την πραγματικότητα, αλλά την αμφισβητεί, προβληματίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το κοινό της.

Ίσως, σιγά-σιγά, να γίνεται ήδη κατανοητό πως αυτό το μοναδικό και ανεπανάληπτο είδος τέχνης συνιστούσε παράλληλα και έναν πολιτικό θεσμό υψίστης σημασίας. Βαρύνουσα σημασία έχει επίσης το εξής γεγονός: τις ημέρες που παρουσιάζονταν τραγωδίες, η πολιτική ζωή παρέλυε. Δεν γίνονταν πολιτικές ή δικαστικές συνεδριάσεις, ενώ οι εμπορικές δραστηριότητες σταματούσαν. Φαίνεται, επομένως ότι οι θεατρικές παραστάσεις μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον όλων των πολιτών. Άκρως ενδεικτικό είναι επίσης ότι, παρ’όλο που τα έξοδα για τη διεξαγωγή τραγωδιών ήταν τεράστια, τραγικές παραστάσεις ανεβάζονταν ακόμη και σε καιρό πολέμου. Δηλαδή, σε καιρούς χαλεπούς, τραγωδίες εξακολουθούσαν να διδάσκονται, κι ας γίνονταν πολλές φορές αναστολές των συνόδων της Εκκλησίας του Δήμου, της Βουλής και των δικαστηρίων, λόγω έλλειψης χρημάτων. Τόσο σημαντικό ήταν αυτό το είδος θεάτρου για τους Αθηναίους.

Ο ίδιος ο Πλούταρχος μας υπενθυμίζει και κάτι άλλο εξίσου, χαρακτηριστικό, εάν δηλαδή υπολόγιζε κανείς το κόστος για την κάθε τραγική παράσταση, θα διαπίστωνε ότι ο λαός είχε δαπανήσει περισσότερα για τις Βάκχες, τον Οιδίποδα, την Αντιγόνη, τα δεινά της Μήδειας και την Ηλέκτρα, απ’όσα ξόδεψε για την εδραίωση της ηγεμονίας του, ή για την ελευθερία του εναντίον των βαρβάρων7! Οι εκδηλώσεις αυτές δεν πρέπει να στερούνται νοήματος. Αν πάλι ξαναεμπιστευτούμε τον Πλούταρχο, σε καιρό πολέμου, οι στρατηγοί έδιναν στους στρατιώτες τους μόνο τρόφιμα ωμά, οι τριήραρχοι έδιναν στους κωπηλάτες τους μόνο ψωμί από κριθάρι, κρεμμύδια και λίγο τυρί, την ίδια στιγμή που οι χορηγοί ξόδευαν αφειδώς για να σερβίρουν πλουσιοπάροχα εδέσματα στα μέλη του Χορού τους8. Όλα αυτά βεβαίως δεν μπορούν παρά να μας προβληματίζουν. Και εδώ θα πρέπει να απαντηθεί το μεγάλο ερώτημα: Γιατί η Αθήνα ενθάρρυνε αυτή την κραυγαλέα πολυτέλεια; Γιατί, άραγε, η τραγωδία να ήταν τόσο απαραίτητη για την αθηναϊκή δημοκρατία; Φαίνεται ότι η τραγωδία, όπως πολύ εύστοχα επισήμανε και ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, είχε μια σημαντικότατη πολιτική λειτουργία, που την καθιστούσε αυτομάτως τόσο απαραίτητη για την αθηναϊκή δημοκρατία, όσο και τους άλλους της θεσμούς, όπως δηλαδή τη Βουλή και την Εκκλησία του Δήμου9. Για να γίνει κατανοητή η παραπάνω άποψη, θα πρέπει πρώτα να εξεταστεί, εν συντομία, η λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Κατ’ αρχάς, η λέξη δημοκρατία προέρχεται ετυμολογικά από το δήμος και κρατείν, ορίζει, δηλαδή, το πολίτευμα εκείνο όπου την εξουσία την ασκεί ο λαός. Και στην Αθήνα της εποχής του Περικλή, η εξουσία βρισκόταν όντως στα χέρια των πολιτών. Επρόκειτο, δηλαδή, για μια άμεση μορφή δημοκρατίας, και όχι όπως η σημερινή, που λειτουργεί βάσει της αντιπροσώπευσης. Στην Αθήνα, δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο, διότι ο λαός κυβερνούσε πραγματικά, αντί να κυβερνιέται. Σε όλα τα αξιώματα συμμετείχαν όλοι αδιακρίτως οι πολίτες ύστερα από κλήρωση10. Οι εξουσίες του Αθηναίου πολίτη μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν στο τρίπτυχο άρχειν-δικάζειν και εκκλησιάζειν11. Η Εκκλησία του Δήμου υπήρξε το δημοκρατικότερο και το πιο ισχυρό πολιτειακό όργανο της Αθήνας12. Ασκούσε την εξωτερική πολιτική, τη δικαστική και τη νομοθετική εξουσία, καθώς και τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Στην ουσία, δηλαδή, όλος ο λαός αποφάσιζε για την τύχη της πόλης του. Δεν υπήρχε κράτος, κυβέρνηση, κρατικός μηχανισμός. Δεν υπήρχαν «ειδικοί» επί πολιτικών ζητημάτων ούτε αιρετοί πολιτικοί εκπρόσωποι του λαού13. Βασική αρχή της δημοκρατίας ήταν η ισοτιμία όλων των απόψεων. Όλοι οι πολίτες ήταν ίσοι. Αλλά από την αρχή της ισότητας προκύπτει η αρχή της πλειοψηφίας. Έτσι, τις αποφάσεις για τα πολιτικά θέματα τις έπαιρναν όλοι μαζί, με βάση την αρχή της πλειοψηφίας.

Με τόσα πολλά δικαιώματα και εξουσίες, εύκολα θα μπορούσε να συνάγει κανείς ότι ο λαός μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει, εφόσον δεν υπήρχε εξουσία υψηλότερη από τη δική του. Ένα τέτοιο πολίτευμα θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει σε αναρχία. Ωστόσο, μια τέτοια υπόθεση δεν ευσταθεί, διότι ο νομοθέτης είχε προνοήσει για τη μακροβιότητα του πολιτεύματος. Είχαν, δηλαδή, υιοθετηθεί κάποια μέτρα προκειμένου να εποπτεύεται η σωστή λειτουργία του πολιτικού αυτού συστήματος, ούτως ώστε να μη μετατραπεί από «πλήρη δημοκρατία» σε «πλήρη αναρχία». Ένα τέτοιο μέτρο ήταν ο θεσμός της δημόσιας καταγγελίας, η λεγόμενη γραφή παρανόμων. Ο θεσμός αυτός έδινε ουσιαστικά το δικαίωμα σε έναν πολίτη να ασκήσει αγωγή σε οποιονδήποτε συμπολίτη του είχε παροτρύνει τον Δήμο να ψηφίσει έναν νόμο «παράνομο»14. Ένας άλλος θεσμός για τη διατήρηση του πολιτεύματος ήταν και ο εξοστρακισμός. Ο εξοστρακισμός συνίστατο στη δυνατότητα που είχαν οι πολίτες να εξορίσουν κάποιον συμπολίτη τους, εάν τον θεωρούσαν επικίνδυνο για την ασφάλεια της πόλεως15.

Ένας όμως από τους πιο βασικούς θεσμούς για τη διατήρηση της δημοκρατίας ήταν η τραγωδία16. Η αναδόμηση των θεσμών της δημοκρατίας μάς επέτρεψε να κατανοήσουμε, σε όλη του την έκταση, το πόσο η δημοκρατία είχε την αδήριτη ανάγκη πολιτών με οξύ πνεύμα και καλλιεργημένη κρίση. Οι πολίτες, για να φέρουν εις πέρας τα καθήκοντά τους αυτά και να φανούν αντάξιοι των ευθυνών τους, έπρεπε να έχουν ασφαλώς γνώσεις, επίπεδο και κυρίως την ικανότητα να ασκούν κριτική σε λόγους και προτάσεις που θα μπορούσαν να κρύβουν σκοπιμότητες και να αποβούν μοιραίες για τη δημοκρατία. Οι πολίτες θα έπρεπε ασφαλώς να είναι άνθρωποι υπεύθυνοι, διορατικοί, με βαθύτατα δημοκρατικό πνεύμα, ανοιχτοί προς τον διάλογο. Εφόσον οι ίδιοι οι Αθηναίοι, στο σύνολό τους, ήταν υπεύθυνοι για την τύχη της πόλης τους, έπρεπε να έχουν και τις ανάλογες ικανότητες. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας ότι δεν είχαν όλοι τη δυνατότητα να μορφωθούν, ίσως αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε, στο σημείο αυτό, τη σημασία της τραγωδίας. Το γεγονός ότι, στην Αρχαία Ελλάδα, οι τραγωδίες δεν ανεβάζονταν απλώς στο θέατρο αλλά διδάσκονταν, μαρτυρεί πολλά ως προς τον ρόλο και τη λειτουργία τους. Ο ίδιος ο Αριστοφάνης, στους Βάτραχους, αναφέρει ότι οι τραγωδίες υπάρχουν για να διαπαιδαγωγούν τους πολίτες. Η αγωγή εδώ επιτυγχάνεται μέσα από μια συζήτηση πάνω σε φλέγοντα ζητήματα της Πολιτείας. Πρόκειται για μια πραγμάτευση σημαντικών ερωτήσεων που αφορούσαν στην πόλη, στην αφομοίωση νέων στοιχείων ή εννοιών περί δικαίου και δικαιοσύνης. Πολιτικοί θεσμοί, νόμοι, και η έννοια ακόμη της δικαιοσύνης εν γένει, αποτελούν ζητήματα ενδιαφέρουσας και διαφωτιστικής πραγμάτευσης πάνω στην τραγική σκηνή.

Κάθε φορά που μία πολιτική διένεξη παρουσιάζεται επί σκηνής, η τραγωδία φωτίζει τη σημασία του διαλόγου, το μόνο μέσο που, σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές, μπορεί να οδηγήσει στη λήψη μιας σωστής απόφασης. Ως προς αυτό, η τραγωδία στάθηκε πιστή στο πολίτευμα που τη γέννησε. Διότι το λάθος υποθάλπεται στον απολυταρχισμό, στη ματαιοδοξία, στην υπεροψία, και τελικά στην έλλειψη διαλόγου, που αποτελεί θεμελιώδες συστατικό και ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας. Χωρίς τον διάλογο, η εξουσία γίνεται καταχρηστική, ολοκληρωτική, καταπιεστική και τελικά επικίνδυνη. Στο επίκεντρο της τραγικής ποίησης, βρίσκεται μια γυναίκα, η Αντιγόνη, που υψώνει με γενναιότητα το ανάστημά της για να υπερασπίσει την ορθότητα της γνώμης της, την αγιότητα των ηθικών και άγραφων νόμων και το δικαίωμα να σκέφτεται διαφορετικά, να κρίνει, να επαναστατεί και να μπορεί, τελικά, να αντισταθεί στις επιβολές μιας απολυταρχικής εξουσίας, που αναιρεί τον διάλογο και επομένως το δικαίωμα έκφρασης. Και σε αυτό το σημείο βρίσκεται ίσως το κλειδί της ερμηνείας. Δεν θα πρέπει, δηλαδή, να περιορίσουμε το νόημα της τραγωδίας σε ένα διθύραμβο των ηθικών άγραφων νόμων ή σε μια διαμάχη μεταξύ δύο ισάξιων εννοιών, διαμετρικά όμως αντίθετων (ο εκπρόσωπος της οικογένειας εναντίον του εκπρόσωπου του κράτους). Η ουσία της τραγωδίας ίσως να βρίσκεται στις βολές του Αίμωνα κατά του πατέρα του, όταν του επισημαίνει πως η στάση που έχει υιοθετήσει δεν είναι η σωστή. «Μόνος φρονεῑν», λέει ο γιος στον πατέρα και εδώ του τονίζει ότι βρίσκεται το μεγάλο λάθος. Ο καλός άρχοντας δεν πρέπει, δηλαδή, να σκέφτεται μόνος του, υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να αναιρεί τον διάλογο, νομίζοντας ότι μόνο εκείνος έχει δίκιο. Η έπαρση της εξουσίας οδηγεί στην απολυταρχία, και ξέρουμε όλοι τι σήμαινε αυτό για τους δημοκράτες Αθηναίους.
Ιδού λοιπόν πώς παρουσιάζεται ο κίνδυνος ανατροπής του πολιτεύματος μέσα από την τραγωδία και πώς εξυμνούνται οι αρχές της δημοκρατίας. Κάθε θεατής με κρίση μπορούσε να κατανοήσει ότι είναι καθαρή αλλοφροσύνη να αποφασίζει κάνεις μόνος του για θέματα που αφορούν στην πόλη του, χωρίς να έχει μεσολαβήσει πρώτα ένας διαφωτιστικός διάλογος. Ο Σοφοκλής αποκάλυψε, λοιπόν, με το έργο του τη σημασία του διαλόγου, της διαλεκτικής συζήτησης, αρχή απαράβατη κάθε δημοκρατίας. Αυτή την ιδέα τη συναντάμε σε πολλές τραγωδίες. Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να αναφέρουμε την Ορέστεια του Αισχύλου. Η τριλογία αυτή κλείνει με μια δίκη. Οι θεοί καλούνται να αποφασίσουν για τη τύχη του μητροκτόνου. Το αποτέλεσμα είναι ισοψηφία, ύστερα από την ψήφο της θεάς Αθηνάς, που τάσσεται υπέρ του Ορέστη. Οι Ερινύες όμως μαίνονται. Το δίκιο τους έχει παραβιαστεί. Η Αθηνά προσπαθεί να τις εξευμενίσει και θα τα καταφέρει, τελικά, ύστερα από πολύ κόπο, με τη «μαγική δύναμη του λόγου, την κολακευτική γοητεία της γλώσσας» (στ. 885). Έτσι, στο τέλος, η θεά εξυμνεί την πειθώ, με την οποία μπορεί τελικά να πειστεί και ο πιο δύσκολος συνομιλητής. Η δύναμη του λόγου πρέπει να είναι η ανώτερη μορφή εξουσίας, ιδέα που βρήκε πλήρη εφαρμογή στο αθηναϊκό πολίτευμα. Και πάλι ερχόμαστε, δηλαδή, στις ρίζες της δημοκρατίας και της ελευθερίας της έκφρασης.

Η τραγική σκηνή, εξάλλου, σκιαγράφησε, προς αποφυγήν, τα χαρακτηριστικά ενός τυράννου: έπαρση, ασέβεια, αλαζονεία, παραλογισμός, υπερβολή, κατάχρηση. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συνθέτουν τον αρνητικό χαρακτήρα μιας εξουσίας και βρίσκονται στους αντίποδες της κοινωνικής και πολιτικής ηθικής της Αθήνας. Τον κίνδυνο αυτό επισήμανε η τραγωδία, ούτως ώστε όλοι οι πολίτες να μπορούν να τον εντοπίζουν και, ως εκ τούτου, να τον αποφεύγουν: «Η αλαζονεία τον τύραννο γεννά (ὓβρις φυτεύει τύραννον)17». Ο τύραννος νομίζει ότι όλα του επιτρέπονται (πράγμα που επισημαίνει και η Αντιγόνη18) και ότι η πόλη είναι δική του: «τοῡ κρατοῡντος ἡ πόλις νομίζεται19». Η κατάχρηση της εξουσίας οδηγεί στην καταστρατήγηση της ελευθερίας και η τραγωδία δεν παρέλειψε να παρουσιάσει τους κινδύνους που καραδοκούν, όταν η εξουσία βρίσκεται στα χέρια ενός μόνο άνδρα, που μπορεί να κάνει νόμους τις επιθυμίες του. Ο νόμος αυτός είναι πάντα νόμος βίας και αυθαιρεσίας, και οι τραγικοί, μέσα από τα έργα τους, το επισήμαναν. Σε τέτοιου είδους προσταγές κανένα ελεύθερα σκεπτόμενο άτομο δεν θα μπορούσε να υποταχτεί, με αποτέλεσμα να επέρχεται αντίδραση, στη συνέχεια ρήξη και κατ’ επέκταση κοινωνική αναταραχή. Η τραγωδία έδειχνε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι η δικαιοσύνη είναι η ουσία της πολιτικής ισορροπίας.

Για τους Αθηναίους, το δικαιότερο πολιτικό σύστημα και το μόνο που μπορούσε να διασφαλίσει την πολυπόθητη πολιτική ισορροπία ήταν η δημοκρατία. Γι’ αυτόν τον λόγο, ίσως, και οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ποιητές την εξύμνησαν μέσα από τα έργα τους. Ένας από τους πιο εύστοχους ορισμούς, ένας από τους πιο ωραίους ύμνους της δημοκρατίας που έγιναν ποτέ, εφάμιλλος με τον Επιτάφιο του Θουκυδίδη, απαντάται στις Ικέτισσες του Ευριπίδη: «Ελεύθερη είναι η πόλη μας, δεν είναι στο χέρι του ενός. Ο λαός κυρίαρχος, δίνει την αρχή σε πολίτες για ένα χρόνο. Προνόμιο δεν υπάρχει για τον πλούσιο. Δικαιώματα έχει τα ίδια κι ο φτωχός […]Κι όπου ο λαός ελεύθερος είναι, βλέπει με χαρά του ν’ ακμάζουν παλικάρια. Μα ο βασιλιάς μισεί ένα τέτοιο πράγμα, κι όπου έξυπνος κι αντρείος, τον εξολοθρεύει, γιατί τρέμει τον θρόνο του μη χάσει […] Βίος και πλούτο γιατί για τα παιδιά σου να μαζεύεις; Πιο πλούσιος για να γίνεται ο μονάρχης με τα δικά σου κόπια; Ή μέσα στο σπίτι γιατί καλά τις κόρες σου να ανατρέφεις; Ηδονές του μονάρχη να ετοιμάζεις, όποτε θέλει, και για σένα δάκρυα20;»
Οι νόμοι, όμως, είναι εκείνοι που αποτελούν την ασφαλιστική δικλείδα της δημοκρατίας και η παρουσία τους στα έργα των τραγικών είναι έντονη. Πολλές είναι οι τραγωδίες μάλιστα που τονίζουν τον σεβασμό που τους οφείλουν οι πολίτες. Η εξουσία του νόμου ήταν υπεράνω όλων. Αποτελούσε δε για τους Αθηναίους, και ήταν πράγματι, η μόνη εγγύηση της ελευθερίας τους. Η Ελλάδα δεν γνώρισε ποτέ τους εξ αποκαλύψεως νόμους, όπως ήταν, για παράδειγμα, οι εβραϊκοί. Οι νόμοι δημιουργήθηκαν από τον λαό στο σύνολό του, ύστερα από γόνιμες συζητήσεις και εποικοδομητικές αντιπαραθέσεις. Γι’ αυτό εξάλλου και τα ψηφίσματα των Αθηναίων ξεκινούν από τη φράση «ἒδοξε τῇ βουλῇ καί τῶ δήμῳ». Ο νόμος ήταν το οχυρό της δημοκρατίας και η τραγωδία, ως ο κατεξοχήν δημοκρατικός θεσμός, προέτρεπε τους πολίτες να σέβονται τους νόμους, μοναδική προϋπόθεση ευρυθμίας, ισορροπίας και αποτροπής μιας αυθαίρετης εξουσίας. Η τραγωδία τόνιζε ότι η υπακοή στους νόμους είναι το στοιχείο εκείνο που διαφοροποιεί τους Έλληνες από τους βαρβάρους. Οι Έλληνες ένιωθαν πάντα ανώτεροί τους, επειδή ακριβώς οι βάρβαροι ήταν λαός που υποτασσόταν στις επιθυμίες ενός μόνο ανθρώπου. Ενώ οι Έλληνες «δεν είναι σκλάβοι ή υπήκοοι κανενός21». Επομένως, αφού δεν είναι σκλάβοι κανενός, συνάγεται ότι είναι όλοι ελεύθεροι και μεταξύ τους ίσοι. Εν αντιθέσει, οι «βάρβαροι είναι όλοι σκλάβοι εκτός από έναν22», υποχρεώνονται δηλαδή να υπακούουν σε έναν δεσπότη, σε έναν τύραννο «που κάνει νόμους τις επιθυμίες του23». Για τους Έλληνες, όμως, μόνο ο νόμος αποτελούσε εγγύηση της ελευθερίας και οχυρό της δημοκρατίας τους, γι’ αυτό και τον εξύμνησαν: «Από τον μονάρχη πιο βαριά δεν είναι συμφορά σε μια πόλη. Τέτοιο κράτος πρώτα, δεν έχει νόμους ίσους για όλους. Ένας κρατά στο χέρι του τον νόμο κι αφέντης είναι. Ισότητα καμία. Ενώ γραμμένοι νόμοι όταν υπάρχουν, δικαιώματα ίσα έχουν φτωχοί και πλούσιοι […] Και λεύτερα ο καθείς μιλά ή σωπαίνει. Ποια ισότητα είναι ανώτερη από τούτη24;»
Σε άλλες πάλι τραγωδίες, σκηνοθετείται η παραβίαση ενός νόμου, πράγμα που οδηγεί κατευθείαν στην ουσία της δικαιοσύνης. Η τραγωδία εδώ διαδραματίζει μείζονα πολιτικό ρόλο, ενισχύοντας τη δικαστική συνείδηση των Αθηναίων. Ας μην ξεχνάμε ότι η αθηναϊκή δημοκρατία είχε ανάγκη από πολίτες με σωστό δικαστικό κριτήριο. Στην Αθήνα, οι δικαστές ήταν λαϊκοί. Οι Αθηναίοι δικαστές ήταν πρόσωπα μικρής ή ανύπαρκτης νομικής παιδείας. Δεν έκριναν, δηλαδή, τόσο βάσει κάποιου νομοθετικού πλαισίου που να οριοθετεί τις αποφάσεις τους, όσο βάσει της προσωπικής τους κρίσης. Χαρακτηριστικό του νομοθετικού συστήματος της Αθήνας είναι η έλλειψη μιας θεωρίας δικαίου, κάτι βεβαίως που αποτέλεσε το μεγάλο επίτευγμα της ρωμαϊκής νομικής επιστήμης. Το ελληνικό δίκαιο περιορίστηκε στο στάδιο της πρακτικής. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν άνθησε ποτέ μια νομική επιστήμη στην Αθήνα, δεν συνεπάγεται, επ’ ουδενί, έλλειψη δικαιικής συνειδήσεως. Τουναντίον. Λόγω έλλειψης μιας ιδιαίτερης ομάδας ειδημόνων επί νομικών ζητημάτων, το «Δίκαιο» έγινε αντικείμενο απασχόλησης όλων των πολιτών ανεξαιρέτως. Θέματα δικαίου εμφανίζονται στα έργα των ιστορικών, των φιλοσόφων, αλλά κυρίως των τραγικών, δηλαδή στο θέατρο, σε ένα χώρο όπου έχουν πρόσβαση όλοι οι πολίτες. Μέσα από τις τραγωδίες, οι πολίτες καλλιεργούνται, διδάσκονται και διαμορφώνουν την κρίση τους. Στην Ελλάδα, ακόμα και οι πολιτικοί θεσμοί και οι νόμοι περνούν και εκλαϊκεύονται μέσα από μια ατμόσφαιρα ποίησης! Γι’ αυτόν τον λόγο, το ελληνικό δίκαιο δεν μπορεί να μελετηθεί χωριστά από τις τραγωδίες. Κάποιες μάλιστα διασαφηνίζουν λεπτούς νομικούς όρους. Για παράδειγμα, όπως πολύ εύστοχα επισήμανε ο Πάολι στο έργο του La scienza del diritto attico e le sue possibilità, στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, καθορίζεται με ακρίβεια η διάκριση μεταξύ εκούσιου και ακούσιου φόνου25.

Σχεδόν όλες οι τραγωδίες, όπως η Αντιγόνη, οι Ικέτισσες, η Ορέστεια, η Ηλέκτρα, ο Φιλοκτήτης, θέτουν σοβαρά προβλήματα δικαίου. Η έννοια του δικαίου μονοπωλεί συχνά το τραγικό ενδιαφέρον και γίνεται αντικείμενο διαμάχης. Στην περίπτωση, αυτή δύο υποκριτές συγκρούονται, επειδή ακριβώς πρεσβεύουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, πολλές φορές ίσης αξίας και οι δύο, φαινομενικά τουλάχιστον. Μεθοδεύεται, λοιπόν, επί σκηνής, μια έντονη αντιπαράθεση, στηριζόμενη σε αντιθέσεις βαθιές και θεμελιώδεις. Κάθε πρόσωπο πιστεύει στην απόλυτη ορθότητα των σκέψεών του. Κάθε πρόσωπο πιστεύει ότι το δίκιο είναι με το μέρος του και προσπαθεί να μας πείσει μέσα από επιχειρήματα που βρίσκονται πολύ κοντά στις δικανικές αγορεύσεις των ρητόρων της εποχής. Η τραγωδία διαπαιδαγωγεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το κοινό, και αναπτύσσει τις ικανότητές του για ορθό λόγο και ορθότητα στην κρίση του. Σίγουρα, δεν στερείται σημασίας και ενδιαφέροντος το γεγονός ότι αυτή η βίαιη αντιπαράθεση μεταξύ δύο διαφορετικών απόψεων, μεταξύ δύο διαφορετικών συστημάτων αξιών, ονομάζεται στην τραγωδία αγών και είναι η ίδια λέξη που χρησιμοποιείται και κατά τη διάρκεια μια δικαστικής διαμάχης, δικαστικός αγών.

Σε μια πόλη-κράτος, που δεν είχε ακόμη πλήρως διαμορφωθεί, που συνεχίζει να θέτει τις βάσεις του πολιτεύματος και να οριοθετεί νέα πλαίσια μεταξύ του παλαιού δικαίου, που χαρακτήριζε την αρχαϊκή εποχή, και του νέου δικαίου, που χαρακτηρίζει τη χαραυγή των κλασικών χρόνων, ο ρόλος του τραγικού θεάτρου είναι ευνόητος. Στα πρώιμα στάδια της δημοκρατίας, οι Αθηναίοι θα πρέπει να είχαν ακόμα έναν αρχαϊκό τρόπο σκέψης. Η τραγωδία τούς απελευθέρωσε από τους ζυγούς που τους κρατούσαν δέσμιους σε παλιές πρακτικές, νοοτροπίες και μορφές πολιτεύματος, ενώ παράλληλα τους βοηθούσε να ανακαλύψουν τις δομές ενός νέου πολιτικού συστήματος, βασισμένου στην ισότιμη και ισόνομη συμμετοχή όλων των πολιτών. Ίσως η τραγωδία αποτέλεσε πολιτικό θεσμό, επειδή ακριβώς έγινε το μέσο μιας αποκαλυπτικής συζήτησης επί σκηνής των θεμελιωδών αρχών που πρέπει να διέπουν μια ευνομούμενη και δημοκρατική πολιτεία. Έτσι η τραγωδία πρέπει, εν μέρει, να αποτέλεσε το όχημα επίτευξης των στόχων της νεοσύστατης δημοκρατίας. Ως προς αυτό, αποτέλεσε και αποτελεί ένα φαινόμενο μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία.

Οι Έλληνες, πράγματι, κατόρθωσαν να παγιώσουν στις συνειδήσεις των πολιτών, μέσω της τραγικής ποίησης, υψηλές έννοιες δικαίου και δικαιοσύνης. Κατάφεραν να μετατρέψουν κορυφαία πολιτικά ζητήματα, που αφορούσαν στο δικαστηριακό γίγνεσθαι, στη νομοθετική σκέψη, στην αποτελεσματικότητα ή μη ενός νόμου, σε πραγματικά αριστουργήματα ανθρώπινου δράματος. Μέσα από μια δίκη στον Άρειο Πάγο, ο Αισχύλος συνέθεσε έναν ύμνο υπέρ της αθωότητας. Ίσως η χαριστική ρήτρα, που βρίσκεται σε ισχύ μέχρι και σήμερα, σύμφωνα με την οποία η ισοψηφία αθωώνει τον κατηγορούμενο, να είναι μακρινός απόηχος της Ορέστειας του Αισχύλου26. Ένα επίσης σημαντικό στοιχείο που αναφύεται από την Ορέστεια είναι ότι παρουσιάζεται ο Άρειος Πάγος σαν ένα απλό δικαστήριο φόνων. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο. Σε μια εποχή έντονων αναταραχών, ο Αισχύλος, αν και αριστοκρατικής καταγωγής, αποδέχεται τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις των δημοκρατικών, χωρίς υπονοούμενα, ή αρνητική κριτική και παροτρύνει τους πολίτες να αποφεύγουν τις διχόνοιες και να δείχνουν τον απαιτούμενο σεβασμό στους θεσμούς της πολιτείας27.
Εν είδει επιλόγου, θα κλείσω με την εξής παρατήρηση. Κατά τον «χρυσό αιώνα» του Περικλή, η Αθήνα εμφανίζεται ως η πιο ισχυρή πόλη της Ελλάδας. Ασκούσε μάλιστα έντονη επιρροή πέρα από τα σύνορά της, αφού μπόρεσε να συντρίψει ακόμα και τις επεκτατικές βλέψεις της περσικής αυτοκρατορίας. Λίγα χρόνια πριν, η Αθήνα δεν ήταν παρά μια ασήμαντη πόλη-κράτος ανάμεσα σε τόσες άλλες. Ο λαός, εκεί που πρώτα ήταν άβουλος και υποτακτικός στις διαταγές των αριστοκρατών, κατάφερε, μέσα σε λίγα χρόνια, να γίνει κυρίαρχος, να πάρει στα χέρια του την εξουσία και να ρυθμίζει ο ίδιος τη τύχη της πόλης του. Πώς συντελέστηκε το θαύμα αυτό από έναν λαό στην πλειονότητά του αγροτικό και ακαλλιέργητο; Ασφαλώς η τραγωδία βοήθησε πολύ ως προς αυτή την κατεύθυνση.

Ωστόσο, οι ίδιες οι επιτυχίες της πόλης τους, ο θρίαμβός της σε όλους τους τομείς, πρέπει ως ένα βαθμό κάποιους να προβλημάτιζε ή άλλους πάλι να τρόμαζε. Φαίνεται ότι οι Έλληνες γνώριζαν πολύ καλά, ότι όσο μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση αποκτά ο άνθρωπος, τόσο πιο υπερόπτης και αλαζονικός γίνεται. Κατ’ επέκταση, οι πιθανότητές του να κάνει λάθη αυξάνονται, με αποτέλεσμα η ίδια του η ύπαρξη να γίνεται αβέβαιη. Η Αθήνα, η μεγάλη αυτή δύναμη της εποχής του Περικλή, είχε απόλυτη ανάγκη μέτρων περιορισμού. Έπρεπε να αυτοπροστατευτεί για να προλάβει την πτώση, που μοιραία ακολουθεί όταν επέρχεται υπέρβαση των ορίων. Ως προς αυτό, οι τραγικοί βοήθησαν αποφασιστικά. Η τραγωδία ήταν δηλαδή εκείνη που προειδοποιούσε τους Αθηναίους για τον κίνδυνο που ελλοχεύει όταν υπάρχει υπερβολική αυτοπεποίθηση που οδηγεί στην ύβρη, στην πρόκληση και στην αλαζονεία. Δεν υπάρχει ούτε μια σωζόμενη τραγωδία που να μην το τονίζει αυτό. Το τραγικό θέατρο δίδασκε στους Αθηναίους σύνεση, σωφροσύνη, αυτοσυγκράτηση, ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη. Μέσα από αυτή τη μορφή τέχνης, οι πολίτες της Αθήνας μάθαιναν ότι κάθε υπερβολή οδηγεί στην απομάκρυνση από το μέτρο, πράγμα που προκαλεί με μαθηματική ακρίβεια την καταστροφή και τον όλεθρο. Μόνο το μέτρο είναι η εγγύηση της ευτυχίας. Όποιος το ξεπερνά, διαπράττει ύβρη και η ύβρις στην αρχαία τραγωδία πάντα στο τέλος τιμωρείται.

Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι, στην Αρχαία Ελλάδα, οι τραγωδίες διδάσκονταν. Δεν ήταν σχήμα λόγου. Αυτό το ιδιαίτερο είδος θεάτρου όντως δίδασκε και μάλιστα με έναν τρόπο άμεσο και δυνατό, εφόσον προκαλούσαν έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Η τραγωδία δεν ήταν λοιπόν ποτέ για τους Αθηναίους μια απλή πολυτέλεια, που προοριζόταν μόνο για την τέρψη των θεατών ή για την καλλιέργεια της αισθητικής τους. Με έναν τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο, η τραγωδία έφερνε τους θεατές της σε επαφή με μεγάλα ιδεολογικά και ηθικά προβλήματα, με υψηλές έννοιες φιλοσοφίας και δικαίου. Αναιρώντας πολλές φορές την πολιτική τάξη για να τους προβληματίσει, τους έδειχνε τι έπρεπε να προσέχουν και τι να αποφεύγουν. Δίδασκε στο σώμα των πολιτών, ακόμα και μέσα από την ανατροπή, τι είναι δίκαιο, άδικο, δικαιοσύνη, ευνομία, σεβασμός, ηθική, ποια είναι τα δικαιώματα της πόλης, πού φτάνουν, ως πού πρέπει να φτάσουν, ποιους μπορεί να προσβάλουν, γιατί δεν πρέπει να τους προσβάλουν, πότε επέρχεται σύγκρουση, πότε καταστροφή και πώς μπορούν να την προλάβουν. Η τραγωδία ως ερέθισμα, ανατροπή, άποψη, αναδημιουργία, έδωσε στο κοινό της τα κλειδιά κατανόησης του κόσμου και μάθαινε τους πολίτες ότι έπρεπε να ζουν σύμφωνα με τις επιταγές της Αιδούς και της Δίκης.


Σημειώσεις

  1. Βλ. Ζακλίν ντε Ρομιγύ, La tragédie grecque, Paris, PUF, 1970, σ. 9. Όπως πολύ σωστά επισήμανε και η Γαλλίδα ελληνίστρια Ζακλίν ντε Ρομιγύ, τραγωδίες παρουσιάζονταν για περίπου ογδόντα χρόνια και δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι η περίοδος των ογδόντα αυτών χρόνων αντιστοιχεί με την άνθηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αντίστοιχα, η παρακμή της τραγωδίας συμπίπτει με την παρακμή της δημοκρατίας. Ήδη από το 405, ο Αριστοφάνης, στο έργο του Βάτραχοι, ψάχνει απεγνωσμένα τραγικούς ικανούς να συγκρατήσουν το ενδιαφέρον του κοινού για τις τραγικές παραστάσεις και να συντηρήσουν το τραγικό είδος.
  2. Δηλαδή στο κέντρο αγοραπωλησιών, που ήταν επίσης χώρος λαϊκής συνάθροισης και δημόσιας έκφρασης.
  3. Έτσι, οι δημοκρατικές αρχές εισήχθησαν και στον χώρο των παραστάσεων. Υπέρ αυτής της υπόθεσης συνηγορεί και το εξής γεγονός: Οι κριτές των δικαστικών αγώνων ήταν δέκα, όπως δέκα ήταν και στρατηγοί, όπως δέκα ήταν και οι φυλές που δημιούργησε ο Κλεισθένης, ο οποίος, στηριζόμενος από τον λαό, έθεσε τις βάσεις της δημοκρατίας.
  4. Τα μέλη της κριτικής επιτροπής, ο Χορός, οι ηθοποιοί και οι χορηγοί ήταν όλοι τους Αθηναίοι πολίτες.
  5. Η χορηγία ήταν ένας τρόπος έμμεσης αλλά πολύ τιμητικής φορολογίας. Ο χορηγός, καθ’όλη τη διάρκεια των παραστάσεων, αποτελούσε πρόσωπο ιερό. Νίκη του ποιητή ισοδυναμούσε με νίκη του χορηγού.
  6. Από τη στρατηγεία, δηλαδή, του Περικλή και έπειτα, οι πιο φτωχοί πολίτες, για να μπορέσουν να παραβρεθούν στους τραγικούς αγώνες, έπαιρναν ένα μικρό οικονομικό βοήθημα, τα λεγόμενα θεωρικά.
  7. Οι Σπαρτιάτες ποτέ δεν μπόρεσαν να καταλάβουν αυτές τις ανήκουστες σπατάλες. Θεωρούσαν ότι οι Αθηναίοι κάνουν μέγιστο λάθος ξοδεύοντας για τις θεατρικές παραστάσεις υπέρογκα ποσά, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να επανδρώσουν μεγάλους στόλους και να εφοδιάσουν στρατεύματα. Βλ. Πλουτάρχου, Ηθικά, Αθηναίων δόξα, 349 α-β.
  8. Στο ίδιο. Τους προσέφεραν τρυφερά μαρούλια, χέλια, παϊδάκια, μυελό, και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα, όσο δηλαδή εξασκούσαν τη φωνή τους
  9. Ιδέα που πρώτος εισήγαγε ο Κώστας Παπαϊωάνου, o οποίος υποστηρίζει ότι το τραγικό θέατρο του 5ου αιώνα «έχει ενσωματωθεί μες την ίδια την οργανωμένη κοινωνία κι έχει ταυτιστεί με τις ίδιες τις υπεύθυνες κρατικές λειτουργίες. Έχουμε μια κατάσταση μες την οποία η αντίθεση του Κράτους και του Τραγικού είναι ολότελα ανύπαρκτη. Το κράτος αυτό γεννήθηκε σαν στεφάνωμα της ίδιας πάλης με την οποία η επαναστατική μάζα του 6ου αιώνα οργάνωσε το δικό της θέατρο. Και το κράτος αυτό εξαφανίστηκε μαζί με το θεάτρο: τόσο ήταν κοινές οι ρίζες και οι πηγές του». Βλ. Κώστας Παπαϊωάνου, Μάζα και Ιστορία, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2003, σελ. 95-96.
  10. Για τους Αθηναίους, οι εκλογές δεν αποτελούν αρχή δημοκρατική αλλά αριστοκρατική. Ο Αριστοτέλης, στα Πολιτικά του, αναφέρει ρητά ότι η κλήρωση θεωρείται αρχή δημοκρατική, ενώ η εκλογή αρχή ολιγαρχική. Βλ. Αριστοτέλους, Πολιτικά, ΙV, 1294 b και VI 1317 b.
  11. Κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα, δηλαδή, να αναγορευτεί ως άρχοντας, να λαμβάνει μέρος ως δικαστής στα λαϊκά δικαστήρια, και να συμμετέχει στα κέντρα λήψης των αποφάσεων της Εκκλησίας του Δήμου. Η δημοκρατία της Αθήνας του «Χρυσού αιώνα» είναι η μόνη που χαρακτηρίστηκε ως «πλήρης δημοκρατία» και πολύ απέχει από τα σημερινά πολιτεύματα, που, σύμφωνα με πολλούς στοχαστές, δεν αποτελούν παρά ένα είδος ολιγαρχίας, δεδομένου ότι ο αριθμός των κυβερνώντων είναι πάντοτε απείρως μικρότερος από των κυβερνωμένων.
  12. Επρόκειτο για τη λαϊκή συνέλευση, στην οποία συμμετείχαν όλοι ανεξαιρέτως οι ενήλικες άνδρες που είχαν την ιδιότητα του πολίτη. Έπρεπε δηλαδή να είναι μόνο Αθηναίοι, από μητέρα και πατέρα που είχαν γεννηθεί στην Αθήνα. Φυσικά οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι αυτομάτως αποκλείονταν.
  13. Εκτός από τους δέκα στρατηγούς, όλοι οι άλλοι άρχοντες εκλέγονταν διά κλήρου. Μόνο τους στρατηγούς ψήφιζαν διότι πίστευαν ότι για το αξίωμα αυτό είναι κατάλληλα άτομα με ειδικές τεχνικές γνώσεις.
  14. Δηλαδή, έναν νόμο επικίνδυνο που θα μπορούσε να οδηγήσει στη διασάλευση των αρχών της δημοκρατίας. Αυτό το μέτρο πρέπει να δρούσε ανασταλτικά σε όσους ήθελαν αλόγιστα να προτείνουν την ψήφιση ενός νέου μέτρου.
  15. Οι πολίτες υποδείκνυαν, γράφοντας πάνω σε ένα μικρό σπασμένο κεραμύδι (όστρακο), το όνομα εκείνου που θεωρούσαν σκόπιμο να απομακρυνθεί από την πόλη. Εκείνος που κρινόταν επικίνδυνος για τη δημοκρατία εξοριζόταν για δέκα χρόνια. Ο θεσμός αυτός δημιουργήθηκε, όπως μας λέει ο Αριστοτέλης στην Αθηναίων Πολιτεία του (22, 4), ως μέσο σωτηρίας της αθηναϊκής δημοκρατίας και επινοήθηκε για να παρεμποδίσει ορισμένους πολύ ισχυρούς πολίτες να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους και να καταστούν τύραννοι.
  16. Βεβαίως η τραγωδία διαθέτει περισσότερα επίπεδα ερμηνείας, και δεν πρέπει να την περιορίσουμε σε μια μόνο λειτουργία. Εντούτοις, η πολιτική λειτουργία της τραγωδίας είναι κεφαλαιώδους σημασίας.
  17. Σοφοκλέους, Οιδίπους τύραννος, στ. 872.
  18. Σοφοκλέους, Αντιγόνη, στ. 506-507: «Οι τύραννοι λένε και κάνουν ό,τι θέλουν».
  19. Στο ίδιο.
  20. ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ, Ικέτισσες, στ. 405-456.
  21. Αισχύλου, Πέρσες, στ. 241-242.
  22. Ευριπίδου, Ελένη, στ. 276.
  23. Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης, στ. 403-404.
  24. Ευριπίδου, Ικέτισσες, στ. 405-415.
  25. Ο Θησέας προξενεί τον χαμό του γιου του Ιππόλυτου νομίζοντας ότι αυτός είχε βιάσει τη Φαίδρα, που ήταν μητρυιά του. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν έγινε ποτέ, γι’ αυτό, κατά τον Ευριπίδη, ο φόνος ήταν ακούσιος: «ἂκων γάρ ὢλεσας». Βλ. Ευριπίδου, Ιππόλυτος, στ. 1433.
  26. Ακόμα και σήμερα, στα δικαστήρια, χρησιμοποιείται η φράση «ψήφος της Αθηνάς», για την περίπτωση που ο κατηγορούμενος αθωώνεται με ισοψηφία.
  27. Ο Εφιάλτης, ηγέτης των ριζοσπαστών δημοκρατικών, κατήργησε τις πολιτικές αρμοδιότητες του «αριστοκρατικού» Αρείου Πάγου, αφήνοντάς του μόνο το δικαίωμα να εκδικάζει υποθέσεις φόνων.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ