Αρχική » Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν με πάθος οι  σύγχρονοι πολίτες δεν πιστεύουν σε τίποτε

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν με πάθος οι  σύγχρονοι πολίτες δεν πιστεύουν σε τίποτε

από Αναδημοσιεύσεις

Ο πυγμάχος των Θερμών

της Andrea Marcolongo

Δημοσιεύθηκε στις 07/04/2023 Le Figaro

Η απώλεια της αίσθησης του ιερού στη σύγχρονη κοινωνία έχει οδηγήσει σε μια ηθική και αισθητική διολίσθηση προς τα κάτω, υποστηρίζει η ελληνίστρια Andrea Marcolongo*. Μας καλεί να αντλήσουμε από την ελληνική σοφία για να επανασυνδεθούμε με αυτή την ανθρώπινη ανάγκη για πίστη.

Πριν από μερικές εβδομάδες, είχα το προνόμιο να συνοδεύσω στην Αθήνα μια ομάδα αναγνωστών, οι οποίοι είχαν την περιέργεια να ανακαλύψουν αυτό το θαύμα του πολιτισμού και της επιστήμης που ήταν η κλασική Ελλάδα. Συζητώντας μαζί τους στην αρχαία αγορά, συνειδητοποίησα πόσο πολύ αυτοί, οι αρχαίοι Έλληνες, είχαν προσανατολίσει τη φιλοσοφία και τον τρόπο ζωής τους στην επιδίωξη της ευτυχίας. Και πόσο εμείς, οι σύγχρονοι, σε σύγκριση με αυτούς, δεν φαινόμαστε απλώς δυστυχισμένοι αλλά απολύτως καταθλιπτικοί.

Το κλασικό διώνυμο «καλός κἀγαθός» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η ανάλυση του τι κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο εδώ στη γη, αλλά πάντα με ένα βλέμμα στραμμένο στον ουρανό. Η αίσθηση του ιερού γινόταν νοητή όχι ως αντίθεση αλλά ως συμπλήρωμα της επιστήμης – εμείς, οι σύγχρονοι, διαχωρίσαμε αυτές τις δύο διαφορετικές όψεις, και, έκτοτε, η μία χωρίς την άλλη, η επιστήμη χωρίς τη φιλοσοφία και τανάπαλιν, ακρωτηριάζει κάθε σκέψη μας. Για τους Έλληνες, η ομορφιά ενός φύλλου, ενός προσώπου, η μελωδία των πραγμάτων ήταν ιερές, όλα τα άλλα ήταν πεδίο της επιστήμης: δεν υπάρχει ισχυρότερη τάση προς το ιερό και ταυτόχρονα προς την επιστημονική αξίωση όσο στους διαλόγους του Πλάτωνα.

Ένα από τα μεγαλύτερα δεινά της εποχής μας, από το οποίο εξαρτάται ένα μεγάλο μέρος της θλίψης και της παθητικότητάς μας, είναι το γεγονός ότι δεν πιστεύουμε πλέον σε τίποτα σπουδαίο, όπως έλεγε κάποτε ο Jean d’Ormesson. Ότι κανείς δεν πιστεύει πια σε τίποτα, παρά μόνο –παροξυσμός της μοναξιάς– στον εαυτό του. Το μέλλον έχει πάψει να είναι μια πρόσκληση και μια έκπληξη, και η ζωή έχει γίνει μια αργή πορεία, χωρίς εσωτερικά στηρίγματα, μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής μας.

Δεν αναφέρομαι στη θρησκεία, δηλαδή στην κωδικοποιημένη λατρεία μιας θεότητας: παρά τους ακραίους, από τη μία πλευρά, και την κρίση της θρησκευτικότητας από την άλλη, ο καθένας έχει ατομικά την ελευθερία να επιλέγει να λατρεύει ή να αρνείται τον θεό του. Αντίθετα, θα ήθελα να προβληματιστώ σχετικά με την απώλεια της αίσθησης του ιερού στη σύγχρονη κοινωνία, συνέπεια της οποίας είναι μια αισθητική και ηθική διολίσθηση προς τα κάτω –προς το χειρότερο– και γενικότερα μια συλλογική αγωνία που οδηγεί σε επιπόλαια και επικίνδυνα υποκατάστατα.

Ιερό είναι οτιδήποτε αντιτίθεται στο βέβηλο, αλλά η σημασία του δεν είναι αυστηρά θρησκευτική. Ιερό είναι, για παράδειγμα, το γεγονός ότι αγαπήσαμε για μεγάλο χρονικό διάστημα κάποιον που δεν μας αγαπούσε. Ιερό είναι το γεγονός ότι μας συγκινεί, χωρίς να ξέρουμε γιατί, το θαυμάσιο θέαμα της άνοιξης, που φτάνει σταθερά κάθε χρόνο, από την πρώτη μέρα του κόσμου. Ιερή είναι κάθε ζωή που αρχίζει, κάθε ζωή που τελειώνει, που εμπιστεύεται τα σημάδια ή τον άνεμο. Γενικά, το ιερό είναι το ένστικτο να πιστεύουμε ότι, πίσω από κάθε εκδήλωση της ύπαρξης, υπάρχει ένα νόημα και ένας σκοπός. Το ποιο νόημα θα του δώσουμε, αυτό είναι η αποστολή της θρησκείας. Αλλά το να αντιλαμβανόμαστε αυτό το νόημα ήταν ανέκαθεν η αποστολή του ανθρώπου.

Η αναζήτηση του ιερού σε όλες τις εκφάνσεις του αντιμετωπίζεται σήμερα με σκεπτικισμό και χλευασμό: είναι αδύνατο, και μάλιστα σκανδαλώδες, να πιστεύει κανείς σε αρχαίες δεισιδαιμονίες, παγανιστικές τελετουργίες, ξεπερασμένες παραδόσεις και αδαείς φήμες. Αλλά οι λέξεις έχουν σημασία· το να τις σεβόμαστε και να είμαστε ακριβείς είναι ένας άλλος τρόπος να τιμούμε το μυστήριο: το ιερό δεν υπάρχει για να το πιστεύουμε –δεν είναι θρησκευτικό, δεν είναι θεϊκό– αλλά για να το αισθανόμαστε.

Λέγεται ότι η βεβήλωση του ιερού και η εκκοσμίκευση της ύπαρξης είναι η συνέπεια του θετικισμού και της κυριαρχίας της επιστήμης πάνω στην αφέλεια: όντας οπλισμένοι με δεδομένα και μηχανές, μόνο οι πιο άπειροι και οι αγράμματοι μπορούν ακόμα να πιστεύουν ότι ένα λουλούδι περιέχει το άπειρο μέσα στο πεπερασμένο των ατόμων του. Αλλά ούτε η επιστήμη είναι θρησκεία: η δουλειά της είναι να αποδεικνύει, όχι να κηρύττει. Η εμπιστοσύνη στην επιστημονική μέθοδο δεν είναι πράξη πίστης, αλλά άσκηση αδιάσειστου και ορθολογικού λογισμού. Η επιστήμη καταδεικνύει πώς και γιατί συμβαίνει ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, είναι ένας λεπτομερής σχολιασμός της ύπαρξης· αλλά το να εξηγήσεις ποιος σχεδίασε τους κανόνες του παιχνιδιού είναι κάτι εντελώς διαφορετικό· και ιδού που ανεξήγητα επιστημονικά φαινόμενα όπως το μποζόνιο του Χιγκς μπορούν να αποκαλούνται το «σωματίδιο του Θεού».

Σήμερα, αντί για το ιερό έχουμε τα δεδομένα που προσπαθούν να εξηγήσουν αυτόν τον σκοπό τον οποίο κάποιος θεωρεί θεϊκό, και κάποιος άλλος απλά πολύ μεγαλειώδη για να τον συλλάβουν οι πεπερασμένες δυνατότητες του εγκεφάλου μας. Ωστόσο, αυτή η υποκατάσταση δεν έφερε την αναμενόμενη ανακούφιση, την απελευθέρωση του ανθρώπου από το μυστήριό του, αλλά έκανε τη ζωή μας ακόμη πιο εξαντλητική, σχεδόν ανυπόφορη: από τότε που το δεδομένο αντικατέστησε το ιερό, νιώθουμε σαν να πνιγόμαστε σε μια μαύρη θάλασσα από αριθμούς, αναλύσεις, μοντέλα στα οποία μας προστάζουν επιτακτικά να πιστέψουμε. Η τεχνολογία, που γεννήθηκε για να απελευθερώσει τον άνθρωπο από την ανάγκη της μοίρας, μεταβάλλεται σε θρησκεία: η μία ασχολείται με τη σωτηρία των ψυχών, η άλλη με τη διαφύλαξη των δεδομένων στο σύννεφο του διαδικτύου. Η τεχνητή νοημοσύνη συνιστά τον τελευταίο χρησμό αυτής της τεχνοκρατίας, από τον οποίο ζητάμε μια απάντηση που να αναγνωρίζει την ανωτερότητά της.

Ταυτόχρονα, δεδομένου ότι η ανθρώπινη ανάγκη για πίστη δεν μπορεί να κατασταλεί, βλέπουμε να εξαπλώνεται μια παράξενη αίσθηση του ιερού, εντελώς εισαγόμενη (συχνά για εμπορικούς σκοπούς) από μακρινές κοινωνίες: μαθήματα γιόγκα, διαλογισμός, ανατολίτικες και σαμανικές τελετουργίες προσφέρονται παντού. Είναι πλέον αποδεκτό, ακόμη και της μόδας, να βλέπουμε καλλιεργημένους αστούς και ανώτερα στελέχη να απαγγέλλουν ακατανόητα μάντρα, μέσα σε αναθυμιάσεις από λιβάνια, ενώ στη δουλειά τους ορκίζονται υποταγή στους αριθμούς και τις οικονομικές στατιστικές.

Οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν «μυστικό», μυημένο στην απόκρυφη γνώση, οτιδήποτε πιστεύουμε χωρίς να γνωρίζουμε το γιατί. Ο μυστικισμός, που εκείνη την εποχή ανήκε σε μια πνευματική διάσταση ξένη προς την επίσημη θρησκεία (τη θρησκεία του Δία και της Αθηνάς και ολόκληρου του Ολύμπου), βρισκόταν παντού, σε κάθε λέξη και σε κάθε χορτάρι, γιατί τα πάντα ήταν ιερά χωρίς ποτέ να είναι δογματικά. Από τον πρώτο στίχο του Ομήρου, αυτή την αίσθηση της καλόπιστης προσδοκίας, της φιλοσοφικής παρηγοριάς, της ανθρώπινης ομορφιάς, η οποία δημιούργησε ένα τεράστιο ρεπερτόριο παραδόσεων, χειρονομιών και ποιημάτων, δεν την σέβονταν επειδή ήταν αληθινή. Αλλά επειδή ήταν απαραίτητη για να ζήσει κανείς ελεύθερος, ολοκληρωμένος. Ίσως και ευτυχισμένος: μια ιερότητα στην οποία εμείς, οι σύγχρονοι, πρέπει να πιστέψουμε και πάλι.

Μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου

Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.

Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων

Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook

Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Σπύρος Καναβός 14 Απριλίου 2023 - 07:18

Πολύ καλό άρθρο. Θίγει την πραγματικότητα που συνιστά το δράμα του σύγχρονου ανθρώπου.
Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα κυρίως για ιστορικούς λόγους.
Ο μέσος Έλληνας „πιστεύει“ σε μερικά πράγματα:
Στην απόκτηση υπεροχής έναντι του συμπολίτη του με αθέμιτα μέσα.
Επίσης, όσοι ασχολούνται με την Επιστήμη εννοώ και εκείνους που ασχολούνται επαγγελματικά, (πολλώ δε μάλλον το μεγάλο πλήθος), ενδιαφέρονται για την χρήση της Επιστήμης ως μέσον που αποφέρει προσωπική αίγλη (κοινώς φιγούρα), ευκολότερη ζωή επειδή μέχρι πρόσφατα η ενασχόληση αυτή προσφέρει θέση και ενίοτε χρήματα.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ