Χρίστου Δάλκου: Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξης πιέττα
(ἤ: εἴμαστε, ἀλήθεια, «ἔθνος ἀνάδελφον»;)
Ἡ λέξη πιέττα (= πτυχή ὑφάσματος, ζάρα κ.λπ.) ἔχει θεωρηθῆ δάνειο ἀπό τήν ἐνετική (πρβλ. ἐνετ. pieta, ἰταλ. piega : πτυχή, δίπλα κ.τ.τ.), καί οἱ περισσότερες ἐνδείξεις προσανατολίζουν, ὄντως, πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση: πιέτα κοιν. πγιέτα Πελοπν. (Παλ.) πιγιέτα Ὀθων. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Δάρ. Ἀρκαδ. Παλ. Φιγάλ.) πχιέτα Ἤπ. (Ἀρτοπ.) μπιέτα Καστελλόρ. Χίος (Βροντ.) μπουϊέτα Στερελλ. (Αἰτωλ.), πιετίνα (= τό στρίφωμα τοῦ φουστανιοῦ) Κέρκ. πιοτίνα (= ἡ δίπλα τοῦ φορέματος, ἡ πτυχή) Ἤπ. (Παλάσ.) πιετᾶτος (= πλήρης πτυχῶν) Πάτμ. κ.λπ.
Μιά πρώτη «παρέκκλιση» ἀπό τό «βολικό» σχῆμα τοῦ δανεισμοῦ ἐμφανίζεται σέ τύπους πού παρουσιάζουν λ ἀντί τοῦ ἡμιφωνικοῦ i: πλέτα Ἄνδρ. Κρήτ. Λῆμν. (Πλάκ.) πλέτ`τα Κύπρ. bλέτα Ἀθῆν. Ἰων. (Κρήν.) Ἴμβρ. Κωνπλ. Νάξ. (Ἀπείρανθ.) Σάμ. (Κουμαραδ.) Χίος μbλέτ-`τα Ἀστυπ. Κῶς (Καρδάμ.) μπλέτθα Κάλυμν. bλεττᾶτος (= πτυχωτός) Νάξ. (Ἀπείρανθ.) bλετάκι (= ἡ ἀναδίπλωσις καί ραφή τοῦ ὑφάσματος, ἡ γινομένη συνήθως εἰς τό στῆθος καί τάς χειρίδας τῶν ὑποκαμίσων χάριν καλλωπισμοῦ) Ἰων. (Κρήν.) Νάξ. (Ἀπείρανθ.) bλετιάζω (= κάμνω μπλέτες, ρυτιδοῦμαι) Ἀθῆν. Κωνπλ. Μύκ. bλετιασμένο (πρόσωπο, ροῦχο) Κωνπλ. (Φανάρ.) bλεθιάζω (= ἀδυνατίζω καί κάνω ζάρες στό πρόσωπο: ἐbλέθιασεν ἡ μούρη d’ ‘φ τήν ἀδυναμία) Νάξ. (Ἀπείρανθ.) bλεθιασμός (= πτύχωσις) Νάξ. (Ἀπείρανθ.) πλετοπούλι (= πτυχή) Κρήτ.
Γνωρίζουμε, βέβαια, ὅτι, σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις, ἡ ἀκαδημαϊκή γλωσσολογία τείνει νά καταφεύγῃ σέ διάφορες λύσεις (παρετυμολογικές ἐπιδράσεις, ἀναλογικούς σχηματισμούς, ψευδεῖς ἀποκαταστάσεις κ.λπ.), προκειμένου νά ἐξηγήσῃ τήν παρέκκλιση ἀπό τόν «κανονικό» τύπο, ἀλλά ἄς μᾶς ἐπιτραπῇ ἐδῶ νά ἀντιμετωπίσουμε τόν τύπο (μ)πλέτα ὅπως ἀντιμετωπίσθηκαν καί τά –σχετικά σπάνια- πλιά, πλιό κ.τ.τ. ἔναντι τῶν –κοινῶν- πιά καί πιό: ἀντί νά συσχετισθοῦν μέ τό ἰταλ. piu, ἀνήχθησαν στά ἀρχ. ἑλλ. πλέον, πλέα. Κατά παρόμοιο τρόπο ὁ τύπος (μ)πλέτα ἀνάγεται, κατά τήν γνώμη μας, μέσῳ τοῦ καρπαθιακοῦ ἰπλέτ-τα (= πτυχή, πρβλ. καί ἰπλετ-τί, ἰπλέτ-τι: μικρή πτυχή) στό διπλέττα (= δίπλα, πτυχή) Θήρ. Κύθηρ. Κύπρ.
Ἡ συσχέτιση τοῦ πιέττα μέ τό διπλέττα ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τήν ταύτιση, σέ ὡρισμένες περιπτώσεις, σημασιῶν τῆς λέξης «δίπλα, ἡ» [= ὄχι μόνο πτυχή ἀλλά καί «ζάρα τοῦ προσώπου» Κρήτ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) || «τό ἔξω μαντήλι τῶν γυναικῶν» Ρόδ.] πρός αὐτές τῆς λέξης πιέττα [πρβλ. bλέτα = ζάρα τοῦ προσώπου: Πότε ζάρωσε ἡ μούρη τζη; bλέτες bλέτες ἐΐνηκε Νάξ. (Ἀπείρανθ.), πιγιέττες (= ρυτίδες) Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) || πιέττα (= τσεμπέρι) Πελοπν. (Ἑρμιον.)].
Ἡ ἐνδοσυγκριτική συσχέτιση τῶν πιέττα, πλέττα μέ τά ἰπλέττα, διπλέττα μᾶς ἀνάγει σ’ ἕνα εὐρύτερο καί πολύ σημαντικό πρόβλημα, αὐτό τῆς ἀπώτερης καταγωγῆς πολλῶν λέξεων, ἐπιθημάτων, φωνητικῶν φαινομένων κ.λπ. τῆς γραικικῆς / «νεο»ελληνικῆς γλώσσας πού θεωροῦνται δάνεια ἀπό τίς ρωμανικές γλῶσσες, μέ προεξάρχουσα τήν λατινική / ἰταλική. Ἡ ἀπόλυτη προσήλωσή μας στίς –πολύτιμες, βεβαίως,- μαρτυρίες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας καί ἡ ἄρνησή μας νά διερευνήσουμε τήν πιθανότητα πολλές ἀπό τίς ἰδιαιτερότητες τῆς γραικικῆς νά ὀφείλωνται σέ διαδικασίες αὐτόνομης ἐξέλιξης, στό ἐσωτερικό της, εὐθύνονται γιά τήν στρεβλή εἰκόνα πού ἔχουμε κατασκευάσει ὄχι μόνο γιά τήν γλῶσσα μας, ἀλλά ἐν τέλει γιά τό σύνολο τῶν ρωμανικῶν γλωσσῶν, τίς ὁποῖες τείνουμε νά ἀντιμετωπίζουμε ὡς ἁπλᾶ ἐξαρτήματα τῆς λατινικῆς.
Εἶναι καιρός νά δοῦμε τά πράγματα στίς πραγματικές τους διαστάσεις, πρᾶγμα πού, σύν τοῖς ἄλλοις, θά μᾶς ἐπιτρέψῃ νά βοηθήσουμε στήν κατάρριψη τοῦ μύθου περί «ἀναδέλφου» ἔθνους τῶν Ἑλλήνων, ἀφοῦ σέ κάθε βῆμα αὐτῆς τῆς πορείας θά ἐνισχύεται ἡ διαπίστωση ὅτι αὐτό πού ἐκλαμβάνουμε ὡς μεταγενέστερη «παραφθορά» τῶν ρωμανικῶν γλωσσῶν εἶναι συνήθως παλαιότατο -ἄν καί φαινομενικῶς μή μαρτυρούμενο- χαρακτηριστικό τους.
1 ΣΧΟΛΙΟ
δείτε και το πρώτο-ινδοευρωπαϊκό plek, στα ελληνικά πλέκω, στα λατινικά plicare, σήμερα σημαίνει “διπλώνω, λυγίζω, κάνω ζάρες”