του Τ. Χατζηαναστασίου, από το Άρδην τ. 65, Ιούνιος – Ιούλιος 2007
Η αδιαμφισβήτητη για δεκαετίες εθνικοαπελευθερωτική διάσταση της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης, τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως έχει πέσει θύμα της περιλάλητης «αναθεώρησης της Ιστορίας». Για να εξηγούμαστε: Δεν είμαστε από εκείνους που θεωρούν πως οι παραδεδομένες ερμηνείες στην Ιστορία θα πρέπει να αναπαράγονται άκριτα εν είδει θεσφάτων. Η αναθεώρηση ή, καλύτερα, η κριτική επανεξέταση παλαιότερων ερμηνειών είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επιστημονική έρευνα. Η κριτική μας στην αναθεώρηση της Ιστορίας δεν έχει δογματικό χαρακτήρα, αλλά ουσιαστικό: Η κυρίαρχη πλέον ερμηνεία της Ιστορίας της δεκαετίας του ’40 στην Ελλάδα, αυτή δηλαδή που παράγεται και αναπαράγεται στα Πανεπιστήμια, τις επιστημονικές δημοσιεύσεις και τα σχετικά συνέδρια, αγνοεί σχεδόν ολοκληρωτικά την πατριωτική διάσταση του κινήματος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, για να υπερτονίσει την –υπαρκτή μεν αλλά όχι κυρίαρχη– εμφυλιοπολεμική. Κι αυτό, όχι γιατί οι θιασώτες της άποψης αυτής ετοιμάζονται για έναν… κομμουνιστικό τρίτο γύρο, το αντίθετο μάλιστα, αλλά για δύο εντελώς διαφορετικούς λόγους. Οι περισσότεροι αδυνατούν ή/και αρνούνται να κατανοήσουν τι είναι τελικά ένα μαζικό κίνημα, εξαιτίας της κοινωνικής τους θέσης, που βρίσκεται στον αντίποδα του συλλογικού υποκειμένου, δηλαδή του μαζικού λαϊκού κινήματος που ανέδειξε η Αντίσταση. Είναι, όπως λέμε, «στον κόσμο τους», και είτε υποτιμούν λοιδορώντας είτε αγνοούν φαινόμενα όπως το έθνος, η συλλογική ταυτότητα, η λαϊκή θρησκευτικότητα κτλ. Άλλοι όμως, περισσότερο συνειδητοποιημένοι, θεωρούν πως, διαγράφοντας το εθνικοαπελευθερωτικό περιεχόμενο της Αντίστασης, εξασφαλίζουν την ηγεμονία τη δική τους και της ενταγμένης στο παγκοσμιοποιητικό μοντέλο άρχουσας τάξης, στην οποία είτε ανήκουν, είτε επιθυμούν να ανήκουν και συνειδητά υπηρετούν. Και βέβαια, η κυριαρχία του διεθνούς κεφαλαίου έχει ως αντίπαλον δέος τα κράτη και τα έθνη με τον πολιτισμό και τους αγώνες τους.
Το παλαιότερο, απλουστευτικό και μάλλον ρομαντικό, ερμηνευτικό σχήμα ήταν το εξής: Ο ελληνικός λαός υπό την ηγεσία της Αριστεράς παίρνει τα όπλα κατά των κατακτητών και των ντόπιων προδοτών, εξαιτίας όμως της δόλιας βρετανικής επέμβασης εμπλέκεται σε εμφύλιες συγκρούσεις, στη συνέχεια παρασύρεται στη σύγκρουση του Δεκέμβρη, ξεσπά η λευκή τρομοκρατία, που υποχρεώνει την Αριστερά να ξαναβγεί στο βουνό, για να συντριβεί, τέλος, η λαϊκή αντίσταση στον Εμφύλιο Πόλεμο 1946-1949. Παρά τον έντονο υποκειμενισμό του, το σχήμα αυτό εξακολουθεί να λειτουργεί στη λαϊκή συνείδηση του απλού αγωνιστή. Διατηρεί επομένως την αξία του στη βάση της υποκειμενοποιητικής, κατά Αλτουσέρ, δύναμης της ιδεολογίας. Έρχονται ωστόσο σήμερα οι διανοούμενοι, κυρίως της Αριστεράς, αλλά και της Δεξιάς, που τώρα επιτέλους… δικαιώνονται, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα πως η ούτως λεγόμενη Εθνική Αντίσταση ούτε «εθνική», ούτε «αντίσταση» υπήρξε, αλλά, στην πραγματικότητα, αφορά μια σειρά εμφύλιων βασικά συγκρούσεων κοινωνικού ή/και εθνοτικού χαρακτήρα. Έχουμε δηλαδή την ανάδειξη ενός από τα χαρακτηριστικά τού προς εξέταση φαινομένου ως κυρίαρχου, αν όχι ως μοναδικού.
Σε ό,τι αφορά στην ερμηνεία του χαρακτήρα του εαμικού κινήματος, θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να γίνει καταρχάς μια σοβαρή μελέτη των πρωτογενών πηγών του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ (των ανακοινώσεων, προκηρύξεων, αντιστασιακών εφημερίδων, διαταγών, ημερολογίων κτλ) και στη συνέχεια έρευνα στη βάση της υποκειμενικότητας: Με ποια κριτήρια ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού εντάχθηκε στο εαμικό κίνημα; Τελικά δηλαδή το ΚΚΕ, αυτό το διαλυμένο γκρουπούσκουλο του 1940, με την ηγεσία του σχεδόν ολόκληρη στη φυλακή και το μισό κόμμα όμηρο της Ασφάλειας του Μανιαδάκη, κατάφερε στη διάρκεια της Κατοχής να γίνει το ισχυρότερο κόμμα με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη και υποστηρικτές επειδή ξαφνικά έπεισε τον κόσμο για την ορθότητα της γραμμής της Γ΄ Διεθνούς περί κομμουνιστικής επανάστασης, ή μήπως εξαιτίας της γραμμής του για διώξιμο του κατακτητή και λαοκρατία, που προϋπέθετε δημοψήφισμα και άρα υποσχόταν πραγματικά δημοκρατικές εξελίξεις;
Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου παραθέτουμε λοιπόν μια σειρά από αποσπάσματα από πηγές που καταδεικνύουν τα… αυτονόητα. Ξεκινάμε από τα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ της περιόδου της Κατοχής: «Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή και την εθνική μας ανεξαρτησία. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Κάθε πράχτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. (…) Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είνε μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξένη ιμπεριαλιστική εξάρτηση με ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό». Αυτή ήταν η μοναδική επαναστατική θέση στη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή και πάνω σ’ αυτή στηρίζεται όλη η σημερινή πολιτική και ταχτική του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας. Το απόσπασμα σε εισαγωγικά προέρχεται από την περίφημη επιστολή του Νίκου Ζαχαριάδη προς τον ελληνικό λαό με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 1940, που δημοσιεύτηκε στον Τύπο στις 2 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου. Το παράθεμα και το σχόλιο που το ακολουθεί προέρχεται από την εισήγηση του Γ. Σιάντου στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ το Δεκέμβριο του 1942 (ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, τόμος 5ος, σ. 294). Στη δε προγραμματική διακήρυξη του ΚΚΕ, που κυκλοφόρησε σε αυτόνομη έκδοση με τίτλο «Λαοκρατία και σοσιαλισμός», αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: Όσο η Ελλάδα στενάζει κάτω από το ζυγό των Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων καταχτητών, η συντριβή του φασιστικού άξονα και των πρακτόρων του και η εθνική απελευθέρωση της Ελλάδας αποτελεί το ύψιστο και πρωταρχικό καθήκον για το λαό μας. Γι’ αυτό και στον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας υποτάσσει κάθε άλλη επιδίωξή του (Γενάρης – Απρίλης 1943, στο ίδιο, σ. 133).
Είμαστε Έλληνες και εφαρμόζουμε καθαρά ελληνική εθνική πολιτική. είμαστε φίλοι όλων των εθνών που αγωνίζονται για τις ίδιες με μας αρχές. (…) Είμαστε περήφανοι για ό,τι λαμπρό και υψηλό μάς κληροδότησαν οι πρόγονοί μας, συνεχίζουμε τις προοδευτικές παραδόσεις του έθνους. Καλλιεργούμε και στον τελευταίο Έλληνα το αίσθημα της εθνικής αξιοπρέπειας και περηφάνειας, γιατί μόνο λαός ανεξάρτητος δημιουργεί πραγματικό εθνικό πολιτισμό (10η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Διακήρυξη των σκοπών του ΚΚΕ, στο ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, σ. 207-208).
Μάλιστα, παρά τη γνωστή θέση του κόμματος για τη Μικρασιατική Εκστρατεία και γενικότερα για τη «Μεγάλη Ιδέα», στο ίδιο κείμενο (σ. 127) αναφέρονται τα εξής: Η «Μεγάλη Ιδέα» σα μαγική δύναμη κατάχτησε το λαό μας για το λόγο πως οι κυρίαρχες τάξεις κατάφεραν να την παρουσιάσουν σαν την ιδέα της απελευθέρωσης όλου του αλύτρωτου ελληνισμού και της συνένωσής του σ’ ένα κράτος, πράμα που ήταν φυσικός πόθος του λαού και προοδευτικό στοιχείο, ενώ στην πραγματικότητα οι αστοκοτζαμπάσηδες πολιτικοί ουδέποτε ουσιαστικά φρόντιζαν για την συνένωση των Ελλήνων. Εδώ είναι το ζήτημα [σσ. η υπογράμμιση δική μας]. Αποδεκτή επομένως στην ουσία της η «Μεγάλη Ιδέα», αποδεκτή και στην πράξη αλλά υπό προϋποθέσεις.
Το ΚΚΕ, παρουσιαζόμενο ως η μόνη αυθεντική πατριωτική πολιτική δύναμη, διατείνεται πως το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, για να αναθεωρηθεί μέσα από τη λαϊκή πάλη ένα από τα πιο άστοχα τσιτάτα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου (Εισήγηση του Γ. Ζεύγου στη 10η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Γενάρης 1944, στο ίδιο, σ. 357).
Φυσικά, θα μπορούσε ν’ αντιτείνει κανείς πως όλα αυτά ήταν κούφιες και ανέξοδες ρητορείες και πως στην πραγματικότητα «άλλα» είχε στο νου της η ηγεσία του ΚΚΕ. Βέβαια, είδαμε πως ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας τονίζεται και στα εσωτερικά κείμενα, όπως στην εισήγηση του Σιάντου, αλλά, κι αν ακόμη δεχτούμε πως το ΚΚΕ μεταμορφώνεται, εξ ανάγκης έστω, σε «ελληνικό» εθνικό κόμμα στη διάρκεια της Κατοχής, αυτό δεν αποδεικνύει πως η ίδια η Αντίσταση ως λαϊκό κίνημα μπορούσε να υπάρξει μόνο σε πατριωτική βάση; Και πως, άρα, η επιτυχία του ΚΚΕ οφείλεται ακριβώς σ’ αυτή τη ριζική αλλαγή γραμμής ή έστω συνθηματολογίας; Έχουμε πραχτικές αποδείξεις για την ορθότητα αυτής της πολιτικής μας; Ναι και πρώτα απ’ όλα τη θυελλώδικη ανάπτυξη του ΚΚΕ και του επαναστατικού και εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος σ’ όλη τη χώρα (Εισήγηση του Γ. Σιάντου, ό.π., σ. 305).
Κι αν στα κείμενα του ΚΚΕ ο κυρίαρχος λόγος είναι ξύλινος και συνθηματολογικός, με αποτέλεσμα να ηχεί πράγματι ψεύτικος, υπάρχουν χιλιάδες άλλα κείμενα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ που είναι πηγαία και γι’ αυτό συγκινούν τον λαό και τον ξεσηκώνουν (Βλ. Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης, 2 τόμοι, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981). Είναι χαρακτηριστικό πως, με αφορμή την αντίδραση στην επέκταση της βουλγαρικής κατοχής στη Μακεδονία, τόσο το ΕΑΜ όσο και ο ΕΛΑΣ εξέδωσαν τόσο μαχητικές και αδιάλλακτες ανακοινώσεις που οι σύγχρονοι αριστεροί διανοούμενοι θα τις χαρακτήριζαν σοβινιστικές, εθνικιστικές και μισαλλόδοξες. Ο απολίτιστος και άσπλαχνος εχθρός δεν θα πετύχει στα νέα του ελληνοκτόνα σχέδια, γράφει σε σχετική απόφασή της με ημερομηνία 10 Ιουλίου 1943 η ΚΕ του ΕΛΑΣ, για να καταλήξει με τα συνθήματα: «Θάνατος σε όλους τους τυράννους, στους Γερμανούς, στους Ιταλούς φασίστες. Θάνατος στους Βουλγάρους εισβολείς!» (ΚΕ ΕΛΑΣ, «Απόφαση για την εισβολή των βουλγάρων φασιστών στη Μακεδονία». Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εθνική Αντίσταση, συλλογή 5η, Αύγουστος 1963, σ. 3). Αλλά το ΕΑΜ δεν έμεινε μόνο στα λόγια. Στα δεκάδες συλλαλητήρια που οργανώθηκαν σε όλη την Ελλάδα, και κυρίως στην Αθήνα, πήραν μέρος δεκάδες χιλιάδες λαού, με πρωτεργάτες τους νέους της ΕΠΟΝ. Στη μεγαλύτερη μάλιστα διαδήλωση, αυτή της 22ας Ιουλίου 1943 στην Αθήνα, σκοτώθηκαν τριάντα περίπου νέοι και νέες (Χατζηαναστασίου Τάσος, Αντάρτες και καπετάνιοι, η εθνική αντίσταση κατά της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, 1942-1944, Εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 79-80).
Σε ό,τι αφορά στο γενικό ιδεολογικό στίγμα της εαμικής αντίστασης, πολύ χαρακτηριστικός είναι ο περίφημος λόγος του ιδρυτή του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη, στη Λαμία (Βλ. Παπακόγκος Κωστής, Κοταρίδης Νίκος, Ο Άρης στη Λαμία, Φιλίστωρ, Αθήνα 2006). Πρόκειται για ένα θαυμάσιο κείμενο, που συνοψίζει με εκπληκτική σαφήνεια τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα της Αντίστασης: Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να ’βρει κέρδη όπου υπάρχουν τέτοια. Γι’ αυτό δεν νοιάζεται ούτε συγκινείται με την ύπαρξη συνόρων και του κράτους. Ενώ εμείς το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καλύβες μας και οι πεζούλες μας (σ. 72-73). Οι προλετάριοι έχουν και παραέχουν πατρίδα λοιπόν! Αλλού (σ. 69-71) ο Άρης εγγυάται την ελευθερία της θρησκευτικής πίστης και το σεβασμό της ελεύθερης λαϊκής βούλησης (σ. 79).
Σε ό,τι αφορά σε αυτό που θα ονομάζαμε υποκειμενικότητα της στράτευσης των ανθρώπων στην Αντίσταση, οι πηγές δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για το ποια ήταν η υποκειμενοποιητική ιδεολογική δύναμη, αυτό που πολύ απλά συγκίνησε τα άτομα έτσι ώστε να στρατευτούν. Το πατριωτικό στοιχείο είναι το κυρίαρχο και αναπόδραστα μαζί του συντίθενται για να αναδειχθούν σ’ ένα κοινό ιδεολογικό περιεχόμενο το ταξικό, το φυλετικό, το ευρύτερο κοινωνικό ζήτημα. Η Αντίσταση με αυτή την έννοια είναι μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση. Το ρόλο των εθνικών συμβόλων στην Αντίσταση έχει επισημάνει σ’ ένα λαμπρό άρθρο του ο Γιώργος Μαργαρίτης (Μαργαρίτης Γιώργος, «Από τον Μεταξά στον Εμφύλιο – Τα σύμβολα της πατρίδας», στο Φλάισερ Χάγκεν (επιμ.), Η Ελλάδα ’36-’49, από τη δικτατορία στον Εμφύλιο. Τομές και συνέχειες, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σ. 127-128). Σε μία τέτοια συγκυρία, γράφει ο Μαργαρίτης, οι πατριωτικές τελετουργίες αποκτούσαν ένα βαθύτατα ανατρεπτικό περιεχόμενο. Και παρά την αμηχανία που προκαλεί σ’ έναν αριστερό διανοούμενο η απελευθερωτική σημασία των εθνικών συμβολικών αναπαραστάσεων (επρόκειτο για μια επιστροφή στο παρελθόν – στην αποκατάσταση της ελεύθερης πατρίδας, πρόθεση φαινομενικά συντηρητική, στην ουσία της όμως βαθύτατα ανατρεπτική ως προς την κρατούσα κατάσταση), δεν μπορεί παρά να καταλήξει πως: χωρίς να έχουμε κόκκινες σημαίες, καταδιωκόμενους αριστερούς ή εφόδους σε ανάκτορα και αρχοντικά, είχαμε, με τα σύμβολα της πατρίδας επικεφαλής, μια τυπικά ριζοσπαστική επανάσταση [σσ. οι υπογραμμίσεις δικές μας].
Η μαζική στράτευση των γυναικών στην Αντίσταση είναι πολύ χαρακτηριστική γι’ αυτή τη συνύφανση εθνικού και κοινωνικού. Όπως παρατηρεί η Τασούλα Βερβενιώτη, που έχει μελετήσει διεξοδικά το θέμα: οι γυναίκες ως Ελληνίδες έχουν υποχρέωση να ενισχύσουν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα (…) Σε όσους υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες πρέπει να κάθονται στο σπίτι απαντούν ότι «οι Ελληνίδες δεν μπορούν να είνε σκλάβες και μάνες σκλάβων. Σήμερα ο προορισμός μας είνε ο αγώνας για τη ζωή και τη λευτεριά όλων των παιδιών της Ελλάδας». Η σύσταση των γυναικείων ταγμάτων του Εφ. ΕΛΑΣ στο Βόλο αναγγέλλεται ως εξής: «Οι Γυναίκες μας, οι Ελληνίδες μας, οι Πατριώτισσές μας, αρχίζουν πια αποφασιστικά να ορμούν σα θύελλες στο πεδίο της αποφασιστικής πάλης, αφήνοντας την προαιώνια παθητικότητα» (Βερβενιώτη Τασούλα, Η γυναίκα της Αντίστασης, η είσοδος των γυναικών στην πολιτική, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1994, σ. 116-119).
Αντίστοιχη είναι και η θέση πολλών ιερωμένων: Η προσωπική μου στάση και η συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ ήταν η επιλογή που μου υπαγόρευε η συνείδησή μου ως έλληνα και ως χριστιανού, ιδιαιτέρως ως μοναχού και ιερέως με αυξημένες ευθύνες και υποχρεώσεις προς τον Θεό και προς το λογικό ποίμνιό Του (Αρχιμ. Γερμανός Κ. Δημάκος, Πάτερ Ανυπόμονος, Στο βουνό με τον Σταυρό κοντά στον Άρη. Στρατιωτικός ιερεύς στο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, Τρίκαλα – Αθήνα 2004, σ. 44).
Ο πατριωτικός ενθουσιασμός όσων στρατεύτηκαν στην Αντίσταση δεν αποτελούσε απλή ρητορεία. Ένα από τα συγκλονιστικότερα κείμενα αποτελεί η παρακάτω καταγραφή στο επίσημο ημερολόγιο του 26ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Αν. Μακεδονίας, το μοναδικό έως τώρα σωζόμενο τέτοιο ημερολόγιο: Όπως γράφει ο συντάκτης του, Στέργιος Βαλιούλης (Βαλιούλης Στέργιος, Πολίτης β΄κατηγορίας, 3η έκδοση, Θεσσαλονίκη 1986): Τόση ήταν η αγωνία και η πεποίθησή μου πως δε θα γλιτώναμε τελικά, ώστε συμπλήρωσα κάτω από το κείμενο [σσ. του επίσημου ημερολογίου] τις φράσεις: «Ζήτω η Ελλάδα μας, ζήτω το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, ζήτω ο ελληνικός λαός και η λαοκρατία». Το ημερολόγιο έχει δημοσιευτεί σχολιασμένο από τον γράφοντα (Χατζηαναστασίου Τάσος, «Η εθνική αντίσταση στην περιοχή της Καβάλας μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου του 26ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ», Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Βαλκανικών Ιστορικών Σπουδών «Η Καβάλα και τα Βαλκάνια από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα», Καβάλα, 20-23 Σεπτεμβρίου 2003, Καβάλα 2004, σ. 665-756). Όπως σημείωνα τότε, «πέρα από το έντονα συγκινησιακό φορτίο της, αυτή η φράση αποτελεί ένα μνημείο για την ταυτότητα του κινήματος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Και ως τέτοιο γράφτηκε τις ώρες εκείνες, για να μείνει κτήμα ες αεί».
Και πάλι όμως θα μπορούσε κανείς να προβάλει την αντίρρηση πως το γεγονός πως το ΚΚΕ και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ χρησιμοποιούν πατριωτική συνθηματολογία και αυτό κινητοποιεί ευρύτερες μάζες δεν αποδεικνύει πως πράγματι είχαν τέτοια τακτική και στρατηγική. Αντίθετα, αυτό θα μπορούσε να αποδεικνύει τον κυνικό οπορτουνισμό του κόμματος, πράγμα που αποδείχθηκε π.χ. στη στάση του στο Μακεδονικό Ζήτημα, ή/και στη στάση των «αδελφών» βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων, που ανήλθαν στην εξουσία συνεργαζόμενα με άλλα κόμματα και οργανώσεις στο όνομα της λαϊκής βούλησης και σύντομα άρχισαν τις εκκαθαρίσεις για να εγκαθιδρύσουν τα γνωστά αποκρουστικά μονοκομματικά καθεστώτα.
Σε ό,τι αφορά στην τακτική του κόμματος στη διάρκεια της Κατοχής, η μελέτη των σχετικών αρχείων αλλά και τα ίδια τα γεγονότα μάς οδηγούν στο συμπέρασμα πως το ΚΚΕ και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ πράγματι υπερασπίστηκαν τα εθνικά συμφέροντα. Σε εγκύκλιο που εξέδωσε το Γραφείο Περιοχής Αν. Μακεδονίας – Θράκης του ΚΚΕ τον Ιούλιο του 1944 και εν όψει της απελευθέρωσης, εφιστά την προσοχή των οργανώσεων: Να εξασφαλίσουμε το οικογενειακό άσυλο, την ατομική ιδιοκτησία και την ελευθερία των πολιτών από τυχόν παρεκτροπές. Να μη σηκώσουμε κόκκινες σημαίες αλλά τη γαλανόλευκη και τις συμμαχικές σημαίες για να δώσουμε περιεχόμενο παλλαϊκό. Τα συνθήματα και ο τύπος μας να έχουν φαρδύ παλλαϊκό χαρακτήρα. Κάθε τάση και εκδήλωση εξτρεμιστική να χτυπηθεί αλύπητα (ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, φάκελος 23, κουτί 416, φ23/70/4, ΚΚΕ, Κομματική Οργάνωση Περιοχής Μακεδονίας, Γραφείο Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, «Εγκύκλιος προς όλες τις κομματικές οργανώσεις, περιφερειακές και αχτιδικές επιτροπές, ανταρτικές κομματικές οργανώσεις. Προς όλα τα στελέχη των οργανώσεών μας»).
Ο δε γραμματέας του Γραφείου Περιοχής Αν. Μακεδονίας – Θράκης, Γιώργος Ερυθριάδης, υπερασπίστηκε με σθένος την ελληνικότητα της Μακεδονίας απέναντι στους Σέρβους και τους Βούλγαρους «συντρόφους» του Πατριωτικού Μετώπου, που μετά την πολιτειακή αλλαγή της 9ης Σεπτεμβρίου 1944 εμφανίζονταν ως Σύμμαχοι πλέον, μολονότι ο βουλγαρικός στρατός εξακολουθούσε να παραμένει στην ελληνική Μακεδονία και Θράκη. Σε έκθεσή του προς τον Λεωνίδα Στρίγγο, γραμματέα του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ, σημειώνει: Ακόμη πρέπει να σας τονίσω πως η θέση του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος δεν ήταν πλέρια ξεκαθαρισμένη για το εθνικό ζήτημα στις εδώ περιοχές. Αυτοί μαζί με τους Σέρβους μελετούσαν το ζήτημα της αυτονομίας της Μακεδονίας όλης. (…) Ο Τέμπο είχε φύγει και ένας Σέρβος ρώτησε ποια είναι η θέση του ΚΚΕ για τη δημιουργία αυτόνομης Μακεδονίας. Όταν άκουσε τη θέση του ΚΚΕ άρχισε να λέει: «οπορτουνισμός, οπορτουνισμός». Από δω σύντροφε φαίνεται πως οι σύντροφοι Σέρβοι και Βούλγαροι έχουν μεσάνυχτα για την κατάσταση στην Ελληνική Μακεδονία και τη θέση του ΚΚΕ. Εμείς βέβαια σύντροφε σ’ ένα τέτοιο λάθος καμιά φορά δεν πρόκειται να πέσουμε. Στην ίδια έκθεση χαρακτηρίζει ακόμη και τα συνθήματα περί βαλκανικής ομοσπονδίας «όνειρα Ρήγα Φεραίου» και «αέρα κοπανιστό» (ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, φάκελος 23, κουτί 416, φ23/9/20, «Έκθεσις του Πέτρου (Γ. Ερυθριάδη) στο Μακεδονικό Γραφείο, 15.10.1944»).
Στη μόνη περίπτωση που το ΚΚΕ φάνηκε να υποχωρεί, πρόσκαιρα έστω, μπροστά στις πιέσεις των γιουγκοσλάβων παρτιζάνων σχετικά με τα δικαιώματα των σλαβομακεδόνων της Ελλάδας ήταν αυτή της Δυτικής Μακεδονίας. Αρχικά το ΚΚΕ, προκειμένου να διατηρήσει καλές σχέσεις με το ισχυρότερο αντάρτικο κίνημα στα Βαλκάνια αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, αποδέχθηκε το σχηματισμό χωριστής ένοπλης οργάνωσης Σλαβομακεδόνων, πολλοί από τους οποίους είχαν αρχικά στρατολογηθεί σε φιλοβουλγαρικές οργανώσεις, του γνωστού με τα αρχικά ΣΝΟΦ, στο πλαίσιο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Το ΣΝΟΦ ωστόσο, από την αρχή της συγκρότησής του, δεν έκρυψε τους αυτονομιστικούς του στόχους, τάση που έγινε απροκάλυπτη αμέσως μετά την απελευθέρωση, όταν πρόβαλε απαιτήσεις που ισοδυναμούσαν με την απόσχιση της ελληνικής Μακεδονίας και την προσάρτησή της στη Γιουγκοσλαβία. Όπως όμως έχει δείξει η έρευνα, το ΚΚΕ απέρριψε τα αιτήματα του ΣΝΟΦ, ενώ νωρίτερα είχε αναθεωρήσει την απόφασή του να επιτρέψει την αυτόνομη συγκρότηση τμημάτων Σλαβομακεδόνων, διατάζοντας πρακτικά τον παροπλισμό τους (βλ. Έκθεση της Επιτροπής Περιοχής Μακεδονίας του ΕΑΜ για την τρίχρονη εθνικοαπελευθερωτική πάλη του λαού της Μακεδονίας, 10.8.1944. Δημοσιεύεται στο Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης, ό.π., σ. 95). Σημειώθηκαν μάλιστα και μικροσυγκρούσεις μεταξύ τμημάτων του ΣΝΟΦ και του ΕΛΑΣ, που θα γίνονταν σοβαρότερες αν οι πρώτοι δεν απέφευγαν τη σύγκρουση και δεν κατέφευγαν στη Γιουγκοσλαβία (Kofos Evangelos, Nationalism and communism in Macedonia, Institute for Balkan Studies, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 123-128. πρβλ. Κολιόπουλος Ιωάννης, Λεηλασία φρονημάτων. Το Μακεδονικό Ζήτημα στην κατεχόμενη Δυτική Μακεδονία 1941-1944, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 179-190).
Παρά το γεγονός ότι το ΚΚΕ την περίοδο εκείνη υπερασπίστηκε τελικά τα εθνικά συμφέροντα στη Μακεδονία, η ανοχή που επέδειξε, αρχικά τουλάχιστον, στο ζήτημα των σλαβομακεδόνων αυτονομιστών στη Δυτική Μακεδονία κηλίδωσε ανεπανόρθωτα την Αριστερά με την κατηγορία της εθνικής προδοσίας. Από εκεί προέρχεται και ο χαρακτηρισμός «εαμοβούλγαροι», που προέβαλαν έντονα οι «εθνικόφρονες» πρώην συνεργάτες των κατακτητών και που σημάδεψε εκατοντάδες αγωνιστές, πολλοί από τους οποίους οδηγήθηκαν στο στρατοδικείο και το εκτελεστικό απόσπασμα. Η αλλαγή γραμμής του ΚΚΕ στο Μακεδονικό στη διάρκεια του Εμφυλίου, κυρίως λόγω της υποστήριξης που του παρείχε η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση, δικαιολογεί μεν εκ των υστέρων την κατηγορία της μειοδοσίας, δεν δικαιώνει ωστόσο την αντίπαλη πλευρά, η επικράτησή της οποίας στηρίχτηκε στα όπλα των Δυτικών Δυνάμεων και είχε ως σοβαρότερη εθνική απώλεια την κυπριακή τραγωδία. Για να ξαναγυρίσουμε όμως στο θέμα του άρθρου αυτού, που είναι η Εθνική Αντίσταση, δείξαμε, πιστεύω, πειστικά πως ο εθνικοαπελευθερωτικός της χαρακτήρας υπήρξε καθοριστικός για την απήχηση που είχε στο λαό, και την πύκνωση των γραμμών τόσο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ όσο και του ίδιου του ΚΚΕ, σε τέτοιο βαθμό που θα διακινδύνευα να πω πως, αν δεν είχε πρωτοστατήσει στην Αντίσταση το ΚΚΕ, σήμερα θα είχε ποσοστά αντίστοιχα με αυτά των αριστερίστικων σχημάτων.
Όσο για τη στρατηγική του κόμματος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν η κατάληψη της εξουσίας. Ο δρόμος προς την εξουσία όμως δεν ήταν ο εμφύλιος, αλλά ο εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος. Η κατάληψη της εξουσίας φάνηκε να προκύπτει όχι τόσο με τη χρήση βίας όσο, κυρίως, μέσα από την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία ενός πλειοψηφικού λαϊκού κινήματος. Η εξουσία, σε τελική ανάλυση, είναι ο σκοπός ύπαρξης όλων των κομμάτων. Η διαφορά είναι ότι το ΚΚΕ θεωρούσε πως θα έφτανε στην εξουσία στηριζόμενο στην απήχηση που αποδεδειγμένα είχε κερδίσει στη διάρκεια της Κατοχής. Άλλωστε, δεν έπαψε ποτέ να επιθυμεί την «εθνική ενότητα», αλλά και να διακηρύσσει πως το πολιτειακό ζήτημα θα κρινόταν με ελεύθερο δημοψήφισμα. Πέρα από την ατελείωτη συζήτηση για τις αντιφάσεις της πολιτικής του ΚΚΕ, που, ενώ φαινόταν να μπορεί να κρατήσει με τα όπλα την εξουσία στην Ελλάδα, δέχτηκε αρχικά τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας και στη συνέχεια επέτρεψε στους Βρετανούς να αναπτύξουν ανενόχλητοι τις δυνάμεις τους στην Αθήνα, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το αν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ θα ήταν ειλικρινή σε ό,τι αφορά στις διακηρύξεις τους και αν θα εφάρμοζαν πράγματι και στο ακέραιο το δημοκρατικό και αυτοδιοικητικό πρόγραμμα της «λαοκρατίας», αλλά αυτό φυσικά δεν είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε όμως πως, σε ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική και τα εθνικά θέματα, από το 1949, που κυβερνούσε η αντίπαλη στον Εμφύλιο παράταξη, η Ελλάδα υπέστη τραγικούς εθνικούς ακρωτηριασμούς (Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Ίμβρος, Τένεδος) και σύρθηκε σε οδυνηρές διπλωματικές ήττες και υποχωρήσεις (Αιγαίο, Θράκη, Μακεδονικό). Τα σημερινά αδιέξοδα στα περισσότερα ανοιχτά εθνικά ζητήματα οφείλονται στη στενά εξαρτημένη από τη Δύση ενδοτική εξωτερική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων, πολιτική που συνεχίστηκε επάξια και την περίοδο της Μεταπολίτευσης και εν πολλοίς συνεχίζεται ακόμη, τόσο με το ΠΑΣΟΚ από το Νταβός το 1988 και μετά όσο και με τη Νέα Δημοκρατία. Πολιτική στην οποία υπερθεματίζει η εκσυγχρονιστική Αριστερά, που τα τελευταία είκοσι τουλάχιστον χρόνια έχει την ιδεολογική ηγεμονία στα Πανεπιστήμια. Πολιτική, τέλος, που υπαγορεύει την ακύρωση ακριβώς της αγωνιστικής παράδοσης του ελληνικού λαού, της Εθνικής Αντίστασης και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου 1955-1959.
Αντίθετα με τους παραπάνω, το ΚΚΕ το 1945 υποστήριζε: Όσον αφορά την Τουρκία, πρέπει να ανοίξουμε μπαράζ. Είναι ο ραδιούργος των συμμάχων. Δορυφόρος του Χίτλερ, εχθρός των Βαλκανίων και της Ρωσίας. Έχει εδαφικές βλέψεις σε βάρος της Ελλάδας. Πρέπει να στρέψουμε τα πυρά εναντίον κάθε μπλοκ που θα σχηματιστεί με αυτήν. Και σε ό,τι αφορά στην Κύπρο: Είναι ελληνικό νησί. Σύμφωνα με τις αρχές του συμμαχικού πολέμου, πρέπει να μας αποδοθεί (11η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Απρίλης 1945, ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, σ. 431-432) [σσ. οι υπογραμμίσεις δικές μας].
Κλείνοντας το σημείωμα αυτό, θα πρέπει να επισημάνουμε και πάλι πως, ανεξάρτητα από το τι πίστευε, έκανε και τι στόχους είχε η ηγεσία του ΚΚΕ ή του ΕΑΜ, η Εθνική Αντίσταση υπήρξε ένα μαζικό λαϊκό κίνημα, και με αυτή την έννοια η δυναμική του ξεπερνά την όποια ηγεσία και τις επιδιώξεις της. Και το στοιχείο συγκρότησης και ανάπτυξης αυτού του κινήματος ήταν ο εθνικοαπελευθερωτικός του χαρακτήρας.
Κρανίδι – Ναύπλιο, Οκτώβριος 2006