Αρχική » «Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ»

«Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ»

από Νίκος Βαλκάνος

του Νίκου Βαλκάνου από την προσωπική σελίδα στο facebook, facebook.com/nikos.valkanos

Αυτός είναι ο υπότιτλος στο έντυπο πρόγραμμα της παράστασης που είδαμε χτες το βράδυ, στο “Θέατρο της Ρεματιάς”…

ΣΠΥΡΟΣ ΒΡΑΧΩΡΙΤΗΣ,«Ο Αλέξανδρος στα παλάτια της μνήμης», μια ανάγνωση της «Φυλλάδας του Μεγαλέξαντρου», από τους: Χριστιάνα Καραμανίδου, Βαγγέλη Χρήστου, Αλέξανδρο Νταβρή και διαμόρφωση χώρου Σάντρα Στεφανίδου.

Και λέω «ανάγνωση» γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με την άλλη προσέγγιση στα μεγάλα κείμενα του παρελθόντος, όχι με την τρέχουσα «αναπαραστατική» διαδικασία του πληθωριστικού, ως νόμισμα, κυρίαρχου τύπου θεάτρου, αλλά με την καταφυγή στην αρχετυπική τέχνη της προφορικής παράδοσης, εκείνης του ΑΦΗΓΗΤΗ.

Ένα κείμενο που για αιώνες έπαιξε βασικό ρόλο στην παιδεία των Ελλήνων έχει χαθεί από τα αναγνώσματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή των σχολών θεάτρου. Είναι, λοιπόν, αυτή η παράσταση ένα μάθημα λογοτεχνίας και θεάτρου, κατάλληλου να δίνεται στις αυλές των σχολείων.

Η προσέγγιση του Σπύρου και η σκηνική παρουσίαση (έτσι όπως την ξέρουμε δεκαετίες τώρα από τις εμβληματικές παραγωγές της «Λέσχης Βόλου», την «Αντιγόνη» στο πρωτότυπο, τη «Γυναίκα της Ζάκυθος», την «Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου», τον Κάλβο και τόσα άλλα) συγκροτούν την καθ’ ημάς πρόταση του «άλλου» θεάτρου.

Έτσι και χτες αφέθηκε να ακουστεί ο μαγικός κόσμος των θρύλων του Γένους, με τον μόνο τρόπο εκφοράς του παραμυθά-αφηγητή, εκείνον του αναγνώστη στον Εσπερινό, των μοναχών αντιγραφέων του Βυζαντίου που έλεγαν φωναχτά τα γραφόμενά τους ή της «αναγγελίας των δρομολογίων στο σταθμό του ΚΤΕΛ», όπως θέλει ο Σωτήρης Δημητρίου. Χωρίς ζάχαρη και μελό στη χροιά ούτε «στείλ’ το κλαυτά» που λέει ο Μπαρμπαγιώργος στον Χατζηαβάτη.

Ο βαρύνων λόγος των αφηγητών των μεγάλων προφορικών παραδόσεων, που στις συνάξεις της Ανατολής υμνούσαν τον «Ισκαντέρ» σε όλους τους δρόμους της Ασίας, από την Περσία και το Τουρκμενιστάν ως «μέσα στη Βακτριανή», ξετυλίγοντας μπροστά στο κοινό, που ήξερε να ακούει, τα ζωγραφιστά τους ειλητάρια με εικόνες και λόγους επικούς.

Αλλά, όπως λέει ο Βάλτερ Μπένιαμιν: «ΑΦΗΓΗΤΗΣ, όσο οικείο κι αν ηχεί το όνομά του δεν είναι σε καμιά περίπτωση δυναμικά παρών για μας στην άμεση ζωτικότητά του. Αποτελεί ήδη κάτι το μακρινό, που συνεχίζει μάλιστα να απομακρύνεται… ή τέχνη της αφήγησης φτάνει στο τέλος της. Όλο και πιο σπάνια συναντούμε ανθρώπους που μπορούν να αφηγηθούν κάτι αξιοπρεπώς. Όλο και πιο συχνά απλώνεται αμηχανία γύρω μας, όταν εκφράζεται ή επιθυμία για μια ιστορία. Είναι σαν να μας αφαιρείται μια ικανότητα που μας φαινόταν αναπαλλοτρίωτη, που ήταν το ασφαλέστερο μεταξύ των βέβαιων πραγμάτων. ‘Η ικανότητα, δηλαδή, να ανταλλάσσουμε εμπειρίες».

Γι’ αυτό αποκτά δραματική σημασία η ανάσυρση από τη σκόνη ενός τέτοιου κειμένου, που κυκλοφορούσε προφορικά ή σε λαϊκές φυλλάδες των γυρολόγων κι έφτανε ως τα καραούλια των αγωνιστών του Εικοσιένα και τον Καραγκιόζη. Γι’ αυτό και ο Σπύρος το τοποθετεί στα «παλάτια της μνήμης», που στη γλώσσα των νευροεπιστημών θα πει το σύνολο των νευρωνικών συνάψεων στο οποίο κατοικεί η μνήμη.

Στη δολιχοδρομία αυτών των συνάψεων αφήνεται το ταξίδι του για τη σκηνική παρουσίαση: δύο σωροί με παλέτες και προστατευτική ταινία σε γκρεμισμένους δημόσιους δρόμους που πάνω τους στέκονται οι αφηγητές, ή πάνω σε τρεις βέσπες σαν ιταλική εκδοχή “easy rider” για το μεγάλο ταξίδι.

Και πίσω, σε παράλληλη προβολή συνειρμικές εικόνες από μεγαθήρια αεροπλάνα και διαλυμένους από πτώση κινητήρες, ίσως μετά από βομβαρδισμούς στους δρόμους του Μεγαλέξαντρου, από Ρώσσους και Αμερικάνους στο Αφγανιστάν ή καταστροφές των Ταλιμπάν στους τόπους μνήμης. Ακόμα, εικόνες από τις ποιητικότερες ταινίες του σινεμά, του Σεργκέι Παρατζάνοφ, μια σφήνα του Παζολίνι, ή χορευτές του ινδικού τελετουργικού «Κατακάλι» που οι χορευτικές κινήσεις των χεριών ήσαν σαν απόδοση σε νοηματική γλώσσα της αφήγησης.

Κι αν αφηνόμαστε στις δικές μας συνάψεις θα ανακαλούσαμε τον μεγάλο Βίκτωρα Σαρηγιαννίδη στην αρχαιολογική αποκάλυψη του δρόμου του Αλέξανδρου. Κι εκεί ακούσαμε το Αμλετικό «Να ζει κανείς ή να μη ζει» από τον ηθοποιό με τη μια από τις τρεις κούκλες, οι άλλες δύο είχαν νεκροκεφαλές. Ο συνειρμός βγαίνει, κατά τον Σπύρο, από την αναφορά στην Πέμπτη Πράξη στη «στάχτη του Αλέξανδρου». Κι εδώ αναδύεται το ίδιο δίλημμα της αρχέγονης γοργόνας: «Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;»

Η παρουσίαση ακολουθεί τη δομή των «Cantos” του Έζρα Πάουντ: ανίχνευση των μονοπατιών της οντολογικής ύπαρξης του ανθρώπου σ’ έναν σύγχρονο κόσμο για να καθαριστεί το τοπίο, έτσι που να ακουστεί διαυγής και βαρύτιμος ως τελευταίος στίχος ένας στίχος του Ομήρου στα αρχαιοελληνικά.

Μόνο που εδώ συμβαίνει στα παλάτια του νου ενός τεχνολογικά εξελιγμένου περιβάλλοντος, με υπερβολικό «θόρυβο» άρα και μεγαλύτερης προσπάθειας να καλλιεργήσει κανείς την «Τέχνη της Ακρόασης».

Γι’ αυτό ο Γιώργος Μανιάτης προτείνει να καταφύγουμε στην «Αρχαιολογία της Ακοής», μήπως και ανασύρουμε κάποια θραύσματα ενός υψηλού αρχαίου κόσμου της αφήγησης του ήχου και της μουσικής.

Οι φωτογραφίες προέρχονται από την προσωπική σελίδα στο facebook του Νίκου Βαλκάνου, facebook.com/nikos.valkanos

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ