του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Πέρασαν τρία χρόνια από τότε που με απόφαση της Πρυτανείας του Βερολίνου η πρόσοψη της ανώτατης σχολής «Αλίς Σάλομον» έπρεπε να «καθαριστεί» από το «σεξιστικό» (sic!) ποίημα «avenidas» που η ίδια μερικά χρονιά πριν ανήρτησε και είχε βραβεύσει. Οι στίχοι του ποιήματος που «προσέβαλε τις φοιτήτριες» και τον παρεξηγημένο «αριστερό προοδευτισμό» ήταν άκρως «αποκαλυπτικοί»: «λεωφόροι/λεωφόροι και άνθη/άνθη/άνθη και γυναίκες/λεωφόροι/λεωφόροι και γυναίκες/λεωφόροι και άνθη και γυναίκες/και ένας θαυμαστής»!
Πρόκειται για ένα ποίημα του Ευγένιου Γκόμρινγκερ, από τη δεκαετία του ΄50, εμπνευσμένο περπατώντας σε κάποια λεωφόρο της Βαρκελώνης, που κατά τους επικριτές του δεν αναπαρήγαγε «μόνο μια κλασική πατριαρχική καλλιτεχνική παράδοση που βλέπει τις γυναίκες σαν όμορφες μούσες που εμπνέουν δημιουργικά πνεύματα», αλλά που θύμιζε και «τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις που καθημερινά δέχονται οι γυναίκες»!
Το θέμα προκάλεσε τότε μεγάλη αντιπαράθεση στη Γερμανία, πολλά ερωτήματα όμως παραμένουν και σήμερα : Είναι «σεξιστικό» ένα ποίημα γραμμένο πριν από δεκαετίες που υμνεί τη γυναικεία ομορφιά ; Που να βασίζεται άραγε η ενόχληση και το ανάθεμα του «σεξιστή» για κάποιον θαυμαστή του «ωραίου φύλλου», ο οποίος γράφει, για να πούμε ένα άλλο παράδειγμα, έναν «Ύμνο δοξαστικό για τις γυναίκες π’ αγαπούμε» (Νίκος Εγγονόπουλος); Εν προκειμένω, ένα ποίημα που παρομοιάζει τις γυναίκες, που έχουν «θεία την ουσία», σαν ρόδια, κύκνους, ωραίες δεντροστοιχίες, λίμνες, σημαίες, δάση, λιμάνια, κυματοθραύστες, στοργικούς φάρους…;
Έχει ειπωθεί κάποτε πως «η ερμηνεία είναι η εκδίκηση που παίρνει η διανόηση από την τέχνη». Όμως, με την πολιτική ορθότητα και τις αλλοπρόσαλλες θεωρίες των Gender και των Woker φαίνεται πως η κατάσταση «έχει ξεφύγει», ενοχοποιώντας ακόμα και ποιήματα αναγνωρισμένης καλλιτεχνικής αξίας ή μια έκφραση θαυμασμού και ευαισθησίας.
Για τους πολέμιους αυτής της «σύγχρονης μάστιγας» στις ανθρώπινες σχέσεις τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Πρόκειται για «τρομοκρατία της αρετής», για ένα «κλαμπ των Ιακωβίνων μπουρζουάδων που απειλούν την καλλιτεχνική ελευθερία», για «κομπλεξικούς που ευνουχίζουν την τέχνη.» Καθόλου τυχαίο μάλιστα που ακόμα και η τότε Γερμανίδα υπουργός Πολιτισμού των Χριστιανοδημοκρατών αναφέρθηκε σε «δικτατορία του φαίνεσθαι», χαρακτηρίζοντας την απόφαση του Πανεπιστημίου για την «κάθαρση ενός ποιήματος» ως «τρομακτική πράξη πολιτιστικής βαρβαρότητας».