Αρχική » Ινδοευρωπαϊκός Πολιτισμός

Ινδοευρωπαϊκός Πολιτισμός

από Άρδην - Ρήξη

του Δ. Πουλάκου, από το Άρδην τ. 28, Δεκέμβριος 2000-Ιανουάριος 2001

Σύμφωνα με μια ορισμένη εκδοχή, η Ασία προσδιορίζεται κυρίως σε αντιδιαστολή με τον τριλειτουργικό ινδοευρωπαϊκό πολιτισμό, που είναι τριαδικά χριστιανικός. Μόνο ένας ινδοευρωπαίος μπορεί να είναι καλός χριστιανός και μόνο ένας χριστιανός μπορεί να είναι καλός ινδοευρωπαίος. Τι είναι, όμως “ινδοευρωπαϊκός πολιτισμός”; Ο όρος είναι άσχετος με τη ναζιστική θεωρία περί “ινδογερμανών”, που άλλωστε δεν υπάρχουν, αφού ο ινδοευρωπαϊκός πολιτισμός δεν αφορά φυλή αλλά τρόπο σκέψης που διαμορφώθηκε αλλού και έφθασε στον κελτικό κόσμο μέσω Δουνάβεως, παρακάμπτοντας την Γερμανία. Με επίκεντρο τον Ινδικό, Ιρανικό και τον Ευρωπαϊκό χώρο, η κοινωνία των ινδοευρωπαίων, ι.ε. όπως του λοιπού θα τους γράφουμε εδώ, είναι μια αρχαία ταξινομική διαίρεση μεγάλης επικοινωνιακής συμβολικής χρησιμότητας που ξεχωρίζει τις κοινωνικές λειτουργίες σε ιερατικο-πολιτικές, στρατιωτικές και παραγωγικές δομές, οργανώνοντάς τις σημειολογικά. (…) Επί 2000 χρόνια περίπου, οι τριλειτουργικές δομές τελειοποιήθηκαν στην Ευρώπη μέσα στα πλαίσια της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αναβίωσαν κατά τον Μεσαίωνα σαν oratores, bellatores, laboratores και διατηρούνται στην σύγχρονη πολιτική σαν θεωρία των Trois Etats και των “νομοκατεστημένων τάξεων” και, στον ινδικό πολιτισμό, σαν διαίρεση σε τρεις βασικές κάστες, βραχμάνες, πολεμιστές (κσατρίγια) και τους χωρικούς, καθώς και στο προζωροαστρι-κό Ιράν σαν Μάγοι, αρματοδρόμοι και βοσκοί. Υπάρχουν στην πλατωνική Πολιτεία σαν διαίρεση σε φιλοσόφους, φύλακες και δημιουργούς, κυριάρχησε στο ρωμαϊκό Πάνθεο σαν διάκριση σε Δία (ανώτατη πολιτική εξουσία), Άρη (στρατιωτική) και Κουιρίνο (παραγωγό), και επικράτησε στον κελτικό κόσμο σαν Δρυίδες, ιππείς και αγρότες.

Εμείς θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τον Ελληνοαλεξανδρινό, Ρωμαϊκό, Βυζαντινό χώρο, όπου τα κριτήρια της ινδοευρωπαϊκότητας-διαχριστιανικότητας διαπλέκονται απαιτώντας ορισμένους χρονολογικούς και ιστοριογραφικούς ερμηνευτικούς προσδιορισμούς των Αυτοκρατοριών αυτών. (…) Ανάμεσα στον 4ο και 6ο αιώνα, στα ευρωπαϊκά κράτη ακόμη πλειοψηφούσαν οι ειδωλολάτρες,

ιδίως στην δεύτερη, την στρατιωτική λειτουργία. Αν και ο μονοθεϊσμός διασφάλιζε τους πιστούς από θεϊκές αποστασίες, ο στρατός, όπως και οι χωρικοί, ήταν ακόμη κατά πλειοψηφία εθνικοί. Μερικόν εκχριστιανισμό έχουμε και στην πρώτη, ιερατική και πολιτική λειτουργία αλλά και στο μη παραγωγικό μέρος της τρίτης, το αστικό προλεταριάτο, θράκες ειδωλολάτρες στρατιώτες είχαν δεχθεί να συλλάβουν τον Ιωάννη Χρυσόστομο και, τότε όπως τώρα, Μικρασιάτες, Βλάχοι, Ιλλυριοί και Βόσνιοι, ήταν συνήθως μισθοφόροι. Ακόμη καιστην αρχαιότητα, Κοσοβάροι – Δάρδανοι, Βιθυνοί, Κάρες και Λύκες- είχαν στρατευθεί για λογαριασμό της Ιερής, χρυσοφόρας, Τροίας και μέχρι το 600 μ.Χ., Φρύγες ήταν αιρετικοί Μαρκιωνιστές. Οι χριστιανοί είχαν κατώτερα διοικητικά αξιώματα, θεωρούντο όμως περισσότερο δραστήριοι και διάχυτο ήταν το ερώτημα αν η ειδωλολατρία θα αποδεικνυόταν πιο αποτελεσματική για τον εγκλωβισμό των βαρβάρων ή αν οι Χριστιανοί θα έσωζαν την Αυτοκρατορία προσηλυτίζοντάς τους σε ι.ε. Με την αλλαγή κέντρου βάρους στο χριστιανικό, ασφαλέστερο, ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, η κοσμοθεώρηση παρέμεινε σε δομές ι.ε.. Όπως θα λέγαμε σήμερα, ήταν συνειδητή ανάγκη η μη αποκοπή της Δυτικής Ευρώπης από την ζωτική ενδοχώρα της, την Χριστιανική Ορθοδοξία, και από τους άλλους ομοειδείς, συνεργάσιμους ή αφομοιώσιμους πολιτισμούς. Άλλωστε, για τους ι.ε., η εντύπωση ότι αποτελούσαν μια οιονεί εθνότητα υφίσταται κιόλας την εποχή του Αισχύλου, που θεωρεί τους Πέρσες όμαιμους των Ελλήνων. Την προϊστορία της αποτυχίας αποκατάστασης μιας ι.ε. γεωγραφικής ενότητας, που τελικά πραγματοποίησε ο Αλέξανδρος, αφηγείται ο Ηρόδοτος.

Γι’ αυτό, άλλωστε, Έλληνες, Οθωμανοί, Σλάβοι, Ιταλοί, Φράγκοι και Πέρσες ήθελαν μεν να διαδεχθούν την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αλλά όλοι διαφωνούν για τα αίτια της πτώσης της, εκτός βέβαια από τους Μοντεσκιέ, Γίβωνα και Βολτέρο, που εγκαλούν για αυτό τον ίδιο τον Χριστιανισμό. Για τον Μαρξ μόνο ήταν οι Γερμανοί που ανέτρεψαν την Αυτοκρατορία και μόνο μερικοί Ευρωπαίοι ή Αμερικανοί ιστορικοί, όπως οι Βέρνον, Ντυροζέλ και Χόντιγκτον, νομίζουν ότι κατοχυρώνουν την αυτοδύναμη καταγωγή της Ευρώπης επικαλούμενοι την άποψη περί Ρωμαιοκαθολικών μη ελληνικών ή Ορθόδοξων καταβολή. της. (…) Είναι παλιά η ιδέα ότι μια Ευρώπη, σε μέγεθος Καρλομάγνου και χωρίς την ευρωασιατική της ενδοχώρα, μακριά από τα κέντρα της ελληνορωμαϊκής, ι.ε και χριστιανικής παράδοση: μπορεί ευκολότερα να ομογενοποιηθε.\ί ή να ελεγχθεί. Η ιδέα επανέρχεται c-: κάθε αναβίωση ορισμένων σχολών εξωτερικής πολιτικής σκέψης του προηγουμένου αιώνα, καθώς και της αντίληψη: ότι οι καλύτεροι στρατιώτες για τον σκοπό αυτό ήταν, ανέκαθεν, Ιλλυριοί και Τούρκοι.

Η προέλαση της Ρωμαϊκής και Ελληνικής Αυτοκρατορίας προς την Μ. Ανατολή είναι συνέχεια της προϊστορικής και πρωτοϊστορικής καθόδου “λαών της στέπας και της θάλασσας” και φορέας επέκτασης ενός ι.ε. πολιτισμέ _ με περισσότερο ή λιγότερο “τριλειτουργικές” δομές, στο γεωπολιτικό “συνεχές” που περιλαβαίνει, σε διαφορετικό βαθμό, Ινδία, Ιράν, Ευρώπη και τους συναφείς πολιτισμούς. Κατά τα τελευταίο 50 χρόνια, η ύπαρξη ιστορικών, γλωσσικά, θρησκευτικών και σημειολογικών “ισοτόπων” ανάμεσα σε ομοειδείς υπο-πολιτισμούς έχει αποδειχθεί από τον συνδυασμό ερευνών των Πάρσονς, Μέρτον, Γιουγκ. Κορβέν. Κερένι, Λε Ρουο Γκουράν, Λαντυρί, Πετατοόνι, Ντυρκχάϊμ. Μως, Λεβύ Στρως, Μπενβενίστ Σερζάν, Γκρενιέ, Μεγιέ, Βιαν, Ντυμεζίλ, Βιντάλ-Νακέ, Υοσίντα, Λεβέκ, Τζι μπουτάς, Ελιάντ, Ραμνού, Λε Γκοφ, Ντυμπύ. Λε Μπρας, και άλλων.

Απαντώντας στην “πρόκληση” που αποτελούσε ο ι.ε. πολιτισμός και διάφορες συγκρητικές παραλλαγές του Αλεξανδρινού πανινδοευρωπαικού οράματος για τους αρχαίους πολιτισμούς της Μ. Ανατολής, οι τελευταίοι αυτοί αμύνθηκαν με τρία διαδοχικά “φράγματα” αβρααμικών σωτηριολογικών θρησκειών, τον εβραϊσμό, τον χριστιανισμό και το Ισλάμ. (…) Όμως η δεύτερη γραμμή της εβραϊκής άμυνας, ο Χριστιανισμός, εξινδοευρωπαίσθηκε και μετασχηματίσθηκε από τον ελληνικά τριλειτουργικό θρησκευτισμό σε έναν ελληνικό χριστιανισμό, με έντονη πλατωνική και νεοπλατωνική σφραγίδα, που έγινε η δεύτερη εφεδρεία της ι.ε. αντεπίθεσης.

Η Ανατολική Ελληνική Αυτοκρατορία αντιστάθηκε στις πιεστικές, γνωστικιστικές, δυαδικές, άρειες, αστρικές και μανιχαϊκές μεταμορφώσεις της Μ. Ανατολής, που αργότερα πολλές από αυτές θα επιβίωναν σαν υποστρώματα ή θα υπέκυπταν και θα αποκρυσταλλούνταν στην τρίτη αβρααμική αντεπίθεση, την ισλαμική, που θα κατέστρεφε τις χριστιανικές προφυλακές στην νεστοριανή Κ. Ασία, Β. Αφρική και Ισπανία, περικυκλώνοντας την Χριστιανική Ευρώπη και αφαιρώντας κάθε ελπίδα για συμβιβασμό με μια πρωτοχριστιανική εκδοχή παθητικής αντίστασης. Εμπρός στην προοπτική αυτή, η Ορθοδοξία αποφάσισε την δογματική αναδιοργάνωση του Χριστιανισμού με βάση το κατά Ματθαίον αδιαίρετο τριαδικό Πιστεύω, την οποία ενέκριναν Σύνοδοι που είχαν συνέλθει στο Βόσπορο, την μεθόριο της Ευρώπης με την απειλούμενη Ανατολία. Η τριαδική αυτή Ορθοδοξία, ανανέωσε την ι.ε. σημειολογική πανοπλία με νέο κώδικα συμβολικής επικοινωνίας και σκέψης.

Οι κλασικές πλέον αναλύσεις του Ντυμεζίλ και της συγκριτικής γενετικής ιστοριογραφίας απόδειξαν ότι οι κοινές ι.ε. κοινωνιολογικές νομοτέλειες ισχύουν σε διάφορους βαθμούς, στην ιδεολογία και ψυχολογία των ευρωπαϊκών, ιρανικών και ινδικών πληθυσμών. Την ίδια μεθοδολογική χρησιμότητα μπορεί να έχει η αναζήτηση συγκριτικής σχέσης μεταξύ ι.ε. τριλειτουργικών τύπων και των αντιστοίχων δυαδικών προ-ι.ε. ή ισλαμικών υποστρωμάτων, πολιτισμών που υπήρξαν ή συνυπάρχουν. Σύμφωνα με τα τριαδικά υποδείγματα, μπορούμε να κατατάξουμε τους ι.ε. υποπολιτιστισμούς (κελτικό, γερμανικό, ελληνικό, σλαβικό, ιρανικό, ινδικό), ανάλογα με την διάσταση των εκάστοτε πολιτικο-ιερατικών, στρατιωτικών ή παραγωγικών δομών, των λατρευτικών, θεογονικών, εθνογενετικών, κοσμογονικών δεδομένων και των μυθολογικών, θεολογικών, ποιητικών και φιλοσοφικών τους μορφολογιών και κοσμοθεωρήσεων.

Η τριλειτουργικότητα βρίσκεται στην βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού όχι μόνο σαν αρχή κατάταξης και σύστημα των Trois Etats αλλά και σαν εξελληνισμένο τριαδικό χριστιανικό δόγμα που αναπαράγεται μυστηριακά στην τριαδική φύση του Θεού, Πατέρα Παντοκράτορα κεντρικής εξουσίας, όχι του Πλανήτη αλλά του Σύμπαντος, του στρατευθέντος και θυσιασθέντος υπέρ της σωτηρίας της ανθρωπότητας Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, που είναι η Αποστολική των Επισκόπων Εκκλησία, λαϊκή φωνή που ακούει τον θείο Λόγο και τον μεταδίδει λαλούσα δια των Προφητών. Τα συμπεράσματά μας είναι, κατά συνέπεια, τα εξής:

1. Δεν υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ ι.ε. και χριστιανικής κοσμοθεώρησης, αφού και οι δυο στηρίζονται σε Παράδοση και χρησιμοποιούν συγκρητικές διαδικασίες, απωθώντας αρχαιότερες παραδόσεις ή διατηρώντας τις υπό μορφή λαϊκής θρησκείας. Αλλες φορές τα υποστρώματα αναβιώνουν μέσω ανεπαίσθητων δημοκρατικών, δημογραφικών ή σημειολογικών νομοτελειών. Πολιτικές τριλειτουργικές, συναντούμε στις Μυκήνες που είχαν ισχυρό ιερατείο ενώ, σε αντίθεση με άλλες ιε. χώρες, συμβολικοί φορείς τριλειτουργικότητας είναι στην Ελλάδα οι θεές του δυαδικού, υποστρωματικού, μητριαρχικού, νεολιθικού Πάνθεου, όχι όμως και οι άρρενες θεοί. Η υποβάθμιση της ιερατικής, πρώτης λειτουργίας, στην κλασική ελληνική κοινωνία οφείλεται σε αίγλη των προ-ι.ε. μινωικών δομών, που αναβίωσαν μεταμυκηνάίκά και σε έμφαση επί της δεύτερης, στρατιωτικής λειτουργίας, σε μια χώρα με αυξημένα εσωτερικά ή εξωτερικά προβλήματα άμυνας. (…) Το Βυζάντιο έλυσε το πρόβλημα της ασφάλειας με την ενίσχυση ασκητικού στρατευόμενου ιερατείου και την στήριξή του όχι επί ελλαδικών στοιχείων, ύποπτων για ειδωλολατρία, αλλά στα δημοκρατικά θέματα, πολιτών άλλων πρωτοχριστιανικών στρατιωτικών περιοχών της Ανατολίας.

2 Η δημοκρατικότητα της Ορθοδοξίας, ιδιότητα της τρίτης λειτουργίας, προκύπτει όχι μόνον από τα μητριαρχι-κά, αναπαραγωγικά και θεομητορικά γνωρίσματα της λειτουργίας αυτής, που ως ένα σημείο αποτελούν προελληνική αναβίωση (χωρίς να λησμονούμε ότι και στην κλασική περίοδο είχε επέλθει ισορροπία μινωικού υποστρώματος και ειδωλολατρίας, με ίση συμμετοχή θεοτήτων των δυο φύλων). 0 στρατευόμενος, ασκών και δευτερολειτουργικά καθήκοντα ισχυρός βυζαντινός κλήρος, μετέχει ιδεολογικά, όπως και στην ρωμαϊκή, αλεξανδρινή και βαβυλωνιακή περίοδο, στην καισαροπαπικού τύπου άσκηση της στρατιωτικής εξουσίας (με τον Pontifex Maximus να γίνεται Αυτοκράτορας), ενώ, ταυτόχρονα, δείχνει δημοκρατική ευαισθησία απέναντι των άλλων εθνικών Εκκλησιών, αναγνωρίζοντας τους το αυτοκέφαλο και επιτρέποντας την μετάφραση των Γραφών στις εθνικές διαλέκτους.

3.            Το σλαβικό στοιχείο, μεταξύ της έμφυτης τουρκομογγολικής επιθετικότητας αλλά και του Drang Nach Osten των τευτονικών ταγμάτων, επιδιώκει προσηλυτισμό στην Ορθοδοξία προς ενίσχυση της ιερατικής λειτουργίας και της συνοχής της εδαφικά διάσπαρτης κοινωνίας της. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η Ρώμη αφομοίωσε εύκολα τον Γαλατικό πληθυσμό εξαφανίζοντας τους Δρυίδες, κύριους συντελεστές της συνοχής του.

4.            Η ταύτιση, από την Ορθοδοξία, κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, του εθνικού ελληνισμού με την ειδωλολατρία βρίσκει, τηρουμένων των αναλογιών,ένα προηγούμενο στην σχέση ελλαδικών και ασιανών Ελλήνων (βλ. περίπτωση Φρύνιχου), που επαναλαμβάνεται στην σχέση των ελλαδικών εικονολατρών με τους εικονομάχους της Ανατολίας, εφαπτόμενους με ισλαμικά ανεικονικά Χαλιφάτα.

5.            Η διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Μεσσηνίων, Λελέγων, Ετρούσκων, Ετεοκρητών, Πελασγών και άλλων προελληνικών βαρβαρικών θυλάκων σε Όμηρο, Ηρόδοτο και Θουκυδίδη, καθώς και οι περί διγλωσσίας σε ελληνικό χώρο μαρτυρίες τους, η διαστρωμάτωση σε Μινωικούς και Αχαιούς (βλ. μυστικές εταιρείες και τα περί πολιτικής των Δωριέων στην Κρήτη και Σικελία, κατά τους πλατωνικούς Διάλογους και Επιστολές), σε Δωριείς και Ίωνες (βλ. Πελοποννησιακό πόλεμο) και, πρόσφατα, σε Πα-λαιοελλαδίτες και Ίωνες. (…) Αυτή η συνέχεια εξασφαλίζεται με δημογραφική νομοτέλεια και έτσι η χιλιαστική προσδοκία της Μεγάλης Ιδέας, αναμεταδίδεται με προφορικούς μηχανισμούς από γενεά σε γενεά. Αυτό συνέβη την επανάσταση του 1922. που μετα 30 έτη, από γιο σε εγγονό, έγινε το 1941-49 και αίτημα 114 και αλλαγής, το 1970-80. Η συνάντηση μετα από 3000 έτη χωριστής διαβιώ σε δυο διαφορετικές ηπείρους, ενός Εθνους με έδαφος και κράτος και εθνότητας χωρίς έδαφος και κράτος, συνιστά πρόβλημα δημιουργίας έθνουςσε μια μόνο χώρα, ανάλογη με τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό σε μια μόνο χώρα. Η ελληνική “χαϊδελβεργιανή’ γενιά που κυβέρνησε την Ελλάδα μέχρι το 1981 και που παραλλήλιζε την εκτέλεση του Δ. Γούναρη, το 1922. με εκείνη των σλάβων ηγετών κομμούνιστών Λίμπνεχτ και Λούξεμπουργκ. το 1919,δεν μπόρεσε να καταλάβει την διασταση της τομής που αποτελούσε ιστοριογραφικά η μικρασιατική καταστροφή. Οι διαφορές φρονήματος που ο Κ. Παπαρρηγόπουλος διαπιστώνει ανάμεσα στους Ελληνικούς πληθυσμούς που κατοικούσαν χωριστά στις δυο ακτές της Ασίας και Ευρώπης, με τον ένα να εχει γίνει δεκτός στον φραγκικό στρατό και τον άλλο να έχει αποκλεισθεί από τον Οθωμανικό, δεν είναι ανθρωπολογίες αντιστοιχούν όμως στην σχέση της Ελλαδικής κοινωνίας, της οποίας η Πελοπόννησος είναι ένα Πεδεμόντιο με μια Ιωνική κοινότητα που η “εκστρατεία των χιλίων” αντί να απελευθερώσει, την οδήγησε σε απώλεια.

Εκείνο το οποίο προείχε στην ελ«/η- δική κοινωνία ήταν το στοιχείο της εθνικής ταυτότητας έναντι του ταξικού και οικονομικού αγώνα στον οποίο αναγκάσθηκε να αποδυθεί ο λαός των “χαμένων πατρίδων”. Η συνοχή της κοινότητας αυτής και η προέλευσή της από μια χώρα όπου η Ορθοδοξία ήταν έθνος -μιλλιέτ, όπου η κρατικίστικη βυζαντινή διοίκηση συνεχίσθηκε σαν διάδοχος οθωμανική και η αντίληψη περί δημόσιας ηθικής πλησιάζει το ήθος της ανατολικής Δεσποτείας και του ασιατικού τρόπου παραγωγής, είναι στοιχεία καθοριστικά. Ενώ για μια φιλελεύθερη νοοτροπία η πελατειακή σχέση απειλεί κυρίως την ιδιωτική ιδιοκτησία, στον ανατολικού τύπου κρατικισμό αφορά το κράτος, που ανήκει σε όλους και έτσι δεν ζημιούται κανείς. Και αφού, κατά Τσόμσκι, η γλώσσα κατοπτρίζει νοοτροπίες, δεν είναι τυχαίο ότι επί δεκαετίες η Ελλάδα διαφωνεί ως προς την σημασία του “ανήκουμε στην Δύση” αφού οι μεν δίνουν στο ρήμα την έννοια ότι “αποτελεί τμήμα” και οι άλλοι ότι “συνιστά ιδιοκτησία”. (…) Ανάλογα προβλήματα με την πολιτιστική διαχείριση παρουσιάζει και η θρησκευτική. Η σχέση του Ιωνικού πληθυσμού με την Εκκλησία ήταν και σχέση με κράτος που ασκούσε εξουσία. Όταν, όμως, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ο Ιωνικός πολιτισμός και οι ταξικές εκλογικές του εφεδρείες, κυρίως στην Ανατολική και Δυτική Ελλάδα υπερίσχυσαν πολιτικά, η σχέση με την Εκκλησία άλλαξε περιεχόμενο. Και ενώ οι μετανάστες του 1922, λόγω κοινοτικής συνοχής, διατήρησαν συλλογικές μνήμες, οι αλλοτριωμένοι γηγενείς λησμονήσαν την ταυτότητά τους. Η εισαγωγή νέων ιδεωδών περί εκπαιδεύσεως αντικατάστησε τις τοπικές παρακαταθήκες και κυρίως την παράδοση περί εθνικού ήθους, πατριαρχικής συμπεριφοράς, διοικητικής διαχείρισης.

7. Η πρόσφατη τελική επικράτηση νοοτροπιών “μείζονος Ελληνισμού”, βοήθησε την αναβίωση κοσμοπολίτικων ιδεωδών όπως εκείνες της ελληνιστικής εποχής, που ενισχύθηκαν και από το σύγχρονο διεθνές κλίμα της παγκοσμιότητας που συνοδεύει την πολιτική κρίση. Ετσι, α) τα ανοίγματα προς λαϊκιστικά καθεστώτα και η υπερτροφία των μισθωτών υπηρεσιών έχει αναλογίες με ελληνιστικές κληρονομιές β) Η “ινδοευρωπαϊκή” στάση ανοχής έναντι των ξένων τείνει να αναθεωρηθεί, γ) Αυξήθηκε το ενδιαφέρον για εσωτερισμό, αστρικές επιστήμες, εκστασιασμό και εκφράσεις γνωστικιστικής coincidentia oppositorum με χρησιμοποίηση οξύμωρων εννοιών (όπως παραδοσιακός εκσυγχρονισμός, μεταφυσική λαϊκισμού, ριζοσπαστικός συντηρητισμός, κάπου και κάποτε, επιστημονικός αγνωστικισμός, κοινωνιολογία του οράματος, φαντασιακή παράμετρος, λαός υπεράνω νόμου ή θεού), με σκοπό την αποφυγή φραστικών ευθυνών και την μέσω αυτοαναίρεσης διπλή ανάγνωση του Σύμπαντος, την υπέρβαση της μηχανιστικής νομοτέλειας δια διαλεκτικής αοριστίας, επανορισμό των συμβόλων και την δημιουργία διφορούμενου παραχριστιανισμού. δ) Παρατηρήθηκε τάση μυθοποίησης των αξιών, ηρωοποίησης χαρισματικών ημίθεων, συρμού καινών δαιμόνων, βακχικής μουσικής σε φρυγολυδικούς ρυθμούς, στ) Οικουμενισμός, αναβίωση Διογένειου κυνισμού, Ζηνώνειου στωικισμού, Πρωταγόρειου σοφιστικισμού, προσωκρατικού σχετικισμού, επικούρειου μηδενισμού ακροαματικής παραπειστικότητας.

8. Αποσαφηνίσθηκαν, τέλος, αρχαία δυαδικά υπόγεια ρεύματα της ζωροαστρικής μεταρρύθμισης, που είχαν ακολουθήσει προς την Δύση δυο οδούς. Την μια μέσω Ανατολίας, υπό μορφήν Μαρκιανών, Μονοφυσιτών, Παυλικιανών και Ευχητών προς τα Βαλκάνια, όπου αναδύθηκαν επί μια χιλιετία (700-1600) σαν Βουλγαροθρακικός Βογομιλισμός. (…) Τελικά, οι Βογόμιλοι κατάλαβαν ότι ο επαναστατικός αγώνας διαμαρτυρίας μέρους των αυτοχθόνων δυαδικών προχριστιανικών και προ-ι.ε. στρωμάτων κατά του Βυζαντίου δεν θα μπορούσε τελικά να ενοποιήσει την Βαλκανική, διότι υποκινήθηκε φυλετικά και χωρίς τον υποστηριζόμενο από την Ορθοδοξία σλαβικό εθνικισμό, που εστράφη εναντίον των αιρετικών συμμαχώντας με τους Βυζαντινούς, όπως άλλωστε συνέβηκε αργότερα και στην περίπτωση των Αλβιγηνών. Έτσι, ενώ μερικοί Τσορμπάζοι Βογόμιλοι έγιναν Πομάκοι, άλλοι ίδρυσαν Εκκλησία Βοσνιακή και μέσω αυτής εισέδυσαν στα δυϊστικά υποστρώματα της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, δίνοντας θρησκευτικό περιεχόμενο, κυρίως στον αντιγερμανικό Χουσιτισμό. Με σαφή την μνήμη του ηττημένου από τους Γερμανούς παλαιότερου ευαγγελισμού της Μοραβίας από τον Κύριλλο και Μεθόδιο, η χουσιτική επανάσταση, με στρατηγό τον πιθανότατα βαλκανικής καταγωγής Προκόπιο, αιματοκύλισε επί τριάντα χρόνια την Ευρώπη. Έμμεσα η βυζαντινή υπερβατικότητα ενέπνευσε το νεοχουσιτικό Τάγμα των Μοραβών Αδελφών, το οποίο εξέθρεψε τον ριζοσπαστικό γερμανικό πρωτορομαντισμό. Η ρίζα της Ορθόδοξης πνευματικότητας έφθασε έτσι μέχρι τον πρωτοϋποστασια-σμό και την πρωτοφαινομενολογία των Σέλιγκ – Χάιντεγκερ – Χούσερλ. Προφανώς, τα λανθάνοντα αυτά στοιχεία διασώθηκαν στην Δύση με occultatio και simulatio, διαδικασίες για τις οποίες δεν πρέπει να σεμνύνεται κανείς, αλλά που τους επέτρεψαν να επιβιώσουν υπόγεια μέχρι τον νεοχουσιτισμό του Μάζαρικ και τους κρυπτομαζαρικούς ελεύθερους σοσιαλιστές με ανθρώπινο πρόσωπο της Ανοιξης της Πράγας….

Το άλλο νότιο κύμα του Ζωροα-στρικού ιρανοελληνιστικού γνωστικισμού κινήθηκε μέσω Βορείου Αφρικής. Με αρχικό φορέα τον δυαδικό Μιθραϊσμό και Μανιχάίσμό, μετατρέποντας τον μύθο σε μυστικισμό, πήρε νεοπλατωνική μορφή αποκρυφισμού του Ερμοϋ του Τρισμέ-γιστου και με νεομανιχαϊκό προσωπείο, πέρασε από την Καρχηδόνα σαν Δονα-τισμός του αποστάτου Αγ. Αυγουστίνου και διεκπεραιώθηκε στην Ισπανία σαν Πρισιλλανισμός, στην Ιταλία σαν Πατα-ρινισμός, στην Νότιο Γαλλία σαν αιρέσεις Βαλδεσιανών και Αλβιγηνών, στην Γερμανία σαν Ευσεβισμός και στην Αγγλία σαν Λολλαρδισμός. Τα κινήματα αυτά ετοίμασαν τον δρόμο στον Προτεσταντισμό και Καλβινισμό, αποστρακίζοντας πολλές γενοκτόνες γερμανοπαπικές σταυροφορίες που εστράφησαν αδιακρίτως εναντίον αιρετικών, Ισλαμιστών αλλά και των Ορθόδοξων σφαγιασθέντων το 1204.

Οι δυο, μέσω Βαλκανίων και Βορείου Αφρικής, αναβιώσεις του ευρωπαϊκού νέο-μανιχαϊσμού, ενισχυμένες από τα προϋπάρχοντα, εγχώρια προ-ι.ε. υποστρώματα, έγιναν βάση ισχυρών κινημάτων αμφισβήτησης της ι.ε. τριλειτουργικότητας και του χριστιανικού κατεστημένου.

Είναι φανερό ότι, και σήμερα ακόμη, οι παλαιές ευρωπαϊκές περιοχές νεομανιχαϊκής θρησκευτικής έξαρσης, όπως και τα προ-ι.ε. δυϊστικά υποστρώματά τους συμπίπτουν με περιφερειακά κέντρα φυγόκεντρων τοπικισμών, τα οποία διεκδικούν πολιτιστική αυτονομία μέχρι και αποχωρισμού. Σε ορισμένες, τα υποστρωματικά κατάλοιπα, που λόγω εκδημοκρατισμού αναβιώνουν, χαίρουν στην Ε.Ε. προνομιακής περιφερειακής αυτοδιοίκησης και προβλέπεται ότι σε περίπτωση Ομοσπονδοποίησης περισσότερες εξουσίες θα μεταφερθούν σε αυτά, πράγμα που καθυστερεί την Ομοσπονδοποίηση. Οι τάσεις αυτές αυτοδιοίκησης αντιδρούν θετικά σε Ατλαντικές ενθαρρύνσεις χειραφέτησης και σε Προτεσταντικές σεκταρικές μεταστάσεις γνωστικιστικού περιεχομένου. Ανάλογοι προσηλυτισμοί επιχειρούνται και σε άλλες περιοχές με φιλοατλαντικές τάσεις, αντίθετες με την τριαδικότητα μιας ευρωπαϊκής χριστιανικής ιδεολογίας. Δεν πρέπει άλλωστε να υποτιμούμε το βαθμό συμμετοχής των δυαδικών προτεσταντικών αιρέσεων αμφισβήτησης στα κύματα μετανάστευσης από την Ευρώπη στις Η.Π.Α., λόγω των θρησκευτικών διώξεων.

Η απαραίτητη για την ευρωπαϊκή κοινωνική συνοχή και αποτελεσματικότητα, τριλειτουργικότητα δέχθηκε καίριο πλήγμα μετά την υιοθέτηση, από την Ε.Ε., της υποψηφιότητας μέλους σουνιτικής δυι-στικής θρησκείας. Κύριο αίτιο της ευρωπαϊκής αδυναμίας είναι ότι, ενώ η υποβάθμιση της πρώτης λειτουργίας συνοδεύεται, κυρίως, από ενίσχυση της δεύτερης, στην Ε.Ε η δεύτερη είναι επίσης ασθενής ενώ ισχυρές είναι μόνο οι παραγωγικές λειτουργίες οι οποίες, όμως, αν και μη ανταγωνιστικές, δεν δέχονται περικοπή των προνομίων τους χάριν στρατιωτικών λειτουργιών. Η αμερικανική διακύμανση μεταξύ δυϊσμού και τριαδικότητας εξαρτάται κυρίως από τα ποσοστά δυαδικών Wasp ή τριαδικών Ρωμαιοκαθολικών θρησκειών και προκύπτουν από αλληλεξαρτήσεις ή επικαλύψεις και την εκλογική σύνθεση Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών και από τον βαθμό του ιδεολογικού εξαμερικανισμού τους. Αντίθετα, ιδιαίτερα ισχυρή είναι η δεύτερη λειτουργία, διότι οι παραγωγικές τάξεις δέχονται θυσίες υπέρ αυτής, ως εγγυήτριας ενός συστήματος είσπραξης διεθνούς υπεραξίας για την αμοιβή της ανταγωνιστικότητας τους, αλλά και την πληρωμή της πρώτης λειτουργίας, επιφορτισμένης με την επαγρύπνηση επί της μονοπώλησης της τεχνογνωσίας, των ερευνών, των ευρεσιτεχνικών δικαιωμάτων, των αποκλειστικών ενεργειακών και επικοινωνιακών προνομίων και με την εθνοκεντρική διαχείριση μιας διεθνούς πολιτιστικής εικόνας εντυπωσιακής, πειστικής αλλά μη συγκρίσιμης.

Σημείωση

1. Foreign Affairs, November-December 2000. The End of Asia,p.156.

*Ο Δημητρης Πουλάκος είναι εκδότης του περιοδικού Eurobalkans.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ