Αρχική » Οικουμενικότητα και αυτοκεφαλία

Οικουμενικότητα και αυτοκεφαλία

από Άρδην - Ρήξη

του σεβασμιοτάτου μητροπολίτου Ναυπάκτου, Ιεροθέου, από το Άρδην τ. 45, Ιανουάριος 2004

Ή ‘Ορθόδοξη Εκκλησία είναι καθολική καί κατά τήν έρμηνεία των Πατέρων της Εκκλησίας ό όρος καθολική σημαίνει ότι έχει τήν αλήθεια που είναι καθολική -όλοκληρωμένη καί δτι διαχέεται σέ ολόκληρο τόν κόσμο. Κατά ιόν ‘Αριστοτέλη, καθολικό είναι τό ολόκληρο, «τό κοινόν όνομα κατ’ αντίθεσιν πρός τό καθ’ έκαστον». Κατά τόν αγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, ή Εκκλησία καλείται καθολική, «διότι καθ” δλον τόν κόσμον διακεχυμένη ύπάρχει… διό τό κατά πάσης είναι της οικουμένης άπό περάτων γης έως περάτων… διά τήν ένωσιν των απανταχού διεσπαρμένων Εκκλησιών, αϊτινες πασαι τω συνδέσμω τοϋ Παναγίου Πνεύματος μίαν καί καθολικήν άποτελοϋσιν». Επειδή όμως έπεκτάθηκε στόν κόσμο ολόκληρο, χρειάσθηκε νά βρεθη ένας τρόπος γιά νά διοικηθη καλώς καί νά ύπάρξη ένότητα μεταξύ τών ‘Εκκλησιών. Κυρίως λόγοι έκκλησιαστικοί συνετέλεσαν στήν δημιουργία κατά τόπους εκκλησιαστικών αύτοδιοικήσεων. Ή ύπαρξη της αύτοκεφάλου Εκκλησίας δεν διασπα τήν οικουμενικότητα της Εκκλησίας, αλλά τήν υπογραμμίζει ιδιαιτέρως.

Αύτό θά είναι καί τό θέμα της παρουσιάσεως μου. “Εχουν γραφή αξιόλογες μελέτες γύρω άπό τό θέμα αύτό, θά στηριχθώ όμως κυρίως στόν αείμνηστο Καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα, τόν Καθηγητή Ιωάννη Ταρνανίδη, πού μελέτησε ιδιαιτέρως τό εκκλησιαστικό καθεστώς τών Σλαυικών Εκκλησιών, καί τόν Olivier Clement

1. Οικουμενικότητα καί αύτοκεφαλία

Πρίν προχωρήσω στό κυρίως θέμα μου, θεωρώ αναγκαίο νά τό συνδέσω μέ τό κεντρικό θέμα της παρουσιάσεως αύτης πού είναι οικουμενικότητα καί αύτοκεφαλία.

Ό Χριστιανισμός γεννήθηκε στήν Παλαιστίνη καί ϊδιαιτέρως στά Ιεροσόλυμα καί άπό έκεΐ έπεκτάθηκε σέ ολόκληρο τόν κόσμο. Μετά τήν Άνάστασή Του ό Χριστός έδωσε έντολή στούς Μαθητάς Του νά κηρύξουν τό Εύαγγέλιο σέ ολόκληρη τήν κτίση, νά βγουν δηλαδή μέσα άπό τά περιοριστικά όρια της Παλαιστίνης καί νά άνοιχθοϋν σέ όλα τά έθνη. Τούς έδωσε έντολή: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη» (Ματθ. κη’ 19). Καί άλλου είπε: «κηρύξατε τό εύαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μάρκ. ιστ’, 15).

Oi Μαθητές, έχοντας αυτήν τήν έντολή, άνοίχθηκαν σέ όλα τά έθνη, σέ όλα τά μέρη της γης. Είχαν όμως τήν αίσθηση ότι είναι μέλη τοΰ ένιαίου Σώματος του Χρίστου. “Αργότερα μέ τούς άπολογητάς φάνηκε καθαρά ότι οί Χριστιανοί δέν είναι πιά ‘Ιουδαίοι, ούτε έθνικοί-“Ελληνες, άλλά άποτελοϋν τό τρίτον γένος μέσα στήν ιστορία. Στήν πρός Διόγνητον έπιστολή ό Χριστιανισμός παρουσιάζεται ώς τό «καινόν γένος» καί στήν απολογία του ‘Αριστείδου ώς τό «τρίτον γένος».

Βεβαίως, οί Μαθητές τοϋ Χρίστου, ώς ‘Ιουδαίοι, κήρυτταν κατ’ άρχάς στίς Συναγωγές πού λειτουργούσαν σέ κάθε πόλη. “Ομως στίς πόλεις, όπως φαίνεται καί στίς ‘Επιστολές τοϋ ‘Αποστόλου Παύλου, ίδρυσαν Τοπικές Εκκλησίες πού είχαν κέντρο τήν θεία Εύχαριστία. “Ετσι σέ κάθε πόλη υπήρχαν ‘Επίσκοποι πού διηύθυναν τίς Εκκλησίες, ήταν προεστώτες της ευχαριστιακής συνάξεως. Γι’ αύτό οι κανόνες τών Τοπικών καί Οικουμενικών Συνόδων κάνουν λόγο συνεχώς γιά τίς άρμοδιότητες καί τήν εύθύνη τών ‘Επισκόπων της πόλεως.

Όποτε, ή πρώτη Εκκλησία προσέλαβε τόν θεσμό τών πόλεων καί γύρω άπό τόν ‘Επίσκοπο της πό -λεως συγκροτήθηκε ή επαρχιακή Σύνοδος. Μετέπειτα, όπως βλέπουμε στόν τρόπο συγκροτήσεως της Εκκλησίας, χάριν της έ νότητος προσελήφθη τό ρωμαϊκό σύστημα διοικήσεως, τό όποϊο ώς βάση είχε τό άρχαιοελληνικό σύστημα τών πόλεων στό ένιαΐο Ρωμαϊκό Κράτος. Τόσο τό Μητροπολιτικό όσο καί τό Πατριαρχικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας έχει ύπόψη του τό εκκλησιαστικό κύτταρο πού λέγεται πόλη.

Αύτό θά τό δούμε λίγο πιό κάτω, άλλά εδώ έκεϊνο πού πρέπει νά τονισθη είναι ότι ό Χριστιανισμός είχε μιά οικουμενική διάσταση, άφοϋ άπλώθηκε σέ όλο τόν κόσμο, και συγκατέλεγε ώς μέλη του άνθρώπους πάσης φυλής καί γλώσσης, άλλά ό τρόπος συγκροτήσεως ήταν τό σύστημα τών πόλεων. Κάθε τοπική ‘Εκκλησία είναι έν σμικρογραφία ολόκληρη ή Εκκλησία, κατά τόν τύπο τοϋ ευχαριστιακού άρτου, ό όποιος «μελίζεται καί διαμερίζεται, ό μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ό πάντοτε έσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανόμενος, άλλά τούς μετέχοντας άγιάζων».

Χαρακτηριστικό στό σημείο αύτό είναι τό έργο τοΰ άγίου Μαξίμου τοϋ Όμολογητοϋ «Μυσταγωγία», στό όποϊο άναλύει τί είναι ‘Εκκλησία, ότι αύτή άπλώνεται σέ ολόκληρο τόν κόσμο καί συμπεριλαμβάνει όλους τούς άνθρώπους, άλλά ταυτόχρονα ερμηνεύει τήν θεία Ευχαριστία μέσα στήν ήσυχαστική καί έσχατολογική της προοπτική. ‘Αντίθετα, στήν Δύση, άναπτύχθηκε ή θεωρία της διαχωρίσεως τοϋ εύχαριστιακοϋ άρτου άπό τό Σώμα τοϋ Χρίστου, μέ άποτέλεσμα νά οδηγηθούμε στά γνωστά άποτελέσματα.

2. Ό χαρακτήρας και ή προοπτική της αύτοκεφάλου ‘Εκκλησίας

Μετά άπό όσα προηγήθηκαν πρέπει νά προχωρήσουμε καί νά δοϋμε τόν χαρακτήρα καί τήν προοπτική της αύτοκεφάλου ‘Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, θά εξετάσουμε πώς ή λεγόμενη αύτοκέφαλη ‘Εκκλησία δέν διασπα τήν καθόλου Έκκλησία, άλλά καί πώς μερικές φορές λειτουργεί διασπαστικά, έθνικιστικά.

α) Ό ορος αυτοκέφαλο

Κεφαλή της ‘Εκκλησίας είναι ό Χριστός, οί δέ Χριστιανοί πού είναι βεβαπτισμένοι καί βεβαιόπιστοι είναι μέλη τοϋ Σώματος τοϋ Χριστοϋ. ‘Από τήν άλλη πλευρά οί ‘Επίσκοποι, ώς διάδοχοι τών Αγίων Αποστόλων, είναι είς τύπον καί τόπον της παρουσίας τοϋ Χρίστου.

Ό όρος αύτοκέφαλη Εκκλησία είναι άρκετά συμβατικός, γιατί δέν μπορεί κάθε Τοπική Εκκλησία νά ύποκατασχήση καί νά άντικατασιήση ιήν Κεφαλή της Εκκλησίας πού είναι ό Χριστός, ούτε οί αυτοκέφαλες Εκκλησίες άποτελοΰν μιά πολυκέφαλη Εκκλησία. Κατά τόν Μητροπολίτη Σάρδεων Μάξιμο, ό όποιος επικαλείται την άποψη του Σμέμαν, ή έννοια του αΰτοκεφάλου δεν άναφέρεται στήν «όντολογία» της Εκκλησίας, άλλά στήν ιστορική της «ύπόσταση».

Από τήν έρευνα πού έκανα δέν βρήκα στούς ιερούς Κανόνας νά άναφέρεται ή λέξη αυτοκέφαλη Εκκλησία. Συνάντησα όμως τόν όρο αυτοκέφαλη Εκκλησία στις έρμηνεϊες του Βαλσαμώνος σέ ιερούς Κανόνες, οί όποιοι όμιλοϋν γιά τό αύτοδιοίκητο της Εκκλησίας. Δηλαδή, ό όρος «διοίκηση» μιάς Επαρχίας χαρακτηρίζεται ώς «αυτοκέφαλο».

Συγκεκριμένα στό 6′ Κανόνα της Β” Οικουμενικής Συνόδου γίνεται λόγος γιά τίς διοικήσεις των τοπικών Έκκλησιών ‘Αλεξανδρείας, ‘Αντιοχείας, Άσιανης, Ποντικής καί Θρακικής. Γράφει ό Κανών ότι κάθε έπαρχιακή Σύνοδος νά οίκονομη-διοική τά της Επαρχίας της: «…τά καθ’ έκάστην έπαρχίαν ή της έπαρχίας σύνοδος διοικήσει…». Ακριβώς γι’ αυτόν τόν λόγο ό ίερός Κανών λέγει: «τούς Οπερ διοίκησιν έπισκόπους ταΐς ύπερορίοις έκκλησίαις μή έπιέναι, μηδέ συγχέειν τάς εκκλησίας».

Ό Βαλσαμών έρμηνεύοντας τόν Κανόνα αύτό καί άναφερόμενος στήν αυτοδιοίκηση κάθε έπαρχίας, χρησιμοποιεί τόν όρο αυτοκέφαλο. Γράφει: «ότι τό παλαιόν πάντες οί τών έπαρχιών μητροπολϊται αυτοκέφαλοι ήσαν, καί ύπό τών οικείων συνόδων έχειροτονοϋντο». Στήν συνέχεια έρμηνεύει ότι ύπό της Β’ Οικουμενικής Συνόδου δόθηκε προνόμιο στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τό «χειροτονεΐσθαι, καί ύποκεΤσθαι αύτώ» το -ύς Μητροπολίτας της Ποντικής καί ‘Ασίανής καί Θρακικής διοικήσεως. ‘Ακολούθως γράφει: «ή δέ καί έτέρας εκκλησίας αύτοκεφάλους ευρίσκεις, ώς τήν Βουλγαρίας, τήν Κύπρου, καί τήν Ιβηρίας, μή θαυμάσης…». Καί πιό κάτω γράφει: «έλευθέραν είναι καί αύτοκέφαλον τήν Έκκλησίαν της Ιβηρίας».

Είναι φανερόν ότι οί επαρχιακοί Σύνοδοι, πού λέγονται άπό τούς Κανόνας αύτοδιοικητές, χαρακτηρίζονται άπό τόν Βαλ -σαμώνα αύτοκέφαλες.

Αύτό παρατηρείται καί σέ άλλα έρμηνευτικά κείμενα τοϋ Βαλσαμώνα, όπως γιά παράδειγμα στήν ερμηνεία τοϋ λθ’ Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, ό όποιος Κανόνας παραπέμπει στόν η’ Κανόνα της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου γιά τό αύτοδιοίκητο της Εκκλησίας της Κύπρου. «Τό άνεπηρέαστον καί άβίαστον» του ίεροϋ Κανόνος έρμηνεύθηκε άπό τόν Βαλσαμώνα ώς αύτοκέφα -λο: «ώρίσθη αύτοκεφάλον είναι τήν Έκκλησίαν της Κύ -πρου».

Επομένως, φαίνεται ότι μέ τόν όρο αυτοκέφαλο άποδίδεται, κατά τούς ιερούς Κανόνας, τό αύτοδιοίκητο μιας Έκ -κλησίας. Τό αύτοκέφαλο όμως, όπως λειτουργεί σήμερα, είναι καρπός τών διεργασιών πού έγιναν άπό τόν 9ον αίώνα καί μετά.

Ό Καθηγητής ‘Ιωάννης Ταρνανίδης συγκέντρωσε τήν βιβλιογραφία σχετικά μέ τόν όρο καί τόν τρόπο έφαρμογης τοϋ αύτοκεφάλου καί άνέπτυξε τό θέμα τοϋ αύτοκεφάλου στις σλαβικές Εκκλησίες, πράγμα πού παρουσιάζει άρκετό ένδιαφέρον. Είναι γνωστόν ότι ή Βουλγαρική ‘Εκκλησία άρχισε νά άναζητά τήν ανεξάρτητη έκκλησιαστική διοίκηση άπό τόν 9ο αίώνα, ή Σερβική ‘Εκκλησία άπό τόν 12ο αίωνα καί ή Ρωσική τόν 15ο αίώνα. Πρίν αύτήν τήν άναζητησιι ύπήγοντο στό Οικουμενικό Πατριαρχείο. Κατά καιρούς, τοσο ή Βουλγαρική όσο καί ή Σερβική ‘Εκκλησία άπέκτησαν τήν αυτονομία, τήν αύτοκεφαλία καί τήν πατριαρχική τιμη. άλλά συγχρόνως κατά διαστήματα έχαναν τήν αύτοκεφαλία τους, άκόμη δέ καί τήν παραχώρηση της πατριαρχικής τιμής καί ύπήγοντο στήν πνευματική δικαιοδοσία τοϋ Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ή σημερινή εκκλησιαστική – διοικητικη διάρθρωση τών ‘Εκκλησιών στόν Βαλκανικό χώρο ήταν ά-ποτέλεσμα της άναβιώσεως τοϋ έθνικισμοϋ τών Βαλκανικών λαών κατά τόν 19ο αίώνα και, μετά άπό απαραίτητες διεργασίες, τό Οικουμενικό Πατριαρχείο παρεχώρησε στίς ‘Εκκλησίες αύτές τήν αύτοκεφαλία καί τήν πατριαρχική τιμη.

Στήν συνέχεια θά υπογραμμισθούν μερικά σημεία σχετικά μέ τήν έννοια καί τήν εξέλιξη τοϋ αύτοκεφάλου, τα όποΤα μας βοηθοϋν νά δοϋμε τό θέμα αύτό στό βάθος του.

Στήν άρχή ό όρος αύτοκέφαλο έμφανίσθηκε συνδεδεμένος μέ τόν Αρχιεπίσκοπο, ό όποιος ήταν άποδεσμευμενος άπό τόν Μητροπολίτη καί είχε άμεση εξάρτηση άπό τον Πατριάρχη, άπό τόν όποιον λάμβανε τήν χειροτονία καί τον μνημόνευε, δηλώνοντας κατ’ αύτόν τόν τρόπο τήν εξάρτηση του άπό αύτόν.

Μέ τήν πάροδο τοϋ χρόνου καί ιδιαιτέρως άπό τόν 9ο αίώνα, ή σημασία τοϋ αύτοκεφάλου άναβαθμίσθηκε καί συνδέθηκε μέ τίς έπιδιώξεις τών Σλάβων καί κυρίως τών Βουλγάρων ηγεμόνων Βόρη καί Συμεών νά άποκτήσουν πολιτική καί έκκλησιαστική άνεξαρτησία. Ό Βόρης, εκμεταλλευόμενος τον άνταγωνισμό μεταξύ ‘Ανατολικής καί Δυτικής ‘Εκκλησίας, ζήτησε καί έπέτυχε τήν αύτονομία της Βουλγάρικης ‘Εκκλησίας καί έτσι, στήν περίπτωση της Βουλγαρικής ‘Εκκλησίας, τό αύτοκέφαλο υποσκέλιζε τόν Μητροπολίτη καί λάμβανε θέση μετά τόν Πατριάρχη.

Βέβαια, καί μετά ιήν αύτοκεφαλία της Βουλγαρικής ‘Εκκλησίας, τό Οίκουμενικο Πατριαρχείο διετήρησε τά προνόμιά του «να έπεμβαίνει στά έσωτερικά της, νά διατηρεί καί κατά καιρούς νά διευρύνει τίς δικαιοδοσίες του στόν χώρο της βουλγαρικής εκκλησιαστικής διοίκησης. Σέ όλο τό μεταβατικό αύτό στάδιο, όπως φαίνεται άπό την ιστορική εξέλιξη, τό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης δέν παραιτήθηκε άπό τό δικαίωμά του νά χειροτονεί τόν άρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας».

‘Από τήν μελέτη αυτή φαίνεται καθαρά άφ’ ένός μέν ότι τό αύτοκέφαλο, όπως λειτουργεί σήμερα υστέρα άπό την σταδιακή έξέλιξή του, δέν μπορεί νά στηριχθή στό κανονικο δίκαιο τής ‘Εκκλησίας, τό όποΤο άγνοεϊ αύτήν τήν κατάσταση, άφ’ έτέρου δέ ότι είναι έσφαλμένη ή άποψη μερικών ότι τό αύτοκέφαλο λειτουργούσε στατικά καί γιά κάθε έποχη ώς «άνεξαρτησία».

β) Ή αύτοκεφαλία στήν οικουμενική προοπτική της ‘Εκκλησίας

Μέ τήν διάδοση τοϋ Χριστιανισμού σέ ολόκληρο τόν κο-σμο, χρειάσθηκε νά εύρεθή ένα σύστημα διοικήσεως για νά ύπάρχη ένότητα στήν Εκκλησία καί νά μή έπικρατοϋν αιρέσεις καί σχίσματα. “Ετσι από τίς άποστολικές Εκκλησίες διαδοχικά οδηγηθήκαμε σιό Μητροπολιτικό σύστημα πού κατοχυρώθηκε άπό τήν Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, καί στήν συνέχεια οδηγηθήκαμε στό ύπερμητροπολιτικό σύστημα, καί έπειτα στό Πατριαρχικό σύστημα μέ τήν Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδο.

Τό σημαντικό είναι ότι, παρά τήν αυτοδιοίκηση μιας Έκ -κλησίας, πού γινόταν «κατά τήν άρχαίαν συνήθειαν», υπήρχε ένότητα στήν Εκκλησία. Κατά τόν Μητροπολίτη Σάρδεων Μάξιμο, ή «ιεραρχία της τιμής», πού συνδεόταν μέ τήν καθολικότητα της ‘Εκκλησίας, καί ή όποία αναπτύχθηκε διά μέσου των αιώνων, δέν μπορεί νά άντικατασταθή μέ τήν λεγομένη «ισοτιμία» πού συνιστά ένα είδος δημοκρατικότη -τος. Τό πολίτευμα της Εκκλησίας είναι συνοδικό – ίεραρχικό καί όχι άπλώς δημοκρατικό μέ τήν έννοια των ίσων δικαιωμάτων.

“Αλλωστε αρχικά ό τίτλος τοϋ αύτοκεφάλου άρχιεπισκόπου αποδιδόταν στόν Έπίσκοπον έκείνον πού είχε έξάρτηση καί άναφορά κατ’ ευθείαν στόν Πατριάρχη καί όχι στόν Μητροπολίτη της Επαρχίας. Άλλά καί αργότερα πού ό τίτλος αυτός αποδόθηκε στόν αρχηγό μιας αύτοκεφάλου Εκκλησίας καί τότε δέν προσδιόριζε μιά πλήρη άνεξάρτητη εκκλησιαστική διοίκηση, άλλά ύπηρχε μιά έξάρτηση άπό τήν πρωτόθρονη Εκκλησία.

Αύτό φαίνεται καί άπό τό γεγονός ότι ή Εκκλησία, χάριν της ένότητός της, προσέλαβε τό σύστημα διοικήσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στήν όποία ύπηρχε μιά ιεραρχική έξουσία. “Ετσι μετά τόν θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στό Ρωμαϊκό Κράτος, ύπηρχαν τρεις Ύπαρχίες, ητοι ή Ύπαρχία των Γαλλίων, ή Ύπαρχία ‘Ιταλίας, ‘Αφρικής, ‘Ιλλυρικού καί η Ύπαρχία ‘Ανατολής. Κάθε Ύπαρχία ήταν διη -ρημένη σέ πολλές Διοικήσεις καί κάθε Διοίκηση ήταν διη -ρημένη σέ πολλές ‘Επαρχίες. Ή Ύπαρχία της ‘Ιταλίας -Αφρικής χωριζόταν σέ έξι Διοικήσεις. Μιά άπό τίς Διοικήσεις αύτές ήταν ή Διοίκηση της Μακεδονίας μέ έδρα τήν θεσσαλονίκη, πού χωριζόταν σέ έξι έπί μέρους ‘Επαρχίες, ητοι τήν Μακεδονία μέ έδρα τήν θεσσαλονίκη, τήν θεσσαλία μέ έδρα τήν Λάρισα, τήν Νέα “Ηπειρο μέ έδρα τό Δυρράχιο, τήν Παλαιά “Ηπειρο μέ έδρα τήν Νικόπολη, τήν Άχα’ί’α μέ έδρα τήν Κόρινθο καί τήν Κρήτη μέ έδρα τήν Γόρ-τυνα.

‘Επομένως, ό ‘Επίσκοπος της Πρωτευούσης της ‘Επαρχίας ονομάστηκε Μητροπολίτης, ό “Επίσκοπος της έδρας της Διοικήσεως ονομάσθηκε “Εξαρχος καί άργότερα εξελίχθηκε σε Πατριάρχη. “Αν καί κάθε επαρχιακή Σύνοδος ήταν αύτοδιοίκητη – αύτοκέφαλη, έν τούτοις δέν ήταν εντελώς άνε -ξάρτητη, άφοΰ ή επαρχιακή Σύνοδος ύπό τόν Μητροπολίτη έξέλεγε τούς ‘Επισκόπους καί διοικούσε τήν Τοπική ‘Εκκλησία, άλλ’ όμως τόν Μητροπολίτη τόν χειροτονούσε ό Πατριάρχης. Καί ή χειροτονία είναι σημαντική υπόθεση, δι -ότι κατά τόν Ζωναρά, πού ερμήνευσε τόν 6ο Κανόνα της Α” Οικουμενικής Συνόδου, «τό μείζον καί κυριώτερον ή των έπισκόπων χειροτονία έστι».

Μέ αύτήν τήν έννοια κάθε Τοπική “Εκκλησία ήταν έν σμικρογραφία ολόκληρη ή Εκκλησία, άλλά ταυτόχρονα έν -τασσόταν μέσα στήν «ιεραρχία της τιμής» καί μέ αύτόν τόν τρόπο ή ‘Εκκλησία διατηρούσε τήν καθολικότητα καί τήν Οίκουμενικότητά της. Πρέπει δέ νά γνωρίζουμε ότι ή φράση «έπίσκοποι τού έθνους», τήν όποία συναντούμε στούς ιερούς Κανόνας, δέν έχει καμμία σχέση μέ τήν σημερινή έννοια τού όρου έθνος-κράτος, άλλά μέ τήν έννοια της κατά θέματα έπαρχίας-παροικίας.

γ) Ή αύτοκεφαλία στήν εθνικιστική της διάσταση

‘Ενώ σέ όλη τήν ιστορία της ‘Εκκλησίας ή έννοια της αύτο-κεφαλίας τών Τοπικών “Εκκλησιών λειτουργούσε γεωγρα -φικά καί όχι ρατσιστικά καί φυλετικά, έν τούτοις τόν 19ο αιώνα, μέ τήν άρχή τού έθνικισμοϋ, άπέκτησε μιά άλλη έ ρμηνεία, ετέθη δηλαδή σέ έθνοφυλετικά-κρατικά πλαίσια. “Ακριβώς γιά τόν λόγο αύτόν ή Σύνοδος τού Πατριαρχείου, τό 1972, κατεδίκασε τόν έθνοφυλετισμό ώς αίρεση μέσα στήν ‘Εκκλησία.

Ό Καθηγητής ‘Ιωάννης Ταρνανίδης, άναφερόμενος στό καθεστώς τών σλαυικών ‘Εκκλησιών, κατέληξε σέ μερικά ένδιαφέροντα συμπεράσματα, μεταξύ τών οποίων ότι τήν πρωτοβουλία γιά τήν αύτοκεφαλία τών ‘Ορθοδόξων ‘Εκκλησιών είχε ό αύτοκράτορας, ένώ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο άφ’ ένός μέν ήρκεΐτο στόν τελετουργικό χαρακτήρα χορηγήσεως της αύτοκεφαλίας, «λόγω της άνωμαλίας τών καιρών», άφ’ έτέρου δέ, όταν τού διδόταν ή εύκαιρία καί ή δυνατότητα, έπανεξέταζε τό θέμα καί περιόριζε τά προνόμια μιας ‘Εκκλησίας.Ή άποψη, λοιπόν, ότι μιά αύτοκέφαλη ‘Εκ -κλησία είναι τελείως έλεύθερη καί άνεξάρτητη άπό τήν Μητέρα Εκκλησία, τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι ξένη πρός τήν παράδοση της ‘Εκκλησίας.

Ό Κλεμάν κάνει μιά πολύ ώραία άνάλυση πάνω στό θέμα αύτό. ‘Ισχυρίζεται ότι ή αύτοκεφαλία, όπως λειτουργούσε στήν Εκκλησία μέχρι τόν 19ο αιώνα, βρισκόταν σε μιά σχέση άλληλεξάρτησης μέ τίς άλλες ‘Εκκλησίες, κυρίως μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο. “Ομως τόν 19ο α’ιώνα, ή αύτοκεφαλία λειτούργησε ώς αύτοκεφαλαρχία, ώς πλήρης άνεξαρτησία. Παρατηρεί εύστοχα:

«Κάθε έθνος διεκδικεί καί εγκαθιδρύει αυταρχικά -έκτος άπό τή Σερβία πού έπιτυγχάνει προηγουμένως τή συγ -κατάθεση της Κωνσταντινουπόλεως – τήν έκκλησιαστική του άνεξαρτησία. Ή πολιτική καί ό έθνικισμός άνατρέπουν τήν παραδοσιακή κλίμακα τών άξιών: τό έθνος δέν προστατεύ -εται πιά καί δέν υποστηρίζεται άπό τήν ‘Εκκλησία, ή Έκ -κλησία είναι εκείνη πού άποβαίνει μιά διάσταση τού έθνους, ένα σημείο ότι κάποιος ανήκει σ’ ένα έθνος, καί ή όποία οφείλει έπομένως νά ύπηρετεϊ τό Κράτος.Έτσι τό παραδο -σιακό αύτοκέφαλον τείνει νά μετατροπή σέ αύτοκεφαλαρχία άπόλυτη καί συνάμα ομογενή. “Οχι πιά άλληλεξάρτηση, άλλά άνεξαρτησία. Ή λειτουργία της έκκλησιαστικής διοίκησης άντιγράφει τήν άντίστοιχη της κρατικής έξουσίας, καί οί επίσκοποι γίνονται περίπου δημόσιοι ύπάλληλοι.

Ή αύτοκεφαλαρχία σχηματίζει σταδιακά τή θεωρία της, λέει πώς τό θεμέλιο της έκκλησιολογίας δέν είναι ή εύχαρι -στιακή άρχή, άλλά ή φυλετική καί έθνική άρχή. Ή ‘τοπική’ Εκκλησία σημαίνει στό έξης τήν ‘εθνική’ “Εκκλησία, με παράλληλη έφαρμογή της τριαδικής άναλογίας, καθώς το πρωτείο τιμής” γίνεται ‘ισότητα τιμής’».

δ) Τά περί συμπορευσεως πολιτικών καί εκκλησιαστικών πραγμάτων

Προκειμένου νά δικαιολογηθη ό έθνοφυλετισμός καί ή θεωρία της ταυτίοεως των ορίων του Κράτους μέ τά όρια της Τοπικής Εκκλησίας χρησιμοποιήθηκαν καί ό ιζ’ Κανόνας της Δ” Οικουμενικής Συνόδου καί ό λη’ Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Όμως οί Κανόνες αυτοί δέν είναι δυνατόν νά δικαιολογούν τήν ανάπτυξη των λεγομένων Κρατικών Εκκλησιών. Καί αυτό γιατί άφ’ ένός μέν προϋποθέτουν Μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως, άφ’ έ τέρου δέ όμιλοϋν γιά ανακαίνιση πόλεως καί δχι δημιουργία Κράτους. Στό σημείο αυτό πρέπει νά λεχθή ότι σφάλλουν όσοι έπικαλοΰνται τους ιερούς Κανόνας γιά νά δικαιολογή -σουν τις Εθνικές Εκκλησίες μέ τήν σημερινή τους μορφή.

Ό ιζ’ Κανόνας της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου σαφώς διαγορεύει: «Ει δέ καί τις έκ βασιλικής εξουσίας έκαινίσθη πόλις,  αύθις καινισθείη, τοϊς πολιτικοΐς καί δημοσίοις τύποις, καί τών εκκλησιαστικών παροικιών ή τάξις άκολουθεί-τω». Κατά τόν ίερό Βαλσαμώνα στούς βασιλείς επιτρέπεται «τά βουλητέα αύτοίς περί ένοριών διατάττεσθαι, χάριν τών καινιζσμένων ύπό τούτων πόλεων» (Β’ σελ. 262). Οϊ καινιζόμενες πόλεις άπό τόν βασιλέα είχαν τόν δικό τους Έπίσκοπο, όπως λέγει ό Άριστηνός: «ώστε εκείνης της έπαρχίας,  παροικίας τόν έπίσκοπον ταύτην ύφ’ έαυτόν έχειν, είς ήν αύτη έναπεγράφη, καί ύπετέθη τελεΤν».

Αύτός ό Κανόνας πρέπει νά συνδυασθη μέ τόν προηγούμενο ιβ’ Κανόνα της ιδίας της Συνόδου, ό όποιος σαφώς διαλαμβάνει περί τών πόλεων πού τιμώνται άπό τόν Βασιλέα: «Όσαι δέ ηδη πόλεις διά γραμμάτων βασιλικών τώ της μητροπόλεως έτιμήθησαν Ονόματι, μόνης άπολαυέτωσαν της τιμής, καί ό τήν έκκλησίαν αύτης διοικών Επίσκοπος, δηλονότι σωζομένων τη κατ’ άλήθειαν μητροπόλει τών οικεί -ων δικαίων». Ή νέα αύτή Μητρόπολη θά έχη μόνον τήν τιμή, αλλά, δπως λέγει ό Ζωναράς, «κατά τά άλλα πάντα, ύποκεΐσθαι αύτη τη παλαιά μητροπόλει οφείλει. Ό γάρ ταύ -της έπίσκοπος παρά τοϋ παλαιού μητροπολίτου χειροτονη -θήσεται, καί παρ” αύτώ κριθήσεται, καί απλώς αύτω ύποκεί-σεται» (Β’ σελ. 248).

Είναι φανερό ότι ό ιζ” Κανόνας της Δ” Οικουμενικής Συνόδου δέν μπορεί νά είναι διαφορετικός άπό τόν προηγηθέντα ιβ’ Κανόνα της ίδιας Συνόδου ούτε καί νά τόν αναιρεί. Υπάρχει μιά ένότητα μεταξύ τους, έστω κι άν γίνεται λόγος γιά καινισθεΐσα καί γιά τιμηθεϊσα πόλη. Κάνουν λόγο γιά νέες ίί τιμημένες πόλεις πού τιμώνται άπό τόν βασιλέα καί έχουν τόν δικό τους Μητροπολίτη, άλλά δμως ό Μητροπολίτης αύτός έχει άναφορά στόν Μητροπολίτη πού ύπήγετο προηγουμένως. Καί πάντως οί κανόνες αύτοί άνα -φέρονται στίς έπαρχιακές-μητροπολιτικές Συνόδους καί δέν έχουν καμμία σχέση μέ έθνικές Εκκλησίες.

Μέσα σέ αύτήν τήν έρμηνευτική διδασκαλία πρέπει νά ένταχθη καί ό λη’ Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου πού λέγει: «Τόν έκ τών πατέρων ημών τε -θέντα κανόνα καί ήμεΐς ηαραφυλάττομεν, τόν ουτω διαγορεύοντα. Εϊ τις έκ βασιλικής έξουσίας έκαινίσθη πόλις, ίί αύθις καινισθείη, τοις πολιτικοϊς καί δημοσίοις τύποις καί ή τών έκκλησιαστικών πραγμάτων τάξις άκολουθείτω».

Παράλληλη φράση είναι καί τοϋ ιερού Φωτίου που έλεχθη γιά νά δικαιολογήση τήν άπόσπαση του άνατολικοϋ Ιλλυρικού άπό τήν Εκκλησία της Ρώμης καί τήν άπόδωση της στήν “Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως: «τά έκκλησιαστικά, καί μάλιστα γε τά περί τών ένοριών δίκαια, ταϊς πολιτικαΐς έπικρατείαις καί διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι είωθεν».

Τήν φράση τοϋ ιερού Φωτίου επικαλείται ή Πατριαρχική Πράξη τοϋ 1928 μέ τήν όποία έδόθησαν κατά άφομοίωση στήν “Εκκλησία της Ελλάδος οί Μητροπόλεις της Θεσσαλιας, της “Αρτης καί ε’ίκοσι χωρίων της Μητροπόλεως ‘Ιωαννίνων. Αύτό δμως πρέπει νά τό έντάξουμε μέσα στίς περί -στάσεις της έποχης έκείνης, καθώς έπίσης καί σύμφωνα με τήν αιτιολογία πού γίνεται άπό τήν Πατριαρχική Πράξη τοί 1866 μέ τήν όποία δόθηκαν στήν αύτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος τά Επτάνησα. Στήν αρχή της Πράξεως, στην όποία δμως δέν μνημονεύεται ό λόγος τού ίεροϋ Φωτίου λέγεται ότι αύτό γίνεται άπό τήν Μεγάλη τού Χριστοϋ Έκκλησία πού είναι «κοινή Μήτηρ καί προστάτις» υπέρμαχος γιά τήν εύστάθεια «τών άπανταχοϋ άγιων τοϋ Θεοϋ Έκκλησιών» καί «πρός οϊκοδομήν». Μάλιστα στήν συνέχεια γραφεται καί ή βασική αιτιολογία: «διαφόροις μέν διαιτήσεσιν άναγκαίαις, καί τω καιρώ καί ταΐς περιστάσεσι καταλλήλοις τήν εύκοσμίαν καί εύρυθμίαν αύταΐς ένεργάζεται».

Αύτό σημαίνει ότι τό Οικουμενικό Πατριαρχείο κρίνει κατά καιρούς τόν τρόπο μέ τόν όποιον καθορίζει τήν διοικηση κάθε έπαρχίας, άνάλογα μέ τίς περιστάσεις και τις άλλαγές. “Ετσι, άλλοτε έπιλέγει τόν ένα τρόπο διοικήσεως καί παραχωρήσεως καί άλλοτε έπιτρέπει τόν άλλον τροπο διοικήσεως καί παραχωρήσεως, άνάλογα μέ τό συμφέρον της ‘Εκκλησίας. Καί αύτό είναι στήν διακριτική εύχέρεια της Μητρός ‘Εκκλησίας, γιατί όπως λέγει ό ιερός Φώτιος «εϊωθε» καί δέν ύπάρχει ύποχρεωτικός Κανόνας.

Ό άείμνηστος Καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας, κα -νοντας λόγο γιά τό αύτοκέφαλο τών ‘Εκκλησιών, άναλυει καί τούς Κανόνας αύτούς πού άναφέραμε καί σημειώνει εύστοχες παρατηρήσεις. Μεταξύ τών άλλων ισχυρίζεται ότι ή ιδία Δ’ Οικουμενική Σύνοδος μέ τόν ιζ’ Κανόνα δέν άνυψώνει τίς καινιζόμενες πόλεις σέ κέντρα έκκλησιαστικα γιατί τά δίκαια τών προηγουμένων Μητροπόλεων προσταιε -ύονται άπό τόν ιβ’ Κανόνα της ίδιας Συνόδου. Έπίσης άν ήθελε νά προβή σέ τέτοια ένέργεια, τότε θά άνέτρεπε τον ϊδιο τόν έαυτό της, διότι μέ τόν κη’ Κανόνα της ύπήγαγε τούς αύτοκεφάλους έξάρχους τών διοικήσεων ‘Ασίας, Πόντου καί Θράκης στόν θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, ένώ δέν έγινε καμμιά μεταβολή στίς πολιτικές διοικήσεις τών επαρχιών αύτών. Τό ϊδιο συμβαίνει καί μέ τόν κη’ Κανόνα της Πενθεκτης Οικουμενικής Συνόδου. Δέν είναι δυνατόν ή πολιτική άνύψωση μιας πόλεως νά σημαινη ταυτοχρόνως καί τήν άνύψωσή της σε κέντρο έκκλησιαστικό, γιατί μέ τόν προηγουμενο λστ’ Κανόνα είχε ηδη έπιβεβαιωθη ή Πενταρχία τών ‘Ορθοδόξων Εκκλησιών. Το ότι άκόμη άπένειμε τό ίδια δικαιώματα στον Πρόεδρο της Εκκλησίας της Κύπρου, ή όποία Κύπρος ποτέ δέν είχε άναδειχθή σε Κράτος η τοποτηρητεία, αύτό καταλύει την άρχή ότι συμμεταβάλλονται πάντα τά εκκλησιαστικά μέ τά πολιτικά. Έπί πλέον ό Παναγιώτης Τρεμπέλας ισχυρίζεται δτι αύτη ή άρχή δέν έπικράτησε στήν ιστορία της Εκκλησίας, γιατί ενώ τό ανατολικό ‘Ιλλυρικό (διοικήσεις Δακίας, Μακεδονίας) παραχωρήθηκαν τό έτος 379 από τόν Γρατιανό ώς δώρο στόν αυτοκράτορα της ‘Ανατολής Θεοδόσιο, καί τό Δυτικό Ιλλυρικό προσαρτήθηκε στό Κράτος της Ανατολής, μεταξύ των έτών 424 καί 437, έν τούτοις, παρά τίς προσπάθειες της Κωνσταντινουπόλεως, έκκλησιαστικώς παρέμειναν μέχρι των είκονομαχικών ερίδων στήν Εκκλησία της Ρώμης.

‘Επίσης, έάν επικρατούσε αύτή ή άρχή, τότε μετά τήν κατάλυση της εθνικής άνεξαρτησίας των Σέρβων καί τών Βουλγάρων θά έπρεπε νά καταργηθούν καί oi αυτοκέφαλες Εκκλησίες Άχριδών, Τυρνόβου καί Πεκίου «η έάν τούτο διετηρήθη έπί τη βάσει της άρχης του έθνους, έπρεπεν ή μετέπειτα σημειωθείσα συγχώνευσις ν’ άποφευχθη».

Καί έπιλέγει ό αείμνηστος Καθηγητής:

«Ή ύπό του ιερού Φωτίου διατυπωθείσα καί έκ της ανά -γκης τών πρός τόν Πάπαν διαμφισβητήσεων έπί τών έκκλησιών τοϋ ‘Ιλλυρικού ύπέρ τό δέον, ‘ίσως δ’ έν τινι μέτρω καί αδίκως, έξαρθεΐσα άρχή: “τά περί τών ενοριών δίκαια ταΐς πολιτικαΐς έπικρατείαις καί διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι ε’ί-ωθε”, δέν άποτελεΐ άρχήν άπαράβατον καί άπαρεγκλίτως τηρηθεϊσαν, ώς άλλως τε καί αύτό τούτο τό “ε’ίωθε” συνυ -πονοεϊ».

Καθώς καί ότι: «Τέλος δέν πρέπει κατ’ ούδένα λόγο ν νά λησμονηται, δτι ή τοιαύτη έπαφή τών έπισκόπων ύπό τόν ένα Πρώτον άπέβλεπεν εϊς τήν ένίσχυσιν της έν Χριστώ έ νότητος. Προδήλως λοιπόν κατ’ ούδένα λόγον έπιτρέπεται να άγη είς τήν δημουργίαν είδους τινός καπετανάτων η έκκλησιαστ. έπικρατειών ξένων πρός άλλήλας, άλλά μάλλον δέον νά άποβλέπη εις τήν εύχερεστέραν έπικοινωνίαν πά -ντων τών άπανταχοϋ έπισκόπων διά τών κέντρων αύτών η τών ‘Αρχιεπισκόπων. Εντεύθεν καί πρω’ί’μως, ώς είδομεν, έκδηλούται ή τάσις πρός διεύρυνσιν τών όρίων τών έκκλησ. περιφερειών διά της υπαγωγής τών διαφόρων Μητροπολιτών η Πρώτων ύπό τους Έξάρχους η Πατριάρχας, τών όποιων έν τέλει ό άριθμός περιορίζεται μόλις εις πέντε».

Τό Οικουμενικό Πατριαρχείο έδιδε τήν αύτοκεφαλία σέ κάποια Εκκλησία άποβλέποντας στήν ένότητα τών Έκκλησιών καί τήν καλύτερη όργάνωσή της. Αύτός ηταν ό πραγ -ματικός λόγος της δωρηθείσης αύτοκεφαλίας καί όχι ή πολιτική σκοπιμότητα. Γι’ αύτό γράφει ό Τρεμπέλας: «Πασα διά τούτο άπόπειρα πρός καθιέρωσιν τών άρχών της πολιτικής σημασίας η τών έθνικών λόγων η τού κράτους έκτός τού δτι άντιτίθεται πρός τό γνήσιον πνεύμα τών κανόνων έλέγχεται έξ ολοκλήρου άσυγχρόνιστος καί οπισθοδρομική». “Εχουν γραφή διάφορα άπό πολλούς γύρω άπό τήν θεωρία τού ίεροΰ Φω -τίου περί της μεταβολής τών έκκλησιαστι-κών όρίων σύμφωνα μέ τα πολιτικά όρια. Στό σημείο αύτό πρέπει νά παρατεθη ή τεκμηριωμένη άποψη τού Καθηγητού Ιωάννη Ταρνανίδη γύρω άπό τήν θεωρία αύτή.

Ό Καθηγητής ύποστηρίζει ότι ή άρχή αύτη έπικρατοΰσε, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο «διέβλεπε διεύρυνση τών πολιτικών όρίων, λόγω ευνοϊκών στρατιωτικών καί εύρύτερων διπλωματικών συγκυριών». “Οταν δμως τά πολιτικά όρια τού Ρωμαϊκού Κράτους άλλαζαν άπό τήν άντίθετη πλευρά, δηλαδή δταν oi Σλάβοι, όπως έγινε στήν περίπτωση τού Σέρβου ηγεμόνα Στεφάνου Δουσάν, κατελάμβαναν εκτάσεις πού άνηκαν στήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τότε «τό Πατριαρχεΐο φρόντισε νά βάλει στό περιθώριο τίς άρνητικές γιά τήν στιγμή θεωρίες καί νά άγωνιστεί νά διατηρήσει άνέπαφα τά όρια της διοίκησης καί δικαιοδοσίας του. Καί μάλιστα, δταν ή άλλη πλευρά τόλμησε νά έφαρμόσει τήν παραπάνω άρχή σέ βάρος πιά της Μητέρας ‘Εκκλησίας, ή δεύτερη δέ δίστασε νά διακόψει τίς σχέσεις της μέ τήν Εκκλησία της έν λόγω χώρας καί νά προχωρήσει άκόμα πιό πέρα, άφορίζοντάς την μαζί μέ τούς άρχοντες καί τό λαό». Αύτό συνέβη στήν περίπτωση τού Στεφάνου Δουσάν, ό όποιος «άπέσπασε έπαρχίες τού θρόνου, πού βρίσκονταν στή Μακεδονία, καί τίς προσάρτησε στή δική της (έκκλησία της Σερβίας) δικαιοδοσία» καί συγκάλεσε στά Σκόπια Σύνοδο, ή όποία άνεκήρυξε τόν ‘Αρχιεπίσκοπο της Σερβίας σέ Πατριάρχη. Τότε τό Οικουμενικό Πατριαρχείο κατεδίκασε τήν Σερβική Έκκλησία καί γιά τίς δυό αύτές ένέργειες καί άφόρισε καί τούς άρχοντες καί τόν λαό. Καί μάλιστα καμμία άπό τίς άλλες αυτοκέφαλες Εκκλησίες «δέ διαμαρτυρήθηκε ούτε προσπάθησε νά άμφισβητήσει τήν ισχύ του άφορισμού πού έπέβαλε ή Κωνσταντινούπολη στή Σερβική Έκκλησία».

Καί ό Καθηγητής ‘Ιωάννης Ταρνανίδης παρατηρεί: «…δέν υπάρχουν περιθώρια γενίκευσης της άρχης σύμφωνα μέ τήν όποία oi έκκλησιαστικές μεταβολές άκολουθούσαν τίς πολιτικές. Διότι, δταν αύτή ή μεταβολή γινόταν σέ βάρος τού Βυζαντίου, ή άντίστοιχη έκκλησιαστική μεταβολή άπο -τελούσε άποστέρηση της έλευθερίας καί άδικία. Μόνο τά όρια δικαιοδοσίας τού Οικουμενικού Πατριαρχείου θεωρούν -ταν “όρια πατέρων”, τό δέ δικαίωμα τού βυζαντινού αύτοκράτορα “τού προάγειν έπισκοπάς εις μητροπόλεις”, στήν περίπτωση τών Σλάβων ηγεμόνων άποτελούσε θράσος καί άσέβεια πρός τούς θείους καί ιερούς κανόνες καί “άκανόνιστον” “αύτοχειροτονίαν”».

Επομένως, ή θεωρία περί μεταβολής τών έκκλησιαστικών πραγμάτων σύμφωνα μέ τήν έκάστοτε άλλαγή τών πολιτικών πραγμάτων διατυπώθηκε σέ μιά χρονική περίοδο πού έξυπηρετούσε τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέ τήν αύ -ξηση τών όρίων τού Ρωμαϊκού Κράτους. Αύτό σημαίνει ότι δέν ίσχυε κάθε έποχή, άλλά καί δέν στηριζόταν στό κανονικό δίκαιο, όπως έχω υποστηρίξει σέ άλλη ένότητα.

Συμπέρασμα

Τό συμπέρασμα είναι ότι ό όρος αύτοκέφαλη Έκκλησία σημαίνει κυρίως τήν αύτοδιοίκησή της, ή όποία δέν διασπά τήν ένότητα της Εκκλησίας στά δογματικά ζητήματα καί στήν γενική άντιμετώπιση τών έκκλησιαστικών θεμάτων. Τό Οικουμενικό Πατριαρχείο έξαναγκαζόταν, χάριν της οικονομίας καί της ένότητος της Εκκλησίας, νά δώση τήν αύτο -κεφαλία σέ μιά τοπική Έκκλησία. Τό Αυτοκέφαλο όμως δέν λειτουργεί διασπαστικά, ούτε προτεσταντικά μέσα στήν Έκκλησία. Τίθεται μέσα στήν προοπτική της άλληλεξάρτησης μεταξύ τών Εκκλησιών, στίς όποιες πρωτεύοντα καί καθοριστικό ρόλο -όχι άπλώς συντονιστικό- έχει τό Οίκουμενικό Πατριαρχείο.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ