του Χ. Δάλκου, από το Άρδην τ. 63, Φεβρουάριος – Μάρτιος 2007
Ἀ πό τά μαοϊκῶν προσανατολισμῶν κόμματα τῆς μεταπολίτευσης προβαλλόταν συχνά, ὅπως θυμοῦνται οἱ παλιότεροι, τό σύνθημα τοῦ Μάο Τσέ Τούνγκ: Νά τολμᾶμε νά ἀγωνιζώμαστε, νά τολμᾶμε νά νικᾶμε. Προσωπικά, μοῦ πῆρε κάπου πέντε-ἕξι χρόνια γιά νά διαπιστώσω ὅτι τό σύνθημα διέθετε καί ἕνα πρῶτο σκέλος τό ὁποῖο εἶχε τεχνηέντως ἀποσιωπηθεῖ (ἤ καί λογοκριθεῖ): Νά τολμᾶμε νά σκεφτώμαστε, νά τολμᾶμε νά μιλᾶμε.
Συχνά-πυκνά, ἔκτοτε, διαπιστώνω ὅτι, ὅποτε παρουσιαζόταν γιά τήν ἀριστερά ἡ ἀνάγκη ἤ ἡ εὐκαιρία νά σκεφθῆ, ἀμέσως ἐπιστρατευόταν ἡ ἀγωνιστική ρητορεία, ἡ ὁποία, στό ὄνομα τῆς ἐπιτακτικότητας τῆς ἀγωνιστικῆς δράσης, παρέπεμπε τήν ἀνάγκη προβληματισμοῦ σέ εὐθετώτερο χρόνο, ἀκυρώνοντας στήν οὐσία ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα πνευματικῆς ἀναζήτησης.
Ἔτσι συμβαίνει, χρόνια τώρα, καί μέ τίς ὑποθέσεις τῆς παιδείας. Ἡ βελόνα τῆς ἀριστερῆς σκέψης ἔχει κολλήσει σέ ὡρισμένα οἰκονομίστικα ὡς ἐπί τό πλεῖστον συνθήματα, πού μέ τήν συνεχῆ ἐπανάληψη μεταδίδονται ὡς ἀπόσταγμα σοφίας ἀπό γενιά σέ γενιά. Ἡ μεταφυσική σχεδόν πίστη, ὅτι ὅλα τά προβλήματα ἔχουν τήν ρίζα τους στήν ἐλλιπῆ χρηματοδότηση, εὐθύνεται στήν οὐσία γιά τό ὅτι ἡ ἀριστερά οὐδέποτε ἀσχολήθηκε σοβαρά μέ τό γεγονός ὅτι τά παιδιά μας –ἰδιαίτερα μάλιστα τά τελευταῖα χρόνια– δέν μαθαίνουν γράμματα.
Καί μόνο στό καίριο ζήτημα τῆς γλωσσικῆς παιδείας νά ἀναφερθῆ κανείς, μπορεῖ νά διαπιστώσῃ τήν ἰδεολογική γύμνια τῆς ἀριστερᾶς, τήν ἀδυναμία της νά ἀρθρώσῃ ἕναν νηφάλιο κριτικό λόγο, νά ἀντιμετωπίσῃ τά διάφορα ἰδεολογήματα πού εἰσάγονται κατά καιρούς στήν ἑλληνική ἐκπαίδευση μέ μόνο «ἀτράνταχτο» ἐπιχείρημα ὅτι εἶναι τῆς μόδας.
Εἰσήγαγαν τήν δομική γλωσσολογία, ἡ ὁποία, μέ τήν ἔμφαση πού δίνει στόν προφορικό λόγο καί στήν συγχρονία, ἀφαιρεῖ, ἀπό μιά γλῶσσα ἔμφορτη ἀπό γραπτές γλωσσικές μνῆμες σάν τήν ἑλληνική, ὅλο τό ἱστορικό της βάθος, καί μάλιστα μέ ἐπιχειρήματα πού ἀποτελοῦν πλήρη ἄρνηση τῆς διαλεκτικῆς σκέψης: «Γι’ αὐτό ὁ γλωσσολόγος πού θέλει νά ἀντιληφθεῖ τήν κατάσταση αὐτή, ὀφείλει νά ἐξαλείψει καθετί πού τήν παρήγαγε καί ν’ ἀγνοήσει τή διαχρονία. Δέ μπορεῖ νά μπεῖ μέσα στή συνείδηση τῶν ὁμιλούντων παρά μόνο καταργώντας τό παρελθόν. Ἡ παρέμβαση τῆς ἱστορίας δέν μπορεῖ παρά νά κάνει ψεύτικη τήν κρίση του. Θά ἦταν ἀνόητο νά σχεδιάσουμε ἕνα πανόραμα τῶν Ἄλπεων παίρνοντάς το ταυτόχρονα ἀπό πολλές κορυφές τοῦ συγκροτήματος τοῦ Jura· ἕνα πανόραμα πρέπει νά παρθεῖ ἀπό ἕνα μόνο σημεῖο.” (Φ. ντέ Σωσσύρ, Μαθήματα Γενικῆς Γλωσσολογίας, σ. 117)
Καί τί ἔκανε ἡ ἀριστερά; Διεκπεραίωσε, γιά λογαριασμό τοῦ ἀνιστορικοῦ καί ἀνθιστορικοῦ δομισμοῦ, τίς ἐπιθέσεις ἐνάντια στήν διαχρονία, παρουσιάζοντάς την ὡς ὑπόθεση πού ἀφορᾶ καί ἐνδιαφέρει λίγους συντηρητικούς –ἄν μή ἀκροδεξιούς– πού ἔχουν «κόλλημα» μέ τήν ἀρχαία καί τήν μεσαιωνική Ἑλλάδα.
Εἰσήγαγαν τήν γενετική γραμματική τοῦ Τσόμσκυ, ἡ ὁποία, ἀνεξαρτήτως τῶν προθέσεων καί τῶν πολιτικῶν πρακτικῶν τοῦ δημιουργοῦ της, μέ τήν πλήρη περιφρόνηση τῶν ἀντικειμενικῶν γλωσσικῶν πραγματικοτήτων καί τήν ἔμφαση σέ ἀφηρημένες, δῆθεν καθολικές, ἐνδιάθετες δομές, προετοιμάζει τό ἔδαφος γιά τήν ἰσοπέδωση τῶν ἐπί μέρους γλωσσικῶν παραδόσεων, πρός ὄφελος μιᾶς «καθολικῆς», «παγκόσμιας» γλωσσικῆς τάξης.
Μήπως ἡ ἀριστερά διέκρινε, πίσω ἀπό τήν φιλολογία περί «ἐνδιάθετων δομῶν», στήν ὁποία διέπρεψε μέ διαφορετικό τρόπο καί ὁ ἀνθρωπολογικός δομισμός τοῦ Κλώντ Λεβί – Στρώς, μιά νέα ἔκδοση, ἐπί τό προοδευτικώτερον, τοῦ παλαιοῦ, ἐπάρατου «ἰδεαλισμοῦ»; Ὄχι, ἁπλῶς γοητευμένη ἀπό τήν ἀντιιμπεριαλιστική πολιτική πρακτική τοῦ Τσόμσκυ, συμπέρανε συνεπαγωγικά καί γιά τήν ὀρθότητα τῶν γλωσσικῶν του «πιστεύω».
Εἰσήγαγαν τήν ἐπικοινωνιακή θεωρία, πού, μέ τήν προβολή τῶν ἰδεολογημάτων τῆς προσαρμογῆς στίς «ἐπικοινωνιακές περιστάσεις» καί τοῦ «ἀποτελεσματικοῦ λόγου», δίνει θεωρητική κάλυψη στήν χρησιμοθηρική ἐπιζήτηση τοῦ καπιταλιστικοῦ ἀτομικοῦ κέρδους, σέ βάρος βέβαια τοῦ ὀρθοῦ λόγου (ὡς γνωστόν κάθε τι «ἀποτελεσματικό» δέν εἶναι ἀναγκαστικά καί ὀρθό), ὅπως καί εἰς βάρος τοῦ λόγου τῆς ἀλήθειας.
Καί ποιά ἤτανε ἡ ἀντίδραση τῆς ἀριστερᾶς; Στίς περισσότερες τῶν περιπτώσεων, μιά κρυφή –ἤ καί φανερή– ἱκανοποίηση πού, τελικά, ἡ γλωσσική διδασκαλία «συνδέθηκε μέ τή ζωή», παραβλεπομένου τοῦ γεγονότος ὅτι στήν οὐσία ὁ ἐπικοινωνιακός λόγος χρησιμοποιήθηκε καί χρησιμοποιεῖται γιά νά γαλουχηθοῦν οἱ μαθητές στό πνεῦμα τοῦ ὠφελιμισμοῦ καί τῆς ἰδιοτέλειας (καί μόνο ἡ συνηγορία του ὑπέρ τῆς λογικῆς καί τῆς ἠθικῆς τῆς διαφήμισης τό ἀποδεικνύει).
Εἰσήγαγαν τήν ὁλιστική πρακτική τῆς μορφολογικῆς ψυχολογίας στήν διδασκαλία τῆς ἀνάγνωσης καί τῆς γραφῆς, στρεβλώνοντας τό παιδικό μυαλό ἤδη ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἐπαφῆς του μέ τόν γραπτό λόγο, καταδικάζοντάς το στήν ἐπιπόλαια, ὁλιστική πρόσληψη λέξεων-συνόλων, λέξεων-εἰκόνων, καί ἐμποδίζοντας τήν σκέψη του νά ἀναπτυχθῆ μέσα ἀπό τήν ἀνάλυση τοῦ λόγου εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη.
Καί τί ἔκανε ἡ ἀριστερά; Μά τί ἄλλο ἀπ’ τό νά κατακεραυνώνη μονομερῶς καί σέ ὅλες τίς περιπτώσεις τόν «σχολαστικισμό», τόν «κατακερματισμό» τοῦ λόγου, τίς «μηχανιστικές» πρακτικές ἐπαγωγικῆς διδασκαλίας, τόν «γραμματικοσυντακτικό φορμαλισμό» καί τά συναφῆ, παραγνωρίζοντας τό ἀναντίρρητο γεγονός ὅτι μιά στοιχειώδης ἀνάλυση στά ἐπί μέρους (ὅπως π.χ. ἡ ἐκμάθηση τῶν γραμμάτων καί τῆς ἀλφαβητικῆς σειρᾶς) εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά οἰκοδομήσῃ ὁ μικρός μαθητής, σταδιακά καί χωρίς ἀποσυντονιστικά ἅλματα, τήν ἔννοια τοῦ ὅλου.
Φυσικά, δέν μπορεῖ σέ μερικές παραγράφους νά δειχθῆ καί νά ἀναλυθῆ τό ἔγκλημα πού ἔχει διαπραχθεῖ –καί ἐξακολουθεῖ νά διαπράττεται– εἰς βάρος τῶν παιδιῶν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, μποροῦν ὅμως νά γίνουν κάποιες ἐλάχιστες, συνοπτικές ἐπισημάνσεις πού ἀπαντοῦν στά κατά κόρον προβαλλόμενα ἐπιχειρήματα τῶν «ἐκσυγχρονιστῶν» τῆς γλωσσικῆς διδασκαλίας καί τῆς ἐκπαίδευσης:
1) Στό σχολεῖο μιλᾶμε τή γλῶσσα, δέν μιλᾶμε γιά τή γλῶσσα.
Καί μόνο ἡ ἐπισήμανση τοῦ γεγονότος ὅτι, ὅταν μαθαίνουμε στό μικρό παιδί τήν ἀλφαβήτα, δέν μιλᾶμε τήν γλῶσσα ἀλλά μιλᾶμε γιά τήν γλῶσσα, ἀρκεῖ γιά νά δείξῃ τήν ρηχότητα καί τήν κενότητα τέτοιου εἴδους ἀποφάνσεων, βάσει τῶν ὁποίων καταργήθηκε – ἐν μέρει ἤ ἐν ὅλῳ – ἡ διδασκαλία τῆς γραμματικῆς, τοῦ συντακτικοῦ ἤ τῆς ὀρθογραφίας.
2) Δέν πρέπει νά διορθώνουμε τά γλωσσικά λάθη, γιά νά μήν πληγώνουμε τά παιδιά.
Βάσει τῆς λογικῆς αὐτῆς, δέν πρέπει νά διορθώνωνται καί τά λάθη στήν ἀριθμητική (π.χ. 2+2= 3), διότι ἡ διόρθωση τῶν μαθηματικῶν λαθῶν δέν φαίνεται νά πληγώνῃ λιγώτερο ἀπ’ αὐτή τῶν γλωσσικῶν.
3) Ἡ ἀποστήθιση εἶναι παπαγαλία καί πρέπει νά ἀποφεύγεται.
Ὑπάρχει μιά οὐσιώδης διάκριση μεταξύ παπαγαλίας καί ἀποστήθισης πού σκοπίμως δέν γίνεται: Ἡ παπαγαλία εἶναι ἡ ἀπομνημόνευση αὐτοῦ πού δέν καταλαβαίνουμε (ἑπομένως ὀρθῶς καταδικάζεται), ἐνῶ ἡ ἀποστήθιση εἶναι ἡ ἀπομνημόνευση αὐτοῦ πού καταλαβαίνουμε (καί ἑπομένως εἶναι πολλαπλῶς χρήσιμη). Ὁ μαθητής, π.χ., πού δέν ἔχει ἀποστηθίσει τήν ἀλφαβήτα, ἀνακαλύπτει κάποτε ὅτι δέν μπορεῖ νά ψάξῃ σ’ ἕνα λεξικό, ἕναν κατάλογο, νά βάλῃ σέ ἀλφαβητική σειρά ὀνόματα, κ.λπ. Ἀλλά καί ἡ ἀποστήθιση (στό πλαίσιο τῶν θεωρητικῶν κυρίως μαθημάτων) σύντομων ἀποσπασμάτων συνεχοῦς καί συγκροτημένου γραπτοῦ λόγου, προσφέρει ἀφανῶς ἕτοιμες δομές καί τρόπους ἔκφρασης πού κάποια στιγμή «ἔρχονται καί μᾶς βρίσκουν», χωρίς πολλές φορές νά συνειδητοποιοῦμε τήν ἀρχική τους προέλευση. Ἀρκεῖ μόνο νά σκεφθοῦμε ὅτι ἡ σύνθεση ἀριστουργημάτων ὅπως τά ὁμηρικά ἔπη ὀφείλει πολλά στήν πρακτική ἀπομνημόνευσης ὄχι μόνο στερεότυπων ἐκφράσεων ἀλλά καί ἐκτεταμένων ἀποσπασμάτων συνεχοῦς ποιητικοῦ λόγου, γιά νά χαμηλώσουμε τούς τόνους τῆς ἄκριτης καί ἰσοπεδωτικῆς ἐπίθεσης ἐνάντια γενικῶς στήν ἀποστήθιση.
4) Αὐτό πού ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ ἀποτελεσματική / ἐπικοινωνιακή χρήση καί ὄχι ἡ γνώση τῆς γλώσσας.
Ἡ διδασκαλία τῆς γλώσσας δέν περιορίζεται ἁπλῶς στήν παράμετρο τῆς ἀποτελεσματικῆς της χρήσης, ἀλλά ἔχει πολύ εὐρύτερους στόχους στούς ὁποίους συμπεριλαμβάνεται ἡ δόμηση τῆς σκέψης, ἡ ὄξυνση τῆς κρίσης, ἡ συναισθηματική, αἰσθητική καί ἠθική καλλιέργεια, κ.λπ. Ἡ συστηματική π.χ. διδασκαλία τῆς γραμματικῆς βοηθάει τό παιδί νά βάλῃ σέ τάξη τό χάος τῆς γλωσσικῆς (καί συνακόλουθα καί ὁποιασδήποτε ἄλλης) ἐμπειρίας, ἡ συντακτική ἀνάλυση ἀποτελεῖ στήν οὐσία ἄσκηση τοῦ νοῦ στήν ἐπίλυση προβλημάτων, ἀνάλογων πρός αὐτά πού θέτουν τά μαθηματικά, κ.λπ. Καί ὅπως θά ἦταν παράλογο νά ζητᾶμε ἀπό τούς μαθηματικούς νά ἀσκοῦν τούς μαθητές ἀποκλειστικά στήν ἐπίλυση μαθηματικῶν προβλημάτων σχετιζόμενων ἄμεσα μέ τήν καθημερινή τους ζωή (στήν οὐσία στίς τέσσερις ἀριθμητικές πράξεις), ἔτσι εἶναι παράλογο –ἄν μή ἐγκληματικό– νά θέλουμε νά μετατρέψουμε τήν γλωσσική διδασκαλία ἀπό πεδίο πολύπλευρης καί πολυσήμαντης πνευματικῆς / ἀνθρωπιστικῆς καλλιέργειας σέ ἐργαλεῖο ἐξυπηρέτησης χρησιμοθηρικῶν ἀποκλειστικά επιδιώξεων.
Ἡ ἐπικοινωνιακή διδασκαλία ἐπί τῆ βάσει «χρηστικῶν» κειμένων ὅπως οἱ συνταγές μαγειρικῆς, οἱ διαφημίσεις, τά ἐπικαιρικά, συχνά ἀμφίβολης ποιότητας, ἄρθρα, τά παραλογοτεχνικά προϊόντα μιᾶς χρήσεως κ.λπ., ἀποσκοπεῖ νά ἐπιβάλῃ ὡς μόνη πραγματικότητα τόν κώδικα «ἀξιῶν» τοῦ μεταβιομηχανικοῦ καπιταλισμοῦ καί νά καταστήσῃ δύσκολη ἕως ἀδύνατη τήν ἐπικοινωνία τῶν νέων ἀνθρώπων μέ τήν γλωσσική καί πολιτισμική διαχρονία.
5) Δέν νοεῖται ὑποχρεωτική ἐκπαίδευση πού νά ἀφήνῃ τά παιδιά στήν ἴδια τάξη.
Τό ἰδεολόγημα αὐτό, βάσει τοῦ ὁποίου ἡ ἀπρόσκοπτη προαγωγή ἀπό τάξη σέ τάξη, ἀνεξαρτήτως ἐπιδόσεων καί μορφωτικῶν κενῶν, ἔχει ἐπιβληθεῖ στό δημοτικό, εὐθύνεται σέ μεγάλο βαθμό γιά τό τεράστιο κῦμα ἀμορφωσιᾶς πού τείνει νά κατακλύσῃ ὅλες τίς βαθμίδες τῆς ἐκπαίδευσης. Καί τοῦτο, γιατί οὔτε οἱ μικροί μαθητές, οὔτε, δυστυχῶς, πάρα πολλοί γονεῖς, ἔχουν τήν ὡριμότητα νά σκεφθοῦν ὅτι τά παιδιά πηγαίνουν στό σχολεῖο γιά νά μορφωθοῦν κι ὄχι γιά νά πάρουν ἕνα χαρτί τό ὁποῖο μπορεῖ νά μήν ἀντιπροσωπεύη καί τίποτα. Ἀλλά τήν ἴδια ἀντίληψη ἔχουν καί οἱ ἐκσυγχρονιστές παιδαγωγοί μας οἱ ὁποῖοι, ὅπως δείχνει ἡ ὡς ἄνω ἀπόφανση, νοοῦν τήν ὑποχρεωτική ἐκπαίδευση ὄχι ὡς ὑποχρεωτική μόρφωση, ἀλλά ὡς ὑποχρεωτική προαγωγή ἀπό τάξη σέ τάξη.
Κι ἐνῶ ποζάρουν ὡς ὑπερασπιστές τῶν ἀδυνάτων, τῶν ἀσθενέστερων οἰκονομικά στρωμάτων, εἶναι αὐτοί στήν οὐσία πού τά καταδικάζουν μέ τήν μή ἀναπλήρωση τῶν μορφωτικῶν κενῶν, τῶν συσσωρευόμενων ἀπό τάξη σέ τάξη, στήν πιό βάρβαρη σκλαβιά, αὐτήν τῆς ἀμορφωσιᾶς καί τῆς κοινωνικῆς ἐξαθλίωσης πού ἡ ἀπουσία μορφωτικῶν προϋποθέσεων συνεπάγεται.
Πρός τήν ἴδια κατεύθυνση δρᾶ καί ἕνας, εἰσηγμένος ἀπό τούς ἴδιους, χωρίς ὅρους καί ὅρια παιδαγωγικός «νεοφιλελευθερισμός», ὁ ὁποῖος, πατῶντας πάνω στόν ὑπαρκτό αὐταρχισμό καί τό ἀκραῖα φρονηματιστικό πνεῦμα τῆς παλαιᾶς παιδείας, κατάφερε νά περάσῃ στό ἄλλο ἄκρο, αὐτό τῆς χωρίς ὅρια «ἀντιαπαγορευτικῆς» ἀσυδοσίας, πού, καταργῶντας τούς ὅποιους στοιχειώδεις κανόνες κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς, τίς ὅποιες ἠθικές ἀναστολές, στό ὄνομα τῆς «ἀπελευθέρωσης» τῆς ἀτομικῆς ἐπιθυμίας, ἀναπαράγει ἤδη σέ μαζική κλίμακα φαινόμενα ἀντικοινωνικῆς συμπεριφορᾶς καί ἀνατριχιαστικοῦ ἀμοραλισμοῦ.
Ἀλλά ἔτσι ὅπως οἱ «φιλελεύθερες» διακηρύξεις ἐπεκτάθηκαν καί σέ ζητήματα γνώσης (πρβλ. τήν φιλολογία περί «ἐλεύθερης» πρόσβασης ὅλων παντοῦ, ἀνεξαρτήτως ἀξίας καί προσπάθειας, κατάργησης παντός εἴδους ἐξεταστικῶν «φραγμῶν» κ.λπ.), θά ‘λεγε κανείς πώς δέν χρειάζεται πιά καί πολύ μυαλό γιά νά καταλάβῃ κανείς μέ ποιούς εὔσχημους τρόπους ἡ μεταμοντέρνα νεοφιλελεύθερη λαίλαπα γυρεύει νά ὑπονομεύσῃ στήν πράξη τήν ὑπόθεση τῆς οὐσιαστικῆς μόρφωσης καί καλλιέργειας τῶν νέων ἀνθρώπων.
Γι’ αὐτό καί ἡ ἀπορία γιά τήν συμπεριφορά τῆς ἀριστερᾶς, ἡ ὁποία συναγωνίζεται τά ΜΜΕ σέ λαϊκισμό μεταμοντέρνας κοπῆς: Ἔχουν προσχωρήσει τόσο πολύ στήν καπιταλιστική λογική ἤ ἁπλῶς τούς ἔπιασαν «κώτσους»; Μακάρι νά συμβαίνῃ τό δεύτερο.
*Καθηγητῆ Μ.Ε.