Αρχική » Το ιερό στη σκέψη του Μ. Ράπτη (Πάμπλο)

Το ιερό στη σκέψη του Μ. Ράπτη (Πάμπλο)

από Άρδην - Ρήξη

του Σ. Κουτρούλη, από το Άρδην τ. 63, Φεβρουάριος – Μάρτιος 2007

Μέσα στο 2006, κυκλοφόρησαν δύο συλλογές από μελέτες και άρθρα του Μιχάλη Ράπτη εξαιρετικά σημαντικά για τη μελέτη της σκέψης του, αλλά και την αποκάλυψη άγνωστων πτυχών στην εξέλιξη της αριστεράς.
Πρόκειται για το Ο Τρότσκυ και οι επίγονοι («Εναλλακτικές Εκδόσεις», Μετ. Χριστίνα Σταματοπούλου, 182 σελ.) και το Αυτοδιαχείριση – σοσιαλισμός. Πολιτικά κείμενα (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, μετ. Γιώργος Παρλαλόγλου, 207 σελ.).

Αυτό που δεν είναι ευρύτερα γνωστό, και ξεδιαλύνεται σταβιβλία αυτά είναι ο απόλυτος σεβασμός που έχει ο Μ. Ράπτης για κάθε θρησκεία και ειδικότερα για την ορθοδοξία και στο γεγονός ότι προτιμά έναν χριστιανό κοινωνικό αγωνιστή από έναν σταλινικό. Πριν δούμε αυτές τις σκέψεις, θα δούμε τις ριζοσπαστικές σκέψεις του Μ. Ράπτη για την κοινωνία αλλά και την αριστερά. Υποστηρίζει ότι το Κόμμα δεν υπάρχει για να υποκαταστήσει την εργατική τάξη, η δε κατάργηση του πολυκομματισμού, των ελεύθερων εκλογών, του αυθόρμητου συνδικαλισμού, οδηγεί στην απονέκρωση της πολιτικής ζωής και στην ισχυροποίηση της γραφειοκρατίας. Επίσης, ότι τα κράτη και οι κοινωνίες που αυτοορίστηκαν ως χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν αποτελούσαν εκφυλισμένα εργατικά κράτη, αλλά κράτη όπου κυριαρχούσε μία νέα τάξη, η γραφειοκρατία.

Καθώς επισημαίνει: «Από τη στιγμή που το Κόμμα-Κράτος συγκεντρώνει στα χέρια του την πολιτική εξουσία και απαλλοτριώνει πολιτικά τις μάζες, στερώντας τες από τα Συμβούλιά τους, τις Επιτροπές τους, τις αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητές τους, τα Κόμματά τους, τα ελεύθερα Συνδικάτα τους, τον ελεύθερο Τύπο τους κ.λπ., το «Θερμιδόρ» έχει συντελεστεί με την παρακάτω νέα ακριβή έννοια: στο αντικαπιταλιστικό Κράτος, που εγκαθίδρυσε η Επανάσταση, αρχίζει και αναπτύσσεται αναπόφευκτα η δυναμική που το οδηγεί στο Γραφειοκρατικό Κράτος, κι όχι στη σοσιαλιστική κοινωνία»1.

Ο Μιχάλης Ράπτης γράφει για τη γενικευμένη αυτοδιαχείριση, την άμεση δημοκρατία ως μία νέα κατάσταση που ξεπερνά τον καπιταλισμό και την γραφειοκρατία. Ειδικότερα, ορίζει ως σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση τη «φόρμα της άμεσης δημοκρατίας μέσα στις καινούργιες ιστορικές συνθήκες, η οποία πραγματοποιούμενη πλέρια σημαίνει την κατάργηση κάθε ειδικής πολιτικής εξουσίας των προνομιούχων πολιτικών ομάδων που θα τη μεταχειρίζονταν για να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους πάνω στους άλλους»2.

Η αυτοδιαχείριση εμπνέεται και αναζητεί τις καταβολές της σε τρεις ιστορικές στιγμές: την αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα, την Κομμούνα του Παρισιού και την πρώτη περίοδο της Ρωσικής Επανάστασης, μεταξύ του Οκτωβρίου του 1917 και του τέλους της άνοιξης του 1918. Διαβάζοντας το έργο του Μαρξ Εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία, ο Μ. Ράπτης αναδεικνύει τον κοινοτικό χαρακτήρα της Κομμούνας: «η ενότητα του Έθνους δεν επρόκειτο να σπάσει, αλλά, αντίθετα, θα οργανωνόταν από το Κοινοτικό Σύνταγμα, ώστε να γίνει μία πραγματικότητα για την κατάργηση της κρατικής εξουσίας, που είχε την αξίωση ότι είναι η ενσάρκωση αυτής της ενότητας. Ενώ έμενε ανεξάρτητη από το Έθνος και πάνω απ’ αυτό, αν και δεν ήταν παρά μία παρασιτική απόφυση του Έθνους»3. Στη σοβιετική επανάσταση, καθώς πέρασε το πρώτο διάστημα, που ο Ράπτης το προσδιορίζει ως την άνοιξη του 1918, ξεκινούσαν διαδικασίες όπου γρήγορα θα αναδείξουν τη γραφειοκρατία ως την ιθύνουσα τάξη, που «χρειάζεται, για να επιβιώσει, να καταργήσει όχι μόνο κάθε κατάκτηση της άμεσης δημοκρατίας ή ακόμα της τυπικής δημοκρατίας, αλλά και κάθε τάσης προς αυτήν, κι αυτό κατά τρόπο πιο αποφασιστικό και αποτελεσματικό από οποιοδήποτε άλλο ολοκληρωτικό καθεστώς του παρελθόντος»4.

Πέραν τούτων, μεγάλη σημασία έχει η αποκάλυψη των κινήτρων του Μιχάλη Ράπτη για την προσχώρησή του σε ένα κίνημα που στόχευε στη ριζική αλλαγή της κοινωνίας. Τα κίνητρά του είναι καθαρά ηθικά, είναι η αγάπη του για τους ταπεινούς και καταφρονεμένους, για τους «πεινώντες και διψώντες», κάτι που τον φέρνει πολύ κοντά σε έναν αληθινό χριστιανό που ευαγγελίζεται ότι ο πλούτος και η εξουσία ταυτίζονται με την αμαρτία. Ο Μ. Ράπτης, ως φοιτητής, θα επισκεφτεί τις εργατικές συνοικίες της Αθήνας και θα ζήσει από κοντά την τραγική τους ύπαρξη. Παρατηρεί ότι οι εργάτες που προσχωρούν στο κίνημα μεταμορφώνονται και βλέπουν με καθαρότερο βλέμμα την πραγματικότητά τους. Στο άρθρο του, «Τι κάνει κάποιον αγωνιστή», επισημαίνει ότι «είναι προφανές ότι ο επαναστάτης αγωνιστής ωθείται από μία δύναμη προς το απόλυτο που είναι έμφυτο στο ανθρώπινο γένος. Αντίθετα, όμως, με τους μυστικιστές και τους θρησκόληπτους, ο επαναστάτης αγωνιστής βλέπει το απόλυτο ενσαρκωμένο στο άπειρο μέλλον του κοινωνικού όντος, μιας ανθρώπινης κοινωνίας η οποία στην πραγματικότητα δεν έχει σταθερό ορίζοντα»5.

Η ταύτιση της πολιτικής πράξης με το απόλυτο μπορεί να της αποδίδει μία αναγκαία ηθική σχεδόν θρησκευτική διάσταση, όμως, δεδομένης της σχετικότητας και περατότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν μπορεί να μας διαφεύγει, ότι πάντα θα υπάρχει χώρος για το λάθος και ότι τα όρια της πολιτικής πράξης προσδιορίζονται –ανάμεσα σε άλλους παράγοντες- από τις ικανότητες και τις ποιότητες των υποκειμένων που αναλαμβάνουν την ενσάρκωσή της.

Εξαιρετική είναι η ανάλυση του Μ. Ράπτη για τη θρησκεία, αποκαλύπτοντας την προσωπική του σχέση με το Ιερό, αλλά και την αλληλουχία ανάμεσα στον αρχαϊσμό και την ορθοδοξία: «Οπλισμένος με μία βαθιά κατανόηση και ωθούμενος από μία δύναμη προς το απόλυτο, ο επαναστάτης αγωνιστής, χωρίς να ενδίδει στη μεταφυσική θρησκευτικότητα, είναι ικανός να καταλάβει απόλυτα τους καθοριστικούς βιολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες της θρησκείας, να υιοθετήσει μία καθόλου μισαλλόδοξη στάση απέναντί της και να νιώσει ενστικτωδώς κοντύτερα, για παράδειγμα, σε ένα σύγχρονο θρησκευτικό προσηλυτιστή ο οποίος έχει εμπλακεί στον κοινωνικό αγώνα, από ό,τι σε ένα «σταλινικό» ο οποίος δεν έχει ηθικές ευαισθησίες. Επειδή το φαινόμενο της θρησκείας είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα της βιολογικής αγωνίας των ανθρώπων απέναντι στα μυστήρια της ζωής (“από πού ερχόμαστε”, “πού πηγαίνουμε”) και της αναπόφευκτης φθοράς και του θανάτου, και των τρόμων και αβεβαιοτήτων που γεννήθηκαν στη διάρκεια της ιστορικής τους εξέλιξης, από τον βαρβαρισμό μέχρι σήμερα, καθώς υφίσταται ακόμη ακραία αλλοτρίωση.

Η δική μου διαδρομή ως επαναστάτη αγωνιστή σημαδεύτηκε από μία αρχική περίοδο, όταν, ως παιδί ακόμη, δελεάστηκα από την εκκλησία εξαιτίας του μείγματος μυστικισμού και παγανισμού που διαθέτει η ελληνική ορθόδοξη θρησκεία. Εδώ, για μένα, προείχε κυρίως η αισθητική όψη: η ομορφιά της λειτουργίας, το σκηνικό, οι ύμνοι και οι λιτανείες. Μετά, ως έφηβος, γοητεύθηκα από τον Τολστόι και από τον “κοινωνικό” χριστιανισμό του, καθώς και από την κλασική ρωσική λογοτεχνία συνολικά, η οποία με τόσο καταπληκτικό τρόπο δείχνει την αξία των ταπεινών, περιφρονημένων ανθρώπων που τους συνθλίβει η ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας. Το επόμενο βήμα ήταν εκείνο μιας διαυγούς σχεδόν “επιστημονικής” κατανόησης της κοινωνικής εξέλιξης, που την απέκτησα εν πολλοίς από μία επαναστατική ανάγνωση του Μαρξισμού. Τουλάχιστον έχω αυτή την πεποίθηση για μία μακρά περίοδο της ζωής μου, και ακόμη και σήμερα, μετά από σχεδόν μισό αιώνα «αγωνιστικότητας», εξακολουθώ να πιστεύω ότι «επαναστάτες» είναι οι υποδειγματικές μορφές της εποχής μας, με την έννοια ότι αυτοί, κάτω από τις παρούσες ιστορικές συνθήκες, της προσέδωσαν καλύτερα την ανθρώπινη όψη της: απέρριψαν ό,τι υποβαθμίζει την ανθρωπότητα και αγωνίστηκαν για μία καλύτερη κοινωνία»6.
Παραπλήσιες απόψεις διατυπώνει ο Μ. Ράπτης στο δοκίμιο «Η θρησκεία, όπιο του λαού;». Ενώ αποδέχεται ότι κάθε θρησκεία μπορεί να χρησιμοποιείται από τις κυρίαρχες τάξεις ως μορφή παραπλάνησης, θεωρεί ότι η θρησκεία μπορεί να έχει την «έννοια μέσου καταπράυνσης της υπαρξιακής ανησυχίας που ελλοχεύει σε κάθε άνθρωπο» και γι’ αυτό «κάθε κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς πρέπει να σέβεται και να της επιτρέπει την πιο ελεύθερη εκδήλωση, ως βασικής ατομικής ανάγκης και δικαιώματος»7. Καθώς δε «η θρησκευτική έφεση επικεντρώνεται στο “υπαρξιακό μυστήριο”, θα έπρεπε να οδηγεί σε μία μεγαλύτερη αγάπη και αλληλεγγύη των ανθρώπων υποκείμενων στην ίδια “αδυσώπητη”όσο και “ανεξήγητη” “ανάγκη”, “μοίρα” στην οποία και οι ίδιοι οι αρχαίοι θεοί υπόκειντο. Η παρεκτροπή σε θρησκευτικούς φανατισμούς είναι ακραία νοσηρή παρεκτροπή προς κάτι το εντελώς αντίθετο από την ουσία της “θρησκευτικότητας” ως εγγενούς έφεσης του εξελισσόμενου ανθρώπινου όντος»8.

Σε μια εποχή που η μάχη ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τη νεοαποικιοκρατία γίνεται αναγκαστικά μέσα από τις θρησκείες, διότι η πολιτική ιδεολογία δεν είναι ικανή να δώσει πειστικές απαντήσεις στα νέα ερωτήματα, η θρησκεία αποκτά ένα νέο ρόλο που δεν καταπραΰνει, αντίθετα εξεγείρει τα πλήθη και τους λαούς.

Οι σκέψεις του Μ. Ράπτη για την άμεση δημοκρατία, την αυτοδιαχείριση, τον εθνισμό, τη θρησκεία, μας συνοδεύουν στον νέο αιώνα που ξεκίνησε, χωρίς να χάσουν τίποτα από τη φρεσκάδα τους. Συγκρατούμε από τη σκέψη του, ότι οι θρησκείες πρέπει να έχουν απεριόριστο σεβασμό και ελευθερία και ότι ο κοινωνικά αγωνιζόμενος χριστιανός είναι προτιμότερος από τον σταλινικό. Ο ίδιος ο Μ. Ράπτης, ζώντας ανιδιοτελώς, προσπαθώντας να καταξιώσει τους «ταπεινούς και καταφρονεμένους», τα καταπιεζόμενα έθνη, τις εκμεταλλευόμενες τάξεις, έζησε όπως θα πρέπει να ζει κάθε χριστιανός, μακριά από το χρήμα και την εξουσία.

Τελειώνουμε με ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα από την πολιτική του αυτοβιογραφία: «Το ταξίδι κράτησε πολλές μέρες, ο καιρός ήταν συχνά άθλιος, πήγαμε ως τα ανοιχτά της Τυνησίας και κάποτε φτάσαμε επιτέλους στον Πειραιά. Όταν περάσαμε κοντά στις ακτές της Πελοποννήσου κι είδα, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα ερημικό εκκλησάκι, με έπιασε μία απερίγραπτη συγκίνηση. Σκέφτηκα ότι κάποιες σταγόνες από αίμα ελληνικό έρρεε ακόμα στις κοσμοπολίτικες φλέβες μου»9.

ΠΗΓΕΣ

  1. Μ. Ράπτης (Πάμπλο). Αυτοδιαχείριση – σοσιαλισμός Πολιτικά Κείμενα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα – Αθήνα 2006, σελ. 145.
  2. Όπως προηγούμενα, σελ. 115.
  3. Όπως προηγούμενα, σελ. 120
  4. Όπως προηγούμενα, σελ. 128, 129.
  5. Όπως προηγούμενα, σελ. 110.
  6. Όπως προηγούμενα, σελ. 110, 111.
  7. Όπως προηγούμενα, σελ. 119.
  8. Όπως προηγούμενα, σελ. 199.
  9. Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο): Η πολιτική μου αυτοβιογραφία, εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα 1996 σελ. 119.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ