του Γ. Παπαμιχαήλ, από το Άρδην τ. 63, Φεβρουάριος – Μάρτιος 2007
η εκλογίκευση του «παρόντος» μέσα από την κριτική των «ερειπίων του παρελθόντος»
Πατρίδα προδομένη
Πατρίδα. Ποιος να το πίστευε
Να κάθομαι να γράφω
Πατριωτικά ποιήματα.
Νάσος Βαγενάς (Βιογραφία)
Η νέα θεολογική λειτουργία της διαφορετικότητας. Τα οικειόφοβα ιδεώδη του αυτοκρατορικού «αντι-εθνικισμού» και οι κανονιστικές δυναμικές της «αιρετικής κριτικής» των «εξιδανικεύσεων του κοινού παρελθόντος».
Πρόσφατα, οι μαθητές τριών γνωστών ιδιωτικών σχολείων πραγματοποίησαν μια εκπαιδευτική επίσκεψη στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών για να γνωρίσουν τις ιδιαιτερότητες του ερευνητικού έργου. Στα πλαίσια αυτής της επίσκεψης, ο ιστορικός των επιστημών, κ. Θύμιος Νικολαΐδης, πραγματοποίησε μια διάλεξη στους μαθητές πάνω στην ιστορία της αστρονομίας – που είναι και ο τομέας της εξειδίκευσής του. Προφανώς, μιλώντας για τις απαρχές των αστρονομικών προβληματισμών, αναφέρθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Διότι αν υπάρχουν ορισμένες αντικειμενικές αλήθειες, ο ρόλος της αρχαιοελληνικής σκέψης στην εξέλιξη των αστρονομικών αναζητήσεων αποτελεί σίγουρα μια από αυτές. Όμως, με έκπληξή του, ο κ. Νικολαΐδης βρέθηκε στη συνέχεια αντιμέτωπος με τις διαμαρτυρίες των εκπαιδευτικών αυτών των (πανάκριβων για τους γονείς) ευαγών ιδρυμάτων, διότι, σύμφωνα με τους παραπάνω δασκάλους, ο «εθνοκεντρικός» χαρακτήρας της διάλεξης του κ. Νικολαΐδη (του οποίου, παρεμπιπτόντως οι πολιτικές απόψεις δεν ήταν ποτέ συντηρητικές, ούτε «πατριωτικές») ανέτρεψε την «αντι-εθνικιστική» (ιδεολογική) παιδαγωγική εργασία που είχαν πραγματοποιήσει οι εκπαιδευτικοί στα παραπάνω εκπαιδευτήρια.
Τι είναι και από πού ξεπήδησαν τα τελευταία χρόνια όλες αυτές οι παιδαγωγικές συνειδήσεις που, ήσυχες, αποκρύπτουν την ιστορική αλήθεια από τους μαθητές; Πρόκειται μήπως για απλό συμπλεγματικό επαρχιωτισμό ιδεολογικά εξαθλιωμένων δασκάλων ή για τα κατάλοιπα μιας δουλικής νοοτροπίας της ιδεολογικά αποικιοκρατούμενης, εν δυνάμει «ελίτ» των κοινωνιών της ιμπεριαλιστικής περιφέρειας, που εκπαιδεύεται στα παραπάνω σχολεία με τα πρότυπα της αγγλο-αμερικάνικης επικυριαρχίας και που «αυτο-ευνουχίζεται» για να καταλάβει αργότερα τα διοικητικά πόστα στα οποία αποβλέπει – καθιστάμενη «βασιλικότερη του βασιλέως» της; Για πολιτισμικό διασυρμό και διανοητική καθυστέρηση, αμορφωσιά ή ημιμάθεια του «παιδαγωγικού κόσμου της χώρας» – ιδίως εκείνου που έχει επιλεγεί για την ιδιωτική «διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας»;
Όλα αυτά βέβαια – και πολλά άλλα. Με αφετηρία πάντα ένα απλό ιστορικό γεγονός: ότι οι εκπαιδευτικοί αυτοί, όπως και οι μαθητές, όπως και ο κ. Νικολαΐδης –ιδιαίτερα αυτός– είναι Έλληνες. Συνεπώς, εξ ορισμού, «ύποπτοι εθνοκεντρισμού» (πρακτικά: έλλειψης επιστημονικής αντικειμενικότητας κλπ) όταν αναφέρονται με οποιοδήποτε θετικό τρόπο στην «ένδοξη ιστορία» («μας»; «τους» (των αρχαίων) – της κοινωνίας της οποίας αποτελούν κατά δήλωσή τους ή όχι, την «συνέχεια»; Από αυτό το σημείο αρχίζει πρακτικά ο «άρρητος μεταμοντέρνος διάλογος»). Η οικειοφοβία –ως η πιο γενικευμένη μορφή εξατομικευμένης ξενοφοβίας– είναι ντυμένη συνήθως με τα άνετα ρούχα της «Αριστεράς και της προόδου». Συνοδεύει και εν μέρει δημιουργεί πραγματικούς ή εν δυνάμει «φονταμενταλισμούς», «εθνικισμούς», «ξενοφοβίες» – στα καθ’ ημάς, τους γλυκανάλατους και συνήθως γραφικούς «Ελληναδαρισμούς» και τις αρχαιολατρείες που, πάνω κάτω, μας καθιστούν με το ζόρι «περιούσιους λαούς», «αρχή και τέλος του πολιτισμένου κόσμου»: εκεί που η μετα-ιστορική και μεταμοντέρνα κριτική ανάγνωση των κειμένων συναντάται ως η «άλλη όψη του ίδιου νομίσματος» μα τα άχρονα ιδεολογήματα μιάς φυλετικής υπεροχής, οι νεοφασίζοντες της Νέας Τάξης και οι παλαιο-φασίζοντες της «Παλαιάς» έχουν δημιουργήσει μεταξύ τους ένα πεδίο εικονικής αντιπαράθεσης. Επείγει να το υπερβούμε συμμαχώντας εν ανάγκη και με τον «διάβολο» κατά μείζονα λόγο, (γιατί όχι;) με τον «Θεό».
Etre “traître”, ça fait chic: μεθοδολογικές συνιστώσες του κοσμοπολίτικου λάιφ-στάιλ.
Μπορούμε λοιπόν άραγε να μιλήσουμε σήμερα για μια νέα, μαζική «προδοσία των διανοούμενων», χωρίς να ορίσουμε τι είναι, τι κάνει και τι ορίζει τον «διανοούμενο» και τις ενδεχόμενες «προδοσίες» του; Χωρίς να θέσουμε το ερώτημα που αφορά το «που αισθάνεται ή πιστεύει ότι ανήκει», από πολιτισμικής τουλάχιστον άποψης, αυτός ο «προδότης»; Στο κάτω-κάτω της γραφής, η ταξινόμηση μιας πρακτικής στην κατηγορία της «προδοτικής» αντανακλά την μειωμένη δεσμευτική ισχύ που έχουν για κάποιο άτομο οι ηθικο-πολιτισμικοί κανόνες κοινωνικής ή πολιτικής συμπεριφοράς που είναι αποδεκτοί από την περιρρέουσα πλειοψηφική «κοινή γνώμη». Όταν η δεσμευτικότητα ή η ορθότητα των παραπάνω κανόνων, όπως και τα ίδια τα κριτήρια του ορισμού της «πλειοψηφίας», είτε αμφισβητούνται συστηματικά από κάποια οργανωμένη μειονότητα («μειονοτική επιρροή»), είτε αρχίζουν να αφήνουν μάλλον αδιάφορα τα μέλη μιας ομάδας (π.χ. των πολιτών μιας εθνικής κοινωνίας), όταν λόγου χάρη η «λιποταξία», ο «εκσυγχρονισμός», η «καινοτομία» ή η φολκλοροποίηση της παράδοσης κερδίζουν έδαφος στις ιδεολογίες της κοινής γνώμης, ποια κατανόηση και από ποιους περιμένει να βρει κάποιος που εξακολουθεί να μιλάει περί «προδοσιών»; Οι «αιρετικές φωνές» κατά της παλαιάς θρησκευτικής ή ιστορικής τάξης πραγμάτων πληθαίνουν – και ιδίως ακούγονται πολύ. Αντίθετα, οι κριτικές φωνές που στρέφονται κατά της καλλιέργειας της «διαφοράς» και της «αιρετικότητας» από τη νέα, εν δυνάμει, πλανητική εξουσία, καταδικάζονται στο «πυρ το εσώτερο», αποσιωπούνται – με ένα λόγο, αντιμετωπίζονται πραγματικά ως αιρετικές. Ποιος «προδίδει» λοιπόν τι; Είναι σαν να ρωτάμε: ποιος διαθέτει την αλήθεια ή τον «ορθό ηθικοπολιτισμικό λόγο», σε μια μεταμοντέρνα εποχή που αμφισβητεί όλες τις αλήθειες και τους ορθούς λόγους στο όνομα της τρέχουσας ιστορικής εμπειρίας, όντας βέβαιη ότι, πράττοντας έτσι, εκφέρει μια οριστικά κριτική «ορθολογική αλήθεια» περί όλων των «αληθειών»;
Για όσο καιρό λοιπόν δεν αναδεικνύεται μια δυτική κοινή γνώμη ικανή να αμφισβητήσει πρακτικά, έστω και με την «επαναστατική χρήση των ελληνικών γιαουρτιών», (Λυκιαρδόπουλος) τις διαδικασίες της «αποδόμησης» της παλαιάς «βούλησης των πολλών», κανένας δεν θα νομιμοποιείται θεωρητικά να μιλήσει περί της νέας προδοσίας των διανοούμενων. Η δική μας υπόθεση είναι λοιπόν η αντίστροφη: όλο και περισσότεροι άνθρωποι –ιδιαίτερα μεταξύ των εκπαιδευτικών και των δημοσιογράφων– αποτελούν ως «μεταπράτες ιδεών» ένα ενδιάμεσο τοπικό ιερατείο: τους «παπάδες» της Νέας Συμβολικής Τάξης πραγμάτων. Σε μια «μεταβατική» κοινωνία, προφανώς συγκρούονται με όλους τους «παλαιούς παπάδες» που βλέπουν να χάνουν το έδαφος (του Θεού ή της Ιστορίας) κάτω από τα πόδια τους. Όπως το παλαιό ιερατείο, έτσι και το νέο κάνει όσο μπορεί καλύτερα την δουλειά που έχει μάθει να κάνει. Το γιατί τα συμβολικά υλικά με τα οποία εργάζεται το νέο ιερατείο μοιάζουν να προέρχονται από το ριζοσπαστικό λεξιλόγιο και τις μοντέρνες ηθικές αξίες της «αριστεράς» (του οικουμενισμού, της ειρήνης, της ανεκτικότητας, κλπ) είναι ένα άλλο πρόβλημα, οι ιστορικές συνιστώσες του οποίου δεν μπορούν βέβαια να τεθούν κριτικά επί τάπητος από το ίδιο αυτό το «μικρομεσαίο» ιερατείο: θα ήταν σαν να ρώταγε κανείς τον παπά του χωριού της «παλαιάς» χριστιανικής θρησκείας, αν και γιατί το δόγμα της τριαδικότητας αντιφάσκει με την δυαδικότητα της Ενσάρκωσης, ή αν εντός του μονοθεϊστικού πλαισίου, εγείρει ή μεταφέρει ζητήματα συμβολικής νομιμοποίησης των αντιφάσεων της πολιτικής εξουσίας κατά τη μετάβαση της Αρχαιότητας στα Παλαιά Καθεστώτα…. Ωστόσο, αντίθετα από το «παλαιό», το νέο «μικρομεσαίο»ιερατείο διατείνεται, ότι όντας «μορφωμένο» (ίσως με τις «ίσες ευκαιρίες» ακαδημαϊκής τιτλοποίησης της άγνοιας), έχει άποψη περί παντός κοινωνικο-πολιτικού ζητήματος και ότι η άποψη αυτή είναι αυτοδικαίως ισοδύναμη με οποιαδήποτε άλλη. Παράλληλα, οι διανοούμενοι της Αριστεράς, που εμφανίζονται σήμερα ως αντίπαλοι του νέου ιδεολογικού και πολιτισμικού καθεστώτος, δεν καθίστανται «προδότες» ως προς τους δηλωμένους πολιτικούς στόχους τους, παρά στο μέτρο που, άμεσα ή έμμεσα, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, αρνούνται ή αποφεύγουν να θέσουν παρόμοια ζητήματα προς συζήτηση. Επειδή ακριβώς η γλώσσα δεν «εκφράζει» απλώς την σκέψη, αλλά την οργανώνει, την καθιστά συμβολικό υλικό και της αποδίδει την ιστορική της υπόσταση, το λεξιλόγιο με το οποίο επιχειρείται η ενοχοποίηση είτε των επιθυμιών πολιτισμικής συνοχής των κοινωνικών ομάδων (με την ταύτιση λόγου χάρη του πατριωτικού συναισθήματος με τον «εθνικισμό»), είτε των προθέσεων πολιτικής περιχαράκωσης μιας συλλογικής οντότητας, άλλοτε διαμέσου των αποκλεισμών, άλλοτε διαμέσου της αφομοίωσης των «ξένων στοιχείων» (με τους αντικρατισμούς, την ταύτιση της ξενοφοβίας με τον «ρατσισμό» κλπ), το λεξιλόγιο λοιπόν αυτό, είναι φορέας μιας ρητής ή άρρητης πολιτικής φιλοσοφίας. Η πολεμική πάνω στις «λέξεις της μόδας» αποτελεί μια βασική προτεραιότητα για όλους όσους αντιστέκονται στις νοηματοδοτήσεις του αυτοκρατορικού συρμού.
Αν οι νέοι αυτοκρατορικοί «διαφωτιστές» επιχειρούν να παντρέψουν την παραδοσιακή προσήλωση του φιλελευθερισμού στην ατομικότητα και στην «ανταλλαγή», με την οικουμενικότητα και τα αριστερά ιδεώδη του διαλόγου – και αν οι προξενήτρες του «γάμου» δεν είναι παρά τα εκπραγματισμένα ιδεολογήματα της «ανεκτικότητας στη διαφορά» και της «επικοινωνίας» (χαμπερμασιανό πρότυπο), κάποιος «αντι-ιμπεριαλιστικός λόγος» εξακολουθεί να εμφανίζεται ως ριζοσπαστικά αριστερός, δίνοντας έμφαση, αποκλειστικά σχεδόν, στις οικονομικές και πολιτικές παραμέτρους του νέου «μεγάλου μετασχηματισμού». Αυτή η μορφή «αντι-ιμπεριαλισμού», χωρίς να αλλάξει τίποτα στην θρησκευτική λατρεία της εμπειρικής πολιτικής (η οποία «δεν γνωρίζει παρά μόνο τα γεγονότα»), συνιστά μια μορφή «ρομαντισμού του θετικισμού» (Benda): μέσω διαδοχικών απλουστεύσεων, ανακαλύπτει στα γεγονότα και μόνο το «νόημα» και την «φιλοσοφία» της ιστορίας (Benda, 1998, Η προδοσία των διανοούμενων, σσ 156-157).
Ορισμένοι θα έλεγαν ότι, και πάλι, δεν πρόκειται περί «προδοσίας», αλλά περί πολιτικής ανικανότητας. Ωστόσο, ο λόγος του είδους αυτού, που «καταγγέλλει χωρίς να εξηγεί τίποτα», δεν είναι κενός. Είναι μεστός εμπειρικών νοηματοδοτήσεων και δημοσιογραφικού τύπου διαπιστώσεων που μεταφέρουν σαν «σε διπλό πάτο» το θεωρητικό τους κενό. Ταξιδεύοντας επί των γεγονότων με αυτή την επικίνδυνα ελαφριά αποσκευή, ο λόγος αυτός καθίσταται συγκαλυπτικός, ακριβώς επειδή αντιμετωπίζει τα πρακτικά προβλήματα της καθημερινής «μετα-εθνικής» πολιτικής και κοινωνικής εμπειρίας (την απο-Ξένωση) με τρόπο που συσκοτίζει την βαθύτερη αξιακή και πολιτισμική δυναμική του επιχειρούμενου «ιστορικού μετασχηματισμού».
Συνοπτικά, το πλαίσιο της σεμνής αυτής διαμαρτυρίας κατά του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού συνίσταται στο εξής σοβαροφανές σχήμα: 1) Κριτικές διαπιστώσεις των επιπτώσεων του νεοφιλελευθερισμού (στασιμότητα, ύφεση, επέκταση ανεργίας και φτώχειας, νομισματική καχεκτικότητα της Ευρώπης κλπ), 2) Λυπημένες διαπιστώσεις του γεγονότος ότι η διεθνής πολιτική συγκυρία υπαγορεύεται από τα συμφέροντα των ΗΠΑ (διεύρυνση Ε. Ε. σε βάρος της Ρωσίας, αμερικανοποιημένη ευρωπαϊκή ομοσπονδία χωρίς ιστορικές καταβολές, σοσιαλιστικές κυβερνήσεις που υλοποίησαν τα φιλελεύθερα προγράμματα ως αναπόφευκτα, θεωρώντας έτσι ότι «ο λογαριασμός» θα ήταν ελαφρύς ή πιο «ευπρόσδεκτος» κ.λπ.), 3) Συμπέρασμα: πολιτική και κοινωνική κρίση στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα ζητήματα της πολιτισμικής «αντεπανάστασης», των περιεχομένων της Παιδείας, των κριτηρίων διαμόρφωσης της πολιτικής λαϊκής βούλησης ή της προσπάθειας διαμόρφωσης μιας κοινής ευρωπαϊκής κληρονομιάς κλπ, εντάσσονται προφανώς στα περιεχόμενα μιας «ακαδημαϊκής κριτικής των κοινωνικών και πολιτισμικών επιφαινόμενων», που λίγο έως ελάχιστα πρέπει να απασχολούν τους πολιτικούς στοχαστές της «Αριστεράς». Είναι ίσως γι’ αυτή την συγκεκριμένη κατηγορία των διανοούμενων και πολιτικών που ενδεχομένως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «προδοσία».