Αρχική » Στοχαζόμενοι τον μηδενισμό

Στοχαζόμενοι τον μηδενισμό

από Άρδην - Ρήξη

του Σ. Κουτρούλη, από το Άρδην τ. 62, Νοέμβριος 2006 -Ιανουάριος 2007

1) Γιάννης Τζαβάρας, «Η απαξίωση των αξιών: Νίτσε και Χαϊντέγγερης», εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήναι 2005, σελ. 237.
2) Κωστής Παπαγιώργης, «Τρία μουστάκια: ψιχία μηδενισμού», εκδόσεις Καστανιώτη Αθήνα 2006, σελ. 195.

Στο διάσημο βιβλίο του «Εισαγωγή στην Μεταφυσική» (εκδ. Δωδώνη 1973, μετ. – εισ.: Χρ. Μαλεβίτση) ο Μάρτιν Χάιντεγκερ ξεκινά με το ερώτημα «γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε;». Ο Πλάτων στον διάλογο του «Σοφιστής» (εκδ. Ζαχαρόπουλος, εισ. – μετ. – σχόλια: Δημ. Γληνός) προσπαθεί να εντοπίσει το «μη ον», το οποίο θεωρεί «άλογον, άρρητον και αφθέγητον».
Το ζήτημα της απαξίωσης των αξιών, του εκμηδενισμού των αξιών της ζωής, της ανάδυσης του μηδενισμού απασχόλησε τον Νίτσε, τον Χάιντεγκερ, τον Σάρτρ, τον Καμύ, τον Σιοράν, τον Π. Κονδύλη.

Ο Γ. Τζαβάρας και ο Κ. Παπαγιώργης αναλαμβάνουν να μας εισαγάγουν στα «βαθιά νερά» της προβληματικής του μηδενισμού. Ο Γιάννης Τζαβάρας είναι επίπονος μεταφραστής έργων του Kierkegaard, του Heidegger, του Kant, του Hegel, του Feyerabend και συγγραφέας πολλών μελετών όπως «Ο Καντιανός χρόνος κατά τον Χάιντεγκερ». Ο Κ. Παπαγιώργης έχει μεταφράσει πολλά έργα της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, ενώ με της παρούσα μελέτη του φαίνεται ότι ξαναβρίσκει το σημείο εκείνο απ’ όπου ξεκίνησε γράφοντας την «Οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ» (εκδ. Νεφέλη, 1983).
Όπως εξηγεί ο Γ. Τζαβάρας στην εισαγωγή του, ο Νίτσε «ούτε επεδίωξε, ούτε πέτυχε την απαξίωση των αξιών», αλλά «διακήρυξε με προκλητικό τρόπο ένα γεγονός έως σήμερα δυσδιάκριτο και προβληματικό: την απαξίωση των θεμελιωδών αξιών της αλήθειας, της ηθικής, του θεού». Η συνεισφορά του Χάιντεγκερ ήταν «ότι διεύρυνε τον νιτσεϊκό προβληματισμό με τέτοιο τρόπο ώστε αφενός να αναδείξει τον ελαττωματικό χαρακτήρα κάθε αξιολόγησης, αφετέρου να εντοπίσει ως πεδίο της αξιολόγησης την περιοχή των όντων» (σελ. 8,9).

Ο Γ. Τζαβάρας έχει μεταφράσει ένα πολύ κρίσιμο κείμενο του Μ. Χάιντεγκερ, που ονομάζεται «Ο λόγος του Νίτσε, ο θεός είναι νεκρός» (σελ. 93-223). Το κείμενο αυτό δόθηκε κατ’ αρχήν ως διάλεξη το 1943 και πρωτοδημοσιεύθηκε το 1950 σε ένα τόμο διαλέξεων και δοκιμίων με τον τίτλο Holzwege (που ο Γ. Τζαβάρας μεταφράζει «Αρμοί του δάσους» και «Αδιέξοδα μονοπάτια»).

Το κείμενο του Χάιντεγκερ για τον Νίτσε αποτελεί το τρίτο μέρος του βιβλίου του Γ. Τζαβάρα. Τα δύο πρώτα, με τον τίτλο «οι αξίες και η απαξίωσή τους» και «η απαξίωση του Θεού», αποτελούν τα πρωτότυπα δοκίμια του συγγραφέα. Ο Χάιντεγκερ, σύμφωνα με τον Τζαβάρα, ξεκινά από την προβληματική του Γερμανού φιλόσοφου R. H. Lotze, για να προχωρήσει στη συνέχεια σε μια «αποφασιστική κριτική της Καρτεσιανής σκέψης» (σελ. 17). Ενώ ο Νίτσε «θεωρεί πρώτιστο μέλημά του να σπείρει την υποψία ότι η αλήθεια ως έννοια, ως ιδεώδες και ως επίτευγμα δεν βρίσκεται κάπου επάνω ή έξω από εμάς, αλλά ότι είναι επινόηση του ανθρώπου» (σελ. 27). Στο «Λυκόφως των ειδώλων» ο Νίτσε θεωρεί τη γραμματική ως έδρα της μεταφυσικής, δηλαδή της αποδίδει γλωσσική συντακτική προέλευση. Ο Τζαβάρας παρουσιάζει εκτενώς τους ισχυρισμούς του Νίτσε για την απουσία αλήθειας στον χώρο της φιλοσοφίας, της επιστήμης και της θρησκείας. Ειδικά για την επιστήμη, ο Νίτσε ισχυρίζεται ότι στηρίζεται σε μια θρησκευτική πίστη «ότι η αλήθεια είναι ανώτατη αξία» και ότι αυτήν οφείλει να υπηρετήσει ο επιστήμονας «με κάθε θυσία» (σελ. 33).

Η επιστήμη εναγκαλίζεται το «ασκητικό ιδεώδες» και καλλιεργεί αξίες εχθρικές προς τη ζωή. Ο Τζαβάρας στηρίζεται κυρίως στις σκέψεις που διατύπωσε ο Νίτσε στη «Γενεαλογία της ηθικής», στο «Πέρα από το καλό και το κακό» και στη «Χαρούμενη γνώση». Θεωρεί ότι η νιτσεϊκή σκέψη, που φιλοσοφεί με το σφυρί και αποδομεί όλη την παραδοσιακή ηθική, ανυψώνει στη θέση της την «θέληση για δύναμη». Την τελευταία έννοια παρ’ όλα αυτά θα την υπονομεύσει στη «Γενεαλογία της ηθικής», καθότι θεωρεί ότι η θέληση για αλήθεια τροφοδοτεί τη θέληση για δύναμη, ώστε, απορρίπτοντας την πρώτη, υπονομεύει τελικά τη δεύτερη έννοια. Παρά τις αντιρρήσεις που μπορεί να έχουμε για πολλά απ’ όσα έχει γράψει ο Νίτσε, για πρώτη φορά ίσως δείχθηκε με τόσο καθαρό και σαφή τρόπο στη «Γενεαλογία της ηθικής» πως εσωτερικεύονται οι μηχανισμοί της ενοχής, ώστε αντί να αναστραφούν προς τα έξω, να καταστέλλουν τον εσώτερο εαυτό. Έτσι ο Νίτσε μπορεί να θεωρηθεί ως ένας απεγνωσμένος συνήγορος όλων των στοιχείων που καταφάσκουν στην ζωή «ενώ η έως τώρα κυρίαρχη ηθική επιχειρούσε να επιβάλει μία καταπιεστική δεοντολογία στη ζωή, ο Νίτσε αντιπροτείνει τη ζωή ως αποφασιστικό κριτήριο κάθε δεοντολογίας» (σελ. 49). Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Νίτσε δεν συγκαταλέγει την σκέψη του στον μηδενισμό αλλά όλες εκείνες τις θεολογίες ή φιλοσοφίες όπως είναι κατ’ αυτόν ο χριστιανισμός, ο βουδισμός, ο πλατωνισμός, η φιλοσοφία του Σοπενγχάουερ, που απορρίπτουν όλες τις αξίες που καταφάσκουν τη ζωή, για χάρη ενός επέκεινα κόσμου.

Για τον Τζαβάρα, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την νιτσεϊκή σκέψη ο Χάιντεγκερ έπρεπε να «εξοπλιστεί με μία επαρκή σύλληψη της έννοιας «αξία» (σελ. 49). Έτσι «η αξία είναι κάτι που ισχύει, μόνο ό,τι ισχύει είναι αξία. Αλλά τι σημαίνει «ισχύει». Ισχύει εκείνο που παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο… Το «ισχύει» είναι ένα είδος του Είναι. Αξία υπάρχει μόνο μέσα σε ένα άξιον «Είναι». Το ερώτημα σχετικά με την αξία και την ουσία της θεμελιώνεται στο ερώτημα σχετικά με το Είναι (σελ.50).

Ο Τζαβάρας μάς οδηγεί στην προβληματική του Χάιντεγκερ για τον Νίτσε και στον τρόπο που χρησιμοποίησε κάποιες έννοιες όπως «ζωή» και «θέληση για δύναμη», για να συμπεράνει τελικά ότι η τέχνη είναι μια αξία ανώτερη της αλήθειας (σελ. 60). Ας θυμίσουμε ότι τέτοιου είδους αξιολογήσεις συναντάμε από τα πρώτα ήδη νιτσεϊκά δοκίμια όπως το «Η γέννηση της τραγωδίας», όπου η ύπαρξη δικαιώνεται μόνο ως αισθητικό γεγονός διά της τέχνης: «α) η τέχνη λυτρώνει τον γνώστη, επειδή τον εξοικειώνει με τον τραγικό χαρακτήρα της ύπαρξης, β) λυτρώνει τον άνθρωπο της δράσης, επειδή τον καθιστά ατρόμητο πολεμιστή και ήρωα, γ) λυτρώνει τον άνθρωπο του πόνου και του πάθους, επειδή τον ωθεί να θέλει παθιασμένα και να δελεάζεται από τον πόνο» (σελ. 61). Ο Τζαβάρας προχωρώντας βαθύτερα στο ερώτημα της «απαξίωσης του Θεού» αναρωτιέται: «Μπορεί τελικά να χαρακτηρισθεί ο Νίτσε «θεολόγος» όταν κηρύσσει τον τελεσίδικο θάνατο του Θεού ή μήπως είναι απλώς ένας βλάσφημος;» (σελ. 67). Παρεμπιπτόντως, και η μυστική θεολογία θεωρεί ότι ο Θεός ξεφεύγει της ύπαρξης, ώστε κάπου ο μηδενισμός συναντά την αποφατική θεολογία.

Αναμφισβήτητα, «για τον Νίτσε ο θάνατος του θεού υπήρξε ένα εξαιρετικά σημαντικό συμβάν. Είτε το στοχάζεται είτε θριαμβολογεί γι’ αυτό, φαίνεται να τον εντυπωσιάζει και να τον διεγείρει» (σελ. 73). Βεβαίως, πολλές από τις εκτιμήσεις του Νίτσε –όπως ότι ο χριστιανικός θεός ευνοεί την απονέκρωση της δύναμης– είναι πασίδηλα ανεδαφικές, καθότι οι θρησκείες, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο υπό την μορφή του καθολικισμού και των διαμαρτυρομένων, έπαιξαν έναν καθοριστικό ρόλο στον τρόπο που διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός (τον ίδιο καθοριστικό ρόλο έπαιξε στην ανατολική Ευρώπη ο ορθόδοξος χριστιανισμός). Ο Χάιντεγκερ θεωρεί ότι η νιτσεϊκή κριτική του Θεού κατευθύνεται κυρίως στην κοσμική μορφή του χριστιανισμού. «Ο θεός που “είναι νεκρός” ήταν κατά κύριο λόγο η ιστορικά εμφανισμένη αξίωση της Εκκλησίας για κοσμική δύναμη» (σελ. 81). Όμως αυτό που ο Χάιντεγκερ θα θεωρήσει ως φόνο του Θεού, είναι η παράλειψη των φιλοσόφων να ασχοληθούν με τον ίδιο το Είναι, δηλαδή τη «λησμονιά του Είναι», ενώ θα αναδείξει τον μηδενισμό ως το «θεμελιώδες κίνημα της ιστορίας της Δύσης» (σελ. 87) που είναι τόσο παλιός όσο η ίδια η μεταφυσική (σελ. 89). Έτσι, ο μηδενισμός ξεκινά από την διατύπωση των ιδεών από τον Πλάτωνα, συνεχίζεται με την καταγραφή των ηθικών κατηγοριών, της λογικής ικανότητας και του ιδεώδους της ιστορικής προόδου (σελ. 90).
Το δοκίμιο του Μ. Χάιντεγκερ που μετέφρασε ο Γ. Τζαβάρας (ο λόγος του Νίτσε: «Ο θεός είναι νεκρός») είναι εξαιρετικά πυκνό και θα πρέπει να διαβαστεί προσεκτικά. Ο Χάιντεγκερ ισχυρίζεται ότι «η αλήθεια του Είναι παραμένει αστόχαστη και ότι αυτή η αλήθεια ως ενδεχόμενη εμπειρία όχι μόνο έμεινε μακριά από τον στοχασμό, αλλά ο ίδιος ο δυτικός στοχασμός και μάλιστα με τη μορφή της Μεταφυσικής επικάλυψε, αγνοώντας το γεγονός αυτής της απομάκρυνσης» (σελ. 105).

Ο Χάιντεγκερ θεωρεί ότι ο νιτσεϊκός στοχασμός «φανερώνεται κάτω από το σήμα του μηδενισμού», που συνοψίζεται μέσα στην σύντομη πρόταση «ο θεός είναι νεκρός» (σελ. 106). Κατόπιν αναφέρεται σε όλα τα νιτσεϊκά αποσπάσματα («Χαρούμενη Γνώση», «Ζαρατούστρας»), όπου αναγγέλλεται ο θάνατος του θεού, ότι «εκκλησίες είναι οι τάφοι και τα μνήματα του θεού» και ερμηνεύεται ως ότι «ο υπεραισθητός κόσμος είναι χωρίς αποτελεσματική δύναμη. Δεν χορηγεί ζωή. Η μεταφυσική δηλαδή κατά τον Νίτσε, η δυτική φιλοσοφία νοούμενη ως πλατωνισμός, έχει τελειώσει» (σελ. 114).

Ο Χάιντεγκερ θα επεκτείνει τη σκέψη αυτή: «Αντίθετα ο μηδενισμός –νοούμενος μέσα στην ουσία του– είναι το θεμελιώδες κίνημα της ιστορίας της Δύσης. Φανερώνει μια τέτοια πορεία εις βάθος ώστε η ανάπτυξή του μόνο παγκόσμιες καταστροφές μπορεί πια να έχει ως επακόλουθο. Ο μηδενισμός είναι το κοσμοϊστορικό κίνημα εκείνων των λαών της γης, οι οποίοι έχουν συρθεί μέσα στην εξουσιαστική περιοχή της Νεότερης Εποχής» (σελ. 118).

Ο Χάιντεγκερ συμπεραίνει επίσης ότι η επίθεση του Νίτσε στον χριστιανισμό δεν αφορά το καινοδιαθηκικό του περιεχόμενο αλλά την «ιστορική, κοσμική και πολιτική εμφάνιση της Εκκλησίας και των εξουσιαστικών της αξιώσεων μέσα στο πλαίσιο της διαμόρφωσης της δυτικής ανθρωπότητας και της νεότερης κουλτούρας της» (σελ. 121). Άλλωστε, θα θεωρήσει τον Νίτσε ως τον «τελευταίο μεταφυσικό της Δύσης», με την έννοια ότι σ’ αυτόν η Μεταφυσική αποκορυφώνεται.

Στη συνέχεια, θα προχωρήσει στο πιο δύσκολο εγχείρημά του: να συνδυάσει τον μηδενισμό με τη «θέληση για δύναμη». Νομίζω, το αποτέλεσμα θα το δούμε στην ακόλουθη σκέψη του Χάιντεγκερ: «Ο τρόπος, κατά τον οποίο είναι τα όντα μέσα στο σύνολό τους –των οποίων η essential (=ουσία) είναι η θέληση για δύναμη– ο τρόπος κατά τον οποίο τα όντα μέσα στο σύνολό τους υπάρχουν, η existential (=ύπαρξή) τους είναι η «αιώνια επάνοδος του ίδιου». Οι δύο θεμελιώδεις όροι της νιτσεϊκής Μεταφυσικής, η «θέληση για δύναμη» και η «αιώνια επάνοδος του ίδιου», προσδιορίζουν τα όντα μέσα στο είναι τους ως προς τις απόψεις που ήδη από την αρχαιότητα καθοδηγούν τη Μεταφυσική: το ens qua ens (=το ον ως ον) με το νόημα της essential και της existential (σελ. 183).

Τελικά ο Χάιντεγκερ θα ισχυριστεί ότι ο Νίτσε, επειδή παρέμεινε εγκλωβισμένος στη Μεταφυσική, δεν μπόρεσε να δει την ουσία του μηδενισμού, ενώ «το στοχάζεσθαι δεν θ’ αρχίσει, παρά όταν θα έχουμε αντιληφθεί ότι η εδώ και αιώνες εξυμνούμενη λογική ικανότητα είναι ο πιο σκληροτράχηλος αντίπαλος του στοχάζεσθαι» (σελ. 223).
Ο Κωστής Παπαγιώργης αναγκαστικά είναι πιο πυκνός, ίσως κάπου αφοριστικός, διότι θα πρέπει να εξετάσει σε ένα σχετικά σύντομο κείμενο τέσσερις διαφορετικούς στοχαστές: τον Νίτσε, τον Χάιντεγκερ, τον Μαλλαρμέ, τον Γιούνγκερ. Τόσο σημαντικοί στοχαστές, με πολύ ευρύ έργο, δεν μπορεί παρά να ασφυκτιούν σε ένα σύντομο κείμενο. Όμως, αν διαθέτεις τις γνώσεις και το γλωσσικό αισθητήριο του Κ. Παπαγιώργη, μπορείς να ανασύρεις στην επιφάνεια πολλά από τα ουσιώδη στοιχεία της σκέψης τους.

Στο πρώτο κεφάλαιο, για τον Νίτσε, ο Παπαγιώργης ανατρέχει στις σκέψεις του Νίτσε που περιέχονται στο έργο του «Γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής». Στη συνέχεια θα αναφερθεί στην επίθεση του Νίτσε στις ηθικές κατηγορίες της «γενεαλογίας της ηθικής». Γράφει: «Ο Νίτσε πλάθει το εξής αλλόκοτο φιλοσόφημα: διά της μνησικακίας διαμορφώνεται ένα νέο είδος ανθρώπου που μεταρσιώνει παθητικά την βία του αντιπάλου, την μεταπλάθει σε ηθικές αξίες και μολονότι ευαγγελίζεται τη σωτηρία της ζωής, ουσιαστικά είναι ο κατεξοχήν πολέμιός της» (σελ. 36). Εξετάζεται αναλυτικά η κριτική του Νίτσε στον Ιερέα και στο «ασκητικό ιδεώδες», ενώ συγκρίνεται με την χεγκελιανή «διαλεκτική του Κυρίου και του Δούλου». Παράλληλα, με συνοπτικό τρόπο εξετάζεται η ερμηνεία του Νίτσε από τον Ντελέζ.

Ο Παπαγιώργης γράφει: «Μολονότι ο Χάιντεγκερ εγκαινίασε την προβληματική του Είναι μέσω της εμπειρίας του μηδενός, ουδέποτε θεωρήθηκε μηδενιστής. Ο λόγος είναι απλός: κινήθηκε πέραν ή εντεύθεν των ηθικών κριτηρίων, υπέβαλε σε ριζική κριτική την κλασική και νεότερη μεταφυσική χωρίς να συνδέσει τα επιχειρήματά του με την ηθική ισχύ των αξιών. Μίλησε για αυθεντική και αναυθεντική ύπαρξη, αλλά όχι για καλό και κακό ή για άρχοντες και δούλους» (σελ. 65). Αναγκαστικά, ο Παπαγιώργης θα επανέλθει στο σύνολο του έργου του Χάιντεγκερ και θα συμπεράνει ότι ο τελειωτικός λόγος του Χάιντεγκερ για τον Νίτσε θα τον κατατάξει μέσα στην Ιστορία της δυτικής μεταφυσικής, «στον πλατωνισμό, στον χριστιανισμό, στον γερμανικό ιδεαλισμό» (σελ. 93).

Το δεύτερο κεφάλαιό του είναι αφιερωμένο «στη μνήμη του φίλου Ηλία Λάγιου». Αναφέρεται στο έργο του Μαλαρμέ «Ιγκοτούρ» και στην περίφημη «μεταφυσική κρίση του Μαλαρμέ, που τοποθετείται χρονικά στην περίοδο 1866-1870 και συναρτάται ασφαλώς με την ανακάλυψη του μηδενός» (σελ. 97). Με τη βοήθεια του Μηλανσό και του Ρισάρ θα αναδείξει τις χεγκελιανές επιρροές στον Μαλλαρμέ.

Στο τελευταίο κεφάλαιο, «Πέρα από το όριο», θα εξετάσει την ιδιαίτερη κατάσταση του γερμανικού μεσοπολέμου, θα εξετάσει όμως και τον εθνικό λόγο του Φίχτε, τις πολιτικές του Βίσμαρκ και τις κοινωνικές της επιπτώσεις. Παράλληλα με την εμφάνιση του Χίτλερ, στον πνευματικό χώρο συμβαίνουν τα εξής: Ο Χάιντεγκερ εκδίδει το «Είναι και Χρόνος» το 1927, ο Ερνστ Γύνγκερ εκδίδει το 1933 το έργο «Ο Εργάτη», ο Λύο Στράους εκδίδει, στην Νέα Υόρκη το 1941, την διάλεξη για τον γερμανικό μηδενισμό. Όπως συμπληρώνει ο Παπαγιώργης, υπάρχει και συνέχεια: «Το 1951 δημοσιεύεται το “Πέρα από το όριο” του Γύνγκερ, στο οποίο, το 1955, ο Χάιντεγκερ θα απαντήσει με την επιστολή του “Περί του ερωτήματος του Είναι”» (σελ. 146).
Έτσι, εξετάζει τις σκέψεις του Στράους ότι οι ηθικές είναι οι πηγές του γερμανικού μηδενισμού, ο οποίος καταδικάζει το κέρδος και την ανεύθυνη εξουσία. Ο άκρατος ιδεαλισμός τους τούς ωθούσε να απορρίπτουν τις μικροαπολαύσεις και τις μικροχαρές της καθημερινής ζωής. Ο Στράους διαπίστωσε ότι πολλοί μηδενιστές «είναι μεγάλοι θαυμαστές της πνευματικής καλλιέργειας, καθόσον αυτή διακρίνεται από τον υλικό πολιτισμό και τον απορρίπτει (σελ. 155). Ο Παπαγιώργης θεωρεί παράδοξη τη θέση του Στράους ότι οι Γερμανοί είναι εχθροί του ορθού λόγου «παρότι γνωρίζει ότι ο γερμανικός ιδεαλισμός και δη ο Καντ θεράπευσαν τον ορθό λόγο κατ’ εξακολούθησιν» (σελ. 156).

Ο Ε. Γύνγκερ ανέλαβε να δώσει απάντηση σε ένα ριζικό ερώτημα του γερμανικού μεσοπόλεμου: Την εναρμόνιση του Τεχνικού εκσυγχρονισμού με τον ανορθολογισμό, δηλαδή τον μιλιταρισμό, τον εθνικισμό και τον ρομαντισμό των δεξιών κύκλων της Βαϊμάρης. Ας σημειωθεί ότι ο Γύνγκερ, παρότι συνήγορος του μιλιταρισμού, δεν προσχώρησε πότε στον ναζισμό, ενώ στα τελευταία του βραβεύθηκε για το έργο του από τον Μιττεράν. Όμως η αποθέωση του πολέμου, η εξύψωση της στρατιωτικής ζωής (ο Παπαγιώργης συλλέγει κάποιες φράσεις του όπως «να ζεις σημαίνει να σκοτώνεις»), η άποψη ότι η καπιταλιστική αλλοτρίωση ξεπερνιέται μέσα στην στρατιωτική κοινότητα, έκανε αποδεκτή τη βαρβαρότητα του πολέμου. Θα έπρεπε να ισοπεδωθεί πρώτα όλη η Ευρώπη για να αποδειχθεί η αφέλεια αυτών των απόψεων. Ο Παπαγιώργης αναφέρει αρκετές πληροφορίες για το έργο του Γύνγκερ «Ο εργάτης» καθώς και τις πολιτικές επιλογές του για τον εθνομπολσεβικισμό και τις σποραδικές διακηρύξεις του υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης. Να σημειώσουμε ότι πολλά πρόσθετα στοιχεία για τον Γύνγκερ μπορούμε να διαβάσουμε στο βιβλίο του Jeffrey Herf «Αντιδραστικός Μοντερνισμός» (Παν/κές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996, Μετ. Π. Ματάλς, Επιστ. Επιμ. Χ. Χατζηιωσήφ). Αυτή η απροϋπόθετη λατρεία της καταστροφής, του πολέμου, η αποστροφή για την ομορφιά της ζωής, για τον ηρωισμό και τις σημασίες που περιέχει η καθημερινή ζωή και η αγάπη προς τον άλλον και προς τον κόσμο, όσο και αν διανθίζονται με μια υψηλής ποιότητας αισθητική, αποτελούν την πιο θλιβερή κατάληξη του μεσοπολεμικού μηδενισμού.


ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ