Αρχική » Ο Νικήτας Χωνιάτης και οι ασωτίες του Ανδρονίκου Κομνηνού

Ο Νικήτας Χωνιάτης και οι ασωτίες του Ανδρονίκου Κομνηνού

από Άρδην - Ρήξη

του Η. G. Beck, από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006

Μια νέα δυναμική αναπτύσσεται στον τομέα της ερωτικής συγγραφής, στο ύστερο τμήμα της αποκαλούμενης μεσοβυζαντινής περιόδου, δηλαδή κατά την εποχή των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Κομνηνών (1081-1185) και της δυναστείας των Αγγέλων (1185-1204).

Κατά πρώτον διαπιστώνεται, ότι η τέχνη της ερωτικής νουβέλλας μέσα στην ιστορική συγγραφή αν και χρησιμοποιεί περισσότερο λιτά λογοτεχνικά μέσα αποχτά έναν συνεχιστή, στο πρόσωπο του ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη. Ό,τι ήταν για τον Ψελλό η Ζωή και η Σκλήραινα, είναι γι’ αυτόν κατά προτίμηση ο Ανδρόνικος Κομνηνός, ο μεταγενέστερος αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α΄, ο Δον Ζουάν του 12ου αι., από την αμφιλεγόμενη γοητεία του οποίου ο Χωνιάτης μάταια προσπαθεί να ξεφύγει. Ποτέ δεν καταλήγει σε συνεκτική κρίση, ακόμη και για τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο. ακόμη κι όταν τονίζει τα μεγαλύτερα ελαττώματά του, αναγκάζεται κατόπιν και πάλι να ιστορήσει πράγματα που προκαλούν τη συμπάθειά μας.

Ο Ανδρόνικος ήταν εξάδελφος του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄, και οι δυο τους ήταν εγγονοί του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Ο Ανδρόνικος όμως διασκέδαζε, και αυτό το έδειχνε φανερά με το παιγνίδι των πολιτικών δολοπλοκιών εναντίον του εξαδέλφου του, όπου δεν ορρωδούσε ακόμη και μπροστά στην έσχατη προδοσία. Όμως αυτή τη διασκέδαση την πλαισίωνε, όσο μπορούσε περισσότερο, με συζυγικές απιστίες. Έτσι συνήψε αιμομικτικές ερωτικές σχέσεις όλη η Αυλή το γνώριζε με μια ανηψιά του αυτοκράτορα, που ήταν βέβαια και δική του ανηψιά. Μ’ αυτό δεν παραβίαζε προφανώς τις συνήθειες των διαφόρων οικογενειακών κλάδων των Κομνηνών. Όταν κλήθηκε σε απολογία, απάντησε εντελώς αθώα, για ποιο λόγο ως καλός βυζαντινός πολίτης δεν θα ’πρεπε να ακολουθήσει το παράδειγμα του αυτοκράτορά του, που μοιραζόταν το κρεβάτι του με μια ανηψιά του. έτσι κι αλλιώς, στο ίδιο εργαστήρι, όλα τα αγγεία κατασκευάζονται από τον ίδιο πηλό!

Φυλακισμένος κάποτε από τον αυτοκράτορα, ανακαλύπτει στο δάπεδο ένα κρυφό άνοιγμα, εξαφανίζεται μέσα απ’ αυτό σ’ ένα υπόγειο που είναι όμως κλειδωμένο και περιμένει εκεί ήσυχος. Φαντάσθηκαν ότι διέφυγε και η γυναίκα του κατέστη ύποπτη ότι συνήργησε στη φυγή του, συνελήφθη λοιπόν και ρίχθηκε στην ίδια φυλακή, που στο μεταξύ ο Ανδρόνικος είχε εγκαταλείψει για το υπόγειο. Φυσικά, τη νύχτα η γυναίκα δέχεται την επίσκεψη του συζύγου της και εδώ λέγεται μάλιστα ότι συνέλαβε έναν από τους γιους του. Ύστερα από την τελική φυγή, άλλες συλλήψεις και νέα δραπέτευση, κάτω από τις πιο κωμικές περιστάσεις. μεταβαίνει στις μακρινές επαρχίες του κράτους, συνάπτει όμως ερωτικές σχέσεις στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής οικογένειας. Πρώτα συνευρίσκεται με μια νύφη του αυτοκράτορα, ύστερα με κάποια εξαδέλφη. Όπου κι αν φθάσει, στη διάρκεια της φυγής του, ο γόης αυτός γίνεται δεκτός με ανοικτές αγκάλες και στρωμένα κρεβάτια, κι αυτό προκαλεί την ατέλειωτη οργή του εξαδέλφου-αυτοκράτορα.

Τελικά ανέρχεται κι ο ίδιος στον θρόνο ύστερα από μια σύντομη μεσοβασιλεία του γιου του αυτοκράτορα Μανουήλ. Δεν έχει τίποτε πιο επείγον να κάνει από το να νυμφευθεί τη σχεδόν ενδεκάχρονη μνηστή του προκατόχου του, τον οποίο είχε ο ίδιος παραμερίσει από τον δρόμο του. ο πατριάρχης ήταν, εννοείται, έτοιμος να ευλογήσει αμέσως τον γάμο και να αποδεσμεύσει τον αυτοκράτορα από τον όρκο πίστεως στον προκάτοχο του.

…καὶ οὐκ ᾐσχύνετο Κρονίων ἀπόζων ἀνεψιοῦ γυναικὶ μιλτοπαρήῳ καὶ τρυφερᾷ καὶ μήπω τὸ ἐνδέκατον ἔτος ἐξηνυκυίᾳ μέλλων ἀθεμίτως συγκατακλίνεσθαι καὶ παραγκαλίζεσθαι ὁ πέπων τὴν ὀμφακίζουσαν, ὁ ὑπέρωρος τὴν ἡλικίαν τὴν ὀρθοτίτθιον νεανίδα, ὁ ρικνὸς καὶ χαλαρὸς τὴν ῥοδοδάκτυλον καὶ δρόσον ἔρωτος στάζουσαν.

(Αυτός ο μνηστήρας που μύριζε μούχλα από τα γηρατειά δεν ντρεπόταν να πλαγιάζει αιμομικτικά δίπλα σε ένα ροδομάγουλο, τρυφερό κορίτσι. Δεν δίσταζε να τρυγά, ο ίδιος ζαρωμένος και σάπιος, αυτό το άγουρο σταφύλι, να αγκαλιάζει, ο ίδιος υπερήλικας και τσακισμένος, την τρυφερόστηθη παρθένα, να ορέγεται, ο ίδιος κυρτός και άκαμπτος, τη ροδοδάκτυλη μικρή, που πάνω της έλαμπε ακόμη η δροσιά του έρωτα).

Όμως κι αυτό δεν του ήταν αρκετό: Γάμος εδώ, γάμος εκεί, η χαρούμενη ζωή έμελλε να συνεχισθεί.

Όμως η δυνατότητα αυτή δεν υπήρχε στην πόλη.

321-322: Ἔνθεν τοι καὶ τῆς πόλεως πολλάκις ἀπανιστάμενος μετὰ χορείας ἑταιρίδων καὶ παλλακῶν ἐφιλοκρίνει τὰ τῶν τόπων ἐρημικώτερα… ὡς ὄρνιθας κατοικιδίους ἀλεκτρυὼν ἢ αἶγας τράγος ἡγούμενος αἰπολίου ἢ καθάπερ ὁ Σεμέλης Διόνυσος τὰς Θυάδας, Σοβάδας, Βάκχας εἶχεν ἑπομένας τὰς ἐρωμένας μόνον οὐ νεβρίδα ἐξημμένος καὶ τὸν κροκωτὸν ἐνδυόμενος…

(Έτσι εγκατέλειπε πολύ συχνά την πόλη, συνοδευόμενος από ένα σμήνος πορνών, επικεφαλής των οποίων προπορευόταν, «όπως ο κόκκορας μπροστά από τις κότες ή όπως ο τράγος μπροστά από το κοπάδι με τις γίδες. Για να βελτιώσει τη σεξουαλική ικανότητά του, άλειφε το μέλος του με κάθε είδους αφροδισιακά και έτρωγε εμετικά πράγματα. Κατόπιν τελούσε διονυσιακά όργια με Θυιάδες, Σοβάδες, Μαινάδες και Βάκχες, μόνο που δεν είχε κρεμάσει γύρω από τον ώμο του δέρας από ελάφι κλπ.).

Πέρα από το γεγονός, ότι οι αφηγήσεις αυτές μας δίνουν διαφωτιστικές πληροφορίες, οι οποίες δεν μας παρέχονται από άλλες πηγές, σχετικά με τις ερωτικές δραστηριότητες της ανώτερης βυζαντινής κοινωνίας, προδίδουν απέναντι στην παλαιότερη ιστοριογραφία ένα χαλαρό και ατομικιστικό τρόπο παρουσιάσεως κι ακόμη την ολοφάνερη τέρψη του ιστοριογράφου και ταυτόχρονα την ανταπόκρισή του σε αναγνώστες που διψούσαν για σκάνδαλα. Οι αφηγήσεις αυτές ήταν τουλάχιστο το ίδιο ενδιαφέρουσες όπως τα μυθιστορήματα του Ηλιοδώρου και του Τατίου, και δεν υστερούσαν πολύ από τα ερωτικά επιγράμματα.

  • Απόσπασμα από το βιβλίο του H. G. Beck Βυζαντινόν Ερωτικόν, Εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1999, σσ. 204-207.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ