του Δ. Κοσμόπουλου, από το Άρδην τ. 55, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2005
Μετά κατέβασα ὅλα τά ρολόγια
ἀπό τοίχους καί προθῆκες
ἄλλα τά ἔφαγα, ἄλλα τά ἔκαψα
Κι ὅταν πιά, Μάνα μου ραγισμένη,
ἀναστήλωσα τούς βράχους
κι ἄφησα νά φυσᾶνε μέ χιλιάδες πουλιά
τά ἀρχαῖα κλέη τῶν ποταμῶν
Ἐπινόησα ἕνα δέντρο, νά στεγαστῶ κι ἐγώ
ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, ἀλλά, εἴπανε,
δέν ὑπῆρχε γιά μένα
τόπος γιά καταφύγιο,
οὔτε στεγαστικό δάνειο
Ἔτσι τό φύτεψα στά μάτια μου
κι ἔκτοτε μεγαλώνει
πρός τά μέσα
ὅπως ἕνα τραγούδι χρώματος κυανοῦ
πού τριγυρνᾶ
σκυλί δαρμένο
στήν ἀθηναϊκή ἔρημο
κι ὅλοι τό κλωτσοῦν
καί τό διώχνουν
γιατί τούς θυμίζει
ἕναν ἀλλοιώτικο καιρό
Χαιρέτα μου, ὁπότε, τούς σιδεράδες
τῆς θάλασσας
καί τοῦ βουνοῦ τά φεγγαρόψαρα
Θά συνεχίσω, πές τους, νά ὑπάρχω ἐρήμην
τῆς λύσσας
κι ὅταν ὑψώνω τίς νύχτες τίς ἱερές Εἰκόνες
προσκυνώντας
«βαρειά ἡλίαση τόν ἔχει σβήσει»,
θά λένε, πάλι, οἱ γιατροί _
Ὅμως Ἐσύ θά γνωρίζεις, τά παιδιά μου
θά ξέρουν.
Από την ποιητική συλλογή του Δ. Κοσμόπουλου, Πουλιά της νύχτας, εκδόσεις Κέδρος. Αθήνα 2005