του Χ. Δεληνταδάκης, από το Άρδην τ. 52, Ιανουάριος-Μάρτιος 2005
«Μοσχοβολάει το κλίμα σου
ω φιλτάτη πατρίς μου,
και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν
των χρυσών κίτρων.»
Ανδρέας Κάλβος
Ποιο είναι το ευεπίτευκτο;
- η συγγραφή ενός ποιήματος για τη μοσχοβολιά του κλίματος, για τη μυρωδίαν και το χρώμα των κίτρων; ή
- η αίσθηση της πραγματικής μυρωδιάς των κίτρων και του κλίματος, του πραγματικού τους χρώματος;
Σίγουρα, πριν από τη συγγραφή του στίχου, προηγείται η πραγματική αίσθηση, που δεν είναι τίποτε άλλο από τη σχέση του ποιητή με το αντικείμενο που θα ανυψώσει στις σφαίρες της ποίησης. Η αίσθηση του ποιητή —δηλαδή η σχέση που προαναφέραμε– αποτελεί και την πρώτη πράξη ελευθερίας του, και αυτή η ελευθερία είναι η προϋπόθεση της οποιασδήποτε γραφής. η αίσθηση του ποιητή δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε δεδομένη. η αίσθηση του ανθρώπου –που δεν είναι ποιητής– δεν είναι επίσης ούτε αυτονόητη ούτε δεδομένη ούτε εύκολη. Αλλά ας τα δούμε όλα αυτά ειδικότερα στην αίσθηση της γεύσης, αρχίζοντας από εκεί που δημιουργείται η γεύση, από τις εθνικές κουζίνες.
Δύο εθνικές κουζίνες (ενδεικτικά)
Κάθε εθνική κουζίνα ξεκινάει από το οικογενειακό τραπέζι και επεκτείνεται στις γιορτές και τις εκδηλώσεις, που επιβεβαιώνουν τις κοινές αντιλήψεις για την κοινωνία αυτών που συμμετέχουν. Στις γιορτές της Κρήτης, για παράδειγμα, επιβεβαιώνεται το φιλόξενο ελληνικό πνεύμα που, στην περίπτωση των Κρητικών, ξεπερνάει τα όρια: «φάε τσ’ απόθανε» είναι η παρότρυνση στο διστακτικό φιλοξενούμενο που δηλώνει χορτασμένος.
Όμως, η κάθε εθνική κουζίνα δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την κοινωνική χρήση της τροφής, αλλά και από την καθαυτό τροφή. Δηλαδή από τα συστατικά της τροφής και τον τρόπο συνδυασμού και μαγειρέματος, αυτό που ονομάζουμε συνταγή1 μαγειρικής.
Οι εθνικές κουζίνες, που έχουν επηρεαστεί από τις αρχές του ταοϊσμού και του βουδισμού, επιδιώκουν στις γεύσεις και στις ουσίες την αρμονία και την ισορροπία· επιζητούν το διατροφικό νιρβάνα, την ισομερή παρουσία του γιανγκ και του γιν (δηλαδή της αρσενικής και της θηλυκής αρχής) στην τροφή. ειδικότερα στον ταοϊσμό, το κρασί υπάγεται στις πέντε βασικές απαγορεύσεις μαζί με τον φόνο, το ψέμα, την κλοπή και τη μοιχεία. Βέβαια, ως προς την κατανάλωση του αλκοόλ (εννοούμε αυτού που παράγεται τοπικά και όχι του εισαγόμενου από τη Δύση) υπάρχουν διαφοροποιήσεις και… αμαρτίες.
Εντελώς αντίθετη, η εθνική κουζίνα των Γάλλων εκφράζει τις απόψεις τους για τη καθημερινή χαρά της ζωής. Οι γεύσεις της γαλλικής κουζίνας χαρακτηρίζονται από ποικιλία, συναρπάζουν και αιφνιδιάζουν. λέγεται ότι για κάθε μέρα του χρόνου, στη Γαλλία, αντιστοιχεί και ένα είδος τυριού. Το γαλλικό έθνος μάς πρόσφερε, εκτός από την κουζίνα του, και τις λέξεις gourmet και bon viveur. που δύσκολα μεταφράζονται, ακόμα και σε μια γλώσσα πλούσια σαν την ελληνική. Για ποιο πράγμα θα μπορούσε να πεθάνει ένας Γάλλος; «Du bon vin de la treille/ D’ un morceau de jambon» απαντά το γαλλικό φολκλορικό τραγούδι.
Και η «κουζίνα» της νέας τάξης
Για τη νέα τάξη το γιανγκ, το γιν, ο gourmet και ο bon viveur αποτελούν ενοχλητικές λεπτομέρειες. Η νεοταξική αντίληψη για τη διατροφή είναι ρατσιστική, θυμίζει το παράπονο του μπάρμπα-Θωμά στο ομώνυμο έργο της Χάριετ Στόου:
Ο μπάρμπα-Θωμάς αναρωτιόταν αν είναι δίκαιο να τρώνε τα σκυλιά των κυρίων του το κρέας και οι δούλοι τα κόκαλα!
Δύο τύποι καταναλωτών τροφής θα υπάρξουν στο «παγκόσμιο χωριό» της νέας τάξης, αν οι πολίτες και τα έθνη δεν αντισταθούν:
-Εκείνος που θα επικρατήσει στο σύστημα του κοινωνικού δαρβινισμού και, μαζί με τα οικόσιτα ζώα του, θα έχει άριστη διατροφή.
-Ο ανθρωποαριθμός, ο υπήκοος του εκσυγχρονισμού2, ο πρώην πολίτης, που θα έχει απλώς ένα πεπτικό σύστημα να γεμίσει με διοξίνες, μεταλλαγμένα, αρρώστια, ανοστιά και… ISO.
Τέτοιες σκέψεις μπορούν να είναι χρήσιμες για να κατανοήσουμε το τρίτο στάδιο του εκσυγχρονισμού στη γεωργία –τα μεταλλαγμένα– όταν το πρώτο ήταν οι μονοκαλλιέργειες και το δεύτερο η ευρεία χρήση των χημικών. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε ότι, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, δύο εκατομμύρια Ιρλανδοί πέθαναν από τη μονοκαλλιέργεια της πατάτας! Ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας (μονοκαλλιέργειες, χημικά, μεταλλαγμένα) δεν είναι μόνο επικίνδυνος για την υγεία, τη βιοποικιλότητα και καταστροφικός για την εθνική οικονομία, αλλά κυρίως άχρηστος. Συμφέρει ελάχιστες πολυεθνικές που με αυτή την τεχνολογία μπορούν να ελέγχουν την παγκόσμια διατροφή. Η χώρα μας, για παράδειγμα, μπορεί να παράγει άριστα και φτηνά βιολογικά προϊόντα, αρκετά για να θρέψει τον πληθυσμό της και να εξάγει. Ως εκσυγχρονισμός βέβαια δεν εννοείται η ήπια χρήση της τεχνολογίας, που είναι συμβατή με τη μικτή γεωργία και τελεί υπό εθνικό έλεγχο.
Η κουζίνα της νέας τάξης δεν στηρίζεται ούτε στην ποιότητα ούτε στη γεύση, αλλά στη διαφήμιση και ιδιαίτερα σε εκείνη που αποσκοπεί να δημιουργήσει αυτοματισμούς στις επιλογές του καταναλωτή τροφής· σε αυτή την περίπτωση καταναλώνεται όχι το συγκεκριμένο προϊόν αλλά η φαντασιακή εικόνα του.
Το πείραμα των διαφημιστών και ο … υπνωτισμός
Ο μέντορας των διαφημιστών, David Oglivy, περιγράφει το παρακάτω πείραμα3,το οποίο έγινε για να μετρήσει την αποτελεσματικότητα των διαφημιστικών τεχνικών που προαναφέραμε: Χρησιμοποιήθηκαν δύο μπουκάλια οινοπνευματώδους ποτού (ουίσκι)· το πρώτο ήταν γνωστό για την καλή ποιότητά του, το δε δεύτερο για την κακή (μπόμπα). Τα περιεχόμενα ανταλλάχτηκαν, δόθηκαν σε πότες και τους ζητήθηκε να συγκρίνουν τα ποτά.
Τότε, συνέβη το εξής καταπληκτικό:
Οι πότες επαινούσαν το ποτό κακής ποιότητας και σχολίαζαν αρνητικά το άλλο –καλής ποιότητας– που είχε την ατυχία να βρεθεί σε λάθος μπουκάλι. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την αντίδραση των συμμετεχόντων στο πείραμα με εκείνη του υπνωτισμένου· αυτού που τρώει ένα κρεμμύδι με έκδηλη ευχαρίστηση χωρίς καν να δακρύσει, ακολουθώντας τις διαταγές του υπνωτιστή (ο οποίος τον διαβεβαιώνει ότι τρώει ένα πορτοκάλι). Όταν ο νους κλειδωθεί, είτε από τους διαφημιστές είτε από τον υπνωτιστή, η σχέση ανάμεσα στο νου και την ύλη διαρρηγνύεται και η αίσθησή της –όπως και κάθε άλλη αίσθηση– εξαφανίζεται, εκφυλίζεται σε ψευδαίσθηση. Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν: «νους ορά και νους ακούει», η αίσθηση της γεύσης για να υπάρξει χρειάζεται ελεύθερο νου.
Η ελληνική εθνική κουζίνα
Το πρώτο που παρατηρούμε στην ελληνική εθνική κουζίνα είναι η σαφήνειά της· η γεύση και η εικόνα του φαγητού είναι ευδιάκριτες. Ό,τι τρώγεται φαίνεται τι είναι, με οποιονδήποτε τρόπο και να είναι μαγειρεμένο. η νέα γεύση που δημιουργείται μαγειρεύοντας δεν καταργεί τις επί μέρους γεύσεις, η σύνθεση δεν ακυρώνει τα επί μέρους στοιχεία.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό στην ελληνική εθνική κουζίνα είναι η ποικιλία σε όλα τα επίπεδα. Ποικιλία από εποχή σε εποχή, από σπίτι σε σπίτι, από τόπο σε τόπο. Στη Θεσσαλία φτιάχνουν τσίπουρο που «ανταγωνίζεται» την κρητική τσικουδιά, οι Θεσσαλοί πίνουν και τσικουδιά, οι Κρητικοί και τσίπουρο.
Επιπλέον:
Η ελληνική εθνική κουζίνα εισάγει και φιλοξενεί γεύσεις από διαφορετικές εθνικές κουζίνες. άλλες διατηρεί αυτούσιες και άλλες τις διαμορφώνει και τις προσαρμόζει, πολλές φορές με μεγάλη επιτυχία.
Η ελληνική εθνική κουζίνα δεν «υπογράφει συμβάσεις» με όσους την ακολουθούν, για απόλυτη υγεία και υπερμακροβιότητα (τέτοιες συμφωνίες θεωρούνται «ύβρις» με την έννοια που συναντάμε στην αρχαία ελληνική τραγωδία). Επιτρέπει τη γευστική «αμαρτία», τη γευστική απόλαυση (σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα την επιβάλλει) ταυτόχρονα όμως θεωρεί χρήσιμη την πειθαρχία. Η συνεχής απόλαυση απορρίπτεται, αφού μετατρέπεται σε αδιαφορία, σε μπούχτισμα. Η συνεχής πειθαρχία μας μετατοπίζει έξω από τον κόσμο. Απόλαυση και πειθαρχία, αυτά είναι τα αντίθετα στοιχεία που ισορροπούν, όχι όμως στο ίδιο γεύμα αλλά στη διάρκεια ενός έτους· στη διάρκεια του εόρτιου κύκλου που δομεί το χρόνο μας και νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας – και γευστικά.
Αυτή η εναλλαγή απόλαυσης και πειθαρχίας συνδέεται με τη νηστεία, για την οποία πολλοί δεν βλέπουν τη θρησκευτική της διάσταση, αλλά μια άλλη που αφορά στην υγεία, στην καλή εμφάνιση και τελικά μας προφυλάσσει από τη διατροφική πλήξη. Στο ερώτημα: τι νηστεύει κανείς, τη γεύση ή την ουσία; η απάντηση είναι ότι νηστεύει την «αρτυμή», δηλαδή αυτές τις τροφές που μας χαρίζουν σωματική και συναισθηματική αυτάρκεια, μας «ψυχοδένουν»4. Η αρτυμή περιλαμβάνει και τη γεύση και την ουσία. Αν γευματίσουμε με κρέας και πιούμε κρασί, σηκωνόμαστε από το τραπέζι πλήρως ικανοποιημένοι· αν φάμε –ακόμα και σε ποσότητα– χόρτα και ψωμί, σηκωνόμαστε από το τραπέζι μετέωροι, με το αίσθημα της στέρησης.
Οι τροφές που χαρακτηρίζουν τον ελληνικό πολιτισμό βρίσκονται υπό την σκέπη θεών: η ελιά, ο άρτος, ο οίνος …Εκτός από τους θεούς, η ποίηση ιεροποιεί την τροφή και αντίστροφα – η τροφή ιεροποιεί την ποίηση. Δηλαδή, ενώ ο Κάλβος απογειώνει και εξαϋλώνει την αίσθηση με λέξεις, ο Ρίτσος γειώνει τις λέξεις με την αίσθηση, και μάλιστα της γεύσης: «κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί /μια μπουκιά μαύρο ψωμί».Ο Κάλβος ερμηνεύει την ύλη με την ποίηση και ο Ρίτσος ερμηνεύει την ποίηση με την ύλη. Μια στενή σχέση, ένα «συναμφότερον» της ύλης και του πνεύματος γύρω από τα κίτρα, το κλίμα, το κρασί και το ψωμί.
Και η ελπίδα για το μέλλον; η συνισταμένη των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων; Τίποτα περισσότερο –σύμφωνα με τον Ρίτσο– από μια συνταγή μαγειρικής. Για την ακρίβεια το προπαρασκευαστικό της στάδιο: «πάνω στην ποδιά της μάνας / που καθαρίζει φρέσκα φασολάκια».
Σημειώσεις
- Συνταγή < συντάσσω = βάζω τάξη, τακτοποιώ. Δηλαδή από το χάος των ουσιών και γεύσεων δημιουργώ μια νέα γεύση, γιατί όχι, και μια νέα ουσία.
- Από το «Πεζικό Οικολογικό Λεξικό» του Νίκου Πλατή αντιγράφουμε: «εκσυγχρονισμός (ο) Λέξη κενή περιεχομένου. Ιδεολόγημα. Υπονοεί ότι το χρονικά μεταγενέστερο είναι πάντα καλύτερο από το χρονικά προγενέστερο. Ο Μπάμπης Πεζόπουλος ισχυρίζεται ότι ο εκσυγχρονισμός «σαν αυτονόητη κοινωνική αξία χρησιμοποιείται και είναι ιδεολογικό προπέτασμα σκληρών αντιλαϊκών ρυθμίσεων και εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης ανθρώπων και φύσης».
- D. Oligvy, Για τη Διαφήμιση, μτφ. Γ. Γαλάτης, εκδ. ΑΣΕ’ Α.Ε.., Θεσσαλονίκη χ.χ.
- Οι υπέροχες αυτές ντοπιολαλιές, «αρτυμή» και «ψυχοδένω», ακούγονται στα ορεινά χωριά της κεντρικής Πελοποννήσου.
- Μέλους της Επιτροπής Επικοινωνιακής Πολιτικής του ΔΗΚΚΙ