Αρχική » Οι συνταγές γεύσης ως άθλημα ελευθερίας

Οι συνταγές γεύσης ως άθλημα ελευθερίας

από Άρδην - Ρήξη

του Χ. Δεληνταδάκης, από το Άρδην τ. 52, Ιανουάριος-Μάρτιος 2005

«Μο­σχο­βο­λά­ει το κλί­μα σου
ω φιλ­τά­τη πα­τρίς μου,
και πλου­τί­ζει το πέ­λα­γος α­πό την μυ­ρω­δί­αν
των χρυ­σών κί­τρων.»
Αν­δρέ­ας Κάλ­βος

Ποιο εί­ναι το ευε­πί­τευ­κτο;

  • η συγ­γρα­φή ε­νός ποι­ή­μα­τος για τη μο­σχο­βο­λιά του κλί­μα­τος, για τη μυ­ρω­δί­αν και το χρώ­μα των κί­τρων; ή
  • η αί­σθη­ση της πραγ­μα­τι­κής μυ­ρω­διάς των κί­τρων και του κλί­μα­τος, του πραγ­μα­τι­κού τους χρώ­μα­τος;
    Σί­γου­ρα, πριν α­πό τη συγ­γρα­φή του στί­χου, προ­η­γεί­ται η πραγ­μα­τι­κή αί­σθη­ση, που δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο α­πό τη σχέ­ση του ποι­η­τή με το α­ντι­κεί­με­νο που θα α­νυ­ψώ­σει στις σφαί­ρες της ποί­η­σης. Η αί­σθη­ση του ποι­η­τή —δη­λα­δή η σχέ­ση που προ­α­να­φέ­ρα­με– α­πο­τε­λεί και την πρώ­τη πρά­ξη ε­λευ­θε­ρί­ας του, και αυ­τή η ε­λευ­θε­ρί­α εί­ναι η προ­ϋ­πό­θε­ση της ο­ποιασ­δή­πο­τε γρα­φής. η αί­σθη­ση του ποι­η­τή δεν εί­ναι ού­τε αυ­το­νό­η­τη ού­τε δε­δο­μέ­νη. η αί­σθη­ση του αν­θρώ­που –που δεν εί­ναι ποι­η­τής– δεν εί­ναι ε­πί­σης ού­τε αυ­το­νό­η­τη ού­τε δε­δο­μέ­νη ού­τε εύ­κο­λη. Αλ­λά ας τα δού­με ό­λα αυ­τά ει­δι­κό­τε­ρα στην αί­σθη­ση της γεύ­σης, αρ­χί­ζο­ντας α­πό ε­κεί που δη­μιουρ­γεί­ται η γεύ­ση, α­πό τις ε­θνι­κές κου­ζί­νες.

Δύ­ο ε­θνι­κές κου­ζί­νες (εν­δει­κτι­κά)
Κά­θε ε­θνι­κή κου­ζί­να ξε­κι­νά­ει α­πό το οι­κο­γε­νεια­κό τρα­πέ­ζι και ε­πε­κτεί­νε­ται στις γιορ­τές και τις εκ­δη­λώ­σεις, που ε­πι­βε­βαιώ­νουν τις κοι­νές α­ντι­λή­ψεις για την κοι­νω­νί­α αυ­τών που συμ­με­τέ­χουν. Στις γιορ­τές της Κρή­της, για πα­ρά­δειγ­μα, ε­πι­βε­βαιώ­νε­ται το φι­λό­ξε­νο ελ­λη­νι­κό πνεύ­μα που, στην πε­ρί­πτω­ση των Κρη­τι­κών, ξε­περ­νά­ει τα ό­ρια: «φά­ε τσ’ α­πό­θα­νε» εί­ναι η πα­ρό­τρυν­ση στο δι­στα­κτι­κό φι­λο­ξε­νού­με­νο που δη­λώ­νει χορ­τα­σμέ­νος.
Ό­μως, η κά­θε ε­θνι­κή κου­ζί­να δεν χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται μό­νο α­πό την κοι­νω­νι­κή χρή­ση της τρο­φής, αλ­λά και α­πό την κα­θαυ­τό τρο­φή. Δη­λα­δή α­πό τα συ­στα­τι­κά της τρο­φής και τον τρό­πο συν­δυα­σμού και μα­γει­ρέ­μα­τος, αυ­τό που ο­νο­μά­ζου­με συ­ντα­γή1 μα­γει­ρι­κής.
Οι ε­θνι­κές κου­ζί­νες, που έ­χουν ε­πη­ρε­α­στεί α­πό τις αρ­χές του τα­ο­ϊ­σμού και του βου­δι­σμού, ε­πι­διώ­κουν στις γεύ­σεις και στις ου­σί­ες την αρ­μο­νί­α και την ι­σορ­ρο­πί­α· ε­πι­ζη­τούν το δια­τρο­φι­κό νιρ­βά­να, την ι­σο­με­ρή πα­ρου­σί­α του γιαν­γκ και του γιν (δη­λα­δή της αρ­σε­νι­κής και της θη­λυ­κής αρ­χής) στην τρο­φή. ει­δι­κό­τε­ρα στον τα­ο­ϊ­σμό, το κρα­σί υ­πά­γε­ται στις πέ­ντε βα­σι­κές α­πα­γο­ρεύ­σεις μα­ζί με τον φό­νο, το ψέ­μα, την κλο­πή και τη μοι­χεί­α. Βέ­βαια, ως προς την κα­τα­νά­λω­ση του αλ­κο­όλ (εν­νο­ού­με αυ­τού που πα­ρά­γε­ται το­πι­κά και ό­χι του ει­σα­γό­με­νου α­πό τη Δύ­ση) υ­πάρ­χουν δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις και… α­μαρ­τί­ες.
Ε­ντε­λώς α­ντί­θε­τη, η ε­θνι­κή κου­ζί­να των Γάλ­λων εκ­φρά­ζει τις α­πό­ψεις τους για τη κα­θη­με­ρι­νή χα­ρά της ζω­ής. Οι γεύ­σεις της γαλ­λι­κής κου­ζί­νας χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται α­πό ποι­κι­λί­α, συ­ναρ­πά­ζουν και αιφ­νι­διά­ζουν. λέ­γε­ται ό­τι για κά­θε μέ­ρα του χρό­νου, στη Γαλ­λί­α, α­ντι­στοι­χεί και έ­να εί­δος τυ­ριού. Το γαλ­λι­κό έ­θνος μάς πρό­σφε­ρε, ε­κτός α­πό την κου­ζί­να του, και τις λέ­ξεις gourmet και bon viveur. που δύ­σκο­λα με­τα­φρά­ζο­νται, α­κό­μα και σε μια γλώσ­σα πλού­σια σαν την ελ­λη­νι­κή. Για ποιο πράγ­μα θα μπο­ρού­σε να πε­θά­νει έ­νας Γάλ­λος; «Du bon vin de la treille/ D’ un morceau de jambon» α­πα­ντά το γαλ­λι­κό φολ­κλο­ρι­κό τρα­γού­δι.

Και η «κου­ζί­να» της νέ­ας τά­ξης
Για τη νέ­α τά­ξη το γιαν­γκ, το γιν, ο gourmet και ο bon viveur α­πο­τε­λούν ε­νο­χλη­τι­κές ­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­λε­πτο­μέ­ρειες. Η νε­ο­τα­ξι­κή α­ντί­λη­ψη για τη δια­τρο­φή εί­ναι ρα­τσι­στι­κή, θυ­μί­ζει το πα­ρά­πο­νο του μπάρ­μπα-Θω­μά στο ο­μώ­νυ­μο έρ­γο της Χά­ριετ Στό­ου:
Ο μπάρ­μπα-Θω­μάς α­να­ρω­τιό­ταν αν εί­ναι δί­καιο να τρώ­νε τα σκυ­λιά των κυ­ρί­ων του το κρέ­ας και οι δού­λοι τα κό­κα­λα!
Δύ­ο τύ­ποι κα­τα­να­λω­τών τρο­φής θα υ­πάρ­ξουν στο «πα­γκό­σμιο χω­ριό» της νέ­ας τά­ξης, αν οι πο­λί­τες και τα έ­θνη δεν α­ντι­στα­θούν:
-Ε­κεί­νος που θα ε­πι­κρα­τή­σει στο σύ­στη­μα του κοι­νω­νι­κού δαρ­βι­νι­σμού και, μα­ζί με τα οι­κό­σι­τα ζώ­α του, θα έ­χει ά­ρι­στη δια­τρο­φή.
-Ο αν­θρω­πο­α­ριθ­μός, ο υ­πή­κο­ος του εκ­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­συγ­χρο­νι­σμού2, ο πρώ­ην πο­λί­της, που θα έ­χει α­πλώς έ­να πε­πτι­κό σύ­στη­μα να γε­μί­σει με διο­ξί­νες, με­ταλ­λαγ­μέ­να, αρ­ρώ­στια, α­νο­στιά και… ISO.
Τέ­τοιες σκέ­ψεις μπο­ρούν να εί­ναι χρή­σι­μες για να κα­τα­νο­ή­σου­με το τρί­το στά­διο του εκ­συγ­χρο­νι­σμού στη γε­ωρ­γί­α –τα με­ταλ­λαγ­μέ­να– ό­ταν το πρώ­το ή­ταν οι μο­νο­καλ­λιέρ­γειες και το δεύ­τε­ρο η ευ­ρεί­α χρή­ση των χη­μι­κών. Ε­δώ α­ξί­ζει να θυ­μη­θού­με ό­τι, στο δεύ­τε­ρο μι­σό του 19ου αιώ­να, δύ­ο ε­κα­τομ­μύ­ρια Ιρ­λαν­δοί πέ­θα­ναν α­πό τη μο­νο­καλ­λιέρ­γεια της πα­τά­τας! Ο εκ­συγ­χρο­νι­σμός της γε­ωρ­γί­ας (μο­νο­καλ­λιέρ­γειες, χη­μι­κά, με­ταλ­λαγ­μέ­να) δεν εί­ναι μό­νο ε­πι­κίν­δυ­νος για την υ­γεί­α, τη βιο­ποι­κι­λό­τη­τα και κα­τα­στρο­φι­κός για την ε­θνι­κή οι­κο­νο­μί­α, αλ­λά κυ­ρί­ως ά­χρη­στος. Συμ­φέ­ρει ε­λά­χι­στες πο­λυε­θνι­κές που με αυ­τή την τε­χνο­λο­γί­α μπο­ρούν να ε­λέγ­χουν την πα­γκό­σμια δια­τρο­φή. Η χώ­ρα μας, για πα­ρά­δειγ­μα, μπο­ρεί να πα­ρά­γει ά­ρι­στα και φτη­νά βιο­λο­γι­κά προ­ϊ­ό­ντα, αρ­κε­τά για να θρέ­ψει τον πλη­θυ­σμό της και να ε­ξά­γει. Ως εκ­συγ­χρο­νι­σμός βέ­βαια δεν εν­νο­εί­ται η ή­πια χρή­ση της τε­χνο­λο­γί­ας, που εί­ναι συμ­βα­τή με τη μι­κτή γε­ωρ­γί­α και τε­λεί υ­πό ε­θνι­κό έ­λεγ­χο.
Η κου­ζί­να της νέ­ας τά­ξης δεν στη­ρί­ζε­ται ού­τε στην ποιό­τη­τα ού­τε στη γεύ­ση, αλ­λά στη δια­φή­μι­ση και ι­διαί­τε­ρα σε ε­κεί­νη που α­πο­σκο­πεί να δη­μιουρ­γή­σει αυ­το­μα­τι­σμούς στις ε­πι­λο­γές του κα­τα­να­λω­τή τρο­φής· σε αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση κα­τα­να­λώ­νε­ται ό­χι το συ­γκε­κρι­μέ­νο προ­ϊ­όν αλ­λά η φα­ντα­σια­κή ει­κό­να του.

Το πεί­ρα­μα των δια­φη­μι­στών και ο … υ­πνω­τι­σμός
Ο μέ­ντο­ρας των δια­φη­μι­στών, David Oglivy, πε­ρι­γρά­φει το πα­ρα­κά­τω πεί­ρα­μα3,το ο­ποί­ο έ­γι­νε για να με­τρή­σει την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα των δια­φη­μι­στι­κών τε­χνι­κών που προ­α­να­φέ­ρα­με: Χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν δύ­ο μπου­κά­λια οι­νο­πνευ­μα­τώ­δους πο­τού (ου­ί­σκι)· το πρώ­το ή­ταν γνω­στό για την κα­λή ποιό­τη­τά του, το δε δεύ­τε­ρο για την κα­κή (μπό­μπα). Τα πε­ριε­χό­με­να α­νταλ­λά­χτη­καν, δό­θη­καν σε πό­τες και τους ζη­τή­θη­κε να συ­γκρί­νουν τα πο­τά.
Τό­τε, συ­νέ­βη το ε­ξής κα­τα­πλη­κτι­κό:
Οι πό­τες ε­παι­νού­σαν το πο­τό κα­κής ποιό­τη­τας και σχο­λί­α­ζαν αρ­νη­τι­κά το άλ­λο –κα­λής ποιό­τη­τας– που εί­χε την α­τυ­χί­α να βρε­θεί σε λά­θος μπου­κά­λι. Θα μπο­ρού­σα­με να πα­ρο­μοιά­σου­με την α­ντί­δρα­ση των συμ­με­τε­χό­ντων στο πεί­ρα­μα με ε­κεί­νη του υ­πνω­τι­σμέ­νου· αυ­τού που τρώ­ει έ­να κρεμ­μύ­δι με έκ­δη­λη ευ­χα­ρί­στη­ση χω­ρίς καν να δα­κρύ­σει, α­κο­λου­θώ­ντας τις δια­τα­γές του υ­πνω­τι­στή (ο ο­ποί­ος τον δια­βε­βαιώ­νει ό­τι τρώ­ει έ­να πορ­το­κά­λι). Ό­ταν ο νους κλει­δω­θεί, εί­τε α­πό τους δια­φη­μι­στές εί­τε α­πό τον υ­πνω­τι­στή, η σχέ­ση α­νά­με­σα στο νου και την ύ­λη διαρ­ρη­γνύ­ε­ται και η αί­σθη­σή της –ό­πως και κά­θε άλ­λη αί­σθη­ση– ε­ξα­φα­νί­ζε­ται, εκ­φυ­λί­ζε­ται σε ψευ­δαί­σθη­ση. Οι αρ­χαί­οι Έλ­λη­νες έ­λε­γαν: «νους ο­ρά και νους α­κού­ει», η αί­σθη­ση της γεύ­σης για να υ­πάρ­ξει χρειά­ζε­ται ε­λεύ­θε­ρο νου.

Η ελ­λη­νι­κή ε­θνι­κή κου­ζί­να
Το πρώ­το που πα­ρα­τη­ρού­με στην ελ­λη­νι­κή ε­θνι­κή κου­ζί­να εί­ναι η σα­φή­νειά της· η γεύ­ση και η ει­κό­να του φα­γη­τού εί­ναι ευ­διά­κρι­τες. Ό,­τι τρώ­γε­ται φαί­νε­ται τι εί­ναι, με ο­ποιον­δή­πο­τε τρό­πο και να εί­ναι μα­γει­ρε­μέ­νο. η νέ­α γεύ­ση που δη­μιουρ­γεί­ται μα­γει­ρεύ­ο­ντας δεν κα­ταρ­γεί τις ε­πί μέ­ρους γεύ­σεις, η σύν­θε­ση δεν α­κυ­ρώ­νει τα ε­πί μέ­ρους στοι­χεί­α.
Το δεύ­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στην ελ­λη­νι­κή ε­θνι­κή κου­ζί­να εί­ναι η ποι­κι­λί­α σε ό­λα τα ε­πί­πε­δα. Ποι­κι­λί­α α­πό ε­πο­χή σε ε­πο­χή, α­πό σπί­τι σε σπί­τι, α­πό τό­πο σε τό­πο. Στη Θεσ­σα­λί­α φτιά­χνουν τσί­που­ρο που «α­ντα­γω­νί­ζε­ται» την κρη­τι­κή τσι­κου­διά, οι Θεσ­σα­λοί πί­νουν και τσι­κου­διά, οι Κρη­τι­κοί και τσί­που­ρο.
Ε­πι­πλέ­ον:
Η ελ­λη­νι­κή ε­θνι­κή κου­ζί­να ει­σά­γει και φι­λο­ξε­νεί γεύ­σεις α­πό δια­φο­ρε­τι­κές ε­θνι­κές κου­ζί­νες. άλ­λες δια­τη­ρεί αυ­τού­σιες και άλ­λες τις δια­μορ­φώ­νει και τις προ­σαρ­μό­ζει, πολ­λές φο­ρές με με­γά­λη ε­πι­τυ­χί­α.
Η ελ­λη­νι­κή ε­θνι­κή κου­ζί­να δεν «υ­πο­γρά­φει συμ­βά­σεις» με ό­σους την α­κο­λου­θούν, για α­πό­λυ­τη υ­γεί­α και υ­περ­μα­κρο­βιό­τη­τα (τέ­τοιες συμ­φω­νί­ες θε­ω­ρού­νται «ύ­βρις» με την έν­νοια που συ­να­ντά­με στην αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή τρα­γω­δί­α). Ε­πι­τρέ­πει τη γευ­στι­κή «α­μαρ­τί­α», τη γευ­στι­κή α­πό­λαυ­ση (σε με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις μά­λι­στα την ε­πι­βάλ­λει) ταυ­τό­χρο­να ό­μως θε­ω­ρεί χρή­σι­μη την πει­θαρ­χί­α. Η συ­νε­χής α­πό­λαυ­ση α­πορ­ρί­πτε­ται, α­φού με­τα­τρέ­πε­ται σε α­δια­φο­ρί­α, σε μπού­χτι­σμα. Η συ­νε­χής πει­θαρ­χί­α μας με­τα­το­πί­ζει έ­ξω α­πό τον κό­σμο. Α­πό­λαυ­ση και πει­θαρ­χί­α, αυ­τά εί­ναι τα α­ντί­θε­τα στοι­χεί­α που ι­σορ­ρο­πούν, ό­χι ό­μως στο ί­διο γεύ­μα αλ­λά στη διάρ­κεια ε­νός έ­τους· στη διάρ­κεια του ε­όρ­τιου κύ­κλου που δο­μεί το χρό­νο μας και νο­η­μα­το­δο­τεί την ύ­παρ­ξή μας – και γευ­στι­κά.
Αυ­τή η ε­ναλ­λα­γή α­πό­λαυ­σης και πει­θαρ­χί­ας συν­δέ­ε­ται με τη νη­στεί­α, για την ο­ποί­α πολ­λοί δεν βλέ­πουν τη θρη­σκευ­τι­κή της διά­στα­ση, αλ­λά μια άλ­λη που α­φο­ρά στην υ­γεί­α, στην κα­λή εμ­φά­νι­ση και τε­λι­κά μας προ­φυ­λάσ­σει α­πό τη δια­τρο­φι­κή πλή­ξη. Στο ε­ρώ­τη­μα: τι νη­στεύ­ει κα­νείς, τη γεύ­ση ή την ου­σί­α; η α­πά­ντη­ση εί­ναι ό­τι νη­στεύ­ει την «αρ­τυ­μή», δη­λα­δή αυ­τές τις τρο­φές που μας χα­ρί­ζουν σω­μα­τι­κή και συ­ναι­σθη­μα­τι­κή αυ­τάρ­κεια, μας «ψυ­χο­δέ­νουν»4. Η αρ­τυ­μή πε­ρι­λαμ­βά­νει και τη γεύ­ση και την ου­σί­α. Αν γευ­μα­τί­σου­με με κρέ­ας και πιού­με κρα­σί, ση­κω­νό­μα­στε α­πό το τρα­πέ­ζι πλή­ρως ι­κα­νο­ποι­η­μέ­νοι· αν φά­με –α­κό­μα και σε πο­σό­τη­τα– χόρ­τα και ψω­μί, ση­κω­νό­μα­στε α­πό το τρα­πέ­ζι με­τέ­ω­ροι, με το αί­σθη­μα της στέ­ρη­σης.
Οι τρο­φές που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τον ελ­λη­νι­κό πο­λι­τι­σμό βρί­σκο­νται υ­πό την σκέ­πη θε­ών: η ε­λιά, ο άρ­τος, ο οί­νος …Ε­κτός α­πό τους θε­ούς, η ποί­η­ση ιε­ρο­ποιεί την τρο­φή και α­ντί­στρο­φα – η τρο­φή ιε­ρο­ποιεί την ποί­η­ση. Δη­λα­δή, ε­νώ ο Κάλ­βος α­πο­γειώ­νει και ε­ξα­ϋ­λώ­νει την αί­σθη­ση με λέ­ξεις, ο Ρί­τσος γειώ­νει τις λέ­ξεις με την αί­σθη­ση, και μά­λι­στα της γεύ­σης: «κά­θε τους λέ­ξη εί­ναι έ­να πο­τή­ρι κρα­σί /μια μπου­κιά μαύ­ρο ψω­μί».Ο Κάλ­βος ερ­μη­νεύ­ει την ύ­λη με την ποί­η­ση και ο Ρί­τσος ερ­μη­νεύ­ει την ποί­η­ση με την ύ­λη. Μια στε­νή σχέ­ση, έ­να «συ­ναμ­φό­τε­ρον» της ύ­λης και του πνεύ­μα­τος γύ­ρω α­πό τα κί­τρα, το κλί­μα, το κρα­σί και το ψω­μί.
Και η ελ­πί­δα για το μέλ­λον; η συ­νι­στα­μέ­νη των κοι­νω­νι­κών και πο­λι­τι­κών α­γώ­νων; Τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο –σύμ­φω­να με τον Ρί­τσο– α­πό μια συ­ντα­γή μα­γει­ρι­κής. Για την α­κρί­βεια το προ­πα­ρα­σκευα­στι­κό της στά­διο: «πά­νω στην πο­διά της μά­νας / που κα­θα­ρί­ζει φρέ­σκα φα­σο­λά­κια».

Σημειώσεις

  1. Συ­ντα­γή < συ­ντάσ­σω = βά­ζω τά­ξη, τα­κτο­ποιώ. Δη­λα­δή α­πό το χά­ος των ου­σιών και γεύ­σε­ων δη­μιουρ­γώ μια νέ­α γεύ­ση, για­τί ό­χι, και μια νέ­α ου­σί­α.
  2. Α­πό το «Πε­ζι­κό Οι­κο­λο­γι­κό Λε­ξι­κό» του Νί­κου Πλα­τή α­ντι­γρά­φου­με: «εκ­συγ­χρο­νι­σμός (ο) Λέ­ξη κε­νή πε­ριε­χο­μέ­νου. Ι­δε­ο­λό­γη­μα. Υ­πο­νο­εί ό­τι το χρο­νι­κά με­τα­γε­νέ­στε­ρο εί­ναι πά­ντα κα­λύ­τε­ρο α­πό το χρο­νι­κά προ­γε­νέ­στε­ρο. Ο Μπά­μπης Πε­ζό­που­λος ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι ο εκ­συγ­χρο­νι­σμός «σαν αυ­το­νό­η­τη κοι­νω­νι­κή α­ξί­α χρη­σι­μο­ποιεί­ται και εί­ναι ι­δε­ο­λο­γι­κό προ­πέ­τα­σμα σκλη­ρών α­ντι­λα­ϊ­κών ρυθ­μί­σε­ων και ε­ντα­τι­κο­ποί­η­σης της εκ­με­τάλ­λευ­σης αν­θρώ­πων και φύ­σης».
  3. D. Oligvy, Για τη Δια­φή­μι­ση, μτφ. Γ. Γα­λά­της, εκ­δ. Α­ΣΕ’ Α.Ε.., Θεσ­σα­λο­νί­κη χ.χ.
  4. Οι υ­πέ­ρο­χες αυ­τές ντο­πιο­λα­λιές, «αρ­τυ­μή» και «ψυ­χο­δέ­νω», α­κού­γο­νται στα ο­ρει­νά χω­ριά της κε­ντρι­κής Πε­λο­πον­νή­σου.
  • Μέλους της Επιτροπής Επικοινωνιακής Πολιτικής του ΔΗΚ­ΚΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ