Αρχική » Η Γαλέρα του χρόνου

Η Γαλέρα του χρόνου

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Καλιόρη, από το Άρδην τ. 37, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002

Ντοπαρισμένοι λοιπόν αθλητές σέ μια κοινωνία πού κι ή ϊδια ντοπάρεται συνεχώς: ο’ιστρηλατημένη άπό ολοένα και πιό βίαιη χρονικότητα, άγεται σέ συνεχείς επιταχύνσεις ρυθμών και εναλλαγών, σέ μιά συνθλιπτική κυριαρχία τοϋ εφήμερου καί άκαριαίου επί τοϋ διαρκούς καί σταθερού, δπου το διαρκώς στιγμιαίο άπορροφά τη διάσταση τοϋ μέλλοντος, παροντοποιώντας την στην εκάστοτε έ-νεστώσα στιγμή, της οποίας ό φευγαλέος χαρακτήρας αποκλείει την ούσκόδη έμβίωση -κατά τόν Γδιο τρόπο πού κι ή αυξανόμενη ταχύτητα στήν πρόσληψη της πληροφορίας καθορίζει αναλόγως καί τήν ταχύτητα με τήν όποια αυτή θά άποβληθεϊ, καθώς εκμηδενίζεται ή μειώνεται ό απαραίτητος χρόνος τοϋ στοχασμού.

Σ’ αύτό θά έπανέλθουμε παρακάτω. Γιά τήν ώρα εκείνο πού ενδιαφέρει εδώ είναι ή διαπίστωση πώς ό χρόνος της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, όπως άλλωστε κάθε τεχνολογικός χρόνος, καθώς δυναμοποιεΐ μέ τήν Ιλιγγιώδη επικοινωνιακή επιτάχυνση τις οικονομικές διαδικασίες, έκτείνοντάς τες ραγδαία σέ διαστάσεις παγκόσμιου καί καθολικού άνταγωνι-σμοϋ, άποβαίνει καί χρόνος κοινωνικός, επηρεάζοντας ριζικά τούς ρυθμούς καί τήν χρονικότητα ολόκληρης της κοινωνίας.

Δεδομένου, λοιπόν, πώς ή πληροφορία κινείται μέ τήν ταχύτητα σχεδόν τοϋ φωτός, ό χρόνος πυκνώνει αποκτώντας ανήκουστη περιεκτικότητα, ύπό τήν έννοια ότι, σε μιά ελάχιστη, κα\ συνεχώς έλαχιστοποιούμενη, χρονική μονάδα, χωρούν ολοένα καί περισσότερες πληροφορίες, πράξεις καί δροίμενα – κι αύτό, τόσο στό μακροδιάστατο επίπεδο, όπου ό Ιστορικός χρόνος επιταχύνεται ραγδαία και ή άνθρωπότης συνεχίζει τήν «επική» της επέλαση, όσο καί σ’ εκείνο τοϋ καθημερινού βίου, της «μικρής ιστορίας», πού επίσης ρυθμίζεται χρονομετρικά, συνιστώντας τήν άλλην όψη τοϋ έπους: τά άτομικά πεπρωμένα ώς θύματα της ‘Ιστορίας.

Καθώς ή ‘ιλιγγιώδης ταχύτητα καταργεί άποστάσεις καί διάρκειες, όμοιογενοποιεϊ τόν χώρο, καί χρόνος κα\ χώρος, έκμη-δενιζόμενοι, συμπίπτουν σέ όλη τήν έκταση τού πλανήτη, άφοΰ ή άκαριαία μετάδοση σέ χρόνο πραγματικό, δηλαδή σέ χρόνο μηδέν, μέ τήν εκμηδένιση ακριβώς της άπόστασης, έξασφαλίζει τήν οίονεί πανταχού παρουσία ώς τηλεπαρουσία. Καί καθώς ή χωρητικότητα τοϋ χρόνου διαστέλλεται υπέρμετρα μέχρις ακριβώς τήν «παντοϋ καί τώρα» τηλεπαρουσία, παρέχεται στά υποκείμενα ή αίσθηση τής κυριαρχίας επί τοϋ χωροχρόνου διά τής ταχύτητος.

Στήν πραγματικότητα, ό χρόνος άποβαίνει δυνάστης στόν βαθμό πού γίνεται ώρολογιακός κα\ υποκύπτει στή χρονομετρική άντίληψη καί χρήση. Αυτή δηλαδή ή ικανότητα μετρήσεως καί ύποδιαιρέσεως τοϋ χρόνου, πού παρέχει τήν αίσθηση τής κυριαρχίας πάνω του καί τής ελευθερίας εντός του, είναι κι αύτη πού παράγει τήν υποδούλωση σ’ αύτόν, έτσι πού, όσο επιτάχυνση καί μέτρηση τής χρονικής ροής προοδεύουν, τόσο τά άτομα υπόκεινται σέ χρονοεξάρτηση πού αποβαίνει αγχώδης όντας συσχετική μέ χρονοπενία. Κι αύτό δέν είναι παράδοξο, διότι όσο πιό περιεκτικός γίνεται ό χρόνος χάρη στίς υπολογιστικές καί τις τηλεπικοινωνιακές ταχύτητες, τόσο περισσότερο τά άτομα συμπιέζονται μέσα του, γεμίζοντάς τον μέ ολοένα κάί περισσότερες πράξεις καί τρέχοντας αλαφιασμένα πίσω άπό τή ροή του, άκριβώς γιατί μπορούνε πλέον νά τήν μετρούν καί νά τήν χρησιμοποιούν, χρονομετρώντας στήν πραγματικότητα τόν εαυτό τους καί άνα-καλύπτοντας έτσι πώς είναι καταδικασμένα νά κυνηγούν έναν χρόνο πού δέν είναι ποτέ άρκε-τός -νά κυνηγούν δηλαδή τον έαυτό τους μέσα σ’ ένα χρόνο πού τούς ξεπερνά εξακολουθητικά, διότι πάντοτε τούς λείπει στόν βαθμό πού τείνει νά εκμηδενίζεται άπό τήν ταχύτητα. Κι αύτό ισχύει άκόμη κι αν άνήκουν σέ χώρες -καί κατ’ εξοχήν σ’ αύτές-ποΰ, όπως γράφει ό Ράμφος, συ-γκροτοϋν «τήν λέσχη τών δημιουργών τοϋ χρόνου» στήν όποία καλεί καί τήν Ελλάδα νά συμμετάσχει (‘Ιστορία στην κόψη τον χρόνου, Καστανιώτης, Άθ. 2000. σελ. 13).

II

Έν προκειμένω, ό Ράμφος ύποστηρίζει ότι τό μηχανικό ρολόι συνέβαλε καίρια στήν εξατομίκευση, άπελευθέρωση καί αύτοσυνείδηση τού άτομου: «Ή χρονική ροή θά άναγνωριστή: μόνον όταν τό μηχανικό ρολόι θά άποσπάση τό άτομο άπό τό όλον τής κοινότητος, όταν τό κάνη άνεξάρτητο καί τού προσφέρη ελεύθερο χρόνο… Ό χρόνος τού ρολογιοϋ, μαζί μέ τήν άτομικότητα, έξαίρει τήν αυτοσυνείδηση καί αύτοπειθαρχία. αυξάνει επίσης καί τόν πλούτο. Οί σημερινές πλούσιες καί άνεπτυγμένες χώρες χαρακτηρίζονται άπό στενή σχέση μέ τό ρολόι, πού άναθέτει τόν χρόνο στό παρόν». (Μιά καλοκαιρινή εύτνχία τρίζει, ‘Αρμός 1999, σελ. 161)

Σωστά· θά λέγαμε μάλιστα ότι χαρακτηρίζονται άπό άσφυκτική σχέση μέ τό ρολόι. Διότι τό ζήτημα είναι ποιά τροπή έπήρε καθ’ όδόν ή λειτουργία τοϋ ρολογιοϋ, ήτοι ή χρονομετρούμενη Οργάνωση τών πράξεων συναναπτυσσόμενη άλληλοδραστικά και άλληλαίτια μέ τά ευρύτερα οικονομικοκοινωνικά συμψραζόμενι πού είχαν άκριβώς άνάγκη άπό μιά τέτοια οργάνωση γιά νά άναθέσουν στόν χρόνο τό παρόν τον;, δίνοντάς του τό περιεχόμενο τής δικής τους άναγκαιότητος.

Εκείνο δηλαδή πού συνέβη στή σχέση ωρολογιακού χρόνοι καί καπιταλιστικής οικονομίας, είναι ότι. καθ” όδόν άκριβώς. ή χρονομετρική άντίληνΐ τή; οικονομίας έξελίχθηκε σε’ οικονομετρική άντίληνη τον χρόνοι ή όποία εγκλώβισε τό  άτομο μιάν αυστηρή λογιστική χρόνοτ καί πράξεων, στερώντας του προσωπικό του χρόνο καί επιβάλλοντας του έναν χρόνο ασφυκτικά έτεροκαθορισμένο -στά πλαίσια μιας γενικότερης έτερονομικής συνθήκης-, που πολύ βέβαια άπέχει άπό την ελεύθερη αυτοπειθαρχία καί αυτοσυνείδηση. Διότι, αν τό ρολόι παρέσχε, κατ’ αρχήν καί κατ’ αρχάς, στό άτομο τήν αίσθηση τοϋ προσωπικού καί ελεύθερου χρόνου καί τό αποδέσμευσε τρόπον τινά άπό τήν χρονικότητα της ομάδος, ή εκμηδένιση έν συνεχεία τοϋ χρόνου διά της μετρούμενης ταχύτητος, τό αποξένωσε άπό τόν δικό του χρόνο καί «ρυθμό», «χωροθετώντας» το στίς υποδιαιρέσεις ενός χρόνου συμπιεσμένου και έπιβάλλοντάς του -όπως καί σέ ολόκληρη τήν κοινωνία-τήν οίκονομετρικήν ακριβώς χρονικότητα: στήν παραγωγική διαδικασία, οί άνάγκες της άνταγωνιστικής συσσώρευσης άπα-τοϋν νά μειώνεται συνεχώς τό κόστος εργασίας με τό νά αυξάνεται ή ώριαία παραγωγικότητα καί συνακόλουθα ή χιορητικότητα της εκάστοτε βασικής χρονικής μονάδος. Αύξηση τής χωρητικότητος σημαίνει συμπίεση τοϋ χρόνου καί πύκνωση τοϋ περιεχομένου του. Συμπιέζω όμως τόν χρόνο σημαίνει πώς γεμίζω τό ίδιο χρονικό διάστημα μέ περισσότερες πράξεις άπ’ ο,τι προηγουμένως, αυξάνοντας τήν ταχύτητα καί συντομεύοντας τήν διάρκεια τής κάθε πράξης, συνεπώς συμπιέζω καί τό υποκείμενο τών πράξεων πού άποβαίνει πλέον πραγματικό άντικείμενο, έπιταχυνόμενο γρανάζι, ένδς αυστηρά έξορθολογισμένου χρονομηχανισμοϋ, ό όποιος το χειραγωγεί χρονομετρικώς, οριζόμενος καί ό Γδιος άπό τήν εσωτερική λογική ένός συστήματος που, κάνοντας την ταχύτητα στρατηγικό του στοιχείο, εχει άνάγκη νά συμπιέζει τόν χρόνο άδιάκοπα μέ ιδεώδες όριο καϊ Ορίζοντα τό μηδέν.

“Αν, λοιπόν, τό ρολόι, σέ μιά πριότη φάση, μποροΰσε νά εξασφαλίζει στον καθένα τόν προσωπικό του χρόνο, αυτόν τόν χρόνο θά τοϋ τόν άφαιρέσει άργότερα άντικειμενοποιαίντας τον στις αυστηρές βιομηχανικές και γραφειοκρατικές πειθαρχίες, στό χτύπημα τής καρτέλας, στήν εξάλειψη τής διαφοράς μεταξύ ανατολής και δύσεως τοϋ ηλίου, στήν κατάργηση τών εποχών στήν γεωργία κλπ, κα\ φυσικά στήν μονότονη κι εξουθενωτική έπαναληπτικότητα τής βιομηχανικής άλυσίδας, πού έστάθηκε ή τυπικότερη καί πιο ακραία κα\ άπανθρωποποιός μορφή τής ώρολογιακής «χωροθετήσεως» τοϋ χρόνου καί τής ύποδουλώ-σεως σέ αυτόν: εδώ ό χρόνος στέκεται πλέον άπέναντι στό άτομο, άμεσα πραγμοποιημένος κα\ έξωθεν επιβεβλημένος, σάν κέλυφος που μέσα του αυτό καλείται νά «λειτουργήσει» υπό τους αδυσώπητους χτύπους τοϋ ρολογιού, οί όποιοι μετρούν κινήσεις καί μετακινήσεις, εξαλείφοντας τους «νεκρούς χρόνους» καί ορίζοντας τις παύσεις και τις άνάσες.

“Αν σήμερα ή άλυσίδα, μαζί μέ τό φορντικό μοντέλο, εχει υποχωρήσει ώς προς τήν καθαυτό βιομηχανική πράξη, χωρίς βέβαια και νά έχει εξαλειφθεί, ώστόσο ό μετρονόμος της μετατοπίζεται στις ψηφιακά οργανωμένες υπηρεσίες, ρυθμιζόμενος άπό προγράμματα πληροφορικής είτε άφορώντας τις σχέσεις προς τά έξω, δηλαδή μέ τους πελάτες. Έτσι λ.χ., στό ήλεκτρονικό βιβλιοπωλείο Amazon.com., νόρμα γιά τούς υπαλλήλους είναι ή ώριαία διεκπεραίωση 12 παραγγελιών, καί όποιος πέσει κάτω άπό τίς 8 απολύεται- ενώ οί χρηματιστηριακοί πράκτορες, οί λεγόμενοι «άντικρυστές», πού παρακολουθούν έπ\ τής οθόνης λεπτό προς λεπτό τίς εξελίξεις τοϋ χρηματιστηρίου, υπόκεινται σέ ρυθμούς αδιάπτωτα άσθματικούς.

Άπό τήν στιγμή πού ή ταχύτητα ρυθμίζει κεντρικά τις πράξεις καί τήν παραγωγικότητα, ή χρονομέτρηση, άκόμα κι όταν δέν άφορά άμεσα τήν παραγωγική διαδικασία ώς ώριαία απόδοση, άφορά τήν παραγωγικότητα ώς προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα υπό χρονικόν έλεγχο, πού θά άπορροφήσει άκριβώς τόν χρόνο τοϋ άτομου, γιά να τον μεταστοιχειώσει λογιστικά κα\ νά τόν μετατρέψει σέ χρήμα πού συνιστά καί τήν τελική του μεταμόρφωση.

Έδώ δηλαδή δέν πρόκειται γιά καμμιάν απολύτως αυτοπειθαρχία, άλλα γιά αυστηρότατη έτεροπειθαρχία σέ νόρμες πού έκβιάζουν και βιάζουν κυριολεκτικά τόν άτομικό χρόνο. Ύ-π’ αυτές τις συνθήκες, «αυτοπειθαρχία» νοείται μόνον ή επιπρόσθετη προσπάθεια πού μπορεί νά επιβάλει, άγχωδώς και απεγνωσμένα, ό εργαζόμενος στον έ αυτό του προκειμένου νά μή με-ταταγεϊ στήν τάξη τών «άπασχολήσιμων». Καί είναι χαρακτηριστικό, άπ’ αύτή τήν άποψη πώς, τόν Αύγουστο τοϋ 2001, οί οικονομικοί άναλυτές τών ΗΠΑ έτριβαν τά μάτια τους διαπιστώνοντας ότι τό 2ο τρίμηνο τοϋ ιδίου έτους, έν μέσω άνυποχώρητα δυσμενούς εξελίξεως όλων τών δεικτών τής αμερικάνικης οικονομίας, άνέβηκε άπροσδόκητα ή παραγωγικότητα τής εργασίας, τή στιγμή πού ού’τε οί επενδύσεις αυξήθηκαν (άντιθέτως μειώθηκαν) ούτε νέες τεχνολογίες εφαρμόστηκαν ούτε καί νέα κίνητρα έδόθηκαν. Ή μόνη απάντηση στό αίνιγμα αυτό υπήρξε πώς οί εργαζόμενοι, άνασφαλεΐς έν μέσω γενικευμένου κύματος άπολύσε-ων, πλειοδότησαν σέ ζήλο γιά νά μή χάσουν τή θέση τους.

Σχετικά μέ τήν παθολογία τοϋ χρόνου ώς μονοδιάστατης αισθήσεως, έμφανίζεται μιά χρονο-δομική, θά λέγαμε, συγγένεια, ένα είδος παράδοξου κοινοϋ παρονομαστή άνάμεσα στον χειριστή τοϋ υπολογιστή καί στόν διαχειριστή τοϋ μετεωριζόμενου χρηματιστικού κεφαλαίου, καί γενικά τών χρηματοοικονομικών ροών: κα\ οί δύο, χρησιμοποιώντας τις ηλεκτρονικές ταχύτητες, περιστέλλουν τόν σύνολο χρόνο, παρελθόντα και μέλλοντα, σ’ ένα περιχαρακωμένο παρόν, άπό τό όποιο απουσιάζει άκριβώς τό πρ\ν ή τό μετά ή κα\ τά δυό: κυρίως ή παλίνδρομη προβολή στήν μία περίπτωση (ελλείψει γνώσεως τής γενεσιουργού διαδικασίας), ή προβολική διάσταση (ελλείψει προβολικοϋ σχεδίου) στήν άλλη.

III

Ώς προς τό πρώτο ή Ίωάννα Τσιβάκου (Τό οδοιπορικό τον εαυτόν στον χώρο τής εργασίας. Θεμέλιο 2000), άναλύοντας τήν χρονική σχέση μεταξύ υπολογιστή καί χρήστη, καθώς και τήν ψυχολογική έργασιακή συνθήκη πού τήν διέπει, παρατηρεί, αναφορικά μέ τή σύμπτυξη τοϋ χρόνου στό παρόν καί τήν συνακόλουθη άφυδάτωσή του, πώς ό εργαζόμενος περιορίζεται νά θέσει σέ λειτουργία μέ τό πάτημα τον ηλεκτρονικού πλήκτρου τήν υπολογιστική νοημοσύνη, ή όποια ενεργοποιεί τό κατάλληλο πρόγραμμα, ε’ίτε πρόκειται γιά καταχώριση κάποιας Ιδέας και εγγραφή έννοιολογικής διακρίσεως είτε γιά εκτέλεση είλημμένης άποφάσεως.1 Αυτό συγκεντρώνει ολόκληρη τήν ευθύνη στ^ στιγμή πού πιέζεται τό πλήκτρο. και σ’ αυτήν άκριβώς συμπιέζεται καί εξαντλείται όλη ή διάρκεια άπό τήν οποίαν ή συνείδηση εχει άνάγκη γιά νά βιώσει τήν εργασιακή διαδικασία πού καταλήγει στήν άπόφαση. Τό πάτημα τοϋ πλήκτρου άποτελε” συμβάν πού φέρνει τήν απόβαση ετοιμοπαράδοτη, άποκομμέ-νη άπό τήν διαδικασία πον παρήγαγε, και ή πληκτρολόγηση συνιστά διαδοχή όμοιων συμβάντων, τά όποια «δέν δίνουν —. αίσθηση τής ροής αλλά διογκώνουν τό παρόν», ετσι που «ό χρόνος μεν τρέχει, άλλα έπειδή υπάρχει εναλλαγή συμβάντων, μοιάζει σάν νά παραμένει πάντα στό παρόν», κα’ι αύτή ή μηχα·νιστική βίωση τοϋ χρόνου, ααζ. τήν εντατικοποίηση τών διανοητικών διεργασιών, κάνουν τίι* χειριστή «νά χάνει την σνναίσθηση τοϋ διατρεχθεντος χρόνου κα επιτείνει την κόπωση – (σελ. 247).

Αν αυτή η ανάλυση ευσταθεί, τότε έχουμε, τηρουμένων των εξωτερικών άναλογιών, την ίδια κατά βάση ψυχολογική συνθήκη με την βιομηχανική αλυσίδα όσον άφορα τή σχέσή με τον χρόνο καϊ τήν βίωσή του σε ένα παρδν που είναι άδιάστατο διότι οί στιγμές του δεν διαφοροποιούνται ποιοτικά μεταξύ τους. Πράγματι, στήν άλυσίδα, οί μονότονες κι επαναληπτικές κινήσεις γεμίζουν πανομοιότυπα τις ισόχρονες υποδιαιρέσεις ένός χρόνου αυστηρώς άντικειμενοποιημένου καϊ ομοιογενούς, άποψιλωμένου άπό τά ποιοτικά του γνωρίσματα, που άποβαίνει διάστημα ομοιόμορφων στιγμών, ούτως ώστε, σε όποιο χρονικό σημείο της έργασιακής διαδρομής κι αν ευρίσκεται ό εργαζόμενος, έχει το ‘ίδιο περιεχόμενο έμπειρίας, τήν ϊδια αίσθηση ανακυκλουμένου όμοιου καϊ το ‘ίδιο συγκινησιακό καϊ ψυχολογικό άποτύπωμα: ή ποιοτική έτερογένεια τοΰ χρόνου γίνεται ποσότητα Ομοιογενής καί, όπως παρατηρούσε ό Μαρξ, ό χρόνος, για τήν ψυχολογική συνείδηση τοΰ εργαζομένου, άποκτά τά χαρακτηριστικά τοΰ μετρικού χώρου, άποβαίνοντας ομοιογενής, μετρήσιμος καϊ αντιστρεπτός. Καϊ αν -γιά νά άναφερθοΰμε και πάλι στήν Τσιβάκου-0 άριθμός όσων άσκοϋν όντως δημιουργική δραστηριότητα στήν ψηφιακή οικονομία διά της «ζωντανής γνώσεως» (αυτής δηλαδή πού παράγεται πρωτογενώς στον ενεστώτα χρόνο) και αισθάνονται τήν οίκείαν απόλαυση, άν λοιπόν ό άριθμός τους είναι περιορισμένος, ενώ ή πλειονότητα καθηλώνεται στο νά διεκπεραιώνει ενεργήματα «άποταμιευμένης γνώσης» (σ. 250), τότε μπορούμε νά πούμε πώς αυτή ή πλειονότης των εργαζομένων υφίσταται τήν παθολογία τού χρόνου, ό όποιος τελικά «χωροθετεΐται» κι εδώ υποκύπτοντας σέ καθαρώς ποσοτικούς προσδιορισμούς καϊ καθιστώντας τό παρόν της πράξεως χωρϊς Ορίζοντα.

IV

Η “ίδια όμως έλλειψη ορίζοντος παρατηρείται καϊ στο μακροσκοπικό πεδίο, όταν τό μετεωριζόμενο κεφάλαιο, στον βαθμό πού ό νεοφιλελευθερισμός τό εξαπολύει αχαλίνωτο στις άπορ-ρυθμισμένες αγορές καί τις άπροστάτευτες εθνικές οίκονομίες, χρησιμοποιεί τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες τής πληροφορικής πού εκμηδενίζουν τή διάρκεια, γιά νά καθηλώσει συρρικνωτικά τον χρόνο στήν άμεσότητα τοΰ παρόντος. ‘Έτσι, ενώ ή παραγωγική επένδυση, όταν δυναμοποιεϊται άπό μια τεχνολογική καινοτομία, άπαιτεΐ χρόνο γιά νά πραγματοποιήσει τον κύκλο της, διότι σπονδυλώνεται άπό κάποιον προβολικό σχεδιασμό, μακροπρόθεσμο ή μεσοπρόθεσμο, στραμμένο αναγκαία προς τό μέλλον, τό καιροσκοπικό, αντίθετα, κεφάλαιο πού «επενδύεται» βραχυχρονίως μπαινοβγαίνοντας άστραπιαΐα στις άγορές εις άναζήτηση κερδοφορίας παντού και τώρα, καταργεί τή διάρκεια κάί μαζεύει μίζερα τον χρόνο στο πιο άμεσο παρόν, άδιαφορώντας ήγεμονικά γιά τήν διάσταση τοΰ μέλλοντος.

“Ομως, πέρα άπό τούς εργαζόμενους στήν βιομηχανική άλυσίδα καϊ στούς υπολογιστές τής ψηφιακής οικονομίας, καθώς κάί τούς χειριστές τών νομαδικών κεφαλαίων, υπάρχει καϊ μιά άλλη κατηγορία τοΰ πληθυσμού, τής οποίας ό χρόνος άκινητοποιεΐται συμποσούμενος στο παρόν άλλά μέ τρόπο διαφορετικό. Είναι άκριβώς αύτοϊ γιά τούς οποίους μιλήσαμε ήδη σέ προηγούμενο κεφάλαιο: οί άνεργοι, οί υποαπασχολούμενοι, οί επισφαλείς, οί άποκλεισμένοι καϊ απόκληροι τής σύγχρονης εκδοχής τοΰ «έπους» τής προόδου, πού άδυνατοΰν νά οργανώσουν τό παρόν σέ συνάρτηση μέ τό μέλλον, διότι όλες οί προοπτικές γι’ αυτούς είναι φραγμένες, κάί ό ορίζων διαγράφεται άδειος, μή επιτρέποντας κανένα άνοιγμα προς τά εμπρός. Έτσι, ζοΰν μέρα μέ τή μέρα, στο διάκενο μεταξύ ένός παρόντος πού τούς άπορρίπτει καϊ ένός μέλλοντος πού άρνεΐται νά τούς δεχτεί, άποβαλλόμενοι άπό τά πλάγια καϊ φυτοζωώντας στο περιθιύριο ώς άνθρώπινη φύρα τοΰ συστήματος καί τελικά ώς υπεράριθμοι στήν ‘ίδια την ύ’παρξη·

V

Γιά νά ξανάρθουμε όμως στήν γενικότερη συνθήκη τοΰ άτομου, μπορεί οί άνήμερες ταχύτητες νά κάνουν τον χρόνο νά άποκολλά-ται άπό τον χώρο, έξαφανίζοντας ταυτόχρονα τον τελευταίο, ώστόσο τά άτομα υποδουλώνονται ολοένα κάί πιο πολύ στον χρόνο, διότι άκριβώς ό χρόνος είναι χρήμα καϊ τό χρήμα τον άλέθει ώς ποιότητα στήν οίκονο-μετρική μηχανή, γιά νά τον μετατρέψει σέ εμπράγματη ποσότητα -σέ εμπόρευμα όπου τό υποκείμενο, λειτουργώντας ώς παραγωγός εμπορευμάτων, ενεργεί καϊ εμπορία τοΰ έαυτοΰ του, καταθέτοντας πρϊν άπ’ όλα τον προσωπικό του χρόνο: τον βιόρρυθμό του όσο καϊ τον ρυθμό τών κοινωνικών του άνταλλαγών. Διότι ό τεχνολογικός χρόνος, πού είναι βασικά ό χρόνος τής πληροφορίας, όπως έμπεδώνεται επιτακτικά άπό τήν άκάθεκτη άξιοποιητική λογική τής άγοράς, ενοποιεί ολοένα κάί πιο πολύ τούς επιμέρους χρόνους, τις διάρκειες κάί τούς ‘ιδιόρρυθμους -ομάδων, χώρων, καταστάσεων-, διαχέοντας τούς δικούς του βίαιους ρυθμούς σέ ολόκληρο τον κύκλο τών κοινωνικών άνταλλαγών, καϊ δέν περιορίζεται στήν στενά παραγωγική πράξη, πού άλλωστε άπλώνεται διά τοΰ εύρέος τριτογενούς τομέα σέ όλα τά επίπεδα τής κοινωνικής ζωής: σήμερα, όπως κάί σ’ όλες τις εποχές, ό χρόνος τής τεχνολογίας άποβαίνει κάί χρόνος τής κοινωνίας, ό όποιος εν προκειμένω έκχρηματίζεται πιεστικά, υποκείμενος άκριβώς στήν άγοραία σκοπιμότητα.

Ό «άλλος» χρόνος, ό λεγόμενος έλεύθερος, παύει νά είναι αύτάγγελτος καϊ καθορίζεται έν σχέσει προς τον παραγωγικό, ιδωμένος άπό τήν άποψη τής άδηφάγου οικονομικής λογικής καϊ θεωρούμενος χρόνος υπολειμματικός ή άδόμητος, δηλαδή άσκοπη ροή στιγμών, αυθόρμητος προσωπικός ρυθμός άνταλλαγών πού πρέπει νά χάσει αυτόν του τον χαρακτήρα κάί νά έγχρονιστεΐ άξιοποιητικά. Κι αυτό ισχύει όχι μόνο γιά τον πολυπράγμονα, άλαλιασμένο, πολυκερματισμένο, χρονοκατακλυσμένο μαζί και χρονοπένητα μάνατζερ τών επιχειρήσεων πού, έκών άκων, έξ άνάγκης ή εκ διαστροφής, μπορεί νά βιώνει όντως τον έξωπαραγωγικό χρόνο σάν άσκοπο καϊ άδόμητο, άλλά ισχύει καϊ γιά τον υπόλοιπο πληθυσμό, τοΰ όποιου ό χρόνος πρέπει νά γίνεται παραγωγικός διά τής καταναλώσεως (διότι, ώς γνωστόν, παραγωγικό γιά τό κεφάλαιο είναι ό,τι τό συσσωρεύει άποφέροντας κέρδος, έστω κι άν πρόκειται γιά αέρα κοπανιστό), καταναλώσεως, τής όποιας ό άναπαραγωγικός κύκλος διευρύνεται έπιταχυνόμενος καϊ ό χρόνος πυκνώνει ώστε νά χωρέσει όσο τό δυνατόν περισσότερες «δομημένες στιγμές», οί οποίες είναι τέτοιες στον βαθμό πού ό χρόνος τους μπορεί νά γίνεται χρήμα.

“Οπως δηλαδή στήν παραγωγή πρέπει νά καταργούνται «τρύπες», κενά καϊ χρόνοι νεκροί, έτσι καϊ στήν ευρύτερη κοινωνική ζωή (διασκέδαση, κουλτούρα, έρωτας, πάρεργα ψυχαγωγικά κλπ.), πρέπει νά συρρικνώνεται ό άδέσποτος χρόνος: νά είναι έλεύθερος μέν άλλά καί καταναλωτικά παραγωγικός, έξ οΰ καί ό «διορθωτικός» ρόλος τής διαφήμισης, ή όποία δέν άφήνει καμμιά πτυχή τής ζωής τοΰ άτομου, άκόμη καί τήν πιο μύχια, εκείνη τών φαντασιώσεων, πού νά μην τή βάζει στο σημάδι,

Μιά τέτοια αίσθηση τοΰ χρόνου, ό οποίος πρέπει νά δικαιώνεται άποδίδοντας Οπωσδήποτε κάτι, εμποδίζει τή συμμετοχή του σέ έ’ναν άλλον τρόπο ζωής, όπου οί ελεύθερες στιγμές δέν θά άντιπροσωπεύουν πλέον μιά ξέφρενη μεταβατικότητα άλλά μιάν αυτόνομη έπίσης άξια, βιωνόμενες στήν όσο τό δυνατόν μεγαλύτερη πληρότητα τών στοιχείων τους. Άλλά είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα, όποιος διαθέτει χρόνο περισσευούμενο, έλεύθερο και αδέσποτο, μειονεκτεί στήν κοινωνική καί έπαγγελματική του εικόνα -κανένας, αίφνης, γιατρός δέν δηλώνει άμέσως διαθέσιμος γιά ραντεβού, έστω κι άν είναι πράγματι διαθέσιμος, διότι είναι ζήτημα έντυπώσεων. Κι άν σέ καιρούς αλλοτινούς ό αδέσποτος χρόνος ηταν έ’νδειξη καί παράγων κοινωνικής περιωπής, σήμερα, εποχή των καθολικών άξιοποιήσεων, αποτελεί σημάδι κοινωνικής αποτυχίας, ακόμα κι όταν είναι δημιουργικός άλλ’ όχι καί αποδοτικός οικονομικά.

Έτσι, ό άποδοτικά όλογεμής χρόνος άποτελεϊ τεκμήριον επιτυχίας, μαχητόν ‘ίσως άλλα που δεν φέρει το βάρος τής άποδείξεως, καϊ που γίνεται σχεδόν άμάχητον όταν συνοδεύεται άπό φανταχτερή πολυτέλεια και δαψίλεια αντικειμένων – τουτέστιν από χρήμα.

Στην πραγματικότητα, άληθινή πολυτέλεια δεν είναι ό παραγεμισμένος χρόνος -που δεν αφήνει άλλωστε πολλά χρονικά περιθώρια γιά τήν άπόλαυση καμμίας πολυτέλειας – άλλά ό όσο το δυνατόν περισσότερο αδέσποτος καί ελεύθερα καθοριζόμενος -ό χρόνος λ.χ. τοϋ χαζέματος- ως άποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής μεταξύ χρόνου και χρήματος, σε μιά σχέση μέ τον έ αυτό μας καϊ τους άλλους όπου τό χρήμα δεν θά καταβροχθίζει πλέον τον χρόνο διότι καϊ ό χρόνος δεν θά είναι πλέον χρήμα.

VI

“Ομως, τά πάντα τείνουν νά εγκλωβίσουν τον χρόνο στήν άποκλειστικώςάγοραία εκδοχή του, άνάγοντας τό χρήμα σε μείζον κριτήριο άξιολογικό. “Αλλωστε μιά τέτοια αίσθηση τοϋ χρόνου ώς χρήματος παρέχεται όχι μόνον έμμέσως καί ασαφώς στο τέρμα μιας περίπλοκης διαδρομής «μεταστοιχειώσεων» ή καί άνεπίγνωστων συμψηφισμών (όταν λ.χ., όπως παρατηρεί ό Μπωντρι-γιάρ, οί κατασκευαστές οικιακών συσκευών πουλάνε στον καταναλωτή τον δικό του ελεύθερο χρόνο, πουλώντας του άκριβότερα μιά συσκευή που συγκριτικά με τις άλλες είναι πιο ταχυ-ενεργός, όποτε ή αυξημένη τιμή αντιστοιχεί στον χρόνο πού τον κάνει νά κερδίζει -J. Baudrillard, La societe de consommation, S.G.P.P.,1970, σ. 240)· άλλά και στήν πιο άμεση καθημερινή εμπειρία, όταν ή κάθε στιγμή μεταφράζεται άκαριαϊα σε χρήμα μέ τό χρονομετρικό ντεκουπάζ τής διαρκείας που πραγματοποιεί ή χρονοχρέωση, ή οποία μπαίνει ολοένα καί περισσότερο στή ζωή μας: χρονοχρέωση τηλεφώνου, Διαδικτΰου και τών παρεχομένων υπηρεσιών, (ενώ άναγγέλλεται κάί ψηφιακή χρονοτηλεόραση)· χρονοχρέωση άκόμη τών τηλεφωνικών ιατρικών συμβουλών άπό τον οικογενειακό γιατρό (στήν Ελλάδα, ό Πανελλήνιος ‘Ιατρικός Σύλλογος τό είχε κατ’ αρχήν άποδεχτεΐ, άλλά γιά τήν ώρα τό απέρριψε ό ‘Ιατρικός Σύλλογος ‘Αθηνών), καθώς καϊ τής άπασχόλησης τών δικηγόρων σε όλα τά στάδια τής υποθέσεως, συμπεριλαμβανομένων κάί τών επισκέψεων καί συζητήσεων μαζί τους, κατά τά αμερικάνικα πρότυπα πού υιοθέτησε καϊ μερίδα τών γάλλων δικηγόρων καϊ πού φαίνεται ότι κερδίζουν σιγά σιγά έδαφος καϊ στον Δικηγορικό Σύλλογο ‘Αθηνών, κλπ. -ετσι πού σ’αύτό τό επίπεδο, τό μέλλον τοϋ χρόνου είναι ή γενικευμένη χρονοχρέωση.

Άλλά αίσθηση τοϋ χρόνου ώς άγοραίου παρέχεται άκόμη, διά τής τεθλασμένης καϊ εξ άντανακλάσεως, άπό τήν ταχυλογία τών ραδιοτηλεοπτικών παρουσιαστών κάί άνταποκριτών, άπό τήν άγωνία τους νά εκπληρώσουν ύπό συνεχή χρονοπίεση τις νόρμες τής έκπομπής, συνωθώντας άσφυκτικά τό υλικό τους (πραγμάτευση θεμάτων, συνομιλίες, άνακοινώσεις τής ώρας στά προδιαγεγραμμένα πλαίσια κάί, φυσικά, διαφημιστικά μηνύματα πού δίνουν χρηματοχρονικήν υπόσταση στο κάθε δευτερόλεπτο), σε μιά σχέση μέ τον χρόνο εναγωνίως άλληλοκαταδιωκτική, πού καθρεφτίζει άκριβώς τό κυνήγι τοϋ χρόνου ολόκληρης τής κοινωνίας, μιας κοινωνίας πού γιά πρώτη ϊσως φορά στήν ‘Ιστορία χαρακτηρίζεται άπό χρονοπενία τήν οποίαν ή Γδια ή πύκνωση τοϋ χρόνου γεννά.

VII

Βιωμένος ώς συνεχής επιτάχυνση, ό τεχνο-κοινωνικός χρόνος, παράγει πολιτισμό τής ταχύτητος, τής βιασύνης, τής άνυπομονησίας καϊ τοϋ άέναου χρονικοϋ ελλείμματος: έ’ναν κόσμο ταχύρρυθμο, ταχύβουλο καϊ ταχυενεργό, πού πρέπει νά τρέχει άκατάπαυστα «γιά νά μήν μείνει έξω άπό τήν Ιστορία», ή όποία πορεύεται μέ γιγάντιους πλέον διασκελισμούς, κάί όπως πάντα μέ θύματα στο ύψος τών διασκελισμών της.

Πρόκειται γιά έναν γρήγορο κόσμο, όπου όλα συμπιέζονται χρονικά, κάί ή ταχύτητα γίνεται μέγεθος άξιολογικό, ώς παραγωγός προστιθέμενης αξίας εν πρώτοις, κι έν συνεχεία ώς άξία καθ’ έαυτήν, κάί δή κεντρική. Έτσι, τά πάντα έπιταχύνονται συνεχώς δίχως ποτέ νά τελούνται έγκαί-ρως, κάί όσο κι άν οί άνθρωποι σπεύδουν κάί επισπεύδουν, τόσο άργοποροϋν, γιατί, έκόντες άκοντες, παγιδεύονται άπό τις δυνατότητες κάι τους εξαναγκασμούς τής ταχύτητος καϊ παραγεμίζουν τον χρόνο, έπιταχύνοντας μέ τή σειρά τους αυτό πού τους έπιταχύνει. Έτσι δεν θά ήταν υπερβολή νά ποϋμε ότι στήν εποχή μας τελικά σχηματίζεται έ’νας νέος πλέον τύπος άνθρώπου, ό έπειγάμενος άνθρωπος, άγχωδώς χρονοεξαρτημένος κάί άξιοθρήνητα πένης, άδιαλείπτως έν έγρηγόρσει καί σέ άδιάκοπη κατάσταση έκτακτου άνάγκης ύπό συνθήκες γενικευμένου ανταγωνισμού και άνασφαλείας. (Καϊ είναι χαρακτηριστικό ότι τό Amazon.com, προτείνει πάνω άπό 1000 βιβλία πού άφοροϋν τή «σωστή κάί ορθολογική» διαχείριση τοϋ χρόνου ώστε «νά τά χωρέσει όλα»).

Πέρα άπό τις μακροϊ-στορικές συνέπειες έπϊ τών πεπρωμένων τοϋ άνθρώπι-νου γένους, στο επίπεδο τής «μικρής ιστορίας», στο ταπεινό δηλαδή δραμα τής καθ’ ήμέραν υπάρξεως, ή ξέφρενη ταχύτητα, πού πυκνώνει τον χρόνο και συμπιέζει τά άτομα έπιταχύνοντας τις πράξεις, διαμορφώνει καϊ μιά νέα δομή σκέψης, ήθους κάί συμπεριφοράς. Ή ταχύτατη μεταβίβαση κάι έναλλαγή τών πληροφοριών δεν άφήνει περιθώρια γιά όίριμη επιλογή καϊ επεξεργασία, διότι καταργεί άκριβώς τήν βασική προϋπόθεση γι’ αύτό: τον χρόνο τής σκέψης, τής πολύπλευρης στάθμισης. Δεδομένου ότι στο πεδίο τής οικονομίας το πιο γρήγορο ψάρι τρώει, όπως είδαμε, τό πιο άργό, άπαιτεΐται άντίδραση ταχύβουλη κάί ταχυτέλε-στη, σχεδόν άντανακλαστική: γρήγορη πρόσληψη, γρήγορη σκέψη, γρήγορη άπόφαση. γρήγορη έκτέλεση. Ύπ’ αύτές τις συνθήκες ή στάθμιση δέν μπορεί νά είναι πρισματική, καϊ φυσικά, πλήν τών άλλων, παραμερίζονται καϊ τά διλήμματα τής ήθικής συνειδήσεως -καϊ πρωτίστως αύτά. Σύμφωνα μέ τήν άπενοχοποιό άρχή «οί μπίζνες είναι μπίζνες», ή ηθική πλευρά τών πραγμάτων συνιστά κάτι περισσότερο άπό περιττή πολυτέλεια: βαρίδι καϊ περισπασμό σαφώς ζημιογόνα πού καθυστερούν τήν άπόφαση καϊ προκαλούνε «κράμπες» στήν πράξη. Σημασία έχει μόνο τό πραγματοποιήσιμο, ενώ τό όποιο δίλημμα άφορά άκριβώς τό οικονομικώς συμφέρον καϊ τό τεχνικώς δυνατό – νοοτροπία πού διαχέεται καϊ στο ευρύτερο ηθος τής κοινωνίας, όπου τό επιτρεπτό ή άνεπίτρεπτο υποσκελίζεται «πραγματιστικά» άπό τό τεχνικώς εφικτό ή άνέφι-κτο.

“Επειτα, όσο πιο γρήγορη ειναι ή πρόσληψη μιας πληροφορίας, τόσο πιο γρήγορος είναι καϊ ό χρόνος τής άποβολής της καϊ πιο πιθανή ή παρανόηση της. Καϊ δεδομένου πώς συντελεΐ-ται ποικιλότροπος κατακλυσμός παντοίων πληροφοριών, ελλείψει κριτηρίου έπιλογής. άλλες άπ’ αύτές είναι εφήμερες έως θνησιγενείς, ενώ άλλες στοιβάζονται άμορφα και σωρηδόν η ά-θροίζονται ευθύγραμμα και μηχανικά, και ν κ α τα πώς αύτό θά οδηγήσει σε τεράστια επιτάχυνση την οπτική μεταβίβαση! (Jeremy Rifkin: «Άπο-καλωδιωθεϊτε εδώ κα\ τώρα», The Guardian-Καθημερι νή, 5/8/ 01).

“Ετσι, ή ζωή άρχίζει νά οργανώνεται με τήν ταχύτητα τοϋ φωτός -χωρίς κατ’ άνάγκην νά γίνεται κάί πιο φωτεινή-, ό χρόνος συμπιέζεται κα\ συμπιέζει ολοένα κάί πιο πολύ, οί δραστηριότητες βαίνουν έπιταχυνόμενες, οί πληροφοριακές ροές ξεχύνονται πλημμυρηδόν καϊ έπί 24ωρου βάσεως, ένοποιώντας μέρα και νύχτα σε κοινό παρονομαστή, καιόλοικαλούνταισέ υπερπροσπάθεια κάί ξεπέρασμα τού εαυτού ύπό συνθήκες ρευ-στότητος χαοτικές κάι κατεχόμενοι από μόνιμο αίσθημα προσωρινότητος κάί άνασφαλείας, ένώ στρες κα\ κατάθλιψη έπελαύ-νουν άκάθεκτα, κάί, όπως παρατηρεί πάλι ό Ρίφκιν (έκ παραλλήλου προς τήν Πληροφορική, βόμβα τοϋ Βιριλιό), «τά ‘ίδια τεχνολογικά θαύματα πού υπόσχονται νά μας άπελευθερώσουν, έχουν αρχίσει νά μας σκλαβώνουν σ’ ένα δίχτυ συνεχώς έπιταχυνόμενων συνάψεων άπ’ όπου δεν φαίνεται νά υπάρχει διαφυγή» (ό.π.).

Βέβαια, αυτή ή ανήμερη επιτάχυνση δεν μπορεί νά συνεχίζεται έπ’ άπειρον, κάί κάποτε, όταν θά έχει πλέον άγγιχτε! ένα έσχατον μή περαιτέρω, οί ρυθμοί θά σταθεροποιηθούν σέ κάποιο σημείο, μόνο πού αυτή ή σταθεροποίηση θά γίνει σέ επίπεδα κεκτημένων υψηλών ταχυτήτων πού είναι ήδη έξουθενωτικές. Έκτος κι αν παραχθεί ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος προσαρμοσμένο; στις ύπερταχύτητες, ένα είδος ιιετανθρώπου» ή κυβερνοσώματος (cyborg), όπως ψελίζονται μερικοί, πού θά έχει δημιουργήσει νέα ψυχο-φυσικά όρια. παραβιάζοντας τά μέχρι τώρα ισχύοντα.

“Ομως, σ” αύτή τήν περίπτο)-ση υπάρχει κίνδυνος τό εύάγωγον τού ψυχοσωματικού οργανισμού νά άναζητήσει τή νέα ‘ισορροπία στήν υπέρ τό δέον προσαρμογή, δηλαδή προς τά κάτω, κατά τον ίδιο τρόπο πού τό άκουστικό νεύρο άντιδρά έκφυλιστικά στήν έπίθεση τών ντεσιμπέλ, τείνοντας τελικά στήν πλήρη προσαρμογή πού είναι ή κώφωση, όπως άλλωστε και τό ‘ίδιο τό άτομο, άπέναντι σέ μιάν αφόρητη πίεση, μπορεί κάλλιστα νά καταφύγει στήν ολοκληρωτική «ισορροπία» τής άπόλυτης έπίσης προσαρμογής πού είναι ό θάνατος. Για τήν ώρα, όμως, βρισκόμαστε άκόμη στήν «προσαρμογή» διά τής καταθλίψεως -περίπτωση όπου τό άτομο σύρεται άπό ένα χρόνο χωρίς μέλλον- ή όποια κάί θά μας απασχολήσει στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο.

Σημείωση

Όπως δείχνει ό Μπωντριγιάρ, αύτό πού προσφέρουν οί ύπολογιστές είναι τό θέαμα της σκέψης, και οί άνθρώπινοι χειριστές δίνονται περισσότερο σ’ αύτό τό θέαμα παρά στήν ίδια τή σκέψη. Έξ άλλου, αν οί ύπολογιστές κάνουν αύτό πού ό άνθρωπος θέλει νά κάνουν, ωστόσο δεν εκτελούν παρά μόνο αύτό γιά τό όποιον είναι προγραμματισμένοι (J. Baudrillard, La transparence du mal, Paris 1996, σελ. 58, 63).

* To κείμενο πού προδημοσιεύουμε είναι τό μεγαλύτερο μέρος άπό τό 8ο κεφάλαιο τού βιβλίου τοϋ Γιάννη Καλιόρη Ή κοινωνία τής όρθοπεταλιάς καϊ οί κωπηλάτες τής γαλέρας (προσωρινός τίτλος) πού θά κυκλοφορήσει τό 2003 άπό τις έκδόσεις’Αρμός.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ