από το Άρδην τ. 52, Ιανουάριος-Μάρτιος 2005
«Είναι σαν να έχουμε χτίσει ένα καινούργιο σπίτι, να διοργανώσαμε ένα υπέροχο πάρτι, να το κλείσαμε και τώρα, να μην έχουμε καλεσμένους.[ ]. Πλέον, είναι δύσκολο να πεις ότι αυτή η πόλη διοργάνωσε Ολυμπιακούς Αγώνες. Το μόνο που μπορείς να πεις είναι ότι η ατμόσφαιρά της μετά την διοργάνωση ήταν καλή»
Σεραφείμ Κοτρώτσος, προϊστάμενος γραφείου τύπου και ΜΜΕ στον «Αθήνα 2004»
(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Guardian στις 4/02/05)
οταν αναλάβαμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, στη διάρκεια της προετοιμασίας και κατά την διεξαγωγή τους, οι ιθύνοντες έμοιαζαν σίγουροι για το μέγεθος και την έκταση της Ελληνικής επιτυχίας. Σε κάθε στιγμή, δεν κουράζονταν να επαναλαμβάνουν ότι η «νέα μεγάλη ιδέα» θα αναδείκνυε την Ελλάδα στο διεθνές στερέωμα αποδεικνύοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το επιτυχές πέρας της εκσυγχρονιστικής διαδικασίες. Όσοι, από την άλλη, αντιδρούσαν τονίζοντας τα προφανή μειονεκτήματα και τις καταστροφικές συνέπειες που αυτά θα έχουν σε σχέση με την οικονομία, τις περιφερειακές ανισότητες, την οικολογική ισορροπία του Λεκανοπεδίου, την εθνική ανεξαρτησία και τα δημοκρατικά δικαιώματα ήταν βέβαια «μίζεροι», «μειοψηφικοί» που διακατέχονταν από ένα διαρκές «κόμπλεξ κατωτερότητας».
Τώρα, έξι μήνες μετά, που το πυροτέχνημα της Ολυμπιάδας έχει σκάσει σαν φούσκα, αφήνοντας πίσω του μόνο χρέη και άχρηστες εγκαταστάσεις, οι ίδιοι άνθρωποι, με το ίδιο περισπούδαστο ύφος τολμούν να δηλώνουν στα διεθνή μέσα το αντίθετο! Η σιγουριά τους, φαίνεται, είχε κι αυτή ημερομηνία λήξεως και ήταν –όπως το σύνολο των αγώνων εξ’ άλλου– κρατικά επιδοτούμενη.
Παρόλα αυτά, δεν έχει διεξαχθεί ακόμα ένας σοβαρός απολογισμός για τα αποτελέσματα της επίτευξης αυτού του «κορυφαίου εθνικού στόχου»·κι ας είναι απαραίτητος, μιας και αυτή χρειάστηκε την μεγαλύτερη κινητοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, του κράτους και των πολιτών που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα την τελευταία 15ετία με μηδαμινά αποτελέσματα.
Αλλά, όπως λέει και ο κος Κοτρώτσος, πλέον η Ολυμπιάδα είναι σαν να μην έγινε! Και εάν οι πολιτική και οι οικονομικές ελίτ έχουν συμφέρον απ’ αυτή τη σιωπή, γιατί έτσι καλύπτονται οι τεράστιες ευθύνες τους γι’ αυτήν την σαπουνόφουσκα, η «κοινωνική» και η πολιτική αντιπολίτευση έχει κάθε λόγο να αναδείξει το θέμα.
Γιατί η ίδια παρασιτική λογική, που υποστηρίζει ότι η χώρα προοδεύει μόνο όταν προσκολλάται στην πρώτη ταχύτητα της παγκοσμιοποίησης και αναλαμβάνει κατ’ ανάθεση ή με επίβλεψη έργα και δραστηριότητες που την ενσωματώνουν σ’ αυτή, συνεχίζει να είναι η κυρίαρχη εθνική στρατηγική, με τις ίδιες πάντοτε καταστροφικές συνέπειες.
Ήδη, στο συγκεκριμένο θέμα, η κυβέρνηση συνεχίζει ακάθεκτη αυτή την πρακτική. Τώρα, όπως πληροφορούμαστε από το ίδιο άρθρο που περιλαμβάνει και τις απροσδόκητες εξομολογήσεις του κου Κοτρώτσου, η κυβέρνηση κινητοποιείται για να βρει ξένους επενδυτές που θα νοικιάσουν τα ολυμπιακά ακίνητα, για να αναπτύξουν επιχειρηματικές δραστηριότητες (ψυχαγωγικά πάρκα, συνεδριακά κέντρα κ.λ.π.) έτσι ώστε να αποφύγει το δυσβάσταχτο κόστος της συντήρησής τους. Το θέατρο του παραλόγου που χαρακτήρισε την ελληνική ολυμπιάδα, δεν φαίνεται να τελείωσε με την τελετή λήξης των αγώνων: Ο ελληνικός λαός πλήρωσε από την τσέπη τους την κατασκευή αυτών των υπερπολυτελών εγκαταστάσεων, για να εκχωρηθούν εν’ τέλει σε ξένους επενδυτές, γιατί τα σκηνικά της μεγαλειώδους καλοκαιρινής φιέστας απειλούν πλέον να πλακώσουν τον ήδη στραπατσαρισμένο κρατικό προϋπολογισμό.
Είναι καιρός, λοιπόν, να αναθεωρήσουμε αυτήν την δήθεν «υψηλή στρατηγική», γιατί σιγά-σιγά, τα αποτελέσματά τους ξεφεύγουν από τα όρια της πατροπαράδοτης φαιδρότητας και διαμορφώνουν σημαντικά οικονομικά, πολιτικά και εθνικά αδιέξοδα.
Γ. Ρ.