της Ε. Κοβάνη, από το Άρδην τ. 51, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004
Έτυχε να διαβάσω το βιβλίο του Γιάννη Σχίζα κατά την περίοδο που διεξήγαγα μία μελέτη στον Άλιμο, με θέμα τις βιωματικές σχέσεις μεταξύ των παλαιών κατοίκων του τελευταίου και τις μεταλλαγές του τοπίου του, από τις πρώτες ήδη μεταπολεμικές δεκαετίες.1 H εξαφάνιση των λόφων στον Άλιμο ήταν ένα από τα θέματα –εκ παραλλήλου προφανώς με τον βίαιο αφανισμό της φυσικής του ακτής, τις εκτρωματικές επιχωματώσεις των ρεμάτων του, την καταστροφή της αλιμούσιας χλωρίδας και πανίδας– που οι πρώτοι, παλαιοί κάτοικοί του την περιέγραψαν στη κυριολεξία με πόνο ψυχής.
Στον Άλιμο συνέβη ό,τι ακριβώς περιγράφει ο Γιάννης Σχίζας στο κείμενο –στο πλαίσιο της παραπάνω μελέτης– που φέρει τον τίτλο “Τα χωριά της Αθήνας”, αλλά και ό,τι γενικότερα ο ίδιος περιγράφει ως ήττα των αθηναϊκών περιχώρων της δεκαετίας του ’60 . Η βίαιη χρυσοφόρα αστικοποίηση του Καλαμακίου –με τον οίστρο του κατασκευαστικού νεοπλουτισμού– στέρησε το σημαίνον του από οποιαδήποτε κυριολεξία: από τη δροσάτη εικόνα των πολυετών υδρόφυτων, των πλούσιων αυτών ευλύγιστων συστάδων καλαμιών. Συνάμα, σκότωσε τη σύνολη εξοχή, ισοπεδώνοντας και καθετοποιώντας τις επιφάνειες και τις γραμμές του τοπίου.
Ο ενταφιασμός των λόφων –ακόμα κι όταν τα γραφικά στην κορυφή τους εξωκλήσια αντικαθίστανται από θεόρατες χωρίς αισθητική εκκλησίες για τις θρησκευτικές ανάγκες της πληθυσμιακής αστεακής πύκνωσης– ο ενταφιασμός αυτός συνοδεύεται από την κρίση, μεταξύ άλλων, των γύρω γειτονικών βουνών. Η γεωλογική γενικότερα διαλεκτική των ορέων, το έντονο ανάγλυφο του εδάφους, η καθ’ ύψος και κατά γεωγραφικά πλάτη ανάπτυξή τους, τα καθιστά, όπως σημειώνει ο Γιάννης Σχίζας, μικρές νησίδες που διαφοροποιούνται μεν ριζικά από το περίγυρό τους, χωρίς ωστόσο να χάνονται οι πολύπτυχοι δεσμοί τους με αυτόν τον περίγυρο. Η κρίση των βουνών που αντανακλάται σε αυτούς τους δεσμούς αποτελεί το βασικό πυρήνα του έργου του εν λόγω συγγραφέα και εκεί θα εστιάσουμε, στο πλαίσιο της μικρής αυτής αναφοράς, την προσοχή μας.
Ο συγγραφέας για να προσεγγίσει την πολυδιάσταση των ορέων περνά, ερευνητική αδεία, από το ένα βουνό στο άλλο, με την άνεση των βουνίσιων αγέρηδων, διατρέχοντας έτσι την αισθητική, σε πρώτη φάση, της παγκόσμιας φυσικής μεγαλοπρέπειας των επιβλητικών οροσειρών. Από το Έβερεστ στις Άλπεις, από τα Πυρηναία στον Όλυμπο, από τα Απέννινα στις περουβιανές Άλπεις κ.λπ. Εξεικονίζει τη γεωλογική τους ταυτότητα, σκιαγραφώντας παράλληλα την οικονομική και κοινωνική πορεία των αλλεπάλληλων προσαρμογών των βουνίσιων εκεί, μέσα στον χρόνο, εποίκων. Οι μορφές κρίσης που περνά σήμερα το βουνό και που αποτελούν, όπως έγινε μνεία, τον κεντρικό άξονα της μελέτης, τίθενται φύσει και θέσει επί σκηνής, έτσι ώστε γίνεται ευδιάκριτη κάθε σημαντική φάση της σύγχρονης βουνίσιας δραματουργίας. Κάθε σύγχρονος οικονομικός τομέας παίζει εκεί, ανάλογα κάθε φορά με το όλο γύρω βουνίσιο σκηνικό, τον δικό του ρόλο. Φέρει δε έκαστος τα δικά του εκεί πλήγματα, με ίδια αναγνώσιμη σημαντική. Να σημειώσουμε επιγραμματικά τα κυριότερα από τα πλήγματα αυτά, όπως συνάγονται από την περί ης ο λόγος μελέτη, χωρίς να είναι ανάγκη να επιμείνουμε στο γνωστό θέμα της πύρινης καταστροφής των δασών, η οποία άλλωστε διαπερνά τους τρεις τομείς πλήττοντάς τους άλλοτε σαν θύτες και άλλοτε ως θύματα.
-Εάν το βουνό αντιστάθηκε στις απόπειρες υποταγής του στον εκμηχανισμένο πρωτογενή τομέα –από μέριμνα ίσως της φύλαξης των στα σωθικά του κεφαλαριών– το τίμημα ήταν η ερήμωση, η περιθωριοποίηση, η αποδόμηση των προσαρμοσμένων στο περιβάλλον του μορφών αγροτικού βίου.
- Φρίκη προκαλεί ο τραυματισμός, το ξεκοίλιασμα των βουνών από τη λατομική και μεταλλευτική δραστηριότητα, και βέβαια η καταστροφή των τοπίων από τα ορεινά φράγματα, όσο και αν ωραιοποιείται, δεν αποκρύπτεται.
- Όμοια γεννά θλίψη η παντός είδους εμπορευματοποίηση του ορεινού τοπίου και ιδίως το πλήθος των “ακραίων σπορ”, “με φαντασιώσεις μεγαλείου και επιβολής”. Άλλοτε έκδηλα και άλλοτε υπαινικτικά, ο συγγραφέας, εύστοχα πάντα, επιμένει στους κινδύνους ανατροπής της ζωτικής σχέσης ανθρώπου βουνού, από πληθώρα σύγχρονων απειλών: Την αποψιλωτική υλοτομία, την υπερβολική οδοποιία, την εμφύτευση πολυτελών εξοχικών, το σκηνικό νέων αθλητικών παιχνιδιών, το κυνήγι κ.λπ. Διαβάζουμε σχετικά: “Αν κάθε τοπίο είναι ενότητα όχι μόνον οπτικών αλλά και ηχητικών αισθημάτων, αν είναι επομένως ‘απολαύσιμο’ υπό ένα ειδικό καθεστώς ήχων, τότε ακόμη και το πιο μαγευτικό ορεινό τοπίο καταρρέει, στον βαθμό που υπεισέρχονται στο πλαίσιά του θόρυβοι πολλών ντεσιμπέλ!”(σελ. 86).
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η διαχρονική εξεικόνιση της ορειβασίας σε παγκόσμιο επίπεδο, εξεικόνιση εμπλουτισμένη με την αντιπαράθεση μεταξύ μεταρσιωτικής ορειβασίας –που ανταποκρίνεται στην ενδόμυχη επιθυμία βίωσης της μεγαλειώδους φυσικής απειρίας– και της ορειβασίας του ανταγωνιστικού μιμητισμού και της αναζήτησης κύρους.
Θα ήταν ευχής έργον με αφετηρία την εργασία του Γιάννη Σχίζα να γίνουν για κάθε ελληνικό βουνό μελέτες διεπιστημονικές, με έμφαση στις νέες κατά περίπτωση απειλές, στους όρους ανάσχεσής τους, και στις προϋποθέσεις ανασυγκρότησης των ορεινών τοπικών κοινωνιών σε πολυλειτουργική βάση. Αποτελεί φυσικά κοινοτοπία το να επαναλάβει κανείς ότι η οικολογική παιδεία, σχετικά και με τον ορεινό χώρο, έχει ιδιαίτερη ανάγκη αυτήν τη διεπιστημονικότητα. [ ]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Πρόκειται για ανθρωπολογική εργασία στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Rediscovering the Urban Realm and open Spaces, [Co-ordinator: Kέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Επιστημονική υπεύθυνη από πλευράς Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών η υπογεγραμμένη, και μέλη της επιστημονικής ομάδος Κ. Αβδελίδη (συνυπεύθυνη) και Κ. Τσακίρης (υπεύθυνος της επιτόπιας, μετά ερωτηματολογίων, εργασίας)].