του Ν. Βαρδιάμπαση, από το Άρδην τ. 50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004
Για την επιεικεια1, που ζητούν καθημερινά οι δικηγόροι στην Ευελπίδων, δεν υπάρχει στις μεγάλες βιβλιοθήκες <Εθνική, Βουλής κ.α.> ή στα “Νομικά Βιβλιοπωλεία”, μονογραφία ή διδακτορική Διατριβή, διότι σ’ αυτήν πιθανότατα να βρίσκαμε, τι σημαίνει η λέξη2. Απ’ την άλλη πλευρά τα λεξικά δε βοηθούν.
Μένει η ιδέα της επιείκειας, που έχει ο καθένας στο νου του.
Αλλά στην κρίση, στην μνήμη, στην αντίληψη, η ιδέα γεννιέται ταυτόχρονα και μέσα από τη γλωσσική μορφή που την εκφράζει.
Και απ’ αυτήν την άποψη, η γλώσσα είναι το επιεικές δεσμωτήριον των ιδεών.
Με το δεδομένο, ότι δεν σκεπτόμαστε με ιδέες “χύμα” στο νου σε “σύννεφο”, αλλά με λέξεις – οχήματα εννοιών και ανάλογα με τη σκέψη που κάνουμε, με αυτές, ενεργούμε, δικάζουμε με επιείκεια επί του προκειμένου ή τσακίζουμε κόκαλα χωρίς επιείκεια… Με το δεδομένο, λοιπόν, αυτό της κρίσης με λέξεις – οχήματα εννοιών, ιδεών.. και της συνακόλουθης πράξης, επιχειρούμε τη χρήσιμη αλλά εξαιρετικά δυσχερή, δύσκολη ετυμολογική προσέγγιση της επιείκειας, που σας ζητούμε να την διαβάσετε “Λίαν επιεικώς”.
Ο όρος έχει περιεχόμενο “ρευστό”, επειδή εξαρτάται άμεσα και στενά, όπως θα δούμε, από την ισχύουσα πολιτική κατάσταση, της δημοκρατίας ή της ολιγαρχίας και σ’ αυτό κυρίως έγκειται η δυσχέρεια.
Επιείκεια ετυμολογικά είναι ή “ταιριαστή”, η “αρμοστή”,<σύμφωνα με το ομηρικό *FέFοικα: έοικα> εικόνα πραότητας, σε κάθε δικαιϊκό σύστημα.
Παράγεται από ρίζα *Fικ-, *Fεικ-, απ’ όπου το ρήμα είκω, <έοικα>, Μετοχή εικώς, εικύια, εικός, <οι εικότες λόγοι που λέμε κατά το εύλογον εικός> Ακόμα εικάζω, εικών, κ.α.
Επιείκεια, λοιπόν, είναι η εικόνα που αρμόζει στο Δίκαιο της δημοκρατίας ή της ολιγαρχίας ακολουθώντας την ενέργεια που αποδεσμεύει το ομόρριζο της επιείκειας και της εικόνας, ρήμα είκω. [το είκω είναι η λέξη κλειδί για την κατανόηση της επιείκειας].
Το είκω, σε περιόδους δημοκρατίας, εκφράζει την εικόνα των ίσων, των όμοιων πολιτών και σημαίνει “είμαι όμοιος. μοιάζω”.
Το είκω, σε περιόδους ολιγαρχίας, εκφράζει την εικόνα των άνισων ιδιωτών και σημαίνει “ενδίδω σ’ αυτούς. υποχωρώ στις αξιώσεις τους. επιτρέπω, συγχωρώ”.
Η επιείκεια και στις δυο περιπτώσεις και στο δημοκρατικόν είκω “είμαι όμοιος, παρόμοιος με τον συμπολίτη μου” και στο ολιγαρχικόν είκω “υποχωρώ, ενδίδω” στις καθ’ όλα νόμιμες αξιώσεις των ιδιοτελών και μικρόψυχων ιδιωτών, [καθόσον αυτοί ως νομείς της εξουσίας νέμουν, κατανέμουν, διανέμουν και νομοθετούν, ό,τι νομίζουν συμφέρον, ώστε να αυξάνουν εις βάρος των πολλών τους σωρούς των νομισμάτων τους]….. Και στις δυο διαφορετικές περιπτώσεις η επιείκεια είναι εικύια (μτχ. θηλ. γεν. του είκω) “ταιριαστή”, “αρμοστή” εικόνα του δικαιϊκού συστήματος, που αναλογεί στο δίκαιον του πολίτη από τη μια πλευρά ή στο νόμο του ιδιώτη <των ιδιωτικοποιήσεων κλπ> από την άλλη.
Πρόκειται για το νόμο των “δωροφάγων” νομέων του Ησιόδου. Για τον νόμο των ολιγαρχικών περιόδων, όταν δεν ισχύουν οι ασφαλιστικές δικλείδες της δημοκρατίας, όπως είναι:
_ η Ισο-νομία
_ η Γραφή παρά-νόμων
_ η Γραφή νόμον μη επιτήδειον
θείναι κλπ.
Και στις δυο περιπτώσεις, η εικόνα της επιείκειας είναι αυτή ακριβώς που αναλογεί, στα δυο διαφορετικά συστήματα: η “ταιριαστή” απ’ τα χρόνια του Ομήρου, που έλεγε “τύμβον επιεικέα” επιεική, στον Πάτροκλο. Όσο του ταιριάζει. Όχι πολύ τρανό “ού μάλα πολλόν, άλλ’ επιεικέα..” (Ιλ. Ψ 240-255).
Αυτή η εικόνα πραότητας, που δεν ψεύδεται ποτέ, έχει κάτι απ’ το… όπως στρώσατε θα κοιμηθείτε, και θα έχετε, σύμφωνα με τον Όμηρο, την “επιεική αμοιβή”.
Από την ίδια ρίζα *Fικ-, απ’ όπου το είκω “μοιάζω στους όμοιους, που θεσμοθετούν τη δίκαιη ισο-νομία ” και το είκω “υποχωρώ στις αξιώσεις των άνισων, που νομοθετούν ότι νομίζουν κλπ” παράγεται από την ίδια *Fικ-, κατά μια εκδοχή, η *Δικ-, απ’ όπου το Δίκαιον [Fικ->Δικ].
Στα σανσκριτικά η *Vικ- > *Δικ σημαίνει “χωρίζω, διχάζω, κόβω στη μέση’’, εκδοχή που ερμηνεύει γλωσσικά τον περίφημο ορισμό του Αριστοτέλη “δια τούτο και ονομάζεται δίκαιον, ότι δίχα εστίν, ώσπερ αν εί τις είποι δίχαιον, και ο δικαστής, διχαστής” μεσίτης (Αρ. Ηθ. Νικ. 1132a 30).
Εάν ισχύει, αυτή η παραγωγή – μέσω της σανσκριτικής *Vικ-, τότε η “ταιριαστή”, “αρμοστή” εικόνα της επιείκειας είναι πράγματι ομοούσια του όλου δικαιϊκού συστήματος.
Και συνεπώς “δίκαιον και επιεικές ταυτόν”. (Αρ.Ηθ.Νικ. 1137b 11). Αυτό το “δίκαιον και επιεικές ταυτόν”, ισχύει κατά το <εύλογον> εικός στο πολίτευμα της ισο-νομίας με το είκω “μοιάζω” του συμπολίτη μου και ως δικαιούχος του “μισό” αυτός, “μισό” εγώ. Δίκαια πράγματα.
Στην ολιγαρχία αντίθετα, που στη θέση της Δίκης, θεάς της ισορροπίας με το ζυγό, υπάρχει ο νόμος, δεν ισχύει η πρόταση “νόμος και επιεικές ταυτόν”, αλλά στην περίπτωση αυτή,γράφει o Αριστοτέλης, η επιείκεια είναι “επανόρθωμα”, επανόρθωσις του άδικου νόμου (Αρ. Ηθ.Νικ. 1137b 10).
Και διαφέρει, σημειώνει εμφατικά, το “επιεικές δίκαιον” της δημοκρατίας από το “κατά νόμον” της ολιγαρχίας… (όσο η μέρα από τη νύχτα).
Επιεικής, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη της ρητορικής είναι
“ο δίκαιος ανεξάρτητα από τον νόμο”… “έστι δε επιεικές, το παρά τον γεγραμμένον νόμον δίκαιον” (Αρ. Ρητορ. 1374a 27).
Και αυτός είναι ένας πρώτος ορισμός για τον επιεική, που ερμηνεύεται ετυμολογικά μέσω των *Fικ-, Fεικ- της επιείκειας, και της σανσκριτικής *Vικ-, του διχαίου: δικαίου,[ απ’ το χωρίζειν δίχα σε δυο ίσα μέρη].
Επιεικής, λοιπόν, είναι ο δίκαιος ανεξάρτητα από τον νόμο.
Το είκω “μοιάζω, είμαι όμοιος, παρόμοιος, ίσος… δίκαιος, δίχαιος εκ του δίχα και επιεικής” δεν παρουσιάζει μεγάλες δυσχέρειες στην κατανόησή του, μετά τον ορισμό του Αριστοτέλη. Ενδεχομένως να δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε το χρονικά προγενέστερό του είκω “ενδίδω, υποχωρώ”, που ανάγεται στην εποχή των πρώτων Ιώνων νομάδων.
Θα δώσουμε ένα παράδειγμα, για να το κατανοήσουμε καλύτερα.
Η ρίζα Fικ-, *Fεικ- που παράγει το είκ-ω, βρίσκεται ακόμα στο ίημι, ικνούμαι (πορεύομαι, φθάνω).
Είκ-ω λοιπόν από την *Fεικ-, *Fικ-: ικ-άνω (φθάνω) αφήνοντας ίκ-νη: ίχ-νη πίσω μου.
Ικ-άνω (φθάνω), λ.χ., ως ικ-έτης, ή ως προ- ίκ- της (επαίτης) σε έναν *Fοικο: οίκο, <που είναι αρχικά ο τόπος και το σύνολο των εισερχομένων σ’ αυτόν>. Και ως ικ-ανός, ικ-νούμενος ή προ-ικ-νούμενος (προ- ίκ- της) ζητώ από τους οικείους την επιεική αμοιβή: την γνωστή προ-ίξ, ή προίξ <προίκα>.
[Η ικ-ανότητα ακόμα και σήμερα θεωρείται προσόν για την προικοδότηση και η αν-ικ-ανότητα είναι συχνή αιτία διαζυγίου.]
Από αυτήν την *Fικ- λοιπόν του ίκ-ω, ικ-άνω της εποχής των νομάδων, παράγεται και το ρήμα είκω ‘‘ενδίδω, υποχωρώ, παραχωρώ, συγχωρώ (=επιτρέπω)”, που φωτίζει, βαθαίνει και βαραίνει την έννοια της ομόρριζης επιείκειας στις ολιγαρχίες.
Έτσι επιείκεια είναι μια παραχώρηση, μια υποχώρηση, μια συγχώρεση στον αφικνούμενο ικ-έτη, που πορεύεται εική3 και ώς έτυχεν και που είναι φυσικό να αγνοεί τον ισχύοντα νόμο του νομέα του οίκου των εγκατεστημένων ήδη νομάδων στον παραποτάμιο ή παραλίμνιο οικισμό εκείνης της μακρινής εποχής, στην οποία αναφέρεται το ρήμα είκω: ‘‘ενδίδω, υποχωρώ”.
Η επιείκ-εια σύμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή, της Fικ- [Fεικ-], του ικάνω, φθάνω, και είκω <ενδίδω, υποχωρώ> εξαρτάται από τι νομίζει συμφέρον του ο νομέας, που νομοθετεί.
Έχει κάτι από… “Ήξεις – Αφήξεις”. Το ασαφές, διφορούμενο, που η πρόγνωσή του, όπως είναι γνωστό, μεταβάλλεται από θετική σε αρνητική, ανάλογα με τη θέση του κόμματος στον χρησμό. [Γιατί όχι του… εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, ιδιαίτερα στα λεγόμενα πολιτικά εγκλήματα]
Στον Όμηρο εκτός από τον επιεική, “ταιριαστό” τύμβο του Πατρόκλου, που προστάζει ο “επιείκελος”, “θεόμορφος” Αχιλλεύς, ο φονιάς του, υπάρχει και το “Επιεικές ακουέμεν” (Α547), που προστάζει ο υπέρτατος Δικαστής Ζεύς στην Ήρα. “όσο θα έπρεπε να ακούμε, όσο θα ταίριαζε, όσο δε θα έκανε κακό”, εντολή που αναβίωσε, προσφάτως, με την απαγόρευση της τηλεοπτικής ή ραδιοφωνικής αναμετάδοσης της Δίκης της 17 Νοέμβρη.
“Επιεικές ακουέμεν, λοιπόν, “Όσο θα’ πρεπε, όσο θα ταίριαζε”, να ακουστεί δημόσια “όσο δε θα έκανε κακό”, στην ανθρωπόμαζα, που τρέφεται ιδιαιτέρως πως με τις σαπουνόπερες και κυρίως με τις αναμεταδόσεις των Τσάμπιον Λίγκ.
Η επιείκεια4 χρησιμοποιείται ακόμα στην… “νομική” γλώσσα του Ολύμπου, για τον υπέρτατο δικαστή: και για την ποινή, που αρμόζει να επιβάλει.
Η Ήρα με μια καταπληκτική διατύπωση λέει για τον σύζυγό της: “Τρωσί τε και Δαναοίσιν δικαζέτω, ως επιεικές” (Ιλ. Θ 430 – 431).
[ο Ζεύς ανάμεσα σε Δαναούς και Τρώες, καθώς ταιριάζει ας κρίνει]. Και εδώ το “επιεικές’’ είναι το “ταιριαστό”.
Και για την ποινή στην Οδύσσεια. Ο Ήλιος που του φάγανε τα βόδια οι νήπιοι σύντροφοι του Οδυσσέως ζητάει από τον Δία <επιεικε’ αμοιβήν> Να πληρώσουν οι νήπιοι για τα βόδια του, καθώς ταιριάζει. Απειλεί μάλιστα, εάν δεν εισπράξει την επιεική αμοιβή να κατέβει στα Τάρταρα φέγγοντας αποκλειστικά για τους νεκρούς (!). (Οδ. μ 382), αφήνοντας τους ζωντανούς στο σκότος.
Μετά τον Όμηρο η επιείκεια επεκτείνεται σε εύλογες, ευλογοφανείς, αληθείς απόψεις, με αντίθετη τις αναληθείς (Ηροδ. 2,22) και σε πρόσωπα … “παις… επιεικής” λ.χ. (Ηροδ. 1. 85). Παιδί σωματικά άρτιο.
Η επιείκεια χαρακτηρίζει ακόμα την ικανότητα “Οι επιεικέστεροι των τριηράρχων” (Ξεν. Ελλ. 1. 1. 30). Οι ικανότεροι τριήραρχοι.
Και με ηθική έννοια επιεικής σημαίνει στα κλασικά χρόνια “λογικός, δίκαιος, αγαθός, πράος”. Επιεικής την ψυχήν – έλεγαν – τη φύσει, τοις ήθεσιν…. Αντίθετη έννοια ήταν η “μοχθηρός’’.
Τούπιεικές και το μη ψευδοστομείν, στον Σοφοκλή σημαίνει επιεικής και όχι με ψεύτρα γλώσσα (Σοφ. Ο. Κ. 11.27).
Στον Ισοκράτη η επιείκεια συνδυάζεται με τις Χάριτες, καθώς ο Πλούταρχος αναφέρεται και στο “της Επιεικείας ιερόν”.
Επιεικής για τους αρχαίους είναι ο “ταιριαστός, κατάλληλος, δίκαιος” και ο χωρίς επιείκεια ο “άσκοπος, μάταιος, κούφος” και γι’ αυτό ακατάλληλος για την κοινωνία.
Η επιείκεια, για πρώτη φορά, χρησιμοποιείται, στο λεξιλόγιο του “Διεθνούς Δικαίου” – τηρουμένων των αναλογιών – από τον Θουκυδίδη.
Η επίκλησις στο “δράσαι προς το επιεικές και αρετή…” (Βιβλ. V, 19,) γίνεται στην περιγραφή των γεγονότων του 425 – 421 π.Χ. (δηλαδή του 7ου έτους του φοβερού Πελοποννησιακού). Είναι σημαντική.
Εάν την είχαν διαβάσει οι Αγγλογάλλοι ίσως και να είχαμε αποφύγει τον Β’ Παγκ. Πόλεμο.
Σας την διαβάζω σε μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου: “Πιστεύομεν ότι αι μεγάλαι έχθραι ημπορούν να τερματισθούν ασφαλέστερα, όχι όταν κανείς ζητή εκδίκησιν και αφού νικήση οριστικώς τον αντίπαλόν του, τον δεσμεύει με αναγκαστικούς όρκους και του επιβάλλει ειρήνην με αδίκους όρους, αλλ’ όταν, δυνάμενος να επιτύχη την ειρήνην σύμφωνα με τας υπαγορεύσεις της επιείκειας,(…) νικά τον αντίπαλο και δια της μεγαλοφροσύνης του, και συνδιαλλάσεται προς αυτόν, υπό όρους απροσδοκήτως μετριοπαθείς. Διότι ο αντίπαλος, εις τοιαύτην περίπτωσιν, επειδή δεν υπέκυψεν εις βίαν, αισθάνεται το καθήκον όχι να εκδικηθή αλλά να ανταποδώσει την επιδειχθείσαν γενναιοφροσύνην, και είναι προθυμότερος από αίσθημα αυτοσεβασμού να μείνει πιστός είς τας συμφωνίας του”.
Μετά την κατάλυση της Ελληνικής Πόλης – Κράτους και την οριστική απώλεια της δημοκρατίας από τα “εύλογα και αρμόζοντα”: Εικότα φθάνουν στα από των εικότων: ψεύδη “ Από των εικότων ηλαζονεύετο και εψεύδετο” της Σούδας και στο σύνθετο εικοτολογώ που παράγεται τότε για πρώτη φορά.
“Εικοτολογία” πλέον ονομάζεται η απολογία του ταπεινού και καταφρονεμένου υπηκόου, δηλαδή διατύπωση αυθαιρέτων εκδοχών, και, χωρίς αποδείξεις, συμπερασμάτων.
Αντίστοιχα με την αλλαγή στην σημασία των εικώς, κατά το εικός, και την παραγωγή του εικοτολογώ, το επιεικώς σε αυτή την μεταγενέστερη γλώσσα του Ησυχίου και της Σούδας ισοδυναμεί με το πάνυ “λίαν, άγαν, σφόδρα, υπέρ το δέον πολύ παραδόξως και παρ’ ελπίδα”.
Η επιείκεια πλέον χάνεται οριστικά καθώς οι άνθρωποι ζουν “μαζεμένα”, φτωχικά, μίζερα, “λίαν επιεικώς” χάρη στην “επιείκεια του μονάρχη τους”
Στα ρωμαϊκά χρόνια ονομάζεται clementia: ηπιότης, και στα βυζαντινά χρόνια η επιείκεια σημαίνει “οίκτο, συμπόνια, έλεος, πραότητα”.
Στα νεότερα χρόνια η έννοια, που ήδη έχει γίνει βίωμα των ανθρώπων, ακούγεται σε σχέση με το δημοκρατικόν είκω “μοιάζω είμαι όμοιος:δικαιούχος ισο-νομίας και ισο-τιμίας, αρνητικά, όταν στις πολιτικές δίκες των δικτατορικών περιόδων κυρίως οι υπόδικοι με δήλωσή τους “αρνούνται την επιείκεια του δικαστηρίου”.
Βίωμα έχει γίνει και σε σχέση με το είκω “ενδίδω, υποχωρώ”, των ολιγαρχικών περιόδων.
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση την επιείκεια την ακούν ως clementia: <ηπιότητα> Η clementia ήταν ρωμαϊκή θεά, προσωποποίηση της αυτοκρατορικής ηπιότητας και η άσκηση της εξουσίας με συγκαταβατικότητα και ανθρωπιά, κατά την δικαιοπλαστική εξουσία των Ρωμαίων πραιτώρων.
Αυτήν την clementia, λοιπόν, αρχίζουν να την παρετυμολογούν προς το κλαίω ζητώντας με “μαύρο δάκρυ” οι ταπεινοί… το έλεος.
Συμπεράσματα
Πρωτον: Η επιείκεια – εικύια “ ταιριαστή” εικόνα του Δικαίου, παράγεται από την *Fικ-, *Fεικ-, απ’ όπου το είκω, έοικα, εικόνα κ.α.
Δευτερον: Το επιεικές – Δίκαιον εξαρτάται από τη σχέση, στη ζώσα πολιτεία, των ομόρριζων της *Fικ-, *Fεικ- …
…είκω “μοιάζω”/είκω “ενδίδω, επιτρέπω”. Δηλαδή από το βαθμό της ισο-νομίας και ισο-τιμίας.
Από την ποιότητα της δημοκρατίας.
Τριτον: Ο δίκαιος είναι επιεικής ανεξάρτητα από τον νόμο. Και ο νομοθέτης, οφείλει να είναι δίκαιος, για να μπορεί να ακούει την ευχή του Αριστοτέλη, για τη διόρθωση του ζυγού της θεάς δίκης, ώστε αυτός να ισορροπεί. Οι πλάστιγγες να κινούνται ελεύθερα κατά […]