Αρχική » Επιείκεια

Επιείκεια

από Άρδην - Ρήξη

του Ν. Βαρδιάμπαση, από το Άρδην τ. 50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004

Για την ε­πιεικεια1, που ζη­τούν κα­θη­με­ρι­νά οι δι­κη­γό­ροι στην Ευελ­πί­δων, δεν υ­πάρ­χει στις με­γά­λες βι­βλιο­θή­κες <Ε­θνι­κή, Βου­λής κ.α.> ή στα “Νο­μι­κά Βι­βλιο­πω­λεί­α”, μο­νο­γρα­φί­α ή δι­δα­κτο­ρι­κή Δια­τρι­βή, διό­τι σ’ αυ­τήν πι­θα­νό­τα­τα να βρί­σκα­με, τι ση­μαί­νει η λέ­ξη2. Απ’ την άλ­λη πλευ­ρά τα λε­ξι­κά δε βο­η­θούν.
Μέ­νει η ι­δέ­α της ε­πιεί­κειας, που έ­χει ο κα­θέ­νας στο νου του.
Αλ­λά στην κρί­ση, στην μνή­μη, στην α­ντί­λη­ψη, η ι­δέ­α γεν­νιέ­ται ταυ­τό­χρο­να και μέ­σα α­πό τη γλωσ­σι­κή μορ­φή που την εκ­φρά­ζει.
Και απ’ αυ­τήν την ά­πο­ψη, η γλώσ­σα εί­ναι το ε­πιεικές δε­σμω­τή­ριον των ι­δε­ών.
Με το δε­δο­μέ­νο, ό­τι δεν σκε­πτό­μα­στε με ι­δέ­ες “χύ­μα” στο νου σε “σύν­νε­φο”, αλ­λά με λέ­ξεις – ο­χή­μα­τα εν­νοιών και α­νά­λο­γα με τη σκέ­ψη που κά­νου­με, με αυ­τές, ε­νερ­γού­με, δι­κά­ζου­με με ε­πιείκεια ε­πί του προ­κει­μέ­νου ή τσα­κί­ζου­με κό­κα­λα χω­ρίς ε­πιείκεια… Με το δε­δο­μέ­νο, λοι­πόν, αυ­τό της κρί­σης με λέ­ξεις – ο­χή­μα­τα εν­νοιών, ι­δε­ών.. και της συ­να­κό­λου­θης πρά­ξης, ε­πι­χει­ρού­με τη χρή­σι­μη αλ­λά ε­ξαι­ρε­τι­κά δυ­σχε­ρή, δύ­σκο­λη ε­τυ­μο­λο­γι­κή προ­σέγ­γι­ση της ε­πιείκειας, που σας ζη­τού­με να την δια­βά­σε­τε “Λί­αν ε­πιει­κώς”.
Ο ό­ρος έ­χει πε­ριε­χό­με­νο “ρευ­στό”, ε­πει­δή ε­ξαρ­τά­ται ά­με­σα και στε­νά, ό­πως θα δού­με, α­πό την ι­σχύ­ου­σα πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση, της δη­μο­κρα­τί­ας ή της ο­λι­γαρ­χί­ας και σ’ αυ­τό κυ­ρί­ως έ­γκει­ται η δυ­σχέ­ρεια.
Ε­πιείκεια ε­τυ­μο­λο­γι­κά εί­ναι ή “ται­ρια­στή”, η “αρ­μο­στή”,<σύμ­φω­να με το ο­μη­ρι­κό *FέFοικα: έοικα> εικό­να πρα­ό­τη­τας, σε κά­θε δι­και­ϊ­κό σύ­στη­μα.
Πα­ρά­γε­ται α­πό ρί­ζα *Fικ-, *Fεικ-, απ’ ό­που το ρή­μα είκω, <έοικα>, Με­το­χή εικώς, εικύ­ια, εικός, <οι εικό­τες λό­γοι που λέ­με κα­τά το εύ­λο­γον εικός> Α­κό­μα εικά­ζω, εικών, κ.α.
Ε­πιείκεια, λοι­πόν, εί­ναι η εικό­να που αρ­μό­ζει στο Δίκαιο της δη­μο­κρα­τί­ας ή της ο­λι­γαρ­χί­ας α­κο­λου­θώ­ντας την ε­νέρ­γεια που α­πο­δε­σμεύ­ει το ο­μόρ­ρι­ζο της ε­πιείκειας και της εικό­νας, ρή­μα είκω. [το είκω εί­ναι η λέ­ξη κλει­δί για την κα­τα­νό­η­ση της ε­πιεί­κειας].
Το είκω, σε πε­ριό­δους δη­μο­κρα­τί­ας, εκ­φρά­ζει την εικό­να των ί­σων, των ό­μοιων πο­λι­τών και ση­μαί­νει “εί­μαι ό­μοιος. μοιά­ζω”.
Το είκω, σε πε­ριό­δους ο­λι­γαρ­χί­ας, εκ­φρά­ζει την εικό­να των ά­νι­σων ι­διω­τών και ση­μαί­νει “εν­δί­δω σ’ αυ­τούς. υ­πο­χω­ρώ στις α­ξιώ­σεις τους. ε­πι­τρέ­πω, συγ­χω­ρώ”.
Η ε­πιείκεια και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις και στο δη­μο­κρα­τι­κόν είκω “εί­μαι ό­μοιος, πα­ρό­μοιος με τον συ­μπο­λί­τη μου” και στο ο­λι­γαρ­χι­κόν είκω “υ­πο­χω­ρώ, εν­δί­δω” στις καθ’ ό­λα νό­μι­μες α­ξιώ­σεις των ι­διο­τε­λών και μι­κρό­ψυ­χων ι­διω­τών, [κα­θό­σον αυ­τοί ως νομείς της ε­ξου­σί­ας νέμουν, κα­τανέμουν, διανέμουν και νομο­θε­τούν, ό­,τι νομί­ζουν συμ­φέ­ρον, ώ­στε να αυ­ξά­νουν εις βά­ρος των πολ­λών τους σω­ρούς των νομι­σμά­των τους]….. Και στις δυο δια­φο­ρε­τι­κές πε­ρι­πτώ­σεις η ε­πιείκεια εί­ναι εικύ­ια (μτχ. θηλ. γεν. του είκω) “ται­ρια­στή”, “αρ­μο­στή” εικό­να του δι­και­ϊ­κού συ­στή­μα­τος, που α­να­λο­γεί στο δί­καιον του πο­λί­τη α­πό τη μια πλευ­ρά ή στο νό­μο του ι­διώ­τη <των ι­διω­τι­κο­ποι­ή­σε­ων κλπ> α­πό την άλ­λη.
Πρό­κει­ται για το νό­μο των “δω­ρο­φά­γων” νο­μέ­ων του Η­σιό­δου. Για τον νό­μο των ο­λι­γαρ­χι­κών πε­ριό­δων, ό­ταν δεν ι­σχύ­ουν οι α­σφα­λι­στι­κές δι­κλεί­δες της δη­μο­κρα­τί­ας, ό­πως εί­ναι:
_ η Ι­σο-νο­μί­α
_ η Γρα­φή πα­ρά-νό­μων
_ η Γρα­φή νό­μον μη ε­πι­τή­δειον
θεί­ναι κλπ.
Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, η εικό­να της ε­πιείκειας εί­ναι αυ­τή α­κρι­βώς που α­να­λο­γεί, στα δυο δια­φο­ρε­τι­κά συ­στή­μα­τα: η “ται­ρια­στή” απ’ τα χρό­νια του Ο­μή­ρου, που έ­λε­γε “τύμ­βον ε­πιει­κέ­α” ε­πιεική, στον Πά­τρο­κλο. Ό­σο του ται­ριά­ζει. Ό­χι πο­λύ τρα­νό “ού μά­λα πολ­λόν, άλ­λ’ ε­πιεικέ­α..” (Ιλ. Ψ 240-255).
Αυ­τή η εικό­να πρα­ό­τη­τας, που δεν ψεύ­δε­ται πο­τέ, έ­χει κά­τι απ’ το… ό­πως στρώ­σα­τε θα κοι­μη­θεί­τε, και θα έ­χε­τε, σύμ­φω­να με τον Ό­μη­ρο, την “ε­πιει­κή α­μοι­βή”.
Α­πό την ί­δια ρί­ζα *Fικ-, απ’ ό­που το είκω “μοιά­ζω στους ό­μοιους, που θε­σμο­θε­τούν τη δί­και­η ι­σο-νο­μί­α ” και το είκω “υ­πο­χω­ρώ στις α­ξιώ­σεις των ά­νι­σων, που νομο­θε­τούν ό­τι νομί­ζουν κλπ” πα­ρά­γε­ται α­πό την ί­δια *Fικ-, κα­τά μια εκ­δο­χή, η *Δικ-, απ’ ό­που το Δί­καιον [Fικ->Δικ].
Στα σαν­σκρι­τι­κά η *Vικ- > *Δικ ση­μαί­νει “χω­ρί­ζω, δι­χά­ζω, κό­βω στη μέ­ση’’, εκ­δο­χή που ερ­μη­νεύ­ει γλωσ­σι­κά τον πε­ρί­φη­μο ο­ρι­σμό του Α­ρι­στο­τέ­λη “δια τού­το και ο­νο­μά­ζε­ται δί­καιον, ό­τι δί­χα ε­στίν, ώ­σπερ αν εί τις εί­ποι δί­χαιον, και ο δι­κα­στής, δι­χα­στής” με­σί­της (Αρ. Ηθ. Νικ. 1132a 30).
Ε­άν ι­σχύ­ει, αυ­τή η πα­ρα­γω­γή – μέ­σω της σαν­σκρι­τι­κής *Vικ-, τό­τε η “ται­ρια­στή”, “αρ­μο­στή” εικό­να της ε­πιείκειας εί­ναι πράγ­μα­τι ο­μο­ού­σια του ό­λου δικαι­ϊ­κού συ­στή­μα­τος.
Και συ­νε­πώς “δί­καιον και ε­πιει­κές ταυ­τόν”. (Αρ.Ηθ.Νικ. 1137b 11). Αυ­τό το “δί­καιον και ε­πιει­κές ταυ­τόν”, ι­σχύ­ει κα­τά το <εύ­λο­γον> εικός στο πο­λί­τευ­μα της ι­σο-νομί­ας με το είκω “μοιά­ζω” του συ­μπο­λί­τη μου και ως δι­καιού­χος του “μι­σό” αυ­τός, “μι­σό” ε­γώ. Δίκαια πράγ­μα­τα.
Στην ο­λι­γαρ­χί­α α­ντί­θε­τα, που στη θέ­ση της Δί­κης, θε­άς της ι­σορ­ρο­πί­ας με το ζυ­γό, υ­πάρ­χει ο νόμος, δεν ι­σχύ­ει η πρό­τα­ση “νό­μος και ε­πιει­κές ταυ­τόν”, αλ­λά στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή,γρά­φει o Α­ρι­στο­τέ­λης, η ε­πιείκεια εί­ναι “ε­πα­νόρ­θω­μα”, ε­πα­νόρ­θω­σις του ά­δι­κου νό­μου (Αρ. Ηθ.Νικ. 1137b 10).
Και δια­φέ­ρει, ση­μειώ­νει εμ­φα­τι­κά, το “ε­πιει­κές δί­καιον” της δη­μο­κρα­τί­ας α­πό το “κα­τά νόμον” της ο­λι­γαρ­χί­ας… (ό­σο η μέ­ρα α­πό τη νύ­χτα).
Ε­πιεικής, σύμ­φω­να με τον Α­ρι­στο­τέ­λη της ρη­το­ρι­κής εί­ναι
“ο δί­καιος α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τον νό­μο”… “έ­στι δε ε­πιει­κές, το πα­ρά τον γε­γραμ­μέ­νον νό­μον δί­καιον” (Αρ. Ρη­τορ. 1374a 27).
Και αυ­τός εί­ναι έ­νας πρώ­τος ο­ρι­σμός για τον ε­πιεική, που ερ­μη­νεύ­ε­ται ε­τυ­μο­λο­γι­κά μέ­σω των *Fικ-, Fεικ- της ε­πιείκειας, και της σαν­σκρι­τι­κής *Vικ-, του διχαί­ου: δικαί­ου,[ απ’ το χω­ρί­ζειν δίχα σε δυο ί­σα μέ­ρη].
Ε­πιεικής, λοι­πόν, εί­ναι ο δίκαιος α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τον νό­μο.
Το είκω “μοιά­ζω, εί­μαι ό­μοιος, πα­ρό­μοιος, ί­σος… δί­καιος, δί­χαιος εκ του δί­χα και ε­πιει­κής” δεν πα­ρου­σιά­ζει με­γά­λες δυ­σχέ­ρειες στην κα­τα­νό­η­σή του, με­τά τον ο­ρι­σμό του Α­ρι­στο­τέ­λη. Εν­δε­χο­μέ­νως να δυ­σκο­λευό­μα­στε να κα­τα­νο­ή­σου­με το χρο­νι­κά προ­γε­νέ­στε­ρό του είκω “εν­δί­δω, υ­πο­χω­ρώ”, που α­νά­γε­ται στην ε­πο­χή των πρώ­των Ιώ­νων νο­μά­δων.
Θα δώ­σου­με έ­να πα­ρά­δειγ­μα, για να το κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα.
Η ρί­ζα Fικ-, *Fεικ- που πα­ρά­γει το είκ-ω, βρί­σκε­ται α­κό­μα στο ί­η­μι, ι­κνού­μαι (πο­ρεύ­ο­μαι, φθά­νω).
Είκ-ω λοι­πόν α­πό την *Fεικ-, *Fικ-: ικ-ά­νω (φθά­νω) α­φή­νο­ντας ίκ-νη: ίχ-νη πί­σω μου.
Ικ-ά­νω (φθά­νω), λ.χ., ως ικ-έ­της, ή ως προ- ίκ- της (ε­παί­της) σε έ­ναν *Fοικο: οίκο, <που εί­ναι αρ­χι­κά ο τό­πος και το σύ­νο­λο των ει­σερ­χο­μέ­νων σ’ αυ­τόν>. Και ως ικ-α­νός, ικ-νού­με­νος ή προ-ικ-νού­με­νος (προ- ίκ- της) ζη­τώ α­πό τους οικεί­ους την ε­πιεική α­μοι­βή: την γνω­στή προ-ίξ, ή προίξ <προίκα>.
[Η ικ-α­νό­τη­τα α­κό­μα και σή­με­ρα θε­ω­ρεί­ται προ­σόν για την προικο­δό­τη­ση και η αν-ικ-α­νό­τη­τα εί­ναι συ­χνή αι­τί­α δια­ζυ­γί­ου.]
Α­πό αυ­τήν την *Fικ- λοι­πόν του ίκ-ω, ικ-ά­νω της ε­πο­χής των νο­μά­δων, πα­ρά­γε­ται και το ρή­μα είκω ‘‘εν­δί­δω, υ­πο­χω­ρώ, πα­ρα­χω­ρώ, συγ­χω­ρώ (=ε­πι­τρέ­πω)”, που φω­τί­ζει, βα­θαί­νει και βα­ραί­νει την έν­νοια της ο­μόρ­ρι­ζης ε­πιείκειας στις ο­λι­γαρ­χί­ες.
Έ­τσι ε­πιείκεια εί­ναι μια πα­ρα­χώ­ρη­ση, μια υ­πο­χώ­ρη­ση, μια συγ­χώ­ρε­ση στον αφικνού­με­νο ικ-έ­τη, που πο­ρεύ­ε­ται εική3 και ώς έ­τυ­χεν και που εί­ναι φυ­σι­κό να α­γνο­εί τον ι­σχύ­ο­ντα νόμο του νομέ­α του οίκου των ε­γκα­τε­στη­μέ­νων ή­δη νομά­δων στον πα­ρα­πο­τά­μιο ή πα­ρα­λί­μνιο οικι­σμό ε­κεί­νης της μα­κρι­νής ε­πο­χής, στην ο­ποί­α α­να­φέ­ρε­ται το ρή­μα είκω: ‘‘εν­δί­δω, υ­πο­χω­ρώ”.
Η ε­πιείκ-εια σύμ­φω­να μ’ αυ­τή την εκ­δο­χή, της Fικ- [Fεικ-], του ικά­νω, φθά­νω, και είκω <εν­δί­δω, υ­πο­χω­ρώ> ε­ξαρ­τά­ται α­πό τι νομί­ζει συμ­φέ­ρον του ο νομέ­ας, που νο­μο­θε­τεί.
Έ­χει κά­τι α­πό… “Ή­ξεις – Α­φή­ξεις”. Το α­σα­φές, δι­φο­ρού­με­νο, που η πρό­γνω­σή του, ό­πως εί­ναι γνω­στό, με­τα­βάλ­λε­ται α­πό θε­τι­κή σε αρ­νη­τι­κή, α­νά­λο­γα με τη θέ­ση του κόμ­μα­τος στον χρη­σμό. [Για­τί ό­χι του… ε­κά­στο­τε κυ­βερ­νώ­ντος κόμ­μα­τος, ι­διαί­τε­ρα στα λε­γό­με­να πο­λι­τι­κά ε­γκλή­μα­τα]
Στον Ό­μη­ρο ε­κτός α­πό τον ε­πιει­κή, “ται­ρια­στό” τύμ­βο του Πα­τρό­κλου, που προ­στά­ζει ο “ε­πιείκε­λος”, “θε­ό­μορ­φος” Α­χιλ­λεύς, ο φο­νιάς του, υ­πάρ­χει και το “Ε­πιεικές α­κουέ­μεν” (Α547), που προ­στά­ζει ο υ­πέρ­τα­τος Δι­κα­στής Ζεύς στην Ή­ρα. “ό­σο θα έ­πρε­πε να α­κού­με, ό­σο θα ταί­ρια­ζε, ό­σο δε θα έ­κα­νε κα­κό”, ε­ντο­λή που α­να­βί­ω­σε, προ­σφά­τως, με την α­πα­γό­ρευ­ση της τη­λε­ο­πτι­κής ή ρα­διο­φω­νι­κής α­να­με­τά­δο­σης της Δίκης της 17 Νο­έμ­βρη.
“Ε­πιεικές α­κουέ­μεν, λοι­πόν, “Ό­σο θα’ πρε­πε, ό­σο θα ταί­ρια­ζε”, να α­κου­στεί δη­μό­σια “ό­σο δε θα έ­κα­νε κα­κό”, στην αν­θρω­πό­μα­ζα, που τρέ­φε­ται ι­διαι­τέ­ρως πως με τις σα­που­νό­πε­ρες και κυ­ρί­ως με τις α­να­με­τα­δό­σεις των Τσά­μπιον Λί­γκ.
Η ε­πιείκεια4 χρη­σι­μο­ποιεί­ται α­κό­μα στην… “νο­μι­κή” γλώσ­σα του Ο­λύ­μπου, για τον υ­πέρ­τα­το δι­κα­στή: και για την ποι­νή, που αρ­μό­ζει να ε­πι­βά­λει.
Η Ή­ρα με μια κα­τα­πλη­κτι­κή δια­τύ­πω­ση λέ­ει για τον σύ­ζυ­γό της: “Τρω­σί τε και Δα­να­οί­σιν δι­κα­ζέ­τω, ως ε­πιει­κές” (Ιλ. Θ 430 – 431).
[ο Ζεύς α­νά­με­σα σε Δα­να­ούς και Τρώ­ες, κα­θώς ται­ριά­ζει ας κρί­νει]. Και ε­δώ το “ε­πιεικές’’ εί­ναι το “ται­ρια­στό”.
Και για την ποι­νή στην Ο­δύσ­σεια. Ο Ή­λιος που του φά­γα­νε τα βό­δια οι νή­πιοι σύ­ντρο­φοι του Ο­δυσ­σέ­ως ζη­τά­ει α­πό τον Δί­α <ε­πιει­κε’ α­μοι­βήν> Να πλη­ρώ­σουν οι νή­πιοι για τα βό­δια του, κα­θώς ται­ριά­ζει. Α­πει­λεί μά­λι­στα, ε­άν δεν ει­σπρά­ξει την ε­πιει­κή α­μοι­βή να κα­τέ­βει στα Τάρ­τα­ρα φέγ­γο­ντας α­πο­κλει­στι­κά για τους νε­κρούς (!). (Οδ. μ 382), α­φή­νο­ντας τους ζω­ντα­νούς στο σκό­τος.
Με­τά τον Ό­μη­ρο η ε­πιείκεια ε­πε­κτεί­νε­ται σε εύ­λο­γες, ευ­λο­γο­φα­νείς, α­λη­θείς α­πό­ψεις, με α­ντί­θε­τη τις α­να­λη­θείς (Η­ροδ. 2,22) και σε πρό­σω­πα … “παις… ε­πιει­κής” λ.χ. (Η­ροδ. 1. 85). Παι­δί σω­μα­τι­κά άρ­τιο.
Η ε­πιείκεια χα­ρα­κτη­ρί­ζει α­κό­μα την ι­κα­νό­τη­τα “Οι ε­πιει­κέ­στε­ροι των τρι­η­ράρ­χων” (Ξεν. Ελ­λ. 1. 1. 30). Οι ι­κα­νό­τε­ροι τρι­ή­ραρ­χοι.
Και με η­θι­κή έν­νοια ε­πιεικής ση­μαί­νει στα κλα­σι­κά χρό­νια “λο­γι­κός, δί­καιος, α­γα­θός, πρά­ος”. Επιεικής την ψυ­χήν – έ­λε­γαν – τη φύ­σει, τοις ή­θε­σιν…. Α­ντί­θε­τη έν­νοια ή­ταν η “μο­χθη­ρός’’.
Τού­πιει­κές και το μη ψευ­δο­στο­μείν, στον Σο­φο­κλή ση­μαί­νει ε­πιεικής και ό­χι με ψεύ­τρα γλώσ­σα (Σοφ. Ο. Κ. 11.27).
Στον Ι­σο­κρά­τη η ε­πιείκεια συν­δυά­ζε­ται με τις Χά­ρι­τες, κα­θώς ο Πλού­ταρ­χος α­να­φέ­ρε­ται και στο “της Ε­πιει­κεί­ας ιε­ρόν”.
Ε­πιεικής για τους αρ­χαί­ους εί­ναι ο “ται­ρια­στός, κα­τάλ­λη­λος, δί­καιος” και ο χω­ρίς ε­πιείκεια ο “ά­σκο­πος, μά­ταιος, κού­φος” και γι’ αυ­τό α­κα­τάλ­λη­λος για την κοι­νω­νί­α.
Η ε­πιεί­κεια, για πρώ­τη φο­ρά, χρη­σι­μο­ποιεί­ται, στο λε­ξι­λό­γιο του “Διε­θνούς Δι­καί­ου” – τη­ρου­μέ­νων των α­να­λο­γιών – α­πό τον Θου­κυ­δί­δη.
Η ε­πί­κλη­σις στο “δρά­σαι προς το ε­πιει­κές και α­ρε­τή…” (Βι­βλ. V, 19,) γί­νε­ται στην πε­ρι­γρα­φή των γε­γο­νό­των του 425 – 421 π.Χ. (δη­λα­δή του 7ου έ­τους του φο­βε­ρού Πε­λο­πον­νη­σια­κού). Εί­ναι ση­μα­ντι­κή.
Ε­άν την εί­χαν δια­βά­σει οι Αγ­γλο­γάλ­λοι ί­σως και να εί­χα­με α­πο­φύ­γει τον Β’ Πα­γκ. Πό­λε­μο.
Σας την δια­βά­ζω σε με­τά­φρα­ση Ε­λευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου: “Πι­στεύ­ο­μεν ό­τι αι με­γά­λαι έ­χθραι η­μπο­ρούν να τερ­μα­τι­σθούν α­σφα­λέ­στε­ρα, ό­χι ό­ταν κα­νείς ζη­τή εκ­δί­κη­σιν και α­φού νι­κή­ση ο­ρι­στι­κώς τον α­ντί­πα­λόν του, τον δε­σμεύ­ει με α­να­γκα­στι­κούς όρ­κους και του ε­πι­βάλ­λει ει­ρή­νην με α­δί­κους ό­ρους, αλ­λ’ ό­ταν, δυ­νά­με­νος να ε­πι­τύ­χη την ει­ρή­νην σύμ­φω­να με τας υ­πα­γο­ρεύ­σεις της ε­πιεί­κειας,(…) νι­κά τον α­ντί­πα­λο και δια της με­γα­λο­φρο­σύ­νης του, και συν­διαλ­λά­σε­ται προς αυ­τόν, υ­πό ό­ρους α­προσ­δο­κή­τως με­τριο­πα­θείς. Διό­τι ο α­ντί­πα­λος, εις τοιαύ­την πε­ρί­πτω­σιν, ε­πει­δή δεν υ­πέ­κυ­ψεν εις βί­αν, αι­σθά­νε­ται το κα­θή­κον ό­χι να εκ­δι­κη­θή αλ­λά να α­ντα­πο­δώ­σει την ε­πι­δει­χθεί­σαν γεν­ναιο­φρο­σύ­νην, και εί­ναι προ­θυ­μό­τε­ρος α­πό αί­σθη­μα αυ­το­σε­βα­σμού να μεί­νει πι­στός είς τας συμ­φω­νί­ας του”.
Με­τά την κα­τά­λυ­ση της Ελ­λη­νι­κής Πό­λης – Κρά­τους και την ο­ρι­στι­κή α­πώ­λεια της δη­μο­κρα­τί­ας α­πό τα “εύ­λο­γα και αρ­μό­ζο­ντα”: Ει­κό­τα φθά­νουν στα α­πό των ει­κό­των: ψεύ­δη “ Α­πό των ει­κό­των η­λα­ζο­νεύ­ε­το και ε­ψεύ­δε­το” της Σού­δας και στο σύν­θε­το ει­κο­το­λο­γώ που πα­ρά­γε­ται τό­τε για πρώ­τη φο­ρά.
“Ει­κο­το­λο­γί­α” πλέ­ον ο­νο­μά­ζε­ται η α­πο­λο­γί­α του τα­πει­νού και κα­τα­φρο­νε­μέ­νου υ­πη­κό­ου, δη­λα­δή δια­τύ­πω­ση αυ­θαι­ρέ­των εκ­δο­χών, και, χω­ρίς α­πο­δεί­ξεις, συ­μπε­ρα­σμά­των.
Α­ντί­στοι­χα με την αλ­λα­γή στην ση­μα­σί­α των ει­κώς, κα­τά το ει­κός, και την πα­ρα­γω­γή του ει­κο­το­λο­γώ, το ε­πιει­κώς σε αυ­τή την με­τα­γε­νέ­στε­ρη γλώσ­σα του Η­συ­χί­ου και της Σού­δας ι­σο­δυ­να­μεί με το πά­νυ “λί­αν, ά­γαν, σφό­δρα, υ­πέρ το δέ­ον πο­λύ πα­ρα­δό­ξως και παρ’ ελ­πί­δα”.
Η ε­πιεί­κεια πλέ­ον χά­νε­ται ο­ρι­στι­κά κα­θώς οι άν­θρω­ποι ζουν “μα­ζε­μέ­να”, φτω­χι­κά, μί­ζε­ρα, “λί­αν ε­πιει­κώς” χά­ρη στην “ε­πιεί­κεια του μο­νάρ­χη τους”
Στα ρω­μα­ϊ­κά χρό­νια ο­νο­μά­ζε­ται clementia: η­πιότης, και στα βυ­ζα­ντι­νά χρό­νια η ε­πιεί­κεια ση­μαί­νει “οί­κτο, συ­μπό­νια, έ­λε­ος, πρα­ό­τη­τα”.
Στα νε­ό­τε­ρα χρό­νια η έν­νοια, που ή­δη έ­χει γί­νει βί­ω­μα των αν­θρώ­πων, α­κού­γε­ται σε σχέ­ση με το δη­μο­κρα­τι­κόν είκω “μοιά­ζω εί­μαι ό­μοιος:δι­καιού­χος ι­σο-νο­μί­ας και ι­σο-τι­μί­ας, αρ­νη­τι­κά, ό­ταν στις πο­λι­τι­κές δί­κες των δι­κτα­το­ρι­κών πε­ριό­δων κυ­ρί­ως οι υ­πό­δι­κοι με δή­λω­σή τους “αρ­νού­νται την ε­πιεί­κεια του δι­κα­στη­ρί­ου”.
Βί­ω­μα έ­χει γί­νει και σε σχέ­ση με το είκω “εν­δί­δω, υ­πο­χω­ρώ”, των ο­λι­γαρ­χι­κών πε­ριό­δων.
Με­τά τη ρω­μα­ϊ­κή κα­τά­κτη­ση την ε­πιεί­κεια την α­κούν ως clementia: <η­πιότη­τα> Η clementia ή­ταν ρω­μα­ϊ­κή θε­ά, προ­σω­πο­ποί­η­ση της αυ­το­κρα­το­ρι­κής η­πιό­τη­τας και η ά­σκη­ση της ε­ξου­σί­ας με συ­γκα­τα­βα­τι­κό­τη­τα και αν­θρω­πιά, κα­τά την δι­καιο­πλα­στι­κή ε­ξου­σί­α των Ρω­μαί­ων πραι­τώ­ρων.
Αυ­τήν την clementia, λοι­πόν, αρ­χί­ζουν να την πα­ρε­τυ­μο­λο­γούν προς το κλαί­ω ζη­τώ­ντας με “μαύ­ρο δά­κρυ” οι τα­πει­νοί… το έ­λε­ος.
Συμπεράσματα
Πρωτον: Η ε­πιείκεια – εικύ­ια “ ται­ρια­στή” εικό­να του Δικαί­ου, πα­ρά­γε­ται α­πό την *Fικ-, *Fεικ-, απ’ ό­που το είκω, έοικα, εικό­να κ.α.
Δευτε­ρον: Το ε­πιει­κές – Δί­καιον ε­ξαρ­τά­ται α­πό τη σχέ­ση, στη ζώ­σα πο­λι­τεί­α, των ο­μόρ­ρι­ζων της *Fικ-, *Fεικ- …
…εί­κω “μοιά­ζω”/εί­κω “εν­δί­δω, ε­πι­τρέ­πω”. Δη­λα­δή α­πό το βαθ­μό της ι­σο-νο­μί­ας και ι­σο-τι­μί­ας.
Α­πό την ποιό­τη­τα της δη­μο­κρα­τί­ας.
Τριτον: Ο δί­καιος εί­ναι ε­πιει­κής α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τον νό­μο. Και ο νο­μο­θέ­της, ο­φεί­λει να εί­ναι δί­καιος, για να μπο­ρεί να α­κού­ει την ευ­χή του Α­ρι­στο­τέ­λη, για τη διόρ­θω­ση του ζυ­γού της θε­άς δί­κης, ώ­στε αυ­τός να ι­σορ­ρο­πεί. Οι πλά­στιγ­γες να κι­νού­νται ε­λεύ­θε­ρα κα­τά […]

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ