του Β. Στοϊλόπουλου, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Κάθε φορά που για κάποιο λόγο οι κάδοι των απορριμμάτων στις γειτονιές των αστικών κέντρων υπερχειλίζουν για μερικές μέρες, επανέρχεται σαν πρόσκαιρο άχθος στη καθημερινότητα των πολιτών, το θέμα της διαχείρισης των στερεών αποβλήτων. Βεβαίως, αυτό που τις όζουσες ημέρες της ιδιόμορφης ομηρίας μας αναδύεται ως «δημόσιος διάλογος», δεν αγγίζει παρά μόνο «παράπλευρα» ένα όντως πολύπλοκο ζήτημα, του οποίου η ορθολογική επίλυση ενδεχομένως να ξεπερνά τις δυνατότητες και τα μέσα της ελληνικής κοινωνίας, και όχι μόνο των κατοίκων της Αττικής.
Στη πλειονότητα των ΜΜΕ, η δυσάρεστη πραγματικότητα εξαντλείται στην απονομή ευθυνών και στην απαράδεκτα επιδερμική θεώρηση του προβλήματος από τους «ειδήμονες», χωρίς να υπογραμμίζεται η κοινωνική, η ψυχολογική, η εκπαιδευτική, η οικονομική, η πολιτιστική και η τεχνολογική διάσταση του θέματος. Έτσι, παρακάμπτεται η ουσία για τη διαχείριση των αποβλήτων, που σε μια ευαισθητοποιημένη και καλά ενημερωμένη κοινωνία των πολιτών αρχίζει με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», περνάει μέσα από την εθελοντική συμμετοχή των πολιτών και των εταιρειών σε προγράμματα αξιοποίησης των αποβλήτων και τελειώνει με την «ευθύνη του παραγωγού και του κατόχου των προϊόντων».
Κι ενώ ως χώρα προσπαθούμε ετεροχρονισμένα και αγκομαχώντας, παρά τη συνεχιζόμενη νομοθετική και οικονομική έξωθεν αρωγή, να μεταβούμε από την σκοτεινή εποχή της ανεξέλεγκτης απόρριψης, έστω σε αυτήν της υγειονομικής ταφής των αποβλήτων, οι παγκόσμιες κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις είναι τέτοιας εμβέλειας που μας υποχρεώνουν, στο θέμα της διαχείρισης των αποβλήτων, να παραμένουμε ουραγοί, με μια πρωτεύουσα να διεκδικεί πρωτεία σε βρωμιά και δυσωδία. Στις χώρες της μεταμοντέρνας Δύσης όμως το μέλλον των σκουπιδιών προδιαγράφεται πολύ ενδιαφέρον και πάνω απ’ όλα χρυσοφόρο. Βασικός στόχος στα κράτη του «ευέλικτου καπιταλισμού» είναι πλέον η συνεχής επιστροφή στο σημείο μηδέν – κάτι που βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στη κυκλική διαχείριση των αποβλήτων, τα οποία απόβλητα, ως γνωστόν, χαρακτηρίζουν απλά μια συγκεκριμένη και εφήμερη περίοδο στο κύκλο ζωής ενός καταναλωτικού προϊόντος. Οι συντελούμενες δομικές αλλαγές στην υπέρμετρα διογκούμενη κοινωνία παροχής υπηρεσιών στη Δύση δημιουργούν νέες ευκαιρίες στη διαχείριση των αποβλήτων, που στηρίζονται στο βασικό τρίπτυχο:
ανάπτυξη της βιομηχανίας της διασκέδασης, παράλληλα με τη διεύρυνση των υπηρεσιών στην υγεία,
μετατόπιση, από την εξαγωγή προϊόντων στην εξαγωγή τεχνογνωσίας,
πλήρη εφαρμογή του προσθετικού συνδυασμού «ανάπτυξη συν έρευνα», με απώτερο σκοπό η υψηλού επιπέδου παροχή υπηρεσιών να παραμένει στο εσωτερικό των χωρών της Εσπερίας και η βιομηχανική παραγωγή – μαζί με τους παραγόμενους ρύπους – να μεταφερθεί στις πλέον συμφέρουσες για επένδυση «χώρες του Τρίτου Κόσμου».
Στο πλαίσιο αυτό και με τη βοήθεια ενός ευέλικτου θεσμικού πλαισίου, αναπτύσσεται στο εσωτερικό των εν λόγω κοινωνιών η ορθολογική διαχείριση των αποβλήτων, ενώ παράλληλα εξάγονται στο εξωτερικό πανάκριβες τεχνικές επεξεργασίας και διάθεσής τους. Αυτό που πρέπει βέβαια να τονισθεί για τις κοινωνίες παροχής υπηρεσιών είναι η τάση της επιτάχυνσης στις ήδη καταναλωτικές συνήθειες των πολιτών τους. Αν μέχρι τώρα ο μέσος καταναλωτής ενεργούσε στη βάση της εναλλακτικής επιλογής κατά την αγορά ενός προϊόντος (π.χ. ραδιόφωνο ή βίντεο), τώρα λειτουργεί προσθετικά και τα θέλει όλα. Η αχαλίνωτη παγκόσμια ανταγωνιστικότητα προκαλεί τη ραγδαία παραγωγή και την άμεση κατανάλωση νέων, σχετικά φθηνών και μιας χρήσης προϊόντων, με αποτέλεσμα αφενός έναν επιταχυνόμενο ρυθμό ζωής των καταναλωτών και αφετέρου μια θεαματική ποσοτική αύξηση των παραγόμενων αποβλήτων. Προκειμένου να γίνει η αναγκαία πρόληψη και να εξοικονομηθούν πρώτες ύλες, χωρίς βεβαίως αλλαγές στις σχεδόν «οργουελικές» καταναλωτικές συμπεριφορές των πολιτών, εκδόθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση η «Πράσινη Βίβλος για την ολοκληρωμένη πολιτική των προϊόντων» (ΙΡΡ) και η νέα πολιτική για τα 100 χιλιάδες περίπου χημικά προϊόντα που κατακλύζουν την αγορά, η λεγόμενη «Λευκή Βίβλος της χημείας».
Τα αποτελέσματα σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης είναι εντυπωσιακά και, παρά τα όποια διαχειριστικά προβλήματα, οι ποσότητες των παραγόμενων αποβλήτων για τελική διάθεση μειώνονται σταθερά. Το σύστημα προσφέρει «λύσεις» νέου τύπου, βασισμένες σε εκτιμήσεις επικινδυνότητας και αναλύσεις κινδύνου και κύκλου ζωής των προϊόντων, στηρίζεται σε χρηματοοικονομικά εχέγγυα για τυχόν δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις, προδιαγράφει φορείς διαχείρισης υψηλοτάτου επιπέδου και υποχρεώνει τον παραγωγό, για πρώτη φορά, ν’ αποδεικνύει τον τρόπο διαχείρισης των αποβλήτων που παράγει, αρχής γενομένης από τη φάση της εξόρυξης των πρώτων υλών. Κάθε νέο προϊόν πρέπει να κατασκευάζεται με όσο το δυνατόν λιγότερες πρώτες ύλες και η πρόληψη παραγωγής αποβλήτων να ξεκινά ήδη στο στάδιο του σχεδιασμού του προϊόντος και να επεκτείνεται σε όλο τον κύκλο ζωής του. Είναι προφανές, ότι σ’ ένα τόσο «ευέλικτο» μεταμοντέρνο περιβάλλον, ο χορός των δισεκατομμυρίων ευρώ θα κρατήσει για πολλά χρόνια, με πολλές πιθανότητες να ωφεληθεί από αυτό, εκτός από την οικονομία της αγοράς, και το περιβάλλον.
Αντίθετα, για την Ελλάδα, το ερώτημα που τίθεται είναι εαν το μέλλον των σκουπιδιών θα είναι απλά και μόνο η προβληματική κατασκευή εδώ ή εκεί κάποιου έργου διαχείρισης αστικών αποβλήτων. Η μέχρι τώρα εμπειρία έδειξε ότι, με προύχοντες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης βυθισμένους, στην πλειονότητά τους, στην τοπικιστική μικροπολιτική θολούρα και στην άγνοια αλλά και με την Πολιτεία ακόμη αδύναμη να χαράξει και κυρίως να επιβάλει μια αξιόπιστη στρατηγική ολοκληρωμένης διαχείρισης των αποβλήτων, δεν επιτρέπονται οι αισιόδοξες προβλέψεις. Ακόμη λιγότερο αναμένεται, όμως, η μετατροπή της αγανάκτησης των συμπολιτών μας σε πράξη περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης και ουσιαστικής παρουσίας ως ενεργών πολιτών, καθώς, για τη συντριπτική τους πλειοψηφία, το όλο ζήτημα αρχίζει με το βαριεστημένο πέταμα της πλαστικής σακούλας μέσα ή έξω από τον κάδο απορριμμάτων και τελειώνει με την απαίτηση για παράλογα φθηνό τέλος αποκομιδής.
Γι’ αυτό είναι σίγουρο, ότι και κατά τις επόμενες «επελάσεις» των σκουπιδιών θα συνεχιστεί, μαζί με την πλαστική ευημερία και τον μιθριδατισμό μας, και η ταπείνωσή μας. Η ευθύνη βεβαίως θα βαραίνει όλους μας: ψηφοφόρους και κυβερνώντες, εκπαιδευτικούς και δημοσιογράφους, επιτήδειους και έντιμους, μελετητές και τεχνοκράτες, οικολόγους και υπερκαταναλωτές, υποψιασμένους και ανυποψίαστους. Κι ενώ εμείς, μετά από κάθε απεργία των υπαλλήλων καθαριότητας, θα τσαλαβουτούμε μοιραία στις λεμονόκουπες και στα σκόρπια αποφάγια μας, ο «ευέλικτος καπιταλισμός», με την Πράσινη και τη Λευκή Βίβλο, δεν θα μας ακουμπά και πιθανότατα θα περιμένουμε «τον Θεό της Ελλάδας» να κάνει ξανά το θαύμα του.
Βασίλης Στοϊλόπουλος