Αρχική » Οι Αζτέκοι στην βασιλική ακαδημία επιστημών του Λονδίνου

Οι Αζτέκοι στην βασιλική ακαδημία επιστημών του Λονδίνου

από Άρδην - Ρήξη

του Κ. Θεολόγου, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003

Χουέ-χουέ-τε­ό­τλ ση­μαί­νει πο­λύ πα­λιός θε­ός


Για τους Αζ­τέ­κους η σο­κο­λά­τα ή­ταν “τρο­φή των θε­ών” και πε­ριο­ρι­ζό­ταν ως ε­κλε­κτό έ­δε­σμα, μό­νο για τα υ­ψη­λά κλι­μά­κια της κοι­νω­νί­ας τους, δη­λα­δή τους βα­σι­λείς, τους ιε­ρείς και τους πο­λε­μι­στές. Η Έκ­θε­ση “Αζ­τέ­κοι” στην Royal Academy του Λον­δί­νου ή­ταν διαρ­θρω­μέ­νη με τρό­πο που διευ­κό­λυ­νε τον ε­πι­σκέ­πτη να κα­τα­νο­ή­σει το φα­ντα­στι­κό και α­να­πά­ντε­χο τα­ξί­δι πί­σω στο χρό­νο, το ο­ποί­ο βί­ω­νε έ­τσι κι αλ­λιώς με τις αι­σθή­σεις του ή υ­πο­βαλ­λό­ταν σ’ αυ­τό, με ό­χη­μα τις αί­θου­σες των θε­μα­τι­κά ορ­γα­νω­μέ­νων εκ­θε­μά­των.
Πολ­λές α­πό­ψεις κο­σμο­θε­ώ­ρη­σης και αι­σθη­τι­κής του πο­λι­τι­σμού τους δεν νο­μί­ζω ό­τι μπο­ρεί να τις υ­ιο­θε­τή­σει ο σύγ­χρο­νος δυ­τι­κός άν­θρω­πος. Οι θε­α­μα­τι­κοί “Αζ­τέ­κοι” στη λον­δρέ­ζι­κη Royal Academy of Arts (16 Νο­εμ­βρί­ου 2002-11 Α­πρι­λί­ου 2003) πα­ρου­σί­α­σαν την κουλ­τού­ρα και την τέ­χνη του πο­λι­τι­σμού τους. Αυ­τή η πε­ρί­τε­χνη κουλ­τού­ρα τους εί­χε να ε­πι­δεί­ξει ε­πι­τεύγ­μα­τα στις κα­λές τέ­χνες, στην ποί­η­ση, στη φι­λο­σο­φί­α και στη λο­γο­τε­χνί­α. Εμ­φα­νί­στη­καν τον 14ο αιώ­να (1325) και κυ­ριάρ­χη­σαν στην ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή του κε­ντρι­κού Με­ξι­κού μέ­χρι το 1521.


Η στρα­τιω­τι­κή και οι­κο­νο­μι­κή πα­νουρ­γί­α τους δη­μιούρ­γη­σε τη με­γα­λύ­τε­ρη Προ-Ι­σπα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρί­α στην Βό­ρειο Α­με­ρι­κή. Η κλη­ρο­νο­μιά τους ε­ξα­κο­λου­θεί να υ­πάρ­χει και στο ση­με­ρι­νό Με­ξι­κό, μο­λο­νό­τι η αυ­το­κρα­το­ρί­α τους βρή­κε το ξαφ­νι­κό και α­να­πά­ντε­χο τέ­λος της, μό­λις ήρ­θε σε ε­πα­φή με την τό­τε Ευ­ρώ­πη, δη­λα­δή την ι­σπα­νι­κή α­ποι­κιο­κρα­τί­α.


Με­λε­τώ­ντας τις “ε­πί­ση­μες ι­στο­ρί­ες”, ερ­χό­μα­στε σε ε­πα­φή με τους ι­θα­γε­νείς λα­ούς και με τις α­παρ­χές τους. Μο­λο­νό­τι το εν­δια­φέ­ρον μας σε αυ­τές τις “κα­τα­γω­γές” σκιά­ζε­ται κα­τά και­ρούς α­πό κά­ποια με­τα­φυ­σι­κή α­να­ζή­τη­ση μιας γνή­σιας ε­θνι­κής ταυ­τό­τη­τας, πολ­λά α­πό τα θέ­μα­τα που ε­γεί­ρο­νται α­πο­τε­λούν θε­με­λιώ­δεις συ­νι­στώ­σες για την κα­τα­νό­η­ση της ι­στο­ρι­κής ε­ξέ­λι­ξης των αν­θρώ­πι­νων κοι­νω­νιών1.


Οι Αζ­τέ­κοι α­να­φέ­ρο­νταν με εμ­μο­νή στις ρί­ζες τους μέ­σα α­πό πλη­θώ­ρα λε­πτο­με­ρών και συ­χνά α­ντι­φα­τι­κών μύ­θων. Κά­ποιοι α­φη­γού­νταν αν­θρώ­πι­νες κα­τα­στά­σεις, άλ­λοι έ­στρε­φαν το εν­δια­φέ­ρον τους στην πα­ρου­σί­α των θε­ών στην κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή.


Σύμ­φω­να με τους δι­κούς τους μύ­θους λοι­πόν, η ι­στο­ρί­α τους ξε­κί­νη­σε στις αρ­χές του 12ου αι. σε έ­να νη­σί που λε­γό­ταν Άζ­τλαν (νή­σος των ε­ρω­διών), που δεν έ­χει ε­ντο­πι­σθεί α­κό­μη. Υ­πό την προ­στα­σί­α του φύ­λα­κα θε­ού τους Χου­ϊ­τζι­λο­πό­χτλι, πε­ρι­πλα­νή­θη­καν ως νο­μά­δες (τσι­τσι­μέ­κας) ε­πί δύ­ο αί­ώ­νες με κα­τεύ­θυν­ση το νό­το, και έ­φθα­σαν στο λε­κα­νο­πέ­διο του Με­ξι­κού γύ­ρω στα 1300. Το 1325 ί­δρυ­σαν την πρω­τεύ­ου­σα πό­λη τους στη λί­μνη Τε­τζκό­κο καθ’ υ­πό­δει­ξιν του προ­α­να­φερ­θέ­ντος προ­στά­τη και ύ­ψι­στου θε­ού. Ε­κεί, στην Τε­νο­χτί­τλαν, χτί­στη­κε και ο πρώ­τος να­ός (Tέ­μπλο Μα­γιόρ). Η πό­λη υ­πήρ­ξε το σύμ­βο­λο της ε­ξου­σί­ας και κυ­ριαρ­χί­ας των Αζ­τέ­κων. Ό­ταν α­πο­βι­βά­στη­καν οι Ι­σπα­νοί, η Τε­νο­χτί­τλαν α­ριθ­μού­σε 250.000 κα­τοί­κους (μια α­πό τις με­γα­λύ­τε­ρες του κό­σμου). Εί­χε τε­ρά­στια πέ­τρι­να λα­τρευ­τι­κά κτή­ρια, υ­δρα­γω­γεί­ο για φρέ­σκο νε­ρό και α­γρο­καλ­λιέρ­γειες λου­λου­διών και σι­τη­ρών. Στην κε­ντρι­κή α­γο­ρά (Τλα­τε­λό­κο) υ­πήρ­χαν α­γα­θά α­πό ό­λη την ε­πι­κρά­τεια. Σε ει­δι­κά σχο­λεί­α (καλ­μέ­κακ) τα παι­διά των ευ­γε­νών εκ­παι­δεύ­ο­νταν στην τέ­χνη των ιε­ρέ­ων και των πο­λε­μι­στών.


Σε μια τό­σο κα­λά ορ­γα­νω­μέ­νη κοι­νω­νί­α άν­θι­σε η καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γί­α. Το ι­διαί­τε­ρο καλ­λι­τε­χνι­κό ύ­φος το θε­με­λί­ω­σαν σε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά α­πό προ­η­γού­με­νες κουλ­τού­ρες, ι­δί­ως των πε­ριο­χών Τε­ο­τι­χουά­καν (1-750) και Τού­λα (900-1200), αλ­λά και σύγ­χρο­νούς τους πο­λι­τι­σμούς. Με με­γά­λη ε­πι­δε­ξιό­τη­τα οι Αζ­τέ­κοι συ­νει­δη­τά συ­νύ­φα­ναν την δι­κή τους ι­στο­ρί­α με ε­κεί­νη των ε­γκα­τα­λε­λει­μέ­νων πό­λε­ων, ώ­στε να δη­μιουρ­γή­σουν το φορ­τί­ο της δι­κής τους πο­λι­τι­σμι­κής πα­ρά­δο­σης. Δεν υ­ιο­θε­τού­σαν τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά α­δια­κρί­τως. ε­πέ­λε­γαν στοι­χεί­α που προ­σάρ­μο­ζαν στις δι­κές τους α­νά­γκες. Το α­πο­τέ­λε­σμα υ­πήρ­ξε έ­να δια­κρι­τό καλ­λι­τε­χνι­κό ύ­φος, του ο­ποί­ου τα ί­χνη μπο­ρού­σε κά­ποιος να ε­ντο­πί­σει α­να­τρέ­χο­ντας στο μα­κραί­ω­νο πα­ρελ­θόν. Πα­ρου­σια­ζό­με­νοι ως νό­μι­μοι συ­νε­χι­στές της Τε­ο­τι­χουά­καν (που σή­μαι­νε πό­λη των θε­ών) και της Τού­λα, διεκ­δί­κη­σαν τα ε­μπο­ρι­κά δί­κτυα ε­κεί­νων, ο­πό­τε ε­πε­κτά­θη­καν και πο­λι­τι­κά.


Έ­να πε­ρί­πλο­κο δι­πλό η­με­ρο­λο­για­κό σύ­στη­μα κα­νό­νι­ζε ό­λες τις πτυ­χές της λα­τρευ­τι­κής ζω­ής. Το έ­να η­με­ρο­λό­γιο μά­λι­στα (το η­λια­κό, ξιουχ­πο­χουά­λι) α­ριθ­μού­σε 365 μέ­ρες. Ο αιώ­νας των Αζ­τέ­κων α­ριθ­μού­σε 52 χρό­νια.


Οι ιε­ρείς ή­ταν οι αρ­μό­διοι για την διε­ξα­γω­γή των θρη­σκευ­τι­κών τε­λε­τών στον σω­στό χρό­νο και τό­πο. Ο πο­λυ­θε­ϊ­σμός και η κυ­ριαρ­χί­α των θε­ών σε ό­λες τις ό­ψεις της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής έ­φε­ραν την τά­ξη των ιε­ρέ­ων να πρυ­τα­νεύ­ει ως δια­με­σο­λα­βητής με­τα­ξύ του βα­σι­λεί­ου των θε­ών και του κό­σμου των θνη­τών.


Οι θε­οί εί­χαν θυ­σιά­σει τη ζω­ή τους για να δη­μιουρ­γη­θεί ο ή­λιος, η σε­λή­νη, η αν­θρω­πό­τη­τα και ο α­ρα­βό­σι­τος. Για να δια­τη­ρη­θούν οι κύ­κλοι του ή­λιου και του φεγ­γα­ριού, οι Αζ­τέ­κοι έ­νιω­θαν υ­πο­χρε­ω­μέ­νοι να τρο­φο­δο­τούν τους θε­ούς με αν­θρω­πο­θυ­σί­ες. Υ­πήρ­χαν τε­λε­τουρ­γι­κοί πό­λε­μοι και μά­χες, στις ο­ποί­ες πλου­μι­στοί πο­λε­μι­στές α­ντι­με­τώ­πι­ζαν σε προ­κα­θο­ρι­σμέ­νο χρό­νο τον ε­χθρό, με στό­χο να αιχ­μα­λω­τί­σουν α­ντί­πα­λους πο­λε­μι­στές για τις θυ­σια­στι­κές α­νά­γκες. Οι δη­μό­σιες τε­λε­τές φαί­νε­ται πως α­πο­τε­λού­σαν σπου­δαί­α γε­γο­νό­τα. Οι ιε­ρείς ε­κτε­λού­σαν υ­παι­θρί­ως τα κα­θή­κο­ντά τους στην κο­ρυ­φή των πυ­ρα­μί­δων, κά­νο­ντας χρή­ση των βω­μών ε­κεί πά­νω. Τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες α­πό αυ­τές τις τε­λε­τές τις ορ­γά­νω­ναν στον Τέ­μπλο Μα­γιόρ. Α­να­πα­ρά­στα­ση σε μι­κρο­κλί­μα­κα αυ­τού του με­γά­λου να­ού υ­πήρ­χε σε ει­δι­κά δια­μορ­φω­μέ­νη αί­θου­σα στη Royal Academy.


Η μου­σι­κή ε­πί­σης α­πο­τε­λού­σε ση­μα­ντι­κό στοι­χεί­ο της τε­λε­τής, ό­πως ε­πί­σης και η καύ­ση θυ­μια­μά­των και λι­βα­νιών σε με­γά­λα μα­γκά­λια. Ως εν­σαρ­κω­τές της θε­ό­τη­τας, οι ιε­ρείς φο­ρού­σαν τα άμ­φια του συ­γκε­κρι­μέ­νου θε­ού, με­τα­μορ­φώ­νο­ντας τους ε­αυ­τούς τους στον θε­ό κα­θε­αυ­τόν με τη βο­ή­θεια του πούλ­κα, ε­νός φυ­σι­κά α­να­βρά­ζο­ντος χυ­μού α­πό κά­κτο μά­γκουα (α­γαύ­η), τον ο­ποί­ο συ­χνά α­νε­μεί­γνυαν με άλ­λα ψυ­χο­τρό­πα φυ­τά, για να τον ε­νι­σχύ­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρο.


Για τους Αζ­τέ­κους, ο θά­να­τος ή­ταν η συ­νέ­χεια της ζω­ής με άλ­λη μορ­φή, που ή­ταν τι­μη­μέ­νη, αν ο θά­να­τος σε έ­βρι­σκε στη μά­χη ή στην γέν­να, ή α­κό­μη και αν σε θυ­σί­α­ζαν στο θε­ό. Κά­ποια θύ­μα­τα αυ­τών των λα­τρευ­τι­κών φό­νων2 ε­θε­ω­ρού­ντο ως ε­νερ­γεια­κές πη­γές για τους θε­ούς, που έ­πι­ναν το αί­μα και έ­τρω­γαν την καρ­διά τους. Αυ­τά τα θύ­μα­τα ε­θε­ω­ρού­ντο ε­πί­σης ως ει­δι­κά ε­πι­λεγ­μέ­να αν­θρώ­πι­να ό­ντα (ιν τε­τέ­ο ι­μι­ξίπ τλά­χουαν) που εί­χαν λά­βει μέ­σα τους τη θε­ϊ­κή δω­ρε­ά της φω­τιάς, ως δο­χεί­α θε­ό­τη­τας, και ό­ταν τους φό­νευαν, αυ­τή η δύ­να­μη α­πε­λευ­θε­ρω­νό­ταν σε κά­ποιον άλ­λο άν­θρω­πο, μέ­χρι την ε­πό­με­νη αν­θρω­πο­θυ­σί­α. Κά­ποια α­γάλ­μα­τα α­πει­κο­νί­ζουν ιε­ρείς, των ο­ποί­ων το άμ­φιο εί­ναι η μέ­σα-έ­ξω αν­θρώ­πι­νη δο­ρά, και εί­ναι γε­μά­τοι α­νά­γλυ­φες φο­λί­δες, που δεν εί­ναι άλ­λο α­πό το λί­πος κά­τω α­πό την αν­θρώ­πι­νη ε­πι­δερ­μί­δα. Η τα­ρα­χή στο θέ­α­μα αυ­τής της ει­κό­νας δεν εί­ναι λο­γι­κή, ε­πει­δή η ση­με­ρι­νή ε­ξή­γη­ση δεν λαμ­βά­νει υπό­ψη της τις α­ντι­λή­ψεις των Αζ­τέ­κων, που ζού­σαν σε άλ­λες κοι­νω­νι­κές και ι­στο­ρι­κές συν­θή­κες. Η σχέ­ση των Με­ξι­κά­νων με τον θά­να­το εί­ναι πα­ρού­σα και στη ση­με­ρι­νή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά τους. Η Μέ­ρα των Νε­κρών εί­ναι έ­να θαυ­μά­σιο ζω­ντα­νό και ση­μα­ντι­κό έ­θι­μο, ε­νώ τα δι­κά μας Ψυ­χο­σάβ­βα­τα δεν εί­ναι πα­ρά τα α­πο­μει­νά­ρια μιας γη­ρα­σμέ­νης α­νά­μνη­σης στην ελ­λη­νι­κή ε­παρ­χί­α…


Οι θε­οί για τους Αζ­τέ­κους ή­ταν πα­ντα­χού πα­ρό­ντες. Τους α­πει­κό­νι­ζαν συν­δυά­ζο­ντας ποι­κί­λα υ­λι­κά: λί­θο και κε­ρα­μει­κά, ο­ψι­δια­νό, ξύ­λο, ρη­τί­νη, σπό­ρους α­μά­ραν­θου, σε ποι­κι­λί­α με­γέ­θους και ποιό­τη­τας των α­γαλ­μά­των. Κά­ποια γλυ­πτά εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά λε­πτο­με­ρή και κα­λο­φτιαγ­μέ­να. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα λί­θι­να α­γάλ­μα­τα τα στο­κά­ρι­ζαν με έ­να εί­δος γύ­ψου και τα δια­κο­σμού­σαν με χρώ­μα­τα φυ­τι­κής ή ο­ρυ­κτής προ­έ­λευ­σης.


Για τη με­λέ­τη του πο­λι­τι­σμού των Αζ­τέ­κων ο­ρό­ση­μο α­πο­τέ­λε­σε η α­να­κά­λυ­ψη του Τέ­μπλο Μα­γιόρ, στη δεύ­τε­ρη εκ­δο­χή του (προ του 1428). Ο αρ­χι­κός να­ός (1325) δεν μπο­ρεί να α­να­σκα­φεί λό­γω του υ­ψη­λού ε­πι­πέ­δου του υ­δρο­φό­ρου ο­ρί­ζο­ντα. Οι Ι­σπα­νοί εί­χαν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει αυ­τό το μνη­μεί­ο πο­λι­τι­σμού ως λα­το­μεί­ο για τις κα­τα­σκευα­στι­κές α­νά­γκες της και­νούρ­γιας πό­λης, ό­πως έ­να νέ­ο κα­θε­δρι­κό να­ό (πο­λι­τι­σμέ­νων και εκ­συγ­χρο­νι­στών χρι­στια­νών), με την λα­ξε­μέ­νη η­φαι­στεια­κή πέ­τρα (τέ­ζο­ντλ) με την ο­ποί­α εί­χε χτι­στεί ο Τέ­μπλο Μα­γιόρ.


Με­τα­ξύ των σπα­νιο­τά­των και με­γά­λης σπου­δαιό­τη­τας χει­ρο­τε­χνη­μά­των που ά­φη­σαν πί­σω τους οι Αζ­τέ­κοι εί­ναι οι κώ­δι­κες, στους ο­ποί­ους συ­χνά α­να­φέ­ρο­νταν ως χρω­μα­τι­σμέ­να βι­βλί­α.


Η γλώσ­σα που μι­λού­σαν οι Αζ­τέ­κοι ή­ταν η να­χουά­τλ. Οι Αζ­τέ­κοι δεν εί­χαν αλ­φά­βη­το και χρη­σι­μο­ποιού­σαν α­ντ’ αυ­τού μια ει­κο­νο­γρα­φι­κή και ι­δε­ο­γρα­φι­κή χά­ρα­ξη, για να κα­τα­γρά­φουν και να δια­τη­ρούν πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κές με γε­νε­α­λο­γί­ες, η­με­ρο­λο­για­κά γε­γο­νό­τα, ι­στο­ρί­ες, κα­τα­λό­γους δω­ρε­ών και η­με­ρο­λό­για κα­θε­αυ­τά. Τα θαυ­μά­σια βι­βλί­α τους, α­πλω­μέ­να σε προ­θή­κες της RA, ή­ταν φτιαγ­μέ­να α­πό ει­δι­κό χαρ­τί (α­μά­τλ) και οι χάρ­τες α­πό βαμ­βά­κι (οι Ι­σπα­νοί τους έ­λε­γαν λιέν­θος). Η ά­φι­ξη των Ι­σπα­νών βελ­τί­ω­σε την “εκ­δο­τι­κή” ποιό­τη­τα: τα βι­βλί­α γρά­φο­νταν (ει­κο­νο­γρά­φο­νταν) σε ευ­ρω­πα­ϊ­κό χαρ­τί και δέ­νο­νταν με το συμ­βα­τι­κό τρό­πο των χει­ρο­γρά­φων.


Το 1519 συ­νέ­βη έ­να γε­γο­νός που άλ­λα­ξε ρι­ζι­κά τη δια­δρο­μή των Αζ­τέ­κων και της πα­γκό­σμιας ι­στο­ρί­ας. Ο Ι­σπα­νός μι­σθο­φό­ρος Χερ­νάν Κορ­τές έ­φυ­γε α­πό την Κού­βα με 200 έ­φιπ­πους. Δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το κα­λο­καί­ρι του 1521, οι ι­σπα­νι­κές δυ­νά­μεις αιχ­μα­λώ­τι­σαν τον τε­λευ­ταί­ο ε­λεύ­θε­ρο Αζ­τέ­κο η­γέ­τη (τον Κουά­ου­χτέ­μοκ) και κα­τε­λή­φθη η Τε­νο­χτί­τλαν. Ε­ρει­πω­μέ­νη με­τά α­πό πο­λύ­μη­νο πό­λε­μο, η έ­ξο­χη πό­λη, με α­πο­δε­κα­τι­σμέ­νο πλη­θυ­σμό, χρη­σί­μευ­σε ως βά­ση για την ι­σπα­νι­κή α­ποι­κια­κή πρω­τεύ­ου­σα, που αρ­γό­τε­ρα έ­γι­νε γνω­στή α­πλώς ως Μέ­ξι­κο Σί­τι. Η α­ποι­κί­α ο­νο­μά­στη­κε Νουέ­βα Ε­σπά­νια. Δια­τη­ρή­θη­κε η ε­πί­δρα­ση των Αζ­τέ­κων τε­χνι­τών. Α­να­δύ­θη­κε έ­να και­νούρ­γιο καλ­λι­τε­χνι­κό στυλ που προ­σαρ­μό­στη­κε στις α­νά­γκες της χρι­στια­νι­κής α­γιο­γρα­φί­ας και της ευ­ρω­πα­ϊ­κής προ­ο­πτι­κής στη ζω­γρα­φι­κή, πα­ντρεύ­ο­ντας τις πα­ρα­δο­σια­κές τε­χνι­κές με τις και­νούρ­γιες συμ­βά­σεις. Προ­ε­τοι­μά­στη­κε έ­τσι το έ­δα­φος για την με­τέ­πει­τα πε­ντα­κο­σιά­χρο­νη καλ­λι­τε­χνι­κή3 α­νά­πτυ­ξη του Με­ξι­κού.


Οι Ι­σπα­νοί κα­τέ­κτη­σαν, ά­λω­σαν, λε­η­λά­τη­σαν, σκό­τω­σαν για οι­κο­νο­μι­κούς λό­γους. Χρυ­σά­φι και νέ­α προ­ϊ­ό­ντα για τις ε­πε­κτει­νό­με­νες α­γο­ρές του κό­σμου, εκ­πλή­ρω­ση πό­θων γαιο­κτη­σί­ας για ευ­γε­νείς και α­κτή­μο­νες νε­ο-α­ρι­στο­κρά­τες, ι­δού τα αί­τια της λυσ­σα­λέ­ας ι­σο­πέ­δω­σης των Αζ­τέ­κων. Η ι­στο­ρί­α των κα­τα­κτη­τών και της κα­τα­στρο­φής συ­νε­χί­ζε­ται με έ­ξυ­πνα ό­πλα. Φαί­νε­ται ό­τι η ευ­φυ­ΐ­α του αν­θρώ­που εί­ναι α­ντι­στρό­φως α­νά­λο­γη των ό­πλων του.
Στη γλώσ­σα να­χουά­τλ “Huehue­teotl” ση­μαί­νει πα­λιός, πα­λιός θε­ός. Αν υ­πάρ­χει, ας προ­στα­τεύ­ει ό­λους τους πο­λι­τι­σμούς σε ό­λα τα μή­κη και πλά­τη της γης, α­πό κά­θε λο­γής βαν­δά­λους κον­κι­στα­δό­ρες.


Κώ­στας Θε­ο­λό­γου


Ο Κώ­στας Θε­ο­λό­γου γεν­νή­θη­κε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη το 1960. Εί­ναι πο­λι­τι­κός ε­πι­στή­μο­νας με Νο­μι­κές σπου­δές στην Α­θή­να (1983) και με­τα­πτυ­χια­κά στην Κοι­νω­νι­κή Θε­ω­ρί­α και Ι­στο­ρί­α στο Πα­ρί­σι (1986). Εκ­πο­νεί δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή στο Ε­θνι­κό Με­τσό­βιο Πο­λυ­τε­χνεί­ο με θέ­μα Τα α­πο­τυ­πώ­μα­τα της μνή­μης ως νε­ω­τε­ρι­κού μη­χα­νι­σμού στη δη­μό­σια σφαί­ρα – Μνή­μη και ε­πι­κοι­νω­νί­α στον α­στι­κό χώ­ρο της Θεσ­σα­λο­νί­κης 1909-1952. Με­τα­φρά­ζει βι­βλί­α λο­γο­τε­χνί­ας και ι­στο­ρί­ας.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Alfredo Lopez Austin, Cosmo­vision, Religion and The Calendar of the Aztecs, 3ο κε­φά­λαιο στο Aztecs, exhi­­bition catalogue, RA, Λον­δί­νο 2002, σελ. 30.
  2. Άλ­λω­στε φό­νος στα αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κά ση­μαί­νει και το κα­τά τη σφα­γή χυ­νό­με­νο αί­μα.
  3. Μια πτυ­χή αυ­τής της α­νά­πτυ­ξης (χω­ρίς να την α­ξιο­λο­γού­με) βγαί­νει μα­ζι­κά στην ε­πι­φά­νεια μέ­σω της κι­νη­μα­το­γρα­φι­κής ται­νί­ας Φρί­ντα, που α­να­φέ­ρε­ται στην ζω­ή της ζω­γρά­φου Φρί­ντα Κά­λο, (που έ­μει­νε κα­τά­κοι­τη το 1925 α­πό αυ­το­κι­νη­τι­κό α­τύ­χη­μα), τη σχέ­ση της με τον μαρ­ξι­στή με­ξι­κα­νό ει­κα­στι­κό καλ­λι­τέ­χνη Ντιέ­γκο Ρι­βέ­ρα, και την με­τέ­πει­τα σχέ­ση της με τον ε­ξο­ρι­σμέ­νο Λεβ Ντα­βί­ντο­βιτ­ς Μπρόν­­στα­ϊν (Λέ­ον Τρό­τσκι), που τον δο­λο­φό­νη­σε το στα­λι­νι­κό πα­ρα­κρά­τος το 1940.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ