Αρχική » Γ. Μεταλληνός: Το ‘21 και οι συντελεστές του

Γ. Μεταλληνός: Το ‘21 και οι συντελεστές του

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Μεταλληνού, από το Άρδην τ. 74, Μάρτιος-Απρίλιος 2009

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ Eκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1995

Αμφισβητήσεις και επακριβώσεις
Ένα από τα φοβερότερα ανοσιουργήματα στο χώρο της Ιστορίας –αυτόχρημα αναιρετικό της ιστορικής επιστήμης– είναι η ιδεολογική ερμηνεία και χρήση των ιστορικών δεδομένων. Τότε ο Ιστορικός δέν κάνει επιστήμη (απροκατάληπτη δηλαδή και ελεύθερη έρευνα), αλλά πολιτική. Ένα δε από τα ιστορικά γεγονότα, πρωταρχικής για τον Ελληνισμό σημασίας, που δεινοπαθεί ιδιαίτερα από την ιδεολογικοποιημένη ιστορία, είναι το 1821, η Μεγάλη Επανάσταση του Ελληνικού Γένους/Έθνους, και ο αληθινός χαρακτήρας της. Το ’21 σηματοδοτεί την αρχή του Ελληνικού Κράτους, και γι’ αυτό όλες oι ιδεολογίες ζητούν να το παρουσιάσουν ως δικό τους, να σφετερισθουν τη δόξα του.
Μ ια ομάδα ερευνητών προσεγγίζουν το ’21 με ένα πνεύμα αμφισβητήσεως και διάθεση απορριπτική για κοινωνικές ομάδες που καταλέγονται στους συντελεστές του. Γι’ αυτούς το ’21 είναι «σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34) και ζητούν την απομύθευσή του, στα πλαίσια του γνωστού αιτήματος “να ξαναγραφεί η ιστορία”. Διατυπώθηκαν μάλιστα θέσεις που επαναλαμβάνονται αυτούσιες από τους συνεχιστές τους, ιδιαίτερα στο χώρο της παιδείας και της ανεύθυνης (υπάρχει και τέτοια) δημοσιογραφίας. Κυρίως πολεμείται η θέση του “ανωτέρου” (λεγομένου) Κλήρου1 στόν Αγώνα και αμφισβητείται γενικότερα ο ρόλος του ράσου σ’ αυτόν.
Επισημαίνονται προδοσίες, χαρακτηρίζονται προδότες, ελέγχονται συμπεριφορές, αμφισβητείται η προσφορά. Τα “επιχειρήματα” όμως περιορίζονται συνήθως σε ωραιολογίες και ανέρειστες γενικεύσεις ή γλωσσικά πυροτεχνήματα χωρίς τεκμηρίωση. Η ιδεολογικοποιημένη αυτή “ιστορική ερμηνεία” αναπαράγεται συνεχώς, και παρασύρει τους αδύνατους και ανίκανους να επιχειρήσουν αυτοδιαπιστώσεις. Ιδιαίτερα δε στο χώρο της παιδείας το θύμα παρόμοιων ιδεολογημάτων είναι η Νεολαία, που οδηγείται στην αμφισβήτηση και την άρνηση, πριν ακόμη γνωρίσει την ιστορική αλήθεια.
Ποια, λοιπόν, η συμβολή του Κλήρου στον Αγώνα; Ωφέλησε ή έβλαψε το Γένος; Ποιά η συμμετοχή του γενικότερα στην ανάσταση του Γένους; Στάθηκε στο πλευρό του ή αδιαφόρησε; Μπορούμε να μιλούμε για αντίδραση ή αδιαφορία; [ ] Σκοπός μας δεν είναι μια (ανώφελη και προκλητική) απολογητική υπέρ του Κλήρου –τότε θά ίσχυε το αρχαίο: “το τας ιδίας ευεργεσίας υπομιμνήσκειν τινί ίδιον τω υβρίζειν”– αλλά η αντικειμενική, κατά το δυνατόν, ερμηνεία.

  1. Το δiλημμα “συνύπαρξη ή αντίσταση” και η δυναμική του2.
    Μετά την άλωση (1453) το Γένος ολόκληρο διχάσθηκε στη στάση του απέναντι στον κατακτητή. Δύο τάσεις διαμορφώθηκαν: ο συμβιβασμός με τη νέα κατάσταση, κινούμενος ανάμεσα στη μοιρολατρία και την ελπίδα αποκαταστάσεως, ή η δυναμική αντίσταση με κάθε δυνατό μέσο. Την πρώτη τάση εκπροσωπούσαν oι αντιδυτικοί ή ανθενωτικοί, ενώ τη δεύτερη oι ενωτικοί και φιλοδυτικοί. H διάσταση ενωτικών – ανθενωτικών προϋπήρχε φυσικά της αλώσεως, διότι oι δύο παρατάξεις διαμορφώθηκαν αμέσως μετά το τελικό σχίσμα Ανατολής – Δύσεως (1054). Η αντιλατινική-αντιφραγκική πλευρά ήταν η πολυπληθέστερη και ισχυρότερη, διότι τη συντηρούσε η μόνιμη –απόδειξη, το 1204– φραγκική επιβουλή απέναντι στην Ορθόδοξη-Ρωμαίικη Ανατολή. Στους φιλοδυτικούς καταλέγονταν κυρίως διανοούμενοι και πολιτικοί. Οι πρώτοι, διότι ταυτίζονταν στις θεωρητικές αναζητήσεις τους με τους δυτικούς διανοουμένους (ενδοκοσμική εσχατολογία), ενώ οι δεύτεροι και για λόγους σκοπιμότητας (προσδοκία βοήθειας). Με την αλληλοπεριχώρηση θεολογίας και πολιτικής, βασικό γνώρισμα της Ρωμανίας (“Βυζαντίου”), η σύγκρουση των δύο παρατάξεων δεν έμεινε στο θεωρητικό επίπεδο, αλλά επηρέασε όλο το φάσμα της ζωής.
    Συνείδηση των ανθενωτικών ήταν ότι την Ορθόδοξη-Ρωμαίικη ταυτότητα (που για το Γένος ήταν και εθνική) δεν την απειλούσαν τόσο oι Οθωμανοί, όσο oι Φράγκοι. Η πίστη, όχι ως θρησκευτική ιδεολογία, αλλά ως θεραπευτική της υπάρξεως και μέθοδος θεώσεως-σωτηρίας, θα έχει πάντοτε στην ησυχαστική παράδοση και τα επηρεαζόμενα απ’ αυτήν πλατειά λαϊκά στρώματα πρωταρχική σημασία. Αυτή τη συνείδηση κωδικοποιεί και επαναδιατυπώνει τον 18ο αιώνα ο μεγάλος απόστολος του δούλου Γένους, ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός: “Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα εδώ κοντά να τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον, μέσαθεν από την Κόκκινην Μηλιάν, και του το εχάρισε; Ήξερεν ο Θεός πως τα άλλα ρηγάτα μάς βλάπτουν εις την πίστιν, και (=ενώ) ο Τούρκος δεν μας βλάπτει. Άσπρα (=χρήματα) δώσ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Και διά να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου, και τον έχει o Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη…”3. O άγιος Κοσμάς έδινε, έτσι, απάντηση στους δυτικόφρονες-ενωτικούς, χωρίς μάλιστα να μπορεί να κατηγορηθεί ως εχθρός του λαού ή σκοταδιστής. Μόνο όσοι έχουν εμπειρία της ησυχαστικής παραδόσεως, που διασώζεται στις λαϊκές πρακτικές, μπορούν να κατανοήσουν τη δυναμική της πίστεως μέχρι τον 19ο αιώνα4. Αντίθετα, οι φιλενωτικοί ήσαν πάντα πρόθυμοι να μειοδοτήσουν στο θέμα της πίστεως (δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που προσχώρησαν στον παπισμό), διότι τα κριτήριά τους ήταν προπάντων ενδοκοσμικά και καιρικά. Οι δεύτεροι έριχναν το βάρος στην εξωτερική ελευθερία. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να λεχθεί ότι, μολονότι η πρώτη τάση διέσωσε την ταυτότητα του Γένους, η δεύτερη το κράτησε σε μόνιμο επαναστατικό βρασμό. Η αντίθεσή τους, χωρίς να γίνεται από τότε αισθητό, λειτούργησε ως σύνθεση.
    Η πολιτική της συνυπάρξεως εκφραζόταν ως πολιτική κατευνασμού του κατακτητή και περιορισμένης συνεργασίας, και την εγκαινίασε, κατ’ ανάγκην, ο πρώτος Γενάρχης, οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (1454). Η στάση αυτή στόχευε στην περίσωση των δυνάμεων που είχαν μείνει στο Γένος. Βέβαια, από το φρόνημα των προσώπων εξηρτάτο η φύση και η έκταση που θα έπαιρνε αυτή η “συνεργασία”. Η στάση αυτή όμως δικαιωνόταν ιστορικά, διότι είχε εφαρμοσθεί ήδη από την αραβοκρατία (7ος αι.), άρα υπήρχε μακρά πείρα, και θεμελιωνόταν θεολογικά στο γνωστό παύλειο χωρίο της Προς Ρωμαίους (13,1: “Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ έστιν εξουσία, ειμή από Θεού…”), σε συνδυασμό βέβαια με το επίσης αποστολικο: “πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις” (Πραξ. 5,29). Η υπακοή στα τυραννικά καθεστώτα, όχι στους τυράννους, έχει όρια (“εν οις εντολή του Θεού μη εμποδίζηται”, κατά τον Μ. Βασίλειο, P.G. 31, 860) και δεν νοείται ορθόδοξα ως “ταύτιση”, αλλά ως μέτρο καιρικό, όταν δεν υπάρχει άλλη (χριστιανικά δικαιωμένη) επιλογή.
    Βέβαια, στο σημείo αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο λόγος εδώ αφορά στο ράσο στο σύνολό του και όχι σε κάποια προσωπική επιλογή. Η Εκκλησία, σε κάθε εποχή, έχει την αποστολή της Μάνας. Να προφυλάσσει και να σώζει το ποίμνιό της. Κάθε δυναμική στάση που θα οδηγούσε σε αποτυχία και καταστροφή θα καταλογιζόταν πάντα εναντίον της5. Η ανοχή και διαλλακτικότητα του Κλήρου δεν μπορεί να ερμηνεύεται συλλογικά ως ένοχος συμβιβασμός και εθελοδουλία, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες διακριβώνεται εσωτερική ταύτιση με τον κατακτητή. Αλλά τέτοιες περιπτώσεις ελεγχόμενης διαγωγής Κληρικών υπήρξαν σπανιότατες.[ ]
    Η πολιτική όμως της συνυπάρξεως είχε και μια δυναμική διάσταση: την πίστη στη δυνατότητα βαθμιαίας υποκαταστάσεως των Οθωμανών στη διακυβέρνηση του Κράτους και τη δημιουργία ενός “Οθωμανικού Κράτους του Ελληνικού ΄Εθνους”. Κατά την άποψη αυτή η ανάσταση του Ρωμαίικου (της Ρωμανίας/”Βυζαντίου”) θα ερχόταν χωρίς επανάσταση, αλλά με τη βαθμιαία διάβρωση του κράτους και την αθόρυβη μεταλλαγή του. Η επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) και η επικράτηση του εθνικιστικού φανατισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσκοπούσε ακριβώς στην επίσχεση των Ρωμηών (και των Αρμενίων) στη συνεχώς αυξανόμενη συμμετοχή τους στον κρατικό μηχανισμό. Και αυτό δικαιώνει τη φαναριώτικη πολιτική. Η πολιτική αυτή της πρόσκαιρης “συνεργασίας” μπόρεσε να βελτιώσει τη θέση του υπόδουλου Γένους, με την ανάπτυξη της αυτοδιοικήσεως στις κοινότητες και την ανάδειξη στελεχών μιας ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.
    Πρόσφατα διατυπώθηκε η άποψη ότι «η Εκκλησία εδραίωσε όλη της την επιρροή, ώστε να αποθαρρύνει τις εξεγέρσεις των Ορθοδόξων κατά της κυβέρνησης του Σουλτάνου»6. Μολονότι η διάθεση του συγγραφέα είναι θετική απέναντι στην Ορθόδοξη Εθναρχία, η τοποθέτηση αυτή δεν επιβεβαιώνεται από τα πράγματα. Ο εκκλησιαστικός χώρος, σε όλο του το φάσμα, δεν έχει να δείξει μόνο εκπροσώπους της πολιτικής της περιορισμένης συνεργασίας, αλλά και στην πλευρά της δυναμικής αντιστάσεως. Αυτό είναι ενδεικτικό της ελευθερίας στο σώμα της Εκκλησίας, σε θέματα επιλογών τακτικής. Τον 16ο και 17ο αιώνα Πατριάρχες και Μητροπολίτες έλαβαν απροκάλυπτα μέρος σε εξεγέρσεις. Και δεν επρόκειτο μόνο για φιλοδυτικούς, παρασυρόμενους από τη δυτική προπαγάνδα, αφού και ένας ησυχαστής αγιορείτης, ο άγιος Μάξιμος ο “Γραικός” (l6ος αι.), επιδίωξε να υποκινήσει τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων.
    Διαπίστωση αδιάψευστη της έρευνας είναι ότι δεν υπάρχει εξέγερση του υποδούλου Γένους στην οποία δεν έπαιξαν ενεργό ρόλο Κληρικοί και Μοναχοί. Μια περιδιάβαση στην πολύτομη (και πολύτιμη) Ιστορία του Νέου ‘Ελληνισμού του καθηγητού Αποστ. Βακαλόπουλου επιβεβαιώνει τη θέση αυτή. Και δεν ήσαν λίγα τα επαναστατικά κινήματα του δούλου Γένους7. Περισσότερες από 70 είναι, κατά τον υπολογισμό μας, oι εξεγέρσεις και τα επαναστατικά κινήματα σ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ανάλογες κινήσεις σε βενετοκρατούμενες περιοχές. Και σ’ όλα πρωτοστατούν Κληρικοί κάθε βαθμού και Μοναχοί. Το ράσο γίνεται ένα είδος επαναστατικού λαβάρου και σημαίας. Βέβαια, τα αποτυχημένα αυτά επαναστατικά κινήματα επιτρέπουν και κάποιες άλλες σημαντικές διαπιστώσεις: α) Το Γένος δεν συμβιβάσθηκε ποτέ με την κατάσταση της δουλείας και δεν έπαυσε να πιστεύει στη δυνατότητα αποκαταστάσεώς του. β) Οι επανειλημμένες αποτυχίες των επαναστατικών αυτών κινημάτων δικαιολογούν, αλλά και ερμηνεύουν συνάμα, τους δισταγμούς των Ηγετών του Γένους το 1821, όταν μάλιστα το φόβο της νέας τραγικής αποτυχίας τον ενίσχυε η καταθλιπτική παρουσία της “Ιεράς Συμμαχίας” (από το 1815). γ) Αποδεικνύεται τελείως αβάσιμο το επιχείρημα ότι ο Διαφωτισμός και ιδίως η Γαλλική Επανάσταση (1789) γέννησαν το ’218, όταν το Γένος δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επαναστατικό βρασμό. H Γαλλική Επανάσταση ήταν φυσικό να επιταχύνει τους ρυθμούς και να ενθαρρύνει την αστική τάξη, όχι όμως και να προκαλέσει τον Αγώνα του ’21, ο οποίος δεν είναι παρά ένας σταθμός στη μακραίωνη φιλελεύθερη πορεία του Γένους μας.
    Η μεγάλη ανθενωτική-ησυχαστική παράταξη, στην οποία ανήκαν κατά κανόνα και oι Πατριάρχες και Μητροπολίτες, το εθναρχικό δηλαδή σώμα, έχει να επιδείξει και μια σημαντικότερη ακόμη αντίσταση, ανταποκρινόμενη μάλιστα απόλυτα στο πνεύμα της ορθοδόξου παραδόσεως. Είναι οι Νεομάρτυρες. Αυτοί προέβαλαν τη συνεπέστερη για την Ορθοδοξία και αποτελεσματικότερη για το Γένος αντίσταση, χωρίς μάλιστα θυσίες άλλων, παρά μόνο του εαυτού τους9. [ ] Οι Νεομάρτυρες ξαναζωντάνεψαν την αρχαία χριστιανική παράδοση του μαρτυρίου. Η ομολογία τους αποσκοπούσε στην έμπρακτη απόρριψη του κατακτητή και την άμεση επιβεβαίωση της υπεροχής της δικής τους πίστεως, που περιέκλειε συνάμα καί τον εθνισμό τους. Σ’ όλη τη μακρά δουλεία, απέναντι στους εξωμότες (εξισλαμισθέντες) ή και τους κρυπτοχριστιανούς, που αληθινά ή όχι κατέφασκαν την ιδεολογία του κατακτητή, στέκονταν oι δημόσιοι καταφρονητές της, οι Νεομάρτυρες, μόνιμη παρηγορία και στήριγμα της συνειδήσεως των υποδούλων αδελφών τους. [ ]
    Σε τελευταία ανάλυση, οι στρατιές των Νεομαρτύρων αποδεικνύουν τη συμμετοχή και του ράσου στην αντίστασή τους, όπως και την ενότητα του Γένους εναντίον του τυράννου. Oι Νεομάρτυρες προετοιμάζονταν για την ομολογία τους από τους Πνευματικούς-Γέροντες (ανάμεσά τους και Επίσκοποι). Οι βίοι και τα μαρτύρια των Νεομαρτύρων κυκλοφορούνταν και διαβάζονταν, είτε μεμονωμένα από τους πιστούς, είτε στις μνήμες τους ως συναξάρια. Και μόνο η καθιέρωση της τιμής της μνήμης των Νεομαρτύρων αμέσως μετά τη θυσία τους, βεβαιώνει τη, σιωπηρή έστω (για ευνόητους λόγους), κατάφαση από μέρους του Εθναρχικού Κέντρου (του Οικουμενικού Πατριαρχείου) της θυσίας τους και αναγνώριση της σημασίας της για τη συνέχεια του Γένους. [ ]
    Η περίπτωση των Νεομαρτύρων όμως δείχνει, πέρα από τα παραπάνω, και τη σημασία των Μοναστηριών στους αγώνες για την ανάσταση του Γένους. Ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος ονομάζει αδίστακτα τα Μοναστήρια “προμαχώνες μπροστά στα κύματα του Μουσουλμανισμού”10. Δεν ήσαν, πράγματι, μόνο κέντρα παιδείας (“κρυφά” σχολεία), καταφυγής και προστασίας των Ραγιάδων. Δεν ήσαν μόνο πνευματικές κολυμβήθρες για τον συνεχή αναβαπτισμό του Γένους στην παράδοσή του11. Ήσαν και αντιστασιακά-επαναστατικά κέντρα σε σημείο, που να μην υπάρχει εξέγερση ως το ’21 στην οποία δεν πρωτοστατούν κάποιο ή κάποια Μοναστήρια ως επίκεντρα της επαναστατικής δραστηριότητας, αλλά και χώροι από τους οποίους ξεπηδούσαν επαναστάτες-πολεμιστές. Οι Μοναχοί μας ποτέ δεν θεώρησαν αντίθετο προς τον πνευματικό τους αγώνα τον αγώνα για την εθνική ελευθερία και τη θυσία τους γι’ αυτήν.
    Αυτή τη στάση των Μοναστηριών στον Αγώνα ομολογεί και προσδιορίζει με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: “Τ’ άγια τα μοναστήρια, οπού ’τρωγαν ψωμί oι δυστυχισμένοι […] από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων. Δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες· δούλευαν και προσκυνούσαν (=λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ’ αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι ‘περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήνα”12.
    Ο Μακρυγιάννης επικαλείται την προσωπική του εμπειρία για να κατοχυρώσει τη συμμετοχή των Μοναστηριών στο μακρό αγώνα της ανεξαρτησίας. [ ] Η φράση «δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί» για μας σημαίνει: δεν είχαν καμιά σχέση με τα δυτικά μοναχικά τάγματα, που βρίσκονταν στην εξουσία του “τυράννου” (Πάπα ή Φράγκου Αυτοκράτορα). Ήταν στην υπηρεσία-διακονία του Γένους, στο οποίο και ανήκαν. [ ] Τα ελληνικά Μοναστήρια δεν συνδέθηκαν μόνο με τις εξεγέρσεις των χρόνων της δουλείας, αλλά από αυτά ξεπήδησαν και μεγάλες μορφές του ’2113, φωτεινοί ηγέτες και φλογεροί επαναστάτες.
  2. Το Ράσο στην Επανάσταση του ‘21
    Η συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και γενικά όλου του ράσου στον πανεθνικό Αγώνα του ’21 ήταν αδύνατη χωρίς μια πολύ δύσκολη αυθυπέρβαση. Και η αυθυπέρβαση αυτή δεν έχει σχέση, όπως θα δεχόταν η αντικληρική προπαγάνδα, με κάποια εθελοδουλία ή αδιαφορία για το Γένος. Αντίθετα, σχετιζόταν άμεσα με τη γνήσια και αυθεντική αποκατάστασή του. Ας θυμηθούμε εδώ το βαθύτερο στόχο της Εθναρχίας και του Κλήρου μέσω της “περιορισμένης συνεργασίας” με τον κατακτητή. Ήταν η ανάσταση όλου του Ρωμαίικου, δηλαδή της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, με την παλαιά έκταση και εύκλειά της. Αυτό εννοούσε ο Πατροκοσμάς λέγοντας συχνά: “αυτό μια μέρα θα γίνει ρωμαίικο». Αυτό εννοούσε και ο Ρήγας Βελεστινλής, έστω και σε ένα άλλο ιδεολογικό πλαίσιο, όταν έλεγε στο “Θούριό” του: “Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι καί Ρωμηοί, αράπηδες και άσπροι, μέ μιά κοινή ορμή, για την ελευθερίαν νά ζώσωμεν σπαθί”.
    Μετά το κίνημα του Άλ. Υψηλάντη θα αλλάξει αυτός ο ρωμαίικος-οικουμενικός στόχος του Ρήγα και των Κολλυβάδων, που ήταν ο στόχος της Εθναρχίας14. Από τη μεγαλοϊδεατική ιδεολογία του Γένους, θα ενταχθεί ο Αγώνας στο πλαίσιο της αρχής των εθνικοτήτων –καρπού της Γαλλικής Επαναστάσεως– στοχεύοντας όχι πια στην ανασύσταση της αυτοκρατορίας, αλλά στη δημιουργία ενός μικρού ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο θα “στριμωχνόταν” κυριολεκτικά (πρβλ. το 1922) το Ελληνικό ΄Εθνος. Αυτό το πέρασμα από τη Ρωμαίικη Οικουμένη στο ελληνικό κράτος ισοδυναμούσε με θάψιμο της Ρωμηοσύνης. Έτσι, ο αγώνας του ’21 εντάχθηκε στα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης για την αυτοκρατορία της Ρωμανίας. Στις ευρωπαϊκές αυλές, όπως λ.χ. του Ναπολέοντος, καθορίσθηκε ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επαναστάσεως, που δεν θα έχει πια ρωμαίικο-οικουμενικό χαρακτήρα, αλλά στενά εθνικό και κατ’ ουσίαν “αρχαιοελληνικό”. Θα είναι επανάσταση των Ελλήνων του Ελλαδικού θέματος όχι μόνο εναντίον των Τούρκων, αλλά και εναντίον της Ρωμαίικης Εθναρχίας, ως συνέχειας της “Ρωμαϊκής Βασιλείας” των “Βυζαντινών”15. Το πραξικοπηματικό Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας (1833) είναι η απτή επιβεβαίωση αυτών των ξενόφερτων προσανατολισμών.
    Η συμμετοχή, συνεπώς, του ράσου –και μάλιστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου– στον Αγώνα υπήρξε δείγμα υψηλής αυθυπερβάσεως και αυτοθυσίας, αφού ήταν πια φανερό ότι ο Αγώνας είχε σαφώς αντιρωμαίικο και αντιεθναρχικό χαρακτήρα, στρεφόμενος και κατά του Πατριάρχου, ως Εθνάρχου των Ρωμηών16. Η συμμετοχή δε αυτή ομολογείται από εκείνους, που την έζησαν σ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα και ήταν σε θέση νά την επιβεβαιώσουν.
    “Πλησίον εις τον Ιερέα –έλεγε ο Θ. Κολοκοτρώνης– ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης καί τζομπάνης, ναύτης καί γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι”17. Ο ιστορικός του 19ου αιώνα Χρ. Βυζάντιος σημειώνει: “Προύχοντες, κληρικοί, αρματολοί και κλέφται, λόγιοι και πλούσιοι, συνεφώνησαν ή μάλλον συνώμοσαν και παραχρήμα επαναστάτησαν κατά της τουρκικής δυναστείας18.
    Ο εθνικός ιστορικός μας Κ. Παπαρρηγόπουλος ομολογεί: “…Οσαδήποτε και αν υπήρξαν τα αμαρτήματα πολλών εκ των Πατριαρχών, ουδείς όμως εξ αυτών, ουδείς ωλίσθησεν περί την ακριβή του πατρίου δόγματος και των υπάτων εθνικών συμφερόντων τήρησιν”19 Ανάλογα αποτιμούν τη στάση του ράσου στην Επανάσταση ο Δ. Κόκκινος, ο Δ. Φωτιάδης, ο Σπ. Μαρινάτος, ο Ι. Συκουτρής, ο Κ. Βοβολίνης, ο Ν. Τωμαδάκης, ο Απ. Βακαλόπουλος κ.ά.20 Υπάρχουν, βέβαια, και επικριτές του Κλήρου και των Αρχιερέων, που αμφισβητούν ή και αρνούνται την ειλικρινή και άδολη συμμετοχή τους στον Αγώνα. Τέτοιες θέσεις έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει ο Γ. Κορδάτος (ιστορικός μαρξιστής), ο Γ. Σκαρίμπας (λογοτέχνης μαρξιστής, αλλ’ όχι ιστορικός), ο Μάριος Πλωρίτης (φιλόλογος κριτικός, αλλά όχι ιστορικός), ο Γ. Καρανικόλας (δημοσιογράφος, όχι ιστορικός) κ.ά.21. Oι θέσεις αυτές επαναλαμβάνονται στερεότυπα από άλλους λιγότερο σημαντικούς καί άσχετους με την ιστορική έρευνα. Αρκεί να μελετήσει κανείς το ΔΕΛΤΙΟΝ της Ο.Λ.Μ.Ε.22, για. να διαπιστώσει πως αυτούσιες oι ιδεολογικές αυτές ερμηνείες για το ’21 περνούν στο χώρο της παιδείας.[ ] Νεώτεροι μαρξιστές ιστορικοί έχουν αποκηρύξει την ερμηνευτική μέθοδο τού Γ. Κορδάτου και απομακρυνθεί από την ιδεολογική προοπτική του. Επίσης, έχουν απορρίψει την προπολεμική θεωρία του “λαϊκισμού” (π.χ. Λεων. Στρίγκας). Έτσι, ο Π. Ρούσος δέχεται την επανάσταση του ’21 ως εθνικοαπελευθερωτική και ομολογεί: “Σε σύγκριση με το εθνικό, το κοινωνικό έρχεται στο υπόστρωμα”23. Ανάλογα δέχονται ο καθηγ. Βασ. Φίλιας, ο Λεων. Στρίγκας, η Ελ. Αντωνιάδη-Μπιμπίκου κ.ά.24. [ ]
    Ένα από τα επισημότερα θύματα της παρατεινόμενης αυτής ιδεολογικής αδιαλλαξίας είναι ο Μέγας Οικουμενικός Πατριάρχης του Αγώνα, Άγιος Γρηγόριος Ε΄25. Η ερμηνεία της στάσης του στον Αγώνα απαιτεί επαρκή γνώση της εποχής (ιστορικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, διπλωματικά) και τη χρήση ορθών κριτηρίων, συγχρόνων δηλαδή και όχι σημερινών (ιστορικός αναχρονισμός). Ο σοφός εκείνος Γενάρχης πώς ήταν δυνατό να παραβλέψει τους αρνητικούς παράγοντες, που απειλούσαν κάθε επαναστατική σκέψη (Ιερά Συμμαχία, Τσάρος, προηγούμενες οικτρές αποτυχίες, π.χ. 1790); Γιατί να απαιτεί κανείς λιγότερη σύνεση από εκείνη τον Κοραή και του Καποδίστρια, που ήσαν τελείως αρνητικοί στα σχέδια εξεγέρσεως; Και όμως, σε καμία παρακωλυτική ή αποτρεπτική ενέργεια δεν προέβη, η δε αλληλογραφία του είναι σαφώς θετική και φανερώνει την εσωτερική συμμετοχή του στα σχέδια της Φιλικής26. Θα ερωτήσει, βέβαια, κανείς: και ο περιβόητος αφορισμός του κινήματος Υψηλάντου-Σούτσου; Δεν είναι σαφής αντίδραση του Γρηγορίου; Έτσι, άλλωστε, ερμηνεύεται ως σήμερα από την αρνητική κριτική.
    Μπορεί όμως να “έρμηνευθεί” ο αφορισμός χωρίς να ληφθεί υπόψη το κλίμα μέσα στο οποίο έγινε; Και ποιο ήταν το κλίμα αυτό;
    -Έκρηξη της οργής του Σουλτάνου (απόλυτου κυρίου πάνω σε κάθε υπήκοο).
  • ΄Αμεσος κίνδυνος γενικής σφαγής των Ρωμηών (ομολογία εκθέσεων των Ξένων της Κων/πόλεως27.
    Απερίγραπτες θηριωδίες, πού προοιώνιζαν τη συνέχεια
  • Παύση από τον Σουλτάνο δύο Μ. Βεζίρηδων, με την κατηγορία της επιεικούς στάσεως έναντι των Ρωμηών – Απαγχονισμός του Σεϊχουλισλάμη (θρησκευτικού αρχηγού), κατηγορουμένου για απείθεια (δεν εξέδωσε φετφά για σφαγή και εξόντωση των Ρωμηών28. – Εκτελέσεις Φαναριωτών (Μουζούρηδων και Μητροπολιτών) κ.λπ.
    Ποιος μπορεί μετά από όλα αυτά να αρνηθεί ότι ο αφορισμός ήταν πράξη ανάγκης και “στάχτη στα μάτια του Σουλτάνου”; (Νικοπόλεως Μελέτιος). Αυτή ακριβώς ήταν και η ερμηνεία του άμεσα θιγομένου από τον αφορισμό, Αλ. Υψηλάντη: “Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου”29. Μόνο, λοιπόν, μετά από τη γνώση όλων αυτών μπορεί να εκτιμηθεί σωστά και ο απαγχονισμός του Γρηγορίου. Ο πρώτος Πατριάρχης της Ρωμηοσύνης εκτελέσθηκε ως “προδότης” του Σουλτάνου και όχι των Ρωμηών30. Και εύλογα, αφού τυπικά ήταν ο δεύτερος μετά τον Σουλτάνο αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενώ δε ο αφορισμός δεν είχε καμιά αρνητική απήχηση στον Εθνικό Αγώνα, αφού ήταν γνωστή η προέλευσή του, το “σχοινί του Πατριάρχη” ανέπτυξε μιαν ευεργετική δυναμική, διότι έγινε κινητήρια δύναμη στο αγωνιζόμενο ΄Εθνος.
    Η ιδεολογικοποιημένη ερμηνεία δεν αφήνει όμως άθικτους και τους άλλους Αρχιερείς. Θέλοντας να μειώσουν τη διακεκριμένη συμμετοχή αρχιερέων, όπως λ.χ. ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή ο Σαλώνων Ησαΐας, μιλούν για “εκατοντάδες αρχιερέων” (Σκαρίμπας), η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων (δήθεν) απέσχε και υπονόμευσε τον Αγώνα31. Έχουν όμως έτσι τα πράγματα; Oι Αρχιερείς του Οικουμενικού Θρόνου δεν ξεπερνούσαν τους 200, στις 171 συνολικά επαρχίες του. Ο αριθμός δε αυτός περιλαμβάνει και τους Αρχιερείς των άλλων ρωμαίικων Πατριαρχείων που ήταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας32. Οι Σπ. Τρικούπης, Θ. Φαρμακίδης κ.ά., δέχονται τον αριθμό 180, οι δε τιτουλάριοι Αρχιερείς δεν υπερέβαιναν τους 2033. Ποια ήταν, λοιπόν, η συμμετοχή αυτών των Αρχιερέων στη Φιλική Εταιρεία34;
    Παρά τον αστικό χαρακτήρα της Φιλικής, oι πρωτεργάτες της δεν είχαν δυτική αντιφεουδαρχική συνείδηση, διότι στην “καθ’ ημάς Ανατολήν” δεν υπήρχε φεουδαρχία φραγκικού τύπου (φυσική αριστοκρατία). Γι’ αυτό, ενώ στη Δύση ο Κλήρος, και μάλιστα οι Επίσκοποι, εθεωρούντο προέκταση της τάξεως των Ευγενών, η Φιλική στράφηκε εδώ στον Κλήρο και μάλιστα στις κεφαλές του. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Κορδάτος: “0ι Φιλικοί […] επεδίωξαν να δώσουν χαρακτήρα πανεθνικόν εις την ωργανωμένην επανάστασιν και δι’ αυτό προσηλύτισαν και μερικούς Φαναριώτας και ανωτέρους Κληρικούς”35. Το επίθετο “μερικούς” απορρέει από το ιδεολογικό πρίσμα του Κορδάτου και δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο στα πράγματα.
    Από το 1818 μυήθησαν στην Φ.Ε. όλοι σχεδόν oι αρχιερείς της Πελοποννήσου36, κάτι που αναγκάζεται να το παραδεχθεί ο αγαθότερος Σκαρίμπας: “ Η Φ.Ε. […] στο κόλπο είχε μυήσει όλους σχεδόν τους Παλαιοελλαδίτες κοτσαμπάσηδες και προπαντός τους δεσποτάδες”37. Η αλήθεια είναι ότι ως Ρωμηοί oι ηγέτες της Φιλικής γνώριζαν την επιρροή των Αρχιερέων στο λαό. Μέσα στα έτη 1818-21 όλοι σχεδόν oι Αρχιερείς έγιναν μέλη της Φιλικής. Μαρτυρίες αδιαμφισβήτητες καλύπτουν 81 περιπτώσεις. Για έναν αριθμό απουσιάζουν μαρτυρίες, χωρίς όμως να μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν είχαν μυηθεί και εκείνοι. Απουσιάζει όμως και κάθε μαρτυρία για προβολή αρνήσεως ή για υπονόμευση του έργου της Εταιρείας. Oι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται ότι oι Αρχιερείς υπήρξαν η σπονδυλική στήλη της Φιλικής και ο κύριος παράγων του έργου της λόγω του υψηλού κύρους τους στον λαό38. Αν οι Αρχιερείς εξ άλλου δεν περιέβαλλαν με την αγάπη τους τo έργο της Φιλικής, πολλά πράγματα μπορούσαν να ανατραπούν. Μια αναφορά, τέλος, στην ποσοστιαία σύνθεση της Φιλικής δίνει τα στοιχεία: Κληρικοί 9,5%, Αγρότες 6% καί Πρόκριτοι 11,7%39.
    Ιδιαίτερα από την περιοχή της Ελλάδος αναφέρονται επώνυμα στις πηγές 73 αρχιερείς που έλαβαν ενεργό μέρος στον Αγώνα. Σαρανταδύο Αρχιερείς υπέστησαν ταπεινώσεις, εξευτελισμούς, φυλακίσεις, διώξεις κάθε είδους, βασανιστήρια, εξορίες κ.λπ. Δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες (Γρηγόριος Ε΄, Κύριλλος ΣΤ΄) και 45 Αρχιερείς (Μητροπολίτες) εκτελέσθηκαν ή έπεσαν σε μάχες. Κατά τον Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ οι κληρικοί-θύματα του Αγώνα ανέρχονται συνολικά σε 6.00040.
    Υπάρχει όμως και το “εξ αντιθέτου” επιχείρημα: η μαρτυρία των Τούρκων ιστορικών για τη δράση του ελληνορθοδόξου Κλήρου στον Αγώνα του ’2141. ‘Ετσι, ο Μώραλη Μελίκ Μπέη δέχεται ότι “τον λαόν (της Πελοποννήσου) υπεκίνησαν oι έχοντες συμφέροντα και σχέσεις μετά τούτων, oι έμποροι, οι πρόκριτοι, και κυρίως oι μητροπολίται και γενικώς oι ανήκοντες εις τον κλήρον, δηλαδή oι πραγματικοί ηγέται του Έθνους”42. Ο δε Ζανί Ζαντέ σημειώνει: “Τα σχέδια ετηρούντο μυστικά μεταξύ του Πατριάρχου, των Μητροπολιτών, των Παπάδων, των Δημογερόντων”43.
    Διά να κλείσουμε το θέμα αυτό, θα προσθέσουμε ότι ενίοτε τον 19ο αιώνα εγείρονταν αντιδράσεις όχι για τη μη συμμετοχή των Κληρικών μας στον απελευθερωτικό Αγώνα, αλλά αντίθετα για τη συμμετοχή τους σ’ αυτόν.
    Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κεφαλλονίτη κοσμοκαλόγηρου και ησυχαστή Κοσμά Φλαμιάτου (1786-1852)44. Κατά τον Φλαμιάτο η Αγγλία εκμεταλλεύθηκε τον Αγώνα του ’21. Με την εμπλοκή του Κλήρου σ’ αυτόν επεδίωξε “ίνα διεγείρη την παγκόσμιον, ει δυνατόν, περιφρόνησιν, μίσος, αποστροφήν και συνωμοσίαν κατά του Κλήρου, τόσον την εκ των Αρχών, όσον και την εκ του λαού. Δι’ αυτόν τον σκοπόν προς τοις άλλοις εκίνησεν εμμέσως εις τους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας και εισήχθησαν εν αυτώ ο Οικουμενικός Πατριάρχης, πολλοί Επίσκοποι και άλλοι εκ του Κλήρου της Ανατολής, και εφάνησαν τινές εξ αυτών οπλοφορούντες εις το στάδιον του κατά των Οθωμανών πολέμου, φαινόμενον όλως μοναδικόν, αλλόκοτον και αποτρόπαιον εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν…”45.
    Δεν θα ασχοληθούμε με την ορθότητα ή όχι των κρίσεων του Φλαμιάτου, που έχει το δικό του πρίσμα θεωρήσεως.
    Το σκανδαλιστικό για ησυχαστές σαν τον Φλαμιάτο είναι η συμμετοχή του Κλήρου στις πολεμικές επιχειρήσεις (“οπλοφορία”) και σε μια συνωμοτική Εταιρεία όπως η Φιλική. Την τελευταία θεωρεί κατευθυνόμενη “εμμέσως” από την Αγγλία. Μάλλον, συνεπώς, αυτό προσκρούει στη συνείδησή του, ότι δηλαδή η Επανάσταση εξυπηρετούσε τους σκοπούς της Δύσεως. Σ’ αυτό ακριβώς, πιστεύουμε, έγκειται η αντίθεσή του. Ότι ο Κλήρος της Ελλάδος, εν αγνοία του, εξυπηρέτησε σκοπούς αλλοτρίους και όχι τα όνειρα της Ρωμηοσύνης. Ο Φλαμιάτος γράφει στη δεκαετία του 1840, όταν πολλά πια έχουν αποσαφηνισθεί. Σημαντικό όμως είναι ότι θεωρεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη μέλος της Φιλικής Εταιρείας, σ’ αντίθεση με τους σημερινούς επικριτές του. Για τους παραδοσιακούς ορθοδόξους όμως αυτό ήταν το σκάνδαλο και όχι το αντίθετο. O Γενάρχης της Ρωμηοσύνης να υποθάλπει κινήσεις που στρέφονταν εναντίον της… Γι’ αυτό μιλήσαμε παραπάνω για “θυσία” και “αυθυπέρβαση” του ράσου. Η εθναρχική πολιτική εγκαταλείφθηκε για χάρη της ελευθερίας της Ελλάδος46. Η Ρωμαίικη Εθναρχία θυσιάσθηκε, εκούσια, για την ελευθερία της Ελλάδος. Ο Όθωνας στα 1833 θα πάρει για τους Έλληνες, πολιτικά και εκκλησιαστικά, τη θέση του Εθνάρχη Οικουμενικού Πατριάρχη. Η αγανάκτηση του Φλαμιάτου εστιάζεται, ακριβώς, στην αντίθετη κατεύθυνση από τις αιτιάσεις των επικριτών του Κλήρου. Το ράσο θυσίασε τα πάντα για την Ελλάδα και την εθνική αποκατάστασή της.
    Συμπερασματικά
    Η συμμετοχή του ράσου στους εθνικούς μας αγώνες δεν είναι ασφαλώς, ο μοναδικός λόγος της παρουσίας του Κλήρου στην κοινωνία μας. Κύρια αποστολή του ράσου είναι το έργο του ιατρού στο “Πνευματικόν Ιατρείον” της Εκκλησίας για την πνευματική και υπαρκτική αποκατάσταση του ανθρώπου μέσα στο Σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία δεν μπορεί ποτέ να θεωρείται ως ένας συμβατικός θεσμός, κοινωνικού χαρακτήρα, μέσα στον υπόλοιπο κρατικό και εθνικό βίο, με σκοπό να σώζει απλώς την ιστορική διάσταση.
    Εν τούτοις, η Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα η Ελλαδική, πρωτοστατεί σ’ όλους τους απελευθερωτικούς μας αγώνες. Γιατί; Διότι τούτο απορρέει από την πίστη της γιά τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η Ορθοδοξία βλέπει την ελευθερία ως το φυσικό κλίμα αναπτύξεως και πραγματώσεως του ανθρωπίνου προσώπου. Πραγματική δε ελευθερία είναι η δυνατότητα κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό και τους συνανθρώπους του, σε βαθμό γνησιότητας, πληρότητας και αυθεντικότητας, έξω δηλαδή από κάθε αναγκαστικότητα. Η ανθρώπινη ελευθερία εντάσσεται στα πλαίσια του θελήματος του Θεού και είναι (και ως εθνική-κοινωνική) έννοια καθαρά θεολογική-εκκλησιαστική47.
    Ο Ορθόδοξος Κλήρος δεν μπορεί να μη συμμετάσχει στους εθνικούς-απελευθερωτικούς αγώνες, διότι το έργο του και στην περίοδο της ειρήνης είναι απελευθερωτικό. Αγώνας για την καταξίωση του Ρωμηού, ως απελευθέρωση από τα δεσμά της εσωτερικής δουλείας, της αμαρτίας48. H εσωτερική δε δουλεία κατά κύριο λόγο επιφέρει και την εξωτερική. Διότι δουλεία δεν είναι, κυρίως, η αναγκαστική υποταγή, αλλά η εσωτερική υποταγή και ταύτιση με τον κατακτητή, η νέκρωση του πνεύματος αντιστάσεως και του ψυχικού δυναμισμού. Γι’ αυτό και πιστεύουμε ότι η σημαντικότερη προσφορά του ράσου στο ΄Εθνος μας δεν ήταν τόσο η συμμετοχή του Κλήρου στις ένοπλες εξεγέρσεις και συγκρούσεις, όσο η συμβολή του ράσου στη συντήρηση του ελληνορθοδόξου φρονήματος του Γένους και της αγάπης του προς την ελευθερία. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν θα μπορούσε να υπάρξει Εικοσιένα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ