γράφουν οι Δημήτρης Κ. Γερούκαλης, Έλενα Σεργεντάνη, Λύβια Κουτσάκη, από το Άρδην τ. 62, Νοέμβριος 2006 -Ιανουάριος 2007
Αν ανατρέξουμε στην ελληνική ιστορία, θα διαπιστώσουμε πως περίοδοι ακμής και υψηλής δημιουργικής δραστηριότητας των Ελλήνων υπήρξαν εκείνες που διαπνέονταν από το κοινοτικό πνεύμα και ήθος.
Και στην αρχαιότητα και στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι το 1922, οι κοινότητες θα συντελέσουν αποφασιστικά στην ακμή του νεώτερου ελληνισμού. Οποτεδήποτε υπήρξε συγκρότηση μεγαλύτερων κρατικών οντοτήτων (ελληνιστικοί χρόνοι, Ρωμανία, σύγχρονο ελληνικό έθνος-κράτος) και υπήρξε αντιπαράθεση στο κοινοτικό πνεύμα, αυτό οδήγησε στην απομείωση και συρρίκνωση του δημιουργικού πνεύματος του ελληνισμού. Μοιάζει ως εάν οι Έλληνες να μπορούν να δημιουργούν και να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους πολύ πιο εύκολα μέσα από κοινοτικές δομές, ενώ αντιθέτως «νεκρώνονται» στις συνθήκες των συγκεντρωτικών και γραφειοκρατικών κρατικών οντοτήτων.
H μελέτη και η ανάδειξη των Κοινοτήτων των Ελλήνων, του κοινοτισμού, είναι ένα ταξίδι στην κοσμολογία της νοήσεως, στην ανάδειξη του προσώπου και στην οντολογία των σχέσεων, όπως αυτό προκύπτει από την εκδίκηση της φυσικής, τη σχιζοφρένεια της Δύσεως και τη θεραπεία της καθ΄ ημάς Ανατολής.
Ο κοινοτισμός της παραδόσεώς μας είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος κοινωνικής οργανώσεως, ο οποίος αντανακλά την ανθρωπολογία και την οντολογία.
Στηρίζεται και εκφράζει την ανώτερη ανθρωπολογική βαθμίδα, το ΠΡΟΣΩΠΟ.
Γιατί κατέρρευσε; Γιατί αποτελεί τη μόνη έξοδο από την κρίση της νεωτερικότητας;
Γιατί μας ενδιαφέρει;
Πολύ επιγραμματικά, τα ναρκωτικά και οι εξαρτήσεις είναι εκφράσεις αστοχίας στη ζωή, σύμπτωμα της νεωτερικότητας, ακύρωση της πορείας του ανθρώπου από το κατ΄ εικόνα στο καθ΄ ομοίωση, πορεία τρεπτότητας από το ον στο μη ον, άρνηση της φύσεως, ακύρωση του προσώπου.
Ο ελληνικός κοινοτισμός
Κατά τον Αριστοτέλη η ελληνική Πόλις συγκροτείται από Κοινότητες και οι κοινότητες από Οίκους. Η μικρή πόλις συμπίπτει με την κοινότητα, η μεγάλη περιλαμβάνει πολλές κοινότητες. Η οικογένεια και η κοινότητα είναι αναγκαίες για το ζην, ενώ η πόλις για το ευ ζην. Το ζην το μεταμορφώνει σε ελληνικό ευ ζην μια ειδική δομή παραδόσεων, γι΄ αυτό το ελληνικό έθνος δεν είναι η ποσοτική ολότητα των ελληνίδων πόλεων, αλλά κάθε μια απ΄ αυτές είναι η συγκεκριμένη και πλήρως ενσαρκωμένη υπόσταση της ελληνικής καθολικότητας.
Το «φυσικό» κύτταρο του ελληνικού έθνους δεν είναι η οικογένεια, όπως π.χ. του κινεζικού, αλλά η κοινότητα. Ο άνθρωπος δεν γίνεται Άτομο «αποσπώμενος» από την οικογένεια (ή την πατριά), όπως νομίζουν μερικοί. Το ελληνικό Άτομο είναι η υποστατική όψη της ελληνικής κοινότητας.
Στην εξέλιξή της η ελληνική κοινότητα ολοκληρώνεται σε πόλη-κράτος, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η συνειδητή συλλογική αυτοθέσμιση. Η πολιτειακή αυτοθέσμιση περιλαμβάνει και την εκπαίδευση του πολίτη με κριτήρια αμιγώς «πολιτικά». Διαμορφώνει δηλαδή η ίδια, σύμφωνα με τα πρότυπά της, το Άτομο-Πολίτη, το πολιτικό της κύτταρο. Η συνειδητή αυτοθέσμιση της πόλεως δεν καταργεί, ωστόσο, το γεγονός ότι η φυσική μήτρα του ελληνικού Ατόμου είναι η κοινότητα. Η ατομικότητα δεν ξαναχύνεται σε καλούπι εντελώς διαφορετικό από εκείνο της κοινότητας.
Η κοινότητα είναι μία ομάδα, συνήθως μερικών εκατοντάδων ανθρώπων, οι οποίοι οργανώνονται στον χώρο και τον χρόνο, έτσι ώστε να μπορούν να επιβιώσουν κάνοντας την άριστη δυνατή βιώσιμη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του τοπικού οικοσυστήματος και καταφεύγοντας συμπληρωματικά σε υπερόριες, εμπορικές κυρίως, δραστηριότητες, μέσω των οποίων λύνουν εποικοδομητικά και το πρόβλημα του υπερπληθυσμού. Η βάση της κοινότητας είναι ένας απολύτως γειωμένος ρεαλισμός.
Το σύστημα ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων στο εσωτερικό της κοινότητας βασίζεται στην παραγωγική αλληλεγγύη: Στη συλλογική ρύθμιση των σχέσεων γεωργίας και κτηνοτροφίας, στην εκτέλεση έργων με προσωπική εργασία, στην αποθεματοποίηση μέρους του πλεονάσματος για τις κακές χρονιές κλ.π. Η κοινότητα αποφασίζει μόνη της για όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τη συνέλευση-Εκκλησία της κοινότητας και λογοδοτούν σ΄ αυτήν. Και η θρησκεία της, αυτό που λέμε λαϊκή θρησκευτικότητα και κρατά από την προ-ομηρική εποχή, είναι ζυμωμένη με τις πολυώνυμες ζωτικές λειτουργίες της κοινότητας. Η κοινότητα είναι έτσι οργανικά αυτόνομη. Η αυτονομία της αναπτύσσεται ή ψαλιδίζεται, αναλόγως με το υπερκείμενο κάθε φορά ευρύτερο σύστημα εξουσίας: το μυκηναϊκό, των πόλεων-κρατών, των ελληνιστικών βασιλείων, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της φραγκοκρατίας και τέλος της τουρκοκρατίας. Όσο διατηρεί την παραγωγική αυτονομία της, η κοινότητα διεκδικεί και την πολιτική αυτονομία της. Οι χειρότερες εποχές της συμπίπτουν με τη μεσαιωνική φραγκοκρατία (13ος αιώνας), όπου η φεουδαρχία διαλύει την κοινότητα, για να μεταβάλει τον αγρότη σε δουλοπάροικο, και με τη νεωτερική φραγκοκρατία (19ος-20ος αιώνας), όπου ο κρατικός μεταπρατικός παρασιτισμός καταστρέφει την παραγωγική βάση της κοινότητας, για να ρίξει τον πληθυσμό της στην εσωτερική και την εξωτερική μετανάστευση.
Δευτερογενώς το ελληνικό Άτομο είναι μορφωτικό προϊόν της κοινότητας. Η αυτονομία του είναι μετοχή στη συλλογικώς κατακτημένη κοινοτική αυτονομία.
Μπορούμε να ονομάσουμε ελληνικό κοινοτισμό την παράδοση που έχει δημιουργήσει στον ελληνικό χώρο η διαχείριση της τοπικής κοινοτικής αυτονομίας. Η παράδοση αυτή είναι ο φυσικός μηχανισμός αναπαραγωγής της ελληνικής κοινότητας. Όταν Άτομα ελληνικού τύπου συνέρχονται προς σχηματισμό κοινότητας, τείνουν στο συμβιωτικό πρότυπο που εισηγείται η συγκεκριμένη αυτή παράδοση.
Το κεντρικό χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινοτικού προτύπου είναι η ολική αυτονομία αλλά και το μικρό μέγεθος. Καθώς από καταβολής ελληνικής εξατομίκευσης τίθεται σε προτεραιότητα το αδιαμεσολάβητο κοινωνείν, οι Έλληνες φτιάχνουν μικρές κοινότητες, ώστε το πολιτικό πεδίο να ρυθμίζεται από τις προσωπικές σχέσεις. Απεχθάνονται τη διαμεσολάβηση των σχέσεων από απρόσωπες λογικές μηχανές. Το αδιαμεσολάβητο κοινωνείν είναι το κεντρικό ζητούμενο και η ειδοποιός διαφορά του ελληνικού τρόπου συγκρότησης κοινότητας από κάθε άλλη μορφή κοινοτισμού. Ο ελληνικός κοινοτισμός δεν έρχεται σε αντίθεση με την ελληνική εξατομίκευση. Απεναντίας, είναι η συλλογική της έκφραση και ενσάρκωση. Η ελληνική εξατομίκευση βασίζεται στη γνώση ότι η ατομική ελευθερία προϋποθέτει την εκούσια υποταγή στον Νόμο. Σε ένα ατομοκεντρικό περιβάλλον, βασισμένο στην αμεσότητα των σχέσεων, δεν αρκεί η “γνωστότητα” και η πιθανότητα φιλικών σχέσεων μεταξύ των πολιτών, για να υπάρξει κοινότητα ελευθέρων Ατόμων. Η ατομική ελευθερία είναι αδιανόητη δίχως την εκούσια υποταγή στον Νόμο. Όμως η εκούσια τήρηση του Νόμου δεν είναι κάτι το αυτονόητο και αυθόρμητο. Προϋποθέτει πρακτικές συλλογικής και προσωπικής κάθαρσης των παθών. Προϋποθέτει την Τραγωδία και την Αρετή. Ο Νόμος, ο ελεύθερα συναποφασισμένος, βασίζεται στην τραγική συνείδηση και στην προσωπική αρετή των πολιτών-οπλιτών. Αν διαβρωθεί η βάση αυτή, ο Νόμος καταρρέει, συμπαρασύροντας και την ατομική ελευθερία.
Η τοπικότητα, το ρίζωμα στον οικείο φυσικό χώρο, δεν είναι στοιχείο καθοριστικότερο για την κοινότητα από το ρίζωμά της στο πεδίο των αδιαμεσολάβητων σχέσεων, των διεπόμενων από τον απροσωπόληπτο Νόμο. Είναι χαρακτηριστική η απειλή του Θεμιστοκλή προς τους άλλους Έλληνες, όταν συζητούσαν για την αμυντική στρατηγική έναντι της περσικής απειλής: αν επιμένετε στη λάθος άποψή σας, η Αθήνα θα μπει στα καράβια της και θα μετακομίσει στη Δύση. Κι αυτό παρ’ όλο που η αττική γη ήταν ιερή για τους Αθηναίους. Το υπογραμμίζει άλλωστε η μακρά ιστορία του ελληνικού αποικισμού. Η πόλις είναι οι πολίτες της.
Από τη στιγμή που οι μικρές κοινότητες συσσωματώνονται σε πόλη πατρίδα ο ελληνισμός αποκτά ένα ιδιόμορφο σύστημα δίχως ιεραρχική δομή. Όσο η ελληνική εξατομίκευση διανύει την ανοδική της τροχιά, το σύστημα αυτό είναι πανίσχυρο. Τόσο απέναντι στην εσωτερική βαρβαρική απειλή, όσο και απέναντι στην εξωτερική. Εσωτερικά, γιατί καμία πόλις δεν είναι τόσο ισχυρή, που να κυριαρχήσει πάνω στις άλλες, ώστε να απειληθεί με γενίκευση ενδεχόμενη βαρβαρική (κολεκτιβιστική – τυραννική) υποστροφή της. Εξωτερικά, γιατί κανείς βαρβαρικός στρατός δεν έχει την ευελιξία που χρειάζεται, για να αντιμετωπίσει ένα συνασπισμένο Πανελλήνιο.
Το ελληνικό πρόβλημα σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο ανθρωπολογικό φαινόμενο: την αναπόφευκτη μηδενιστική αποσύνδεση του Ατόμου, όταν φτάσει στην ολοκλήρωσή του. Και τους δύο δρόμους που τότε ανοίγονται: τον ευρύχωρο της υποστροφής σε έναν νέο κολεκτιβισμό και τον στενό και τεθλιμμένο της μεταλλαγής του Ατόμου σε Πρόσωπο και της συναφούς διαφυγής της κοινότητας από την πόλωση ατομοκεντρισμού-κολεκτιβισμού. Ο νεωτερικός άνθρωπος, που τόσο εύκολη έχει την αλαζονική κριτική, ήδη καλείται να αντιμετωπίσει το ίδιο πρόβλημα και μάλιστα σε πλανητική κλίμακα. Είναι τώρα η σειρά του να δει πόσα απίδια παίρνει ο σάκος.
Η συγκρότηση ενός πολιτιστικού ρεύματος
Ζούμε την κρίση της νεωτερικότητας, την κατάρρευση του λεγόμενου δυτικού πολιτισμού. Ως βασικό αίτιο μπορούμε να αναφέρουμε, εκτός των άλλων, την κατάρρευση του πυλώνα της πραγματικής επιστήμης υπό το βάρος των θέσεων και απόψεων της σύγχρονης φυσικής και των μαθηματικών.
ΈΝΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΡΕΥΜΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΜΗΘΕΙ, αλλά και να επιζήσει, είναι αναγκαίο να στηρίζεται στους επόμενους τρεις, συνεχώς εξελισσόμενους, πυλώνες.
Ο πρώτος πυλώνας είναι η εσωτερική φιλοσοφία, ο δεύτερος η επιστημονική κοσμοθεωρία και ο τρίτος η κοινωνική φιλοσοφία.
Ως εσωτερική φιλοσοφία εννοούμε το σύνολο των αναπόδεικτων πεποιθήσεων μιας κοινωνίας, σε θέματα τα οποία αφορούν στη φύση του Ανθρώπου και του Κόσμου. Οι βαθιά ριζωμένες αυτές ανθρώπινες απόψεις, αν και δογματικές, στο πλαίσιο της κάθε κοινωνίας «φαντάζουν» αυταποδείκτως ορθές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αναπόδεικτες αυτές φιλοσοφικές θέσεις αποτελούν μια έντονη ανάγκη της κοινωνίας. Συγχρόνως, δρουν ως συναισθηματικός και ψυχολογικός καταλύτης προκειμένου να αποδιώξουν τα αναπτυσσόμενα συναισθήματα φόβου και δέους που την κατέχουν, μπροστά στα μυστήρια της ύπαρξης του Ανθρώπου και του Σύμπαντος.
Ο δεύτερος πυλώνας είναι η επιστημονική κοσμοθεωρία, η οποία αποτελεί το κομμάτι των πεποιθήσεων της κοινωνίας οι οποίες μπορούν να ερμηνευθούν, όχι όμως και να αποδειχθούν σε όλες τις περιπτώσεις, με κάποιο φυσικό τρόπο, αλλά πάντα με βάση την ανθρώπινη λογική την οποία έχει αναπτύξει η κοινωνία.
Η επιστημονική κοσμοθεωρία, δηλαδή, σταματά στο επίπεδο μιας εφαρμοσμένης φιλοσοφίας. Έτσι σήμερα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι προσωκρατικοί θετικοί φιλόσοφοι είχαν αναπτύξει ένα τέτοιο σύστημα επιστημονικής κοσμοθεωρίας. Αυτό συνάγεται από το ότι, στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν το τι συμβαίνει στο Σύμπαν, δεν χρησιμοποιούσαν τη δράση θεών και δαιμόνων, αλλά τους επαγωγικά δομημένους λογικούς συνειρμούς. Προσπαθούσαν, δηλαδή, χρησιμοποιώντας ως όργανο μόνο τη λογική και την παρατήρηση, να φτάσουν επαγωγικά στην αλήθεια των φυσικών φαινομένων.
Ο τρίτος πυλώνας ενός πολιτισμικού ρεύματος είναι η κοινωνική φιλοσοφία. Τι εννοούμε όμως με τον όρο κοινωνική φιλοσοφία; Κάθε κοινωνία, η οποία έχει αναπτύξει κάποια συγκεκριμένη εσωτερική φιλοσοφία και μια συγκεκριμένη επιστημονική κοσμοθεωρία πρέπει να διοικηθεί, να δομήσει δηλαδή ένα διοικητικό σύστημα αξιών. Η φιλοσοφική θεώρηση αυτού του διοικητικού συστήματος αποτελεί την κοινωνική φιλοσοφία.
Όμως για να επιζήσει το αναπτυσσόμενο αυτό πολιτισμικό ρεύμα οι τρεις προηγούμενοι πυλώνες πρέπει να αναπτύσσονται ισόρροπα. Αυτό σημαίνει ότι το περιεχόμενο και τα όποια δεδομένα, ή αποτελέσματά τους, θα πρέπει να είναι συνεπή μεταξύ τους, να μην αλληλοαναιρούνται, αλλά να αλληλοεπιβεβαιώνονται και να αλληλοστηρίζονται δομικά.
Αυτό σημαίνει ότι η εσωτερική φιλοσοφία πρέπει να επιβεβαιώνει και να επιβεβαιώνεται από την επιστημονική κοσμοθεωρία. Με έναν ανάλογο τρόπο, η επιστημονική κοσμοθεωρία και η εσωτερική φιλοσοφία πρέπει να βρίσκονται σε ευθεία αντιστοίχιση με την κοινωνική φιλοσοφία, δηλαδή τη φιλοσοφία του κοινωνικού συστήματος που πρέπει να εγκαθιδρυθεί σε αυτή την κοινωνία. Βεβαίως τα προηγούμενα αποτελούν την απαρχή του πολιτισμικού ρεύματος, το οποίο θα πρέπει να συνεχίσει την εξέλιξη του στο πλαίσιο των αναφερθέντων κανόνων και δεσμεύσεων.
- ΑΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
«ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ» / ΚΕΝΤΡΟ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ, ΚΩΣ, ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ.