του Κ. Ψυχοπαίδη, από το Άρδην τ. 52, Ιανουάριος-Μάρτιος 2005
Στις 13 Δεκεμβρίου του 2004 κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του βιβλίου μου, Η θεμελιώδης παρέκκλιση, Ρομαντισμός και Διαφωτισμός στον 21ο αιώνα, απεβίωσε αιφνίδια και τραγικά, την ώρα που βρισκόταν στο βήμα και ολοκλήρωνε την εισήγησή του, ο φίλος, και συναγωνιστής από τα προδικτατορικά χρόνια, Κοσμάς Ψυχοπαίδης. Ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης, καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπήρξε από τους σπουδαιότερους νεώτερους φιλοσόφους μας, ενώ το συγγραφικό του έργο ήταν εκτενές και σημαντικό. Εις ανάμνησιν του και για να τον τιμήσουμε, δημοσιεύουμε την απομαγνητοφωνημένη ημιτελή ομιλία του από αυτό το τραγικό βράδυ.
Στον φίλο Κοσμά…
Γ. Καραμπελιάς
Ευχαριστώ.
Κλείνω αυτόν τον κύκλο των εισηγήσεων και μπορώ έτσι να περιορίσω κάπως την εισήγησή μου διότι έχουν προηγηθεί οι συνάδελφοι και έχουν καλύψει αρκετά απ’ αυτά που ήθελα να πω.
Θα συμφωνήσω και εγώ ότι (το βιβλίο του Γ. Καραμπελιά) είναι ένα έργο που καλύπτει πάρα πολλά πεδία και είναι αδύνατο, αν δεν υπάρξει συστηματική μελέτη και μεγάλος χρόνος, να καλυφθούν συστηματικά έστω και μερικά απ’ αυτά τα πεδία. Θα σταθώ όμως σε μερικά πράγματα που μου έκαναν εμένα εντύπωση και που νομίζω ότι αρκούν για να πειστεί κάποιος ότι πρέπει να διαβάσει αυτό το βιβλίο και να προβληματιστεί από όσα γράφει, και να προσπαθήσει να σχηματίσει μια γνώμη δική του σε σχέση με αυτά που λέει ο Γιώργος ο Καραμπελιάς.
Το βασικό πρόβλημα που θέτει, όπως λέει και στον υπότιτλο, είναι η αντιπαράθεση ρομαντισμού και διαφωτισμού και αυτή η ίδια η αντιπαράθεση είναι ένα πρόβλημα, δεν είναι κάτι αυτονόητο. είναι μια όξυνση, ίσως μια ακρότητα ότι, δηλαδή, από τη μια μεριά έχουμε τον διαφωτισμό που ρίχνει φως στα πάντα και έχει την πλήρη γνώση, και από την άλλη έχουμε τον ρομαντισμό, ο οποίος πηγαίνει στο ιδιαίτερο, στην απόκλιση, στην ιδιαιτερότητα. Αυτό το σχήμα θα πρέπει οπωσδήποτε να αρθεί στη συνέχεια, για να το πούμε εγελιανά, έτσι ώστε να φανούνε οι διαμεσολαβήσεις. Και να φανεί ότι αυτές οι έννοιες δεν μπορούν να μείνουν σ’ αυτήν την όξυνση διαρκώς αλλά θα πρέπει να δούμε πως πλησιάζονται και που πλησιάζονται, και που αντιπαρατίθενται και πώς αντιπαρατίθενται, και αυτό είναι ένα σοβαρό θεωρητικό, φιλοσοφικό αλλά και πολιτικό πρόβλημα. Και αυτό είναι το θέμα που θέτει ο Καραμπελιάς λέγοντας ότι τον ενδιαφέρει μια νέα σύνθεση. Μια νέα σύνθεση των πνευματικών αυτών στάσεων που έχει σημασία όχι μόνο θεωρητική αλλά και πολιτική.
Πράγματι, η κριτική στρέφεται κατά αυτού που λέγεται εργαλειακός ορθολογισμός. Είναι ο ορθολογισμός στον οποίο έκανε κριτική ο Χορκχάιμερ, και οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού. Είναι ο ορθολογισμός που όπως λέγεται, με μια καντιανή έννοια, είναι υποθετικές προστακτικές του Λόγου. Δηλαδή αν θέλεις Α κάνε Β για να πετύχεις αυτό το Α. Χωρίς να ενδιαφερόμεθα αν αυτό το Α μπορεί να αξιολογηθεί αρνητικά ή θετικά. Δηλαδή, άμα θέλω να σκοτώσω κάποιον πρέπει να βάλω μια σφαίρα στο πιστόλι, διότι διαφορετικά, αν πάρω ένα νεροπίστολο η πράξη μου θα είναι μη αποτελεσματική, δεν θα έχει την προσφορότητα, δεν θα είναι πρόσφορα τα μέσα σε σχέση με τον σκοπό. Ή όπως λέγεται στην γλώσσα του Max Weber, του μεγαλύτερου κοινωνιολόγου του εικοστού αιώνα: ορθολογισμός κατά τον σκοπό.
Ωστόσο ο διαφωτισμός, ο κλασικός διαφωτισμός, γνωρίζει και μια άλλη διάσταση του διαφωτισμού που θα τη λέγαμε Λόγο, δηλαδή σε αντίθεση με τη διάνοια, αντιπαραθέτει τη διάνοια στον Λόγο. Δηλαδή στο ότι αξιολογώ και αναρωτιέμαι για τους στόχους, για τους σκοπούς. Πέφτει ένα παιδί στο νερό, λέει ο Χορκχάιμερ, το να πέσω στο νερό να το βγάλω είναι ρομαντισμός; Είναι έλλογο. Είναι έλλογο σε αντίθεση με το εργαλειακό. Αυτή λοιπόν όλη η περιοχή του ελλόγου το οποίον διαφοροποιείται από το λειτουργικό και από το εργαλειακό, αυτή η περιοχή μας λένε οι Χορκχάιμερ, Αντόρνο και ο Καραμπελιάς –στην συνέχεια της σκέψης πολλών θεωρητικών μέχρι το βιβλίο αυτό– ότι απορροφάται, ότι έχει απορροφηθεί στην εποχή μας από τη Διάνοια, από την εργαλειακότητα. Απορροφάται η διαφορά του Λόγου, που είναι ότι δεν είναι οποιοσδήποτε στόχος επιλέξιμος, αλλά ότι πρέπει να μιλήσουμε και για στόχους, ότι είναι έλλογο να μιλήσουμε και για στόχους. (Και μου έκανε εντύπωση ο Γιώργος (ο Σταματόπουλος) που έλεγε προηγουμένως: «Θύμωσε ο Καραμπελιάς, αλλά είναι έλλογος ο θυμός του», δεν είπε είναι ρομαντικός ο θυμός του. -Έτσι δεν είπες; Δεν είπες είναι έλλογος ο θυμός του;
Λέω λοιπόν μήπως πλησιάζει σ’ αυτό το σημείο το έλλογο και το ρομαντικό; Αυτά είναι προβλήματα τα οποία, πέρα από το ότι τα θέτω εγώ, τίθενται στο βιβλίο τελείως κεντρικά και είναι πολύ στρατηγικά.
Αν πάρετε τους ρομαντικούς… Πάρτε τον μεγάλο ρομαντικό Kleist στην «Σπασμένη Στάμνα», που την έχουμε δει εδώ στην Αθήνα: έχει τους δύο δικαστές: τον εργαλειακό δικαστή, που κάνει για το συμφέρον του διάφορες ανήθικες και παράνομες πράξεις και τον έλλογο, τρόπον τινά, δικαστή ο οποίος έρχεται για να διορθώσει και να κάνει μια αποδεκτή και από την ηθική δράση (που βέβαια εδώ μπαίνει και η ρομαντική ειρωνεία για να ντουμπλάρει …το άλλο ντουμπλάρισμα ελλόγου και εργαλειακού, το οποίο περιέχει το μοντέλο).
Πάρτε τον μεγάλο διαφωτιστή Μπετόβεν ο οποίος στον «Φιντέλιο» έχει πάλι και αυτός τα δύο επίπεδα: τον διευθυντή της φυλακής, που είναι, τρόπον τινά, ο εργαλειακά σκεπτόμενος εγωιστής, και τον επιθεωρητή –τον Λόγο– ο οποίος θα τον ελέγξει. Όλα αυτά σε μια διάσπαση, η οποία είναι διάσπαση της νεωτερικότητος. Να σκεφτούμε άρση της διάσπασης και προνεωτερικό Λόγο; που θα χάσει τα κριτήριά του; Διότι αν χάσει τα κριτήριά του, τότε πλέον δεν μπορώ να τον επιλέξω. Διότι αν επιλέξω ένα ρομαντικό πρόγραμμα, όχι για την τέχνη αλλά για την πολιτική, θα καταντήσω να καταλήξω στη θεωρία του άλλου φίλου του Kleist, του μεγάλου ρομαντικού, του Adam Μüller, για τον οποίο έγραψε ο Carl Schmitt τον Πολιτικό Ρομαντισμό, ο οποίος έπαιρνε θέσεις πολιτικές του επιπέδου να γυρίσουμε στο Ancien Régime, να έχουμε κληρονομικό δίκαιο να παίρνει μόνο ο πρωτότοκος και οι άλλοι να μην παίρνουν τίποτε, να έχουμε τον ανεξέλεγκτο μονάρχη κ.λπ. κ.λπ.
Ας πάρουμε τον Ρουσσώ που τον διεκδικούν οι δύο παραδόσεις, και η ρομαντική και η διαφωτιστική. Αυτός, σε συζήτηση που είχε με τον Βολταίρο για τον σεισμό της Λισσαβώνας, έλεγε ότι για τον σεισμό δεν φταίει ο Θεός, αλλά οι άνθρωποι φτιάχνουν χάριν του κέρδους –του εργαλειακού ορθολογισμού– μεγάλα σπίτια και βάζουν λίγα υλικά μέσα (για να έχουν πιο πολλά κέρδη) και γι’ αυτό γκρεμίζονται και σκοτώνονται. Και του λέει ο Βολταίρος: “Άρα θέλεις να πάμε πίσω στη Φύση να φτιάχνουμε καλύβες; Που σημαίνει όμως ότι δεν θα υπάρχουν και επιστήμες, δεν θα υπάρχει και Χημεία, και αφού δεν θα υπάρχει Χημεία δεν θα υπάρχουν και τα φάρμακα που παίρνω εγώ και ζω περισσότερο, αντιμετωπίζοντας τις ασθένειες που ο Πολιτισμός –παραδέχομαι– μου έχει προξενήσει”.
Για τον Καντ, τον μεγάλη φορμαλιστή, λίγοι γνωρίζουν ότι είναι ο μεγαλύτερος κριτικός του τεχνικού ορθολογισμού, και ο μεγαλύτερος θεωρητικός της απροσδιοριστίας. Η έννοια του Θεού στον Καντ ακριβώς από εκεί προέρχεται. Από το ότι θέτει ως απροσδιόριστο το εγωιστικό και εργαλειακό πράττειν, και λέει ότι δρώντας οι άνθρωποι έτσι εργαλειακά το ότι δεν καταστρέφεται ο κόσμος είναι υπόθεση του Θεού. (Αυτό είναι στην Τρίτη Κριτική αλλά και στην Πρώτη Κριτική του Καθαρού Λόγου).
Δεν θα επιμείνω σ’ αυτήν την προσπάθεια διάνοιξης της διαμεσολάβησης μεταξύ των παραδόσεων, το οποίο είναι απολύτως σημαντικό, αλλά θα δείξω μέσα στο έργο του Καραμπελιά τέτοιες προσπάθειες.
Κατ’ αρχήν είναι πολύ σημαντικό ότι ο Καραμπελιάς μας λέει κάτι για τον Μαρξ το οποίο έχει παραγνωριστεί: το ρομαντικό στοιχείο στον Μαρξ. Το ρομαντικό στοιχείο του Μαρξ το εντοπίζει στα Χειρόγραφα του 44, όπου λέει ότι είναι ο άνθρωπος ο οποίος αναπτύσσει όλες του τις δυνάμεις και ο οποίος την μια μέρα ψαρεύει, την άλλη φιλοσοφεί, την άλλη διαβάζει, την άλλη ακούει μουσική κ.λπ. κ.λπ. Αυτό για το νεανικό του έργο. Μα υπάρχει και σε όλο του το έργο και μέχρι το Κεφάλαιο. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο γράφει ο Μαρξ κατά λέξη: «Οι παραγωγικές δυνάμεις αισθάνονται δεσμευμένες και θέλουν να διασπάσουν τα δεσμά τους» (προσωποποιεί και βάζει την έννοια του πώς αισθάνονται), ή λέει: empören sich die Produktivkräfte δηλαδή αγανακτούν, εξανίστανται οι παραγωγικές δυνάμεις οι οποίες δεσμεύονται και θέλουν να σπάσουν τα δεσμά κ.λπ. Αυτά υπάρχουν και στο Κεφάλαιο και στα Grundrisse. Και στο Κεφάλαιο υπάρχει και το πρόβλημα του βαμπιρισμού του κεφαλαίου, δηλαδή το κεφάλαιο είναι ένα βαμπίρ, ένας δράκουλας που πίνει το αίμα της εργατικής τάξης – μια πολύ ρομαντική ιδέα.
Τώρα, θα μου επιτρέψετε να μείνω σε μερικά σημεία που είναι πολύ σημαντικά στη δουλειά του Καραμπελιά. Πρώτα απ’ όλα ξεκινά από τη θεωρία της απόκλισης. (ειπώθηκε από τους προηγούμενους ομιλητές) απόκλιση από τον εργαλειακό λόγο και ταυτόχρονα υπέρβαση του μεσσιανισμού, δηλαδή της τελεολογίας, η οποία με έναν αναγκαίο τρόπο μάς οδηγεί από την τωρινή μας κατάσταση, που δεν είναι επιθυμητή, στην μελλοντική που είναι: τέλος της Ιστορίας, Κομμουνισμός, Θεοφάνεια κ.λπ.
Εν συνεχεία προχωράει στην κριτική της ύβρεως, να υπερβούμε αυτό που έχει υπάρξει σήμερα ως άνθρωπος και να περάσουμε στον μετάνθρωπο της νέας τεχνολογίας (ο οποίος θα είναι σαν και αυτά που βλέπουμε στην τηλεόραση, τους Ρόμποκοπ και αυτούς που είναι μισοί μηχανή και μισοί άνθρωπος). Αντιπαραθέτει σ’ αυτή την τερατώδη, τρόπον τινά, αρνητική ουτοπία την αναφορά στο μέτρο, στην ισορροπία, οι οποίες βέβαια είναι αρχαιοελληνικές ιδέες, αλλά σήμερα εκφράζονται και εκδηλώνονται μέσα από κινήματα όπως τα οικολογικά, ή πολιτικά κινήματα που αμφισβητούν την εργαλειακότητα, όπως ήταν του Μάη του ’68.
Στροφή λοιπόν προς τη φύση, προς την τοπικότητα, προς την πολιτισμική ιδιαιτερότητα, προς τη θρησκευτική ιδιαιτερότητα. Σε όλες αυτές τις παραδοσιακές αξίες τι θα κάνουμε; Απλώς θα τις υιοθετήσουμε; Θα συμπεριφερόμαστε δηλαδή όπως βλέπουμε κάποιους παλιούς να κάνουνε; Πρέπει να τις υιοθετήσουμε αλλάζοντάς τες και προσαρμόζοντάς τες σε άλλες αξίες καθώς και σε στοιχεία που θεμελιώνουμε έλλογα, όπως είναι π.χ. οι δημοκρατικοί θεσμοί, και ακόμα και σε εργαλειακές κατασκευές από τις οποίες δεν μπορούμε να παραιτηθούμε – για παράδειγμα αν χρειάζεται (όπως αυτό που είπε ο Βολταίρος) κάποιο φάρμακο για την υγεία.
Αυτό λέγεται λοιπόν στην εγελιανή γλώσσα Προσδιορισμένη Άρνηση ή Aufhebung όπως γράφει μέσα στο βιβλίο. Μας προτείνει άρα ένα εγελιανό δρόμο. Φοβάται ταυτόχρονα ο ίδιος ότι είπε αυτό, διότι φεύγει από το ρομαντισμό, και λέει: Έστω και μια φορά να γίνει (αυτό το λέει δυο-τρεις φορές μες στο βιβλίο). Όχι έστω και μια φορά. Αυτό πρέπει να γίνεται διαρκώς. Διαρκώς να γίνεται αυτή η Aufhebung, η οποία είναι το πέρασμα, και ο Έγελος είναι ταυτόχρονα ρομαντικός και διαφωτιστής και αίρει και τα δύο. Υπάρχει το μεγάλο κεφάλαιο (πολύ σημαντικό) στη Φαινομενολογία του Πνεύματος όπου έχει να μαλώνουν ο διαφωτιστής αφ’ ενός και ο πιστός από την άλλη. Σ’ αυτή την τρομακτική ανάλυση αίρονται τα επιχειρήματα και των δύο. Και υπερβαίνει την ανάλυση αυτή σε μια ανάλυση τέλους της Ιστορίας που δεν είναι μεσσιανική αλλά έχει ανοιχτό το στοιχείο, τη δυνατότητα για καταστροφή. Βέβαια αυτά είναι, όπως πολύ σωστά μας λέει ο Γιώργος στο βιβλίο του…
Μπορεί να έχουμε την πατρίδα μας, έχουμε το χωριό μας, έχουμε τις συνήθειές μας κλπ. Όταν πάω στο χωριό μου… –έχω λείψει βέβαια– νόστος σημαίνει ότι έχω φύγει και ξαναγυρνάω, δεν σημαίνει ότι είμαι εκεί, διαφορετικά δεν θα θέσω καν το ζήτημα αυτό… τι θα πει τόπος;– Έχω λοιπόν φύγει και γυρνάω και, γυρνώντας, σκέφτομαι όλα αυτά που τόσα χρόνια θυμόμουνα στην ξενιτιά: Πώς αγαπιόμαστε, πώς συνεννοούμεθα μεταξύ μας, πώς βόηθαγε ο ένας τον άλλον κ.λπ. Δεν θέλω να αποκατασταθούν και τα πράγματα που η παράδοση είχε, χωρίς να το σκεφτεί, κρατήσει από αγριότητα, από βιαιότητα, από ανισότητα μέσα στο παραδοσιακό. Αλλά θέλω μια κοινωνία στην οποία να διασώζεται, μέσα από αυτή την αγάπη και την αλληλεγγύη και την αμεσότητα, η αξιοπρέπεια, η ελευθερία, η ανάπτυξη των ανθρώπων. Άρα δηλαδή, στην ουσία, χωρίς να το καταλάβω, φέρω στη βαλίτσα μου ένα διαφωτιστικό πρόγραμμα με την έννοια του ελλόγου για να διαμεσολαβήσω το τοπικό.
Άνευ αυτής της διαμεσολαβήσεως θα ξανατουμπάρει πίσω σε τερατώδη τα οποία είναι συνδεδεμένα με την παράδοση. Δεν είναι συνδεδεμένα με την παράδοση μόνο τα αγαπητικά, αλλά και τα τερατώδη. Βεβαίως με αυτό που λέω εγώ δεν θα διαφωνήσει ο Καραμπελιάς, ο οποίος πράγματι γράφει: «Χώρος, με την ευρυτέρα έννοια της καθημερινότητος, του βιώματος, της περιφέρειας, του έθνους, της ηπείρου, του πλανήτη γη». Αυτό ακριβώς είναι.
Ένα σημαντικό κεφάλαιο είναι για την κρίση της νεωτερικότητος, αναφέρεται στην κυριαρχία της φύσης, όπως είπε ο κ. Μερακλής… βέβαια αντιπαραθέτει τις νέες επιστήμες την ψυχανάλυση, την κριτική της μεταφυσικής, την ανθρωπολογία, το σουρεαλισμό κ.λπ και βλέπει τον κίνδυνο του σχετικισμού…