Αρχική » Η παραχάραξη της ιστορίας

Η παραχάραξη της ιστορίας

από Άρδην - Ρήξη

του Σ. Παύλου, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002

Ε­δώ και 1800 πε­ρί­που χρό­νια, ο Λου­κια­νός μας έ­δω­σε το σπιν­θη­ρο­βό­λο κεί­με­νο του “Πώς δει ι­στο­ρί­αν συγ­γρά­φειν”. Μη δια­θέ­το­ντας τη διεισ­δυ­τι­κό­τη­τα και εμ­βέ­λεια του εκ Σα­μο­σά­των με­γά­λου συγ­γρα­φέ­α για συ­μπυ­κνω­μέ­νες, μα και χα­ρι­τω­μέ­νες, ι­στο­ρι­κές θε­ω­ρή­σεις, μπο­ρώ α­πλώς να α­να­φέ­ρω μια μι­κρή υ­πό­δει­ξη: τι πρέ­πει να α­πο­φεύ­γου­με ό­ταν γρά­φου­με ι­στο­ρί­α. Και αυ­τή η μι­κρή υ­πό­δει­ξη εί­ναι η ε­πα­νά­λη­ψη της πα­γκοί­νως γνω­στής και πα­ρα­δε­κτής ρή­σης για α­πο­φυ­γή της πρό­χει­ρης πα­ρά­θε­σης, χω­ρίς βά­σα­νο και έ­λεγ­χο, δε­δο­μέ­νων και τεκ­μη­ρί­ων. Ό­λα πρέ­πει να πα­ρα­τί­θε­νται α­φού δια­σταυ­ρω­θούν και ε­πι­βε­βαιω­θούν πολ­λές φο­ρές. Σε ση­μεί­ω­μα του Α­ντώ­νη Λιά­κου στο Βή­μα (η­με­ρο­μη­νί­ας: 2 Ιου­νί­ου, 2002) και με τί­τλο: “Οι δι­χα­σμέ­νες μνή­μες. Μια α­πά­ντη­ση στις ε­πι­κρί­σεις για την Ε­Ο­ΚΑ”, α­να­φέ­ρε­ται και η ι­στο­ρί­α των τεσ­σά­ρων νε­κρών που βρέ­θη­καν πε­τα­μέ­νοι στην μπα­νιέ­ρα του σπι­τιού τους. Τριών παι­διών και της μη­τέ­ρας τους. Έ­να, πράγ­μα­τι, α­πο­τρό­παιο έ­γκλη­μα που συ­νέ­βη στην τουρ­κο­κυ­πρια­κή συ­νοι­κί­α της Λευ­κω­σί­ας στις 24 Δε­κεμ­βρί­ου 1963. Η α­να­φο­ρά συ­νο­δεύ­ε­ται και α­πό το α­κό­λου­θο σχό­λιο: “Το τουρ­κο­κυ­πρια­κό σπί­τι που έ­γι­νε η σφα­γή εί­ναι έ­να πραγ­μα­τι­κό σπί­τι και ό­σα κα­ταγ­γέλ­λο­νται εί­ναι πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα”.


Ό­μως ό­σα κα­ταγ­γέλ­λο­νται για την υ­πό­θε­ση αυ­τή δεν εί­ναι πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα. Α­κό­μη, το θέ­μα έ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί κα­τά κό­ρον α­πό την τουρ­κι­κή προ­πα­γάν­δα και α­πε­τέ­λε­σε βα­σι­κό ε­πι­χεί­ρη­μα για να ε­δραιω­θεί η γε­νι­κό­τε­ρη α­ντί­λη­ψη στο ε­ξω­τε­ρι­κό για τους φτω­χούς και α­νυ­πε­ρά­σπι­στους Τουρ­κο­κύ­πριους (poor turks). Πά­ντως α­πό την αρ­χή ή­ταν γνω­στό ό­τι στο έ­γκλη­μα αυ­τό δεν ε­νέ­χε­ται κα­θό­λου η ελ­λη­νι­κή πλευ­ρά, ή­ταν έ­να α­πε­χθές έ­γκλη­μα το ο­ποί­ο ε­πι­τέ­λε­σε τουρ­κι­κή σχι­ζο­φρέ­νεια και πα­ρα­φρο­σύ­νη, συ­γκε­κρι­μέ­να του Τούρ­κου για­τρού της ΤΟΥΡ­ΔΥΚ ο ο­ποί­ος με­τά α­πο­πει­ρά­θη­κε να αυ­το­κτο­νή­σει. Η η­γε­σί­α της τουρ­κο­κυ­πρια­κής α­νταρ­σί­ας, α­φού ε­ξα­φά­νι­σε α­μέ­σως, με­τα­φέ­ρο­ντας α­ε­ρο­πο­ρι­κώς στην Τουρ­κί­α, τον συ­ζυ­γο­κτό­νο και παι­δο­κτό­νο για­τρό, για­τί ή­ταν εύ­κο­λο να υ­πο­πέ­σει σε α­ντι­φά­σεις και ως έ­νο­χος να μη μπο­ρέ­σει να κα­τα­σκευά­σει μια δι­ή­γη­ση δο­λο­φο­νι­κής ε­πί­θε­σης εκ μέ­ρους άλ­λων, εκ­με­ταλ­λεύ­τη­κε το γε­γο­νός για λό­γους προ­πα­γάν­δας α­πο­δί­δο­ντάς το στη γε­νο­κτό­νο διά­θε­ση των Ελ­λή­νων της Κύ­πρου (Ε­λευ­θε­ρί­α, Λευ­κω­σί­α, 10-1-1964, σ. 1) 1. 


Το θέ­μα δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται ό­μως στον έ­λεγ­χο των πη­γών. Για έ­ναν που ξέ­ρει να δια­βά­ζει πί­σω α­πό τις γραμ­μές, η ι­στο­ρί­α των τεσ­σά­ρων νε­κρών της μπα­νιέ­ρας εί­ναι ση­μα­ντι­κή για να κα­τα­νο­ή­σει αρ­κε­τά γύ­ρω α­πό την κυ­πρια­κή υ­πό­θε­ση. Η εύ­κο­λη δια­στρέ­βλω­ση εκ μέ­ρους της τουρ­κι­κής πλευ­ράς και η α­δί­στα­κτη χρή­ση του γε­γο­νό­τος για προ­ώ­θη­ση της προ­πα­γάν­δας της, η συ­νε­χής και πρό­θυ­μη χρή­ση της φω­το­γρα­φί­ας αυ­τής α­πό τα ι­σχυ­ρά δυ­τι­κά ει­δη­σε­ο­γρα­φι­κά πρα­κτο­ρεί­α α­πο­τε­λούν στά­σεις και συ­μπε­ρι­φο­ρές αρ­κε­τά α­πο­κα­λυ­πτι­κές. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πρέ­πει να α­να­φέ­ρου­με ε­δώ ό­τι η φω­το­γρα­φί­α, με κα­ταγ­γε­λί­α της υ­πο­τι­θέ­με­νης ελ­λη­νι­κής ε­νο­χής, έ­κα­νε τον γύ­ρο του κό­σμου μέ­σα α­πό τις σε­λί­δες του γνω­στού Readers Digest κα­θώς και σε ε­τή­σια αγ­γλι­κή φω­το­γρα­φι­κή έκ­δο­ση (1965). Α­κό­μη, εί­ναι αρ­κε­τά α­πο­κα­λυ­πτι­κή και η ε­πι­πό­λαια α­να­φο­ρά στο θέ­μα αυ­τό α­πό Κύ­πριους και Ελ­λα­δί­τες συγ­γρα­φείς και με­λε­τη­τές. Για­τί, στην ε­ξέ­λι­ξη του κυ­πρια­κού, βλέ­που­με α­κό­μη και την τά­ση τα θύ­μα­τα του τουρ­κι­κού ε­πε­κτα­τι­σμού να με­τα­τί­θε­νται στην πλευ­ρά των θυ­τών κι αυ­τή η με­τά­θε­ση να γί­νε­ται εκ μέ­ρους των θυ­μά­των, μια αυ­το­καλ­λιέρ­γεια ε­νο­χών που πα­ρα­πέ­μπει σε ψυ­χα­να­λυ­τι­κούς ό­ρους. Φαί­νε­ται ό­τι η θέ­ση του τα­πει­νω­μέ­νου θύ­μα­τος δεν γί­νε­ται εύ­κο­λα α­πο­δε­κτή, φαί­νε­ται ό­τι ο φό­βος και το σπα­ρα­κτι­κό αί­σθη­μα α­νι­κα­νό­τη­τας και α­δυ­να­μί­ας για την α­να­τρο­πή των κα­το­χι­κών δε­δο­μέ­νων και την α­ντι­με­τώ­πι­ση του τουρ­κι­κού ε­πε­κτα­τι­σμού ε­ξη­γεί εν μέ­ρει αυ­τή την τά­ση, αν συ­νυ­πο­λο­γι­στεί ό­τι συ­νε­πι­κου­ρεί­ται α­πό τις προ­σπά­θειες για λύ­ση η ο­ποί­α, εξ ό­σων εμ­φαί­νε­ται, θα εί­ναι τό­σο ο­δυ­νη­ρή για την ελ­λη­νι­κή πλευ­ρά που πρέ­πει, για να γί­νει α­πο­δε­κτή, να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν και τέ­τοια μέ­σα καλ­λιέρ­γειας ε­νο­χών.


Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο: Τις προ­βο­κά­τσιες και δια­στρε­βλώ­σεις τις κά­νουν οι δυ­να­τοί, οι α­δύ­να­τοι ο­χυ­ρώ­νο­νται πί­σω α­πό αρ­χές και νό­μι­μα προ­τάγ­μα­τα. Ως α­δύ­να­τοι ξέ­ρουν ό­τι, αν μπουν στο χο­ρό της προ­βο­κά­τσιας και των πα­ρά­νο­μων ε­νερ­γειών, θα δη­μιουρ­γή­σουν τέ­τοια δε­δο­μέ­να στο θέ­μα τους που θα συ­ντρί­ψουν πρώ­τα απ’ ό­λα τους ί­διους α­φού αυ­τά προ­σι­διά­ζουν στο θρά­σος των ι­σχυ­ρών. Η υ­πό­θε­ση των νε­κρών της μπα­νιέ­ρας που α­πο­δει­κνύ­ε­ται ει­δη­σε­ο­γρα­φι­κή προ­βο­κά­τσια της τουρ­κι­κής πλευ­ράς, η προ­βο­κά­τσια της έ­κρη­ξης στο σπί­τι του Κε­μάλ Α­τα­τούρ­κ που α­πο­τέ­λε­σε το έ­ναυ­σμα για τη δο­κι­μα­σί­α του ελ­λη­νι­σμού της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης με τις βιαιο­πρα­γί­ες, τους βια­σμούς και τους νε­κρούς των Σε­πτεμ­βρια­νών του 1955, η προ­βο­κά­τσια με την έ­κρη­ξη, στις 7 Ιου­νί­ου 1958, στο Τουρ­κι­κό Γρα­φεί­ο Τύ­που της Λευ­κω­σί­ας, που ο­μο­λό­γη­σε σε συ­νέ­ντευ­ξή του ο Ντεν­κτάς και η ο­ποί­α προ­κά­λε­σε την έ­ντα­ση των δια­κοι­νο­τι­κών τα­ρα­χών με νε­κρούς και τραυ­μα­τί­ες, α­πο­δει­κνύ­ουν ό­τι ο κυ­πρια­κός ελ­λη­νι­σμός εί­ναι το α­δύ­να­το στοι­χεί­ο. Συ­ναι­σθα­νό­με­νη τους πραγ­μα­τι­κούς συ­σχε­τι­σμούς δυ­νά­με­ων, η ελ­λη­νι­κή πλευ­ρά στην Κύ­προ παρ’ ό­λον ό­τι εί­ναι η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φί­α και κα­τέ­χει τις ι­στο­ρι­κές και πο­λι­τι­στι­κές περ­γα­μη­νές του νη­σιού, εν τού­τοις κι­νεί­ται προ­σε­κτι­κά, πά­ντα στα πλαί­σια της διε­θνούς νο­μι­μό­τη­τας και των αρ­χών δι­καί­ου και με βά­ση τα προ­τάγ­μα­τα των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των, συ­νή­θως με υ­πο­χω­ρή­σεις και α­πο­δο­χή της μη πλή­ρους ε­φαρ­μο­γής τους προς ό­φε­λος των τουρ­κι­κών συμ­φε­ρό­ντων, ό­ταν η τουρ­κι­κή πλευ­ρά κι­νεί­ται ά­νε­τα, χω­ρίς υ­πο­λο­γι­σμούς και δι­σταγ­μούς, στους ρυθ­μούς της πα­ρα­χά­ρα­ξης, δια­στρέ­βλω­σης και προ­βο­κά­τσιας.
σημειωση

  1. Βλ. α­κό­μη: Χρι­στό­δου­λος Πα­πα­χρυ­σο­στό­μου, Ά­πα­ντα, τό­μος Δ’, Λευ­κω­σί­α 1999, σ. 157-159. Πο­λύ ση­μα­ντι­κή εί­ναι και η μαρ­τυ­ρί­α του Τούρ­κου φω­το­γρά­φου (ο ο­ποί­ος φω­το­γρά­φι­σε τους νε­κρούς της μπα­νιέ­ρας) που α­πο­δει­κνύ­ει πε­ρί­τρα­να τη σκευω­ρί­α, στο βι­βλί­ο του Κώ­στα Γεν­νά­ρη, Εξ Α­να­το­λών, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη, Α­θή­να 2001, σ. 15-18.

Αγωνες επαρση και Κακομοιρια


(“Α­ρη­ι­φά­τους θε­οί τι­μώ­σι και άν­θρω­ποι”, Η­ρά­κλει­τος)


Η πρώ­τη έ­ντα­ξή μου στον χώ­ρο του συλ­λο­γι­κού, στον χώ­ρο που υ­περ­βαί­νει τις προ­σω­πι­κές μνή­μες και τις συγ­γε­νι­κές και οι­κο­γε­νεια­κές σχέ­σεις, που σε με­τα­φέ­ρει και σε συν­δέ­ει με τον χώ­ρο της ι­στο­ρί­ας και της συλ­λο­γι­κής μνή­μης μιας κοι­νό­τη­τας, ή­ταν με τον θά­να­το του Αυ­ξε­ντί­ου.
Θυ­μά­μαι ή­ταν με­ση­μέ­ρι, την ε­πο­μέ­νη της θυ­σί­ας του Αυ­ξε­ντί­ου, ό­ταν ήρ­θε στο σπί­τι ο πα­τέ­ρας κρα­τώ­ντας στο χέ­ρι μια ε­φη­με­ρί­δα. Η μά­να μου ή­ταν στο πα­ρα­δο­σια­κό χω­ριά­τι­κο μα­γει­ρεί­ο της αυ­λής και βγή­κε να τον προ­ϋ­πα­ντή­σει. Ή­μου­να πε­ντέ­μι­συ χρο­νών κι ό­μως θυ­μά­μαι κα­λά την κου­βέ­ντα του στην αυ­λή του σπι­τιού, ό­πως και τα μά­τια του, υ­γρά α­πό τη συ­γκί­νη­ση: “Του εί­παν να πα­ρα­δο­θεί, αρ­νή­θη­κε και τον έ­κα­ψαν με βεν­ζί­νη. Πέ­θα­νε και δεν πα­ρα­δό­θη­κε”. Η μά­να μου στά­θη­κε α­κί­νη­τη και συ­γκι­νη­μέ­νη και, α­φού σκού­πι­σε αρ­γά τα χέ­ρια της στην πο­διά της, εί­πε: “Το πα­λι­κά­ρι, το πα­λι­κά­ρι”!


Έ­τσι πρω­τά­κου­σα για τον Αυ­ξε­ντί­ου.


Α­κό­μη θυ­μά­μαι την κί­νη­ση της μά­νας μου, να σκου­πί­σει τα χέ­ρια πρώ­τα κι ύ­στε­ρα να πει: “το πα­λι­κά­ρι”. Να σκου­πί­σει τα χέ­ρια, μια κί­νη­ση συμ­βο­λι­κή και ιε­ρο­τε­λε­στι­κή, για­τί την ώ­ρα αυ­τή δεν ή­ταν πια μια συ­νη­θι­σμέ­νη γυ­ναί­κα μέ­σα στις λί­γδες της κου­ζί­νας, κα­μπου­ρια­σμέ­νη α­πό τα βά­σα­να και τις δου­λειές, τα ά­φη­νε ό­λα αυ­τά και με­τα­φε­ρό­ταν στον χώ­ρο της ι­στο­ρι­κής α­πο­τί­μη­σης και της α­ξιο­λό­γη­σης, ή­ταν η ώ­ρα της πε­ρη­φά­νιας, της θε­ο­φά­νειας και της α­νά­λη­ψης.


Α­κό­μη θυ­μά­μαι τού­τη τη σκη­νή.
Στο πε­ρί­φη­μο βι­βλί­ο της ι­στο­ρί­ας για την Γ’ Λυ­κεί­ου, που ξε­σή­κω­σε τε­λευ­ταί­α τό­σο θό­ρυ­βο, μέ­σα σε δέ­κα γραμ­μές για την Κύ­προ, α­να­φέ­ρο­νται και οι δύ­ο κυ­πρια­κές ε­ξε­γέρ­σεις των νε­ο­τέ­ρων χρό­νων. Η ε­ξέ­γερ­ση των Ο­κτω­βρια­νών (1931) και ο α­γώ­νας του 55-59. Και στα δύ­ο οι συγ­γρα­φείς του εγ­χει­ρι­δί­ου α­να­φέ­ρο­νται κα­τα­δι­κα­στι­κά και α­πα­ξιω­τι­κά. Η πρώ­τη ή­ταν αυ­θόρ­μη­τη, α­νορ­γά­νω­τη, βρα­χύ­χρο­νη λα­ϊ­κή ε­ξέ­γερ­ση, η δεύ­τε­ρη ή­ταν έ­νας α­γώ­νας έ­νο­πλος, μα­κρο­χρό­νιος, ορ­γα­νω­μέ­νος με συ­νω­μο­τι­κό μη­χα­νι­σμό. Τι συμ­βαί­νει λοι­πόν και οι δυο ε­ξε­γέρ­σεις των Κυ­πρί­ων, των τε­λευ­ταί­ων 170 χρό­νων, α­να­φέ­ρο­νται α­πα­ξιω­τι­κά; Αν προ­σι­διά­ζει στις συν­θή­κες της Κύ­πρου η μα­ζι­κή και ά­ο­πλη διεκ­δί­κη­ση θα έ­πρε­πε να α­κου­γό­ταν έ­νας λό­γος ε­παί­νου για την πρώ­τη, αν προ­σι­διά­ζει ο ορ­γα­νω­μέ­νος μα­κρο­χρό­νιος έ­νο­πλος α­γώ­νας θα έ­πρε­πε να α­κου­γό­ταν έ­νας λό­γος ε­παί­νου για τη δεύ­τε­ρη. Τί­πο­τα, οι συγ­γρα­φείς α­πο­τι­μούν α­πα­ξιω­τι­κά κά­θε ε­ξέ­γερ­ση, μη μεί­νει τί­πο­τα ορ­θό. Με μια δή­θεν προ­ο­δευ­τί­ζου­σα ι­δε­ο­λο­γί­α, η ο­ποί­α ό­μως στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση α­πο­κρύ­βει την υ­πο­στή­ρι­ξη της Γ’ Διε­θνούς στην κυ­πρια­κή ε­ξέ­γερ­ση των Ο­κτω­βρια­νών, α­πο­κρύ­βει την υ­πο­στή­ρι­ξη της ελ­λα­δι­κής α­ρι­στε­ράς στον α­γώ­να της Ε­Ο­ΚΑ και ό­τι ο α­γώ­νας του 55-59 διεμ­βό­λι­σε, για πρώ­τη φο­ρά ε­πι­τυ­χη­μέ­να, την ι­δε­ο­λο­γί­α της με­τεμ­φυ­λια­κής νι­κή­τριας δε­ξιάς, που ταυ­τι­ζό­ταν με τα αγ­γλο­α­με­ρι­κα­νι­κά κέ­ντρα λή­ψης α­πο­φά­σε­ων, α­φού ο α­γώ­νας του κυ­πρια­κού ελ­λη­νι­σμού για Αυ­το­διά­θε­ση-Έ­νω­ση βρι­σκό­ταν σε πλή­ρη ρή­ξη με αυ­τά και α­πο­κά­λυ­πτε και υ­πο­νό­μευε τις ελ­λα­δι­κές ε­ξαρ­τή­σεις και υ­πο­τα­γές σ’ αυ­τά.
Η ι­δε­ο­λη­ψί­α και η προ­κάτ ά­πο­ψη για την Κύ­προ εί­ναι λοι­πόν σα­φής και εμ­φα­νής: Οι Κύ­πριοι δεν δι­καιού­νται με­ρί­διο ε­ξα­νά­στα­σης, με­ταρ­σί­ω­σης και μέ­θε­ξης, δεν τους α­να­λο­γεί πε­ρί­ο­δος δυ­να­μι­κής διεκ­δί­κη­σης και πε­ρη­φά­νιας, δεν μπο­ρούν να πα­ρεμ­βαί­νουν στην ι­στο­ρι­κή ε­ξέ­λι­ξη με ε­ξε­γέρ­σεις και πνεύ­μα αυ­το­θυ­σί­ας, πρέ­πει να πα­ρα­μεί­νουν μί­ζε­ρα και πα­θη­τι­κά αν­θρω­πά­ρια, ά­θυρ­μα στις δο­σο­λη­ψί­ες και δια­κα­νο­νι­σμούς της δι­πλω­μα­τι­κής συ­ναλ­λα­γής και του διε­θνούς δού­ναι και λα­βείν, μια κοι­νό­τη­τα που θα πρέ­πει ε­σα­εί να ε­τε­ρο­κα­θο­ρί­ζε­ται στα δια­βού­λια μυ­στι­κών αι­θου­σών και στους δια­δρό­μους των δι­πλω­μα­τι­κών-πα­ρα­σκη­νί­ων και πά­ντα άλ­λοι να δη­μιουρ­γούν τη μοί­ρα της.
Δεν εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά που η ελ­λα­δι­κή προ­ο­δευ­τί­ζου­σα ι­δε­ο­λη­ψί­α α­ντι­με­τω­πί­ζει την κυ­πρια­κή ι­στο­ρί­α ε­πι­πό­λαια. Μάλ­λον εί­ναι ο κα­νό­νας. Χω­ρίς με­λέ­τη και πη­γές, χω­ρίς εμ­βά­θυν­ση και προ­βλη­μα­τι­σμό, προ­χω­ρούν συ­νή­θως α­κά­θε­κτοι. Στο κρε­βά­τι του Προ­κρού­στη που δη­μιουρ­γούν με­ρι­κές μπρο­σού­ρες ι­δε­ο­λη­πτι­κές το­πο­θε­τούν την Κύ­προ και α­να­λό­γως την α­κρω­τη­ριά­ζουν ή την ε­ξαρ­θρώ­νουν για να ται­ριά­ξει με την προ­κάτ ι­δε­ο­λο­γι­κή κα­τα­σκευ­ή.
Δεν εί­ναι ό­μως μό­νο αυ­τό. Η ε­ξέ­γερ­ση του ’31 και ο α­γώ­νας του 55-59 δη­μιούρ­γη­σαν πα­νί­σχυ­ρους συ­νε­κτι­κούς δε­σμούς στην κυ­πρια­κή κοι­νω­νί­α. Με­τα­κε­νώ­νουν αι­σθή­μα­τα πε­ρη­φά­νιας και ε­ξα­νά­στα­σης, α­γω­νι­στι­κό­τη­τας και διεκ­δί­κη­σης. Κά­νουν τον κυ­πρια­κό ελ­λη­νι­σμό πιο πει­σμα­τά­ρι­κο και διεκ­δι­κη­τι­κό. Πι­στεύ­ω ό­τι η λο­γι­κή των διε­θνών κέ­ντρων, κα­θώς και των ελ­λα­δι­κών και κυ­πρια­κών που συ­μπλέ­ουν και συ­ναι­νούν, ζη­τά τον κυ­πρια­κό ευ­νου­χι­σμό, την πα­ραί­τη­ση και τη μη με­το­χή σε αι­σθή­μα­τα ε­ξα­νά­στα­σης και διεκ­δί­κη­σης για να προ­ω­θη­θεί κα­λύ­τε­ρα η γραμ­μή λύ­σης του κυ­πρια­κού που βα­σί­ζε­ται στον κοι­νω­νι­κό υ­περ­συ­ντη­ρη­τι­σμό της δι­ζω­νι­κής ο­μο­σπον­δί­ας, ί­να μη τι χεί­ρον εί­πω. Μιας ρα­τσι­στι­κής λύ­σης που κα­τα­στρα­τη­γεί βα­σι­κές δη­μο­κρα­τι­κές αρ­χές και θε­με­λιώ­δη αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα, που υ­πο­νο­μεύ­ει το ευ­ρω­πα­ϊ­κό κε­κτη­μέ­νο κα­θώς και τα καί­ρια προ­τάγ­μα­τα: “κά­θε άν­θρω­πος και μί­α ψή­φος” και “κοι­νω­νί­α των πο­λι­τών”.
Δεν εί­ναι λοι­πόν κα­θό­λου τυ­χαί­α τα συ­νε­χή χτυ­πή­μα­τα και οι υ­πο­νο­μεύ­σεις των α­γώ­νων του κυ­πρια­κού ελ­λη­νι­σμού που ση­μειώ­νο­νται τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια. Α­πο­τε­λούν μέ­ρος της ι­δε­ο­λο­γι­κής προ­ε­τοι­μα­σί­ας για την α­πο­δο­χή αυ­τής της λύ­σης.

Περι Κυπρου Επιλογες
Στο πρώ­το τεύ­χος του σχο­λι­κού βι­βλί­ου Νε­ο­ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα για το Γυ­μνά­σιο, (α­να­θε­ω­ρη­μέ­νη έκ­δο­ση, τεύ­χος Α’, Ο­ΕΔ­Β, 2001) ή­ταν ευ­χά­ρι­στη έκ­πλη­ξη ο ε­ντο­πι­σμός κει­μέ­νου για την Κύ­προ. Βρι­σκό­ταν στις πρώ­τες σε­λί­δες, έ­να μι­κρό κεί­με­νο πά­νω α­πό το σχή­μα του νη­σιού με τί­τλο: “Τα­ξί­δι – Προ­σκύ­νη­μα στην Κύ­προ”. Συ­γκι­νή­θη­κα. Ι­δού, σκέ­φτη­κα, που η μή­τηρ πα­τρίς θυ­μά­ται κι α­γκα­λιά­ζει τα τέ­κνα της, α­πο­λω­λό­τα και μη.
Δια­βά­ζο­ντάς το ό­μως, η α­πο­γο­ή­τευ­ση ή­ταν με­γά­λη, το κεί­με­νο αυ­τό εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του α­πο­χρω­μα­τι­σμού που συ­ντε­λεί­ται τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια γύ­ρω α­πό την Κύ­προ. Το νη­σί α­να­φέ­ρε­ται, και έ­τσι κα­λύ­πτο­νται οι α­παι­τή­σεις και υ­πο­δεί­ξεις γύ­ρω α­πό το θέ­μα αυ­τό, α­πο­στο­μώ­νο­νται οι κρι­τι­κές για α­δια­φο­ρί­α και πα­ρά­λει­ψη. Α­κό­μη, ι­κα­νο­ποιεί­ται το αί­τη­μα της με­γά­λης κυ­πρια­κής πα­ροι­κί­ας στην Ελ­λά­δα και οι φο­ρείς της που δια­θέ­τουν δύ­να­μη και ψή­φους. Η Κύ­προς ό­μως α­να­φέ­ρε­ται κου­τσου­ρε­μέ­να, ά­χρω­μα και α­πο­προ­σα­να­το­λι­στι­κά. Το νη­σί πα­ρου­σιά­ζε­ται έ­ξω α­πό τη δο­κι­μα­σί­α που βιώ­νει, έ­ξω α­πό τις ε­θνι­κές δια­στά­σεις του προ­βλή­μα­τός της, πα­ρου­σιά­ζε­ται στα μά­τια των μα­θη­τών ό­χι ως έ­νας χώ­ρος με κα­το­χή και πα­ρου­σί­α ξέ­νων στρα­τευ­μά­των, που α­ντι­με­τω­πί­ζει τη συ­νε­χή α­δι­κί­α και τον κίν­δυ­νο, που α­ντι­με­τω­πί­ζει πρό­βλη­μα ε­πι­βί­ω­σης και ι­στο­ρι­κής συ­νέ­χειας. Οι ε­ντυ­πώ­σεις που α­να­πα­ρά­γει το κεί­με­νο στον α­να­γνώ­στη του, στην κα­λύ­τε­ρη των πε­ρι­πτώ­σε­ων, εί­ναι ό­τι η Κύ­προς εί­ναι μια πε­ριο­χή ξε­νι­τε­μέ­νων με­τα­να­στών, ό­πως στην Α­στό­ρια και στη Γερ­μα­νί­α, που ξυ­πνά πα­λιά και γλυ­κε­ρά συ­ναι­σθή­μα­τα. Κι ό­χι σκλη­ρές μνή­μες, προ­βλη­μα­τι­σμό και αι­σθή­μα­τα συ­στρά­τευ­σης.
Το κεί­με­νο των 17 γραμ­μών α­να­φέ­ρε­ται α­πλώς στη θερ­μή φι­λο­ξε­νί­α που πρό­σφε­ραν οι Κύ­πριοι στους Θρα­κιώ­τες μα­θη­τές, στη συ­νά­ντη­σή τους με τον πρό­ε­δρο της Κυ­πρια­κής Δη­μο­κρα­τί­ας, στους το­πι­κούς χο­ρούς και την ά­ξια α­ντι­προ­σώ­πευ­ση εκ μέ­ρους των Θρα­κιω­τών, την προ­σφο­ρά σε χρή­μα­τα και εί­δη δια­φό­ρων φο­ρέ­ων της Κο­μο­τη­νής. Μό­νο αυ­τό, τί­πο­τε άλ­λο.
Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο: Το κεί­με­νο αυ­τό α­πο­κρύ­βει τα πραγ­μα­τι­κά συ­ναι­σθή­μα­τα και τις ε­ντυ­πώ­σεις της πλειο­νό­τη­τας των μα­θη­τών της Ελ­λά­δας ό­ταν ε­πι­σκέ­πτο­νται την Κύ­προ. Ως εκ­παι­δευ­τι­κός έ­ζη­σα τέ­τοιες εκ­δη­λώ­σεις α­δελ­φο­ποί­η­σης και συ­ζή­τη­σα τις ε­ντυ­πώ­σεις των παι­διών α­πό την Ελ­λά­δα, α­κό­μη εί­δα πλη­θώ­ρα μα­θη­τι­κών κει­μέ­νων που α­πο­τύ­πω­ναν τα συ­ναι­σθή­μα­τα και τις σκέ­ψεις τους. Κεί­με­να συ­γκι­νη­τι­κά, προ­βλη­μα­τι­σμού και α­νη­συ­χί­ας, με προ­τά­σεις και προ­τάγ­μα­τα α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κής συ­σπεί­ρω­σης και ε­θνι­κής αλ­λη­λεγ­γύ­ης, α­γω­νι­στι­κά και κρι­τι­κά. Με τις ε­ντυ­πώ­σεις και τη συ­γκί­νη­σή τους α­πό τα Φυ­λα­κι­σμέ­να Μνή­μα­τα και τον τό­πο της θυ­σί­ας του Αυ­ξε­ντί­ου, με την α­γω­νι­στι­κή συ­μπα­ρά­στα­σή τους και το ξάφ­νια­σμα μπρο­στά στη ση­μαί­α της τουρ­κι­κής κα­το­χής και τους έ­νο­πλους στρα­τιώ­τες του Ατ­τί­λα.
Για­τί, λοι­πόν, έ­χει ε­πι­λε­γεί αυ­τό ει­δι­κά το α­πο­προ­σα­να­το­λι­στι­κό κεί­με­νο;
Για­τί δη­μιουρ­γού­νται ψευ­δείς ε­ντυ­πώ­σεις για τα πραγ­μα­τι­κά συ­ναι­σθή­μα­τα των μα­θη­τών ό­ταν ε­πι­σκέ­πτο­νται την Κύ­προ; Για­τί ο α­πο­χρω­μα­τι­σμός και η α­το­νί­α για το μεί­ζον ε­θνι­κό θέ­μα που εί­ναι η τουρ­κι­κή κα­το­χή της Κύ­πρου;
Σχε­τι­κή ση­μεί­ω­ση στο βι­βλί­ο αυ­τό μας πλη­ρο­φο­ρεί ό­τι το κεί­με­νο εί­ναι παρ­μέ­νο α­πό σχο­λι­κό πε­ριο­δι­κό, χω­ρίς ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λα στοι­χεί­α, θα μπο­ρού­σε, λοι­πόν, να α­ντέ­τει­νε κά­ποιος ό­τι οι υ­πεύ­θυ­νοι έ­κα­ναν α­πλώς τη δου­λειά τους, αν­θο­λό­γη­σαν σχε­τι­κό κεί­με­νο και το πα­ρα­θέ­τουν. Ό­μως υ­πάρ­χει και το θέ­μα της ε­πι­λο­γής που α­να­δει­κνύ­ει μια πο­λι­τι­κή στά­ση. Για­τί έ­γι­νε ε­πι­λο­γή αυ­τού του κει­μέ­νου κι ό­χι κά­ποιου άλ­λου α­πό τα α­να­ρίθ­μη­τα μα­θη­τι­κά κεί­με­να που εκ­φρά­ζο­νται θερ­μά για την υ­πό­θε­ση της Κύ­πρου;
Ο θε­ός α­γα­πά­ει τον κλέ­φτη, α­γα­πά­ει και το νοι­κο­κύ­ρη. Έ­ψα­ξα λοι­πόν και βρή­κα, ύ­στε­ρα α­πό αρ­κε­τές προ­σπά­θειες, το σχο­λι­κό έ­ντυ­πο α­πό το ο­ποί­ο εί­ναι παρ­μέ­νο το κεί­με­νο. Πρό­κει­ται για το πε­ριο­δι­κό Ε­πε­τη­ρί­δα Β’ Γυ­μνα­σί­ου Κο­μο­τη­νής, που α­να­φέ­ρε­ται στο σχο­λι­κό έ­τος 1994-1995 και στις σε­λί­δες 6-32 πε­ριέ­χει αρ­κε­τά κεί­με­να για το τα­ξί­δι των Θρα­κιω­τών μα­θη­τών στην Κύ­προ. Μέ­σα στα κεί­με­να εί­ναι έ­ντο­να α­πο­τυ­πω­μέ­να τα αι­σθή­μα­τα των μα­θη­τών και η συ­γκί­νη­σή τους για την τουρ­κι­κή κα­το­χή. Αι­σθή­μα­τα συ­στρά­τευ­σης και κα­τα­δί­κης του τουρ­κι­κού ε­πε­κτα­τι­σμού, αλ­λη­λεγ­γύ­ης και α­πο­τύ­πω­σης α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κών ο­ρα­μά­των. θερ­μά και μη α­πο­χρω­μα­τι­σμέ­να κεί­με­να, α­γω­νι­στι­κά και υ­πεύ­θυ­να. Δυ­στυ­χώς η ε­πι­λο­γή έ­γι­νε α­πό το κα­τα­το­πι­στι­κό και ά­χρω­μο πρώ­το ση­μεί­ω­μα. Α­κό­μη με α­φαί­ρε­ση κά­ποιων α­πο­σπα­σμά­των, ί­σως για λό­γους χώ­ρου, α­νά­με­σα στα α­φαι­ρε­θέ­ντα και το: “ή­ταν ευ­και­ρί­α για ε­θνι­κή α­να­βά­πτι­ση στην Κύ­προ”.
Εν τω με­τα­ξύ, στο βι­βλί­ο αυ­τό για τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα δη­μιουρ­γού­νται και οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις για γλωσ­σι­κό λά­θος. Για­τί πα­ρέ­μει­νε ο τί­τλος α­πό το πε­ριο­δι­κό που στε­γά­ζει, τρό­πον τι­νά, ό­λες τις πε­ρί Κύ­πρου συ­νερ­γα­σί­ες: Τα­ξί­δι-προ­σκύ­νη­μα στην Κύ­προ (που θα μεί­νει α­νε­ξί­τη­λα χα­ραγ­μέ­νο στη μνή­μη τους). Προ­σκύ­νη­μα ό­μως ση­μαί­νει κά­τι πέ­ραν α­πό μια του­ρι­στι­κή ε­πί­σκε­ψη ό­πως αυ­τή που α­να­φέ­ρε­ται στο κεί­με­νο που έ­χει ε­πι­λε­γεί. Προ­σκύ­νη­μα ση­μαί­νει ε­πί­σκε­ψη σε χώ­ρους ιε­ρούς, της θυ­σί­ας και της τρα­γω­δί­ας, σε χώ­ρους μαρ­τυ­ρί­ου. Με

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ