του Σ. Παύλου, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002
Εδώ και 1800 περίπου χρόνια, ο Λουκιανός μας έδωσε το σπινθηροβόλο κείμενο του “Πώς δει ιστορίαν συγγράφειν”. Μη διαθέτοντας τη διεισδυτικότητα και εμβέλεια του εκ Σαμοσάτων μεγάλου συγγραφέα για συμπυκνωμένες, μα και χαριτωμένες, ιστορικές θεωρήσεις, μπορώ απλώς να αναφέρω μια μικρή υπόδειξη: τι πρέπει να αποφεύγουμε όταν γράφουμε ιστορία. Και αυτή η μικρή υπόδειξη είναι η επανάληψη της παγκοίνως γνωστής και παραδεκτής ρήσης για αποφυγή της πρόχειρης παράθεσης, χωρίς βάσανο και έλεγχο, δεδομένων και τεκμηρίων. Όλα πρέπει να παρατίθενται αφού διασταυρωθούν και επιβεβαιωθούν πολλές φορές. Σε σημείωμα του Αντώνη Λιάκου στο Βήμα (ημερομηνίας: 2 Ιουνίου, 2002) και με τίτλο: “Οι διχασμένες μνήμες. Μια απάντηση στις επικρίσεις για την ΕΟΚΑ”, αναφέρεται και η ιστορία των τεσσάρων νεκρών που βρέθηκαν πεταμένοι στην μπανιέρα του σπιτιού τους. Τριών παιδιών και της μητέρας τους. Ένα, πράγματι, αποτρόπαιο έγκλημα που συνέβη στην τουρκοκυπριακή συνοικία της Λευκωσίας στις 24 Δεκεμβρίου 1963. Η αναφορά συνοδεύεται και από το ακόλουθο σχόλιο: “Το τουρκοκυπριακό σπίτι που έγινε η σφαγή είναι ένα πραγματικό σπίτι και όσα καταγγέλλονται είναι πραγματικά γεγονότα”.
Όμως όσα καταγγέλλονται για την υπόθεση αυτή δεν είναι πραγματικά γεγονότα. Ακόμη, το θέμα έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από την τουρκική προπαγάνδα και απετέλεσε βασικό επιχείρημα για να εδραιωθεί η γενικότερη αντίληψη στο εξωτερικό για τους φτωχούς και ανυπεράσπιστους Τουρκοκύπριους (poor turks). Πάντως από την αρχή ήταν γνωστό ότι στο έγκλημα αυτό δεν ενέχεται καθόλου η ελληνική πλευρά, ήταν ένα απεχθές έγκλημα το οποίο επιτέλεσε τουρκική σχιζοφρένεια και παραφροσύνη, συγκεκριμένα του Τούρκου γιατρού της ΤΟΥΡΔΥΚ ο οποίος μετά αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Η ηγεσία της τουρκοκυπριακής ανταρσίας, αφού εξαφάνισε αμέσως, μεταφέροντας αεροπορικώς στην Τουρκία, τον συζυγοκτόνο και παιδοκτόνο γιατρό, γιατί ήταν εύκολο να υποπέσει σε αντιφάσεις και ως ένοχος να μη μπορέσει να κατασκευάσει μια διήγηση δολοφονικής επίθεσης εκ μέρους άλλων, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός για λόγους προπαγάνδας αποδίδοντάς το στη γενοκτόνο διάθεση των Ελλήνων της Κύπρου (Ελευθερία, Λευκωσία, 10-1-1964, σ. 1) 1.
Το θέμα δεν περιορίζεται όμως στον έλεγχο των πηγών. Για έναν που ξέρει να διαβάζει πίσω από τις γραμμές, η ιστορία των τεσσάρων νεκρών της μπανιέρας είναι σημαντική για να κατανοήσει αρκετά γύρω από την κυπριακή υπόθεση. Η εύκολη διαστρέβλωση εκ μέρους της τουρκικής πλευράς και η αδίστακτη χρήση του γεγονότος για προώθηση της προπαγάνδας της, η συνεχής και πρόθυμη χρήση της φωτογραφίας αυτής από τα ισχυρά δυτικά ειδησεογραφικά πρακτορεία αποτελούν στάσεις και συμπεριφορές αρκετά αποκαλυπτικές. Χαρακτηριστικά πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι η φωτογραφία, με καταγγελία της υποτιθέμενης ελληνικής ενοχής, έκανε τον γύρο του κόσμου μέσα από τις σελίδες του γνωστού Readers Digest καθώς και σε ετήσια αγγλική φωτογραφική έκδοση (1965). Ακόμη, είναι αρκετά αποκαλυπτική και η επιπόλαια αναφορά στο θέμα αυτό από Κύπριους και Ελλαδίτες συγγραφείς και μελετητές. Γιατί, στην εξέλιξη του κυπριακού, βλέπουμε ακόμη και την τάση τα θύματα του τουρκικού επεκτατισμού να μετατίθενται στην πλευρά των θυτών κι αυτή η μετάθεση να γίνεται εκ μέρους των θυμάτων, μια αυτοκαλλιέργεια ενοχών που παραπέμπει σε ψυχαναλυτικούς όρους. Φαίνεται ότι η θέση του ταπεινωμένου θύματος δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή, φαίνεται ότι ο φόβος και το σπαρακτικό αίσθημα ανικανότητας και αδυναμίας για την ανατροπή των κατοχικών δεδομένων και την αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού εξηγεί εν μέρει αυτή την τάση, αν συνυπολογιστεί ότι συνεπικουρείται από τις προσπάθειες για λύση η οποία, εξ όσων εμφαίνεται, θα είναι τόσο οδυνηρή για την ελληνική πλευρά που πρέπει, για να γίνει αποδεκτή, να χρησιμοποιηθούν και τέτοια μέσα καλλιέργειας ενοχών.
Το σημαντικότερο: Τις προβοκάτσιες και διαστρεβλώσεις τις κάνουν οι δυνατοί, οι αδύνατοι οχυρώνονται πίσω από αρχές και νόμιμα προτάγματα. Ως αδύνατοι ξέρουν ότι, αν μπουν στο χορό της προβοκάτσιας και των παράνομων ενεργειών, θα δημιουργήσουν τέτοια δεδομένα στο θέμα τους που θα συντρίψουν πρώτα απ’ όλα τους ίδιους αφού αυτά προσιδιάζουν στο θράσος των ισχυρών. Η υπόθεση των νεκρών της μπανιέρας που αποδεικνύεται ειδησεογραφική προβοκάτσια της τουρκικής πλευράς, η προβοκάτσια της έκρηξης στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ που αποτέλεσε το έναυσμα για τη δοκιμασία του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης με τις βιαιοπραγίες, τους βιασμούς και τους νεκρούς των Σεπτεμβριανών του 1955, η προβοκάτσια με την έκρηξη, στις 7 Ιουνίου 1958, στο Τουρκικό Γραφείο Τύπου της Λευκωσίας, που ομολόγησε σε συνέντευξή του ο Ντενκτάς και η οποία προκάλεσε την ένταση των διακοινοτικών ταραχών με νεκρούς και τραυματίες, αποδεικνύουν ότι ο κυπριακός ελληνισμός είναι το αδύνατο στοιχείο. Συναισθανόμενη τους πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων, η ελληνική πλευρά στην Κύπρο παρ’ όλον ότι είναι η συντριπτική πλειοψηφία και κατέχει τις ιστορικές και πολιτιστικές περγαμηνές του νησιού, εν τούτοις κινείται προσεκτικά, πάντα στα πλαίσια της διεθνούς νομιμότητας και των αρχών δικαίου και με βάση τα προτάγματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνήθως με υποχωρήσεις και αποδοχή της μη πλήρους εφαρμογής τους προς όφελος των τουρκικών συμφερόντων, όταν η τουρκική πλευρά κινείται άνετα, χωρίς υπολογισμούς και δισταγμούς, στους ρυθμούς της παραχάραξης, διαστρέβλωσης και προβοκάτσιας.
σημειωση
- Βλ. ακόμη: Χριστόδουλος Παπαχρυσοστόμου, Άπαντα, τόμος Δ’, Λευκωσία 1999, σ. 157-159. Πολύ σημαντική είναι και η μαρτυρία του Τούρκου φωτογράφου (ο οποίος φωτογράφισε τους νεκρούς της μπανιέρας) που αποδεικνύει περίτρανα τη σκευωρία, στο βιβλίο του Κώστα Γεννάρη, Εξ Ανατολών, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001, σ. 15-18.
Αγωνες επαρση και Κακομοιρια
(“Αρηιφάτους θεοί τιμώσι και άνθρωποι”, Ηράκλειτος)
Η πρώτη ένταξή μου στον χώρο του συλλογικού, στον χώρο που υπερβαίνει τις προσωπικές μνήμες και τις συγγενικές και οικογενειακές σχέσεις, που σε μεταφέρει και σε συνδέει με τον χώρο της ιστορίας και της συλλογικής μνήμης μιας κοινότητας, ήταν με τον θάνατο του Αυξεντίου.
Θυμάμαι ήταν μεσημέρι, την επομένη της θυσίας του Αυξεντίου, όταν ήρθε στο σπίτι ο πατέρας κρατώντας στο χέρι μια εφημερίδα. Η μάνα μου ήταν στο παραδοσιακό χωριάτικο μαγειρείο της αυλής και βγήκε να τον προϋπαντήσει. Ήμουνα πεντέμισυ χρονών κι όμως θυμάμαι καλά την κουβέντα του στην αυλή του σπιτιού, όπως και τα μάτια του, υγρά από τη συγκίνηση: “Του είπαν να παραδοθεί, αρνήθηκε και τον έκαψαν με βενζίνη. Πέθανε και δεν παραδόθηκε”. Η μάνα μου στάθηκε ακίνητη και συγκινημένη και, αφού σκούπισε αργά τα χέρια της στην ποδιά της, είπε: “Το παλικάρι, το παλικάρι”!
Έτσι πρωτάκουσα για τον Αυξεντίου.
Ακόμη θυμάμαι την κίνηση της μάνας μου, να σκουπίσει τα χέρια πρώτα κι ύστερα να πει: “το παλικάρι”. Να σκουπίσει τα χέρια, μια κίνηση συμβολική και ιεροτελεστική, γιατί την ώρα αυτή δεν ήταν πια μια συνηθισμένη γυναίκα μέσα στις λίγδες της κουζίνας, καμπουριασμένη από τα βάσανα και τις δουλειές, τα άφηνε όλα αυτά και μεταφερόταν στον χώρο της ιστορικής αποτίμησης και της αξιολόγησης, ήταν η ώρα της περηφάνιας, της θεοφάνειας και της ανάληψης.
Ακόμη θυμάμαι τούτη τη σκηνή.
Στο περίφημο βιβλίο της ιστορίας για την Γ’ Λυκείου, που ξεσήκωσε τελευταία τόσο θόρυβο, μέσα σε δέκα γραμμές για την Κύπρο, αναφέρονται και οι δύο κυπριακές εξεγέρσεις των νεοτέρων χρόνων. Η εξέγερση των Οκτωβριανών (1931) και ο αγώνας του 55-59. Και στα δύο οι συγγραφείς του εγχειριδίου αναφέρονται καταδικαστικά και απαξιωτικά. Η πρώτη ήταν αυθόρμητη, ανοργάνωτη, βραχύχρονη λαϊκή εξέγερση, η δεύτερη ήταν ένας αγώνας ένοπλος, μακροχρόνιος, οργανωμένος με συνωμοτικό μηχανισμό. Τι συμβαίνει λοιπόν και οι δυο εξεγέρσεις των Κυπρίων, των τελευταίων 170 χρόνων, αναφέρονται απαξιωτικά; Αν προσιδιάζει στις συνθήκες της Κύπρου η μαζική και άοπλη διεκδίκηση θα έπρεπε να ακουγόταν ένας λόγος επαίνου για την πρώτη, αν προσιδιάζει ο οργανωμένος μακροχρόνιος ένοπλος αγώνας θα έπρεπε να ακουγόταν ένας λόγος επαίνου για τη δεύτερη. Τίποτα, οι συγγραφείς αποτιμούν απαξιωτικά κάθε εξέγερση, μη μείνει τίποτα ορθό. Με μια δήθεν προοδευτίζουσα ιδεολογία, η οποία όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση αποκρύβει την υποστήριξη της Γ’ Διεθνούς στην κυπριακή εξέγερση των Οκτωβριανών, αποκρύβει την υποστήριξη της ελλαδικής αριστεράς στον αγώνα της ΕΟΚΑ και ότι ο αγώνας του 55-59 διεμβόλισε, για πρώτη φορά επιτυχημένα, την ιδεολογία της μετεμφυλιακής νικήτριας δεξιάς, που ταυτιζόταν με τα αγγλοαμερικανικά κέντρα λήψης αποφάσεων, αφού ο αγώνας του κυπριακού ελληνισμού για Αυτοδιάθεση-Ένωση βρισκόταν σε πλήρη ρήξη με αυτά και αποκάλυπτε και υπονόμευε τις ελλαδικές εξαρτήσεις και υποταγές σ’ αυτά.
Η ιδεοληψία και η προκάτ άποψη για την Κύπρο είναι λοιπόν σαφής και εμφανής: Οι Κύπριοι δεν δικαιούνται μερίδιο εξανάστασης, μεταρσίωσης και μέθεξης, δεν τους αναλογεί περίοδος δυναμικής διεκδίκησης και περηφάνιας, δεν μπορούν να παρεμβαίνουν στην ιστορική εξέλιξη με εξεγέρσεις και πνεύμα αυτοθυσίας, πρέπει να παραμείνουν μίζερα και παθητικά ανθρωπάρια, άθυρμα στις δοσοληψίες και διακανονισμούς της διπλωματικής συναλλαγής και του διεθνούς δούναι και λαβείν, μια κοινότητα που θα πρέπει εσαεί να ετεροκαθορίζεται στα διαβούλια μυστικών αιθουσών και στους διαδρόμους των διπλωματικών-παρασκηνίων και πάντα άλλοι να δημιουργούν τη μοίρα της.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η ελλαδική προοδευτίζουσα ιδεοληψία αντιμετωπίζει την κυπριακή ιστορία επιπόλαια. Μάλλον είναι ο κανόνας. Χωρίς μελέτη και πηγές, χωρίς εμβάθυνση και προβληματισμό, προχωρούν συνήθως ακάθεκτοι. Στο κρεβάτι του Προκρούστη που δημιουργούν μερικές μπροσούρες ιδεοληπτικές τοποθετούν την Κύπρο και αναλόγως την ακρωτηριάζουν ή την εξαρθρώνουν για να ταιριάξει με την προκάτ ιδεολογική κατασκευή.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η εξέγερση του ’31 και ο αγώνας του 55-59 δημιούργησαν πανίσχυρους συνεκτικούς δεσμούς στην κυπριακή κοινωνία. Μετακενώνουν αισθήματα περηφάνιας και εξανάστασης, αγωνιστικότητας και διεκδίκησης. Κάνουν τον κυπριακό ελληνισμό πιο πεισματάρικο και διεκδικητικό. Πιστεύω ότι η λογική των διεθνών κέντρων, καθώς και των ελλαδικών και κυπριακών που συμπλέουν και συναινούν, ζητά τον κυπριακό ευνουχισμό, την παραίτηση και τη μη μετοχή σε αισθήματα εξανάστασης και διεκδίκησης για να προωθηθεί καλύτερα η γραμμή λύσης του κυπριακού που βασίζεται στον κοινωνικό υπερσυντηρητισμό της διζωνικής ομοσπονδίας, ίνα μη τι χείρον είπω. Μιας ρατσιστικής λύσης που καταστρατηγεί βασικές δημοκρατικές αρχές και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, που υπονομεύει το ευρωπαϊκό κεκτημένο καθώς και τα καίρια προτάγματα: “κάθε άνθρωπος και μία ψήφος” και “κοινωνία των πολιτών”.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαία τα συνεχή χτυπήματα και οι υπονομεύσεις των αγώνων του κυπριακού ελληνισμού που σημειώνονται τα τελευταία χρόνια. Αποτελούν μέρος της ιδεολογικής προετοιμασίας για την αποδοχή αυτής της λύσης.
Περι Κυπρου Επιλογες
Στο πρώτο τεύχος του σχολικού βιβλίου Νεοελληνική γλώσσα για το Γυμνάσιο, (αναθεωρημένη έκδοση, τεύχος Α’, ΟΕΔΒ, 2001) ήταν ευχάριστη έκπληξη ο εντοπισμός κειμένου για την Κύπρο. Βρισκόταν στις πρώτες σελίδες, ένα μικρό κείμενο πάνω από το σχήμα του νησιού με τίτλο: “Ταξίδι – Προσκύνημα στην Κύπρο”. Συγκινήθηκα. Ιδού, σκέφτηκα, που η μήτηρ πατρίς θυμάται κι αγκαλιάζει τα τέκνα της, απολωλότα και μη.
Διαβάζοντάς το όμως, η απογοήτευση ήταν μεγάλη, το κείμενο αυτό είναι χαρακτηριστικό του αποχρωματισμού που συντελείται τα τελευταία χρόνια γύρω από την Κύπρο. Το νησί αναφέρεται, και έτσι καλύπτονται οι απαιτήσεις και υποδείξεις γύρω από το θέμα αυτό, αποστομώνονται οι κριτικές για αδιαφορία και παράλειψη. Ακόμη, ικανοποιείται το αίτημα της μεγάλης κυπριακής παροικίας στην Ελλάδα και οι φορείς της που διαθέτουν δύναμη και ψήφους. Η Κύπρος όμως αναφέρεται κουτσουρεμένα, άχρωμα και αποπροσανατολιστικά. Το νησί παρουσιάζεται έξω από τη δοκιμασία που βιώνει, έξω από τις εθνικές διαστάσεις του προβλήματός της, παρουσιάζεται στα μάτια των μαθητών όχι ως ένας χώρος με κατοχή και παρουσία ξένων στρατευμάτων, που αντιμετωπίζει τη συνεχή αδικία και τον κίνδυνο, που αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης και ιστορικής συνέχειας. Οι εντυπώσεις που αναπαράγει το κείμενο στον αναγνώστη του, στην καλύτερη των περιπτώσεων, είναι ότι η Κύπρος είναι μια περιοχή ξενιτεμένων μεταναστών, όπως στην Αστόρια και στη Γερμανία, που ξυπνά παλιά και γλυκερά συναισθήματα. Κι όχι σκληρές μνήμες, προβληματισμό και αισθήματα συστράτευσης.
Το κείμενο των 17 γραμμών αναφέρεται απλώς στη θερμή φιλοξενία που πρόσφεραν οι Κύπριοι στους Θρακιώτες μαθητές, στη συνάντησή τους με τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, στους τοπικούς χορούς και την άξια αντιπροσώπευση εκ μέρους των Θρακιωτών, την προσφορά σε χρήματα και είδη διαφόρων φορέων της Κομοτηνής. Μόνο αυτό, τίποτε άλλο.
Το σημαντικότερο: Το κείμενο αυτό αποκρύβει τα πραγματικά συναισθήματα και τις εντυπώσεις της πλειονότητας των μαθητών της Ελλάδας όταν επισκέπτονται την Κύπρο. Ως εκπαιδευτικός έζησα τέτοιες εκδηλώσεις αδελφοποίησης και συζήτησα τις εντυπώσεις των παιδιών από την Ελλάδα, ακόμη είδα πληθώρα μαθητικών κειμένων που αποτύπωναν τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους. Κείμενα συγκινητικά, προβληματισμού και ανησυχίας, με προτάσεις και προτάγματα απελευθερωτικής συσπείρωσης και εθνικής αλληλεγγύης, αγωνιστικά και κριτικά. Με τις εντυπώσεις και τη συγκίνησή τους από τα Φυλακισμένα Μνήματα και τον τόπο της θυσίας του Αυξεντίου, με την αγωνιστική συμπαράστασή τους και το ξάφνιασμα μπροστά στη σημαία της τουρκικής κατοχής και τους ένοπλους στρατιώτες του Αττίλα.
Γιατί, λοιπόν, έχει επιλεγεί αυτό ειδικά το αποπροσανατολιστικό κείμενο;
Γιατί δημιουργούνται ψευδείς εντυπώσεις για τα πραγματικά συναισθήματα των μαθητών όταν επισκέπτονται την Κύπρο; Γιατί ο αποχρωματισμός και η ατονία για το μείζον εθνικό θέμα που είναι η τουρκική κατοχή της Κύπρου;
Σχετική σημείωση στο βιβλίο αυτό μας πληροφορεί ότι το κείμενο είναι παρμένο από σχολικό περιοδικό, χωρίς οποιαδήποτε άλλα στοιχεία, θα μπορούσε, λοιπόν, να αντέτεινε κάποιος ότι οι υπεύθυνοι έκαναν απλώς τη δουλειά τους, ανθολόγησαν σχετικό κείμενο και το παραθέτουν. Όμως υπάρχει και το θέμα της επιλογής που αναδεικνύει μια πολιτική στάση. Γιατί έγινε επιλογή αυτού του κειμένου κι όχι κάποιου άλλου από τα αναρίθμητα μαθητικά κείμενα που εκφράζονται θερμά για την υπόθεση της Κύπρου;
Ο θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη. Έψαξα λοιπόν και βρήκα, ύστερα από αρκετές προσπάθειες, το σχολικό έντυπο από το οποίο είναι παρμένο το κείμενο. Πρόκειται για το περιοδικό Επετηρίδα Β’ Γυμνασίου Κομοτηνής, που αναφέρεται στο σχολικό έτος 1994-1995 και στις σελίδες 6-32 περιέχει αρκετά κείμενα για το ταξίδι των Θρακιωτών μαθητών στην Κύπρο. Μέσα στα κείμενα είναι έντονα αποτυπωμένα τα αισθήματα των μαθητών και η συγκίνησή τους για την τουρκική κατοχή. Αισθήματα συστράτευσης και καταδίκης του τουρκικού επεκτατισμού, αλληλεγγύης και αποτύπωσης απελευθερωτικών οραμάτων. θερμά και μη αποχρωματισμένα κείμενα, αγωνιστικά και υπεύθυνα. Δυστυχώς η επιλογή έγινε από το κατατοπιστικό και άχρωμο πρώτο σημείωμα. Ακόμη με αφαίρεση κάποιων αποσπασμάτων, ίσως για λόγους χώρου, ανάμεσα στα αφαιρεθέντα και το: “ήταν ευκαιρία για εθνική αναβάπτιση στην Κύπρο”.
Εν τω μεταξύ, στο βιβλίο αυτό για τη νεοελληνική γλώσσα δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις για γλωσσικό λάθος. Γιατί παρέμεινε ο τίτλος από το περιοδικό που στεγάζει, τρόπον τινά, όλες τις περί Κύπρου συνεργασίες: Ταξίδι-προσκύνημα στην Κύπρο (που θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη τους). Προσκύνημα όμως σημαίνει κάτι πέραν από μια τουριστική επίσκεψη όπως αυτή που αναφέρεται στο κείμενο που έχει επιλεγεί. Προσκύνημα σημαίνει επίσκεψη σε χώρους ιερούς, της θυσίας και της τραγωδίας, σε χώρους μαρτυρίου. Με