Αρχική » Η εκδίκηση της Ανατολίας

Η εκδίκηση της Ανατολίας

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Σουλτάνη, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002

Α­πό τα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, στη Νέ­α Ιω­νί­α του Βό­λου, πα­ρα­τη­ρείται μί­α τά­ση ως προς την έ­ρευ­να, τη διά­σω­ση και τη με­τά­δο­ση της μου­σι­κής πα­ρά­δο­σης των Μι­κρα­σια­τών προ­σφύ­γων, γε­γο­νός που πα­ρα­τη­ρεί­ται και ως προς τις μου­σι­κές πα­ρα­δό­σεις των Πο­ντί­ων, των θρα­κών, των Βλά­χων και των Ανα­το­λι­κο­ρω­μυ­λιω­τών.


Τού­το δεν έ­χει να κά­νει φυ­σι­κά μό­νο με το πε­δί­ο της μου­σι­κής, αλ­λά με γενι­κό­τε­ρα στοι­χεί­α που α­παρ­τί­ζουν την ι­διαι­τε­ρό­τη­τα της κουλ­τού­ρας αυ­τών των ο­μά­δων, ό­πως οι γλωσ­σι­κές ι­διαι­τε­ρό­τη­τες, η λο­γο­τε­χνί­α, οι συμ­βο­λικές α­φη­γή­σεις, η εν­δυ­μα­σί­α, η τέ­χνη και η μι­κρο­τε­χνί­α, οι θρη­σκευ­τι­κές παρα­δό­σεις, και τα γε­νι­κό­τε­ρα ή­θη και έ­θι­μα.


Στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ΄90, αυ­τή η τά­ση α­να­βί­ω­σης των πα­ρα­δό­σε­ων ό­χι μόνο α­πα­σχο­λεί ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρους αν­θρώ­πους των ο­ποί­ων οι πρό­γο­νοι ή οι γο­νείς κα­τά­γο­νται α­πό τις χα­μέ­νες πα­τρί­δες, αλ­λά, ε­πι­πλέ­ον, οι πα­ρα­δό­σεις αυ­τές έ­χουν γί­νει πο­λι­τι­σμι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γι’ αυ­τούς, πραγ­μα­τι­κότη­τα που α­ντι­πα­λεύ­ει τη γε­νι­κό­τε­ρη πε­ριρ­ρέ­ου­σα α­τμό­σφαι­ρα ή συ­μπλέ­ει μα­ζί της.


Το φαι­νό­με­νο τού­το δεν α­πο­τε­λεί βέ­βαια ι­διαι­τε­ρό­τη­τα της πε­ριο­χής, καθό­τι α­νι­χνεύ­ε­ται σε ό­λες τις πε­ριο­χές του Ελ­λα­δι­κού κρά­τους στις ο­ποί­ες εγκα­τα­στά­θη­καν πρό­σφυ­γες, γε­γο­νός που μας ε­πι­τρέ­πει να ε­ξα­γά­γου­με γε­νικό­τε­ρα συ­μπε­ρά­σμα­τα.


Ό­σον α­φο­ρά το μου­σι­κό πε­δί­ο το ο­ποί­ο και μας α­φο­ρά, βλέ­που­με να αυ­ξά­νε­ται αλ­μα­τω­δώς η πα­ρα­γω­γή δί­σκων και CD με τρα­γού­δια της Μι­κρα­σί­ας, ό­χι μό­νο αρ­χεια­κού πε­ριε­χο­μέ­νου αλ­λά και ε­πα­νε­κτε­λέ­σε­ων ή και πρω­τό­τυ­πων τρα­γου­διών που βα­σί­ζο­νται στα πα­ρα­δο­σια­κά με­λω­δι­κά πρό­τυ­πα.


Ταυ­τό­χρο­να, οι Δή­μοι στους ο­ποί­ους κα­τοι­κούν πρό­σφυ­γες ε­ντάσ­σουν στην πο­λι­τι­κή τους τη δη­μιουρ­γί­α σχο­λών πα­ρα­δο­σια­κής μου­σι­κής και πο­λι­τι­στι­κές εκ­δη­λώ­σεις με συ­ναυ­λί­ες που ι­κα­νο­ποιούν το αί­τη­μα των δη­μο­τών τους.


Πέ­ρα α­πό την ε­μπο­ρι­κή ό­σο και πο­λι­τι­κή διά­στα­ση του φαι­νο­μέ­νου, ο­φεί­λου­με να α­να­γνω­ρί­σου­με στα γε­γο­νό­τα μί­α ι­διαί­τε­ρη δυ­να­μι­κή ό­σο και έ­να κατα­φα­νές α­διέ­ξο­δο.


Η δυ­να­μι­κή α­φο­ρά την α­να­κά­λυ­ψη ε­νός πρω­το­γε­νούς μου­σι­κού υ­λι­κού με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή συ­ναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση και το α­διέ­ξο­δο, στην μη υπα­γω­γή αυ­τού του υ­λι­κού σε γνω­στές κα­τη­γο­ρί­ες μορ­φο­ποί­η­σης, έ­τσι να κα­τα­στεί ι­κα­νό να εκ­φρά­σει συν­θε­τό­τε­ρες δια­δι­κα­σί­ες.


Το α­διέ­ξο­δο αυ­τό, η α­δυ­να­μί­α να κα­τα­νο­ή­σου­με το μου­σι­κό συ­ντα­κτι­κό αυ­τού του ύ­φους ώ­στε να εκ­φρά­σει την προ­σω­πι­κή ποι­η­τι­κή ε­νός υ­πο­κει­μένου, ε­νι­σχύ­ει τον κίν­δυ­νο ώ­στε να πα­ρα­μεί­νει στον μου­σεια­κό κό­σμο του φολκλόρ και των α­νια­ρών πο­λι­τι­στι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων.


Α­νε­ξάρ­τη­τα πά­ντως α­πό την αυ­θε­ντι­κό­τη­τα ή μο­νι­μό­τη­τα της α­να­βί­ω­σης του Μι­κρα­σιά­τι­κου τρα­γου­διού, αυ­τή η α­να­βί­ω­ση προ­σπερ­νά το λα­ϊ­κό τραγού­δι ό­πως δια­μορ­φώ­θη­κε τον τε­λευ­ταί­ο αιώ­να στα με­γά­λα α­στι­κά κέ­ντρα και οδη­γεί­ται στη ρί­ζα της πα­ρά­δο­σης ή πο­λύ κο­ντά σ’ αυ­τή.
Εν τέ­λει, κά­θε α­να­βί­ω­ση συ­νι­στά ό­χι μό­νο μί­α εκ νέ­ου α­νά­γνω­ση και α­φή­γηση της ι­στο­ρί­ας αλ­λά και έ­να αί­τη­μα για μί­α αυ­θε­ντι­κή και πιο πε­ριε­κτι­κή ταυ­τό­τη­τα, α­το­μι­κή και συλ­λο­γι­κή.


Για τους πρό­σφυ­γες, το λα­ϊ­κό τρα­γού­δι, στη μορ­φή του ρε­μπέ­τι­κου, υ­πήρ­ξε ο μου­σι­κός χώ­ρος του σαρ­κα­σμού ε­νός υ­πο­κρι­τι­κού κό­σμου, της α­πα­ξί­ω­σης των α­ξιών του, της πρό­κλη­σης που δί­νει ταυ­τό­τη­τα στο προ­κα­λόν υ­πο­κεί­με­νο και το βο­η­θά να ε­ξι­σορ­ρο­πή­σει την τραυ­μα­τι­κή του ε­μπει­ρί­α. Το ε­λα­φρό τρα­γού­δι, α­ντί­θε­τα, ο χώ­ρος των ψευ­δαι­σθή­σε­ων, της α­νά­καμ­ψης σε έ­να κό­σμο που υπό­σχε­ται δι­καί­ω­ση στη λη­σμο­νιά και στην α­πό­λαυ­ση ε­μπο­ρι­κών α­γα­θών. Η α­ναβί­ω­ση τέ­λος του Μι­κρα­σιά­τι­κου τρα­γου­διού εί­ναι η εκ­δί­κη­ση της Α­να­τολί­ας.


Οι πρό­σφυ­γες, βρι­σκό­με­νοι σε έ­να ρι­ζι­κά δια­φο­ρε­τι­κό κό­σμο σχέ­σε­ων από ε­κεί­νον που εί­χαν δια­πλάσσει ως ά­το­μα και συλ­λο­γι­κό­τη­τες, εί­ναι ευ­νό­ητο πως θα αλ­λά­ξουν τό­σο γλωσ­σι­κά, πο­λι­τι­σμι­κά, ό­σο και μου­σι­κά.


Δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με τη δυ­να­μι­κή των αν­θρώ­πι­νων σχέ­σε­ων, για­τί μό­νο μέ­σα α­πό αυ­τές μπο­ρού­με να ερ­μη­νεύ­σου­με ό­χι μό­νο τις αν­θρώ­πι­νες συμπε­ρι­φο­ρές και αι­σθη­τι­κές, αλ­λά και τις ι­δέ­ες που χρη­σι­μο­ποιούν τα υ­ποκεί­με­να προ­κει­μέ­νου να υ­πε­ρα­σπι­στούν τις α­νά­γκες και τις ε­πι­λο­γές τους, που σχε­δόν πά­ντα εί­ναι εί­τε κα­τά­φα­ση εί­τε άρ­νη­ση των ποιο­τι­κών μο­ντέ­λων που α­να­δύ­ο­νται μέ­σα α­πό τού­τες τις σχέ­σεις.


Η πε­ρι­πέ­τεια της Μι­κρα­σιά­τι­κης μου­σι­κής κουλ­τού­ρας στην πε­ριο­χή της Μα­γνη­σί­ας εί­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη με τη δυ­να­μι­κή των σχέ­σε­ων των προ­σφύ­γων με τη κουλ­τού­ρα των τό­πων υ­πο­δο­χής τους.


Οι πρό­σφυ­γες στη Σκιά­θο
Ο Βό­λος μα­ζί με τη Σκιά­θο εί­ναι τα κυ­ριό­τε­ρα μέ­ρη στα ο­ποί­α θα ε­γκα­τα­στα­θούν οι πρό­σφυ­γες στη πε­ριο­χή. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι που κα­τά­γο­νταν α­πό πα­ρα­λια­κά χω­ριά ό­πως ο Τσε­σμές και η Α­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή (Κιο­στέ) και εί­χαν τη δυ­να­τό­τη­τα να δια­φύ­γουν με μπρα­τσέ­ρες, πα­στω­τζή­δι­κα, πε­ρά­μα­τα, τρά­τες, τρα­το­κά­ικα και α­νε­μό­τρα­τες, κα­τέ­φυ­γαν στη Σκιά­θο, ό­που και τους δό­θη­κε η δυ­να­τό­τη­τα να α­γο­ρά­σουν πρό­χει­ρες κα­τοι­κί­ες. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι, ό­ντας εύπο­ροι, έ­φε­ραν μα­ζί τους, ε­κτός α­πό τα τι­μαλ­φή, σα­ντού­ρια, κα­νο­νά­κια και ούτια, α­φού πολ­λά ή­ταν τα παι­διά που σπού­δα­ζαν βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή και όρ­γα­να στη Σμύρ­νη


Για τους Σκια­θί­τες, που η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά τους ή­ταν η θά­λασ­σα και πολ­λοί από αυ­τούς ή­ταν κα­ρα­βο­κύ­ρη­δες, με ι­στιο­φό­ρα που συ­νέ­δε­αν το νη­σί με τη Σμύρνη, την Πό­λη και ό­λα τα πα­ρά­λια έ­ως και τη Μασ­σα­λί­α, η ά­φι­ξη των προ­σφύ­γων ή­ταν έ­να γε­γο­νός που τους χα­ρο­ποί­η­σε. Θα έ­βρι­σκαν φτη­νό ερ­γα­τι­κό δυ­να­μικό και θα μά­θαι­ναν την τέ­χνη της πε­ζό­τρα­τας και της μη­χα­νό­τρα­τας, της γκαγκά­βας και του γρι-γρι. Για τους υ­πό­λοι­πους που α­σχο­λού­νταν με τη γε­ωρ­γί­α και τη κτη­νο­τρο­φί­α , η πα­ρου­σί­α τους δη­μιούρ­γη­σε α­νά­μι­κτα συ­ναι­σθή­μα­τα. Δεν ή­θε­λαν να έ­χουν σχέ­ση με τους “τσε­σμε­λί­δες”, ό­πως συλ­λή­βδην τους απο­κα­λού­σαν, για­τί ή­ταν “ά­σω­τοι” και “ε­λα­φρό­μυα­λοι”.


Ε­ντού­τοις, ε­πει­δή η μου­σι­κή πα­ρά­δο­ση της Σκιά­θου ή­ταν μί­α πα­ραλ­λα­γή της α­να­το­λι­κο-αι­γαιο­πε­λα­γί­τι­κης πα­ρά­δο­σης, πρό­σφυ­γες και γη­γε­νείς τρα­γού­δα­γαν τα ί­δια τρα­γού­δια στα γλέ­ντια τους και έ­με­ναν εκ­στα­τι­κοί με τους α­μα­νέ­δες των “τσε­σμε­λί­δων”, με τη συ­νο­δεί­α α­πό ού­τι, κα­νο­νά­κι και σαντού­ρι, ά­σχε­τα αν στις κα­κιές στιγ­μές τους βρί­ζο­νταν και οι Σκια­θί­τες προέ­τρε­παν τους γιους τους να μην πα­ντρευ­τούν τις “α­λα­φρές” κό­ρες των τσε­σμε­λί­δων.


Στον χώ­ρο της Σκιά­θου οι Μι­κρα­σιά­τες α­πέ­κτη­σαν δύ­να­μη και κύ­ρος α­φού ή­ταν ι­κα­νοί και πο­λυ­μή­χα­νοι στην α­λιεί­α, πρώ­τοι στα γλέ­ντια και τα ά­σμα­τα, στα πει­ράγ­μα­τα και στο χιού­μορ, κι ας έ­κα­νε γύ­ρω στα ε­ξή­ντα χρό­νια να σβή­σει η ρε­τσι­νιά του “τσε­σμε­λή”, μί­α λέ­ξη που δεν πα­ρέ­πε­μπε σε τό­πο πια αλ­λά σε κά­θε εί­δους αρ­νη­τι­κά πρό­ση­μα.


Ο Βό­λος, αυ­τό­χθο­νες και ε­τε­ρό­χθο­νες
Η τύ­χη των προ­σφύ­γων που έ­φτα­σαν στον Βό­λο με­τά την κα­τα­στρο­φή της Σμύρ­νης ή­ταν δια­φο­ρε­τι­κή.
Ή­δη α­πό το 1920 εί­χαν φθά­σει με­μο­νω­μέ­νοι πρό­σφυ­γες, το ’21, α­πό την Νι­κο­μή­δεια και την Προ­πο­ντί­δα και το ’24 οι α­νταλ­λά­ξι­μοι κα­τά τη συν­θή­κη της Λω­ζά­νης.
Στα 1923 ο Βό­λος α­ριθ­μού­σε γύ­ρω στις 30.000 ψυ­χές α­πό τις ο­ποί­ες οι 12.000 εί­ναι πρόσφυ­γες, ό­πως φαί­νε­ται και α­πό την α­πο­γρα­φή του ’28: 47.793 κά­τοι­κοι, α­πό τους ο­ποί­ους το 28,8% πρό­σφυ­γες (13.773).
Σκη­νές, α­πο­θή­κες, σχο­λεί­α, ε­πί­τα­κτα σπί­τια και ο πα­λιός τούρ­κι­κος στρατώ­νας, υ­πήρ­ξαν οι χώ­ροι υ­πο­δο­χής ε­νός ποι­κι­λώ­νυ­μου πλή­θους α­πό πό­λεις και χω­ριά της Μι­κρα­σί­ας, της Θρά­κης και του Πό­ντου:
Πό­λη, Σμύρ­νη, Τσε­σμές, Κιο­στέ, Πέρ­γα­μος, Εγ­γλε­ζο­νή­σια, Α­ϊ­βα­λί, Πρού­σα, Ι­κόνιο, Σαμ­ψού­ντα, Τρα­πε­ζού­ντα, κ.λπ.


Στις 15-8-23, γί­νο­νται τα ε­γκαί­νια της κα­τά­θε­σης του θε­μέ­λιου λί­θου του προσφυ­γι­κού συ­νοι­κι­σμού στην πε­ριο­χή πέ­ραν του ερ­γο­στα­σί­ου Λε­βιά­θαν, έ­τσι ώ­στε να χω­ρί­ζε­ται α­πό τον Βό­λο α­πό τον χεί­μαρ­ρο του Κραυ­σί­δω­να.
Τον Ια­νουά­ριο του ’24, ε­ξα­πλώ­νε­ται ε­ξαν­θη­μα­τι­κός τύ­φος στους κα­ταυ­λισμούς και τον Φε­βρουά­ριο γί­νε­ται το πρώ­το συλ­λα­λη­τή­ριο στη πλα­τεί­α Ελευ­θε­ρί­ας του Βό­λου, ε­νά­ντια στην κρα­τι­κή α­κη­δί­α και τη γε­νι­κευ­μέ­νη αισχρο­κέρ­δεια.


Τον Δε­κέμ­βρη του ί­διου έ­τους, γί­νο­νται τα ε­γκαί­νια της α­πο­πε­ρά­τω­σης του συ­νοι­κι­σμού α­φού έ­χουν προ­η­γη­θεί κα­τα­λή­ψεις α­πό α­γα­να­κτι­σμέ­νους πρόσφυ­γες και ξε­κι­νά η λει­τουρ­γί­α δύ­ο σχο­λεί­ων.


Στα 1927, η ε­πί­δο­ση των πρώ­των ε­νταλ­μά­των προ­σω­πο­κρά­τη­σης, λό­γω της α­δυ­ναμί­ας των προ­σφύ­γων να α­πο­πλη­ρώ­σουν την α­ξί­α των δω­μα­τί­ων που τους χρέ­ω­σαν. Η Ε.Α.Π. (Ε­πι­τρο­πή Α­πο­κα­τά­στα­σης Προ­σφύ­γων) ε­πι­χει­ρεί την ά­με­ση εί­σπρα­ξη υ­πέ­ρο­γκων το­κο­χρε­ο­λυ­σί­ων α­πο­πλη­ρω­μής, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου και του πο­σού που α­να­λο­γεί α­πό τη χρή­ση δρό­μων, πλα­τεί­ας και σχο­λεί­ου.


Ο συ­νοι­κι­σμός α­να­πτύσ­σε­ται ρα­γδαί­α και οι πρό­σφυ­γες δρα­στη­ριο­ποιού­νται στο ε­μπό­ριο, τη βιο­τε­χνί­α, την α­λιεί­α και με­γά­λο μέ­ρος τους α­ποτε­λεί ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό της το­πι­κής βιο­μη­χα­νί­ας.


Η δρα­στη­ριο­ποί­η­ση του προ­σφυ­γι­κού στοι­χεί­ου ή­ταν α­να­με­νό­με­νο να δη­μιουρ­γή­σει πλή­θος α­ντι­θέ­σε­ων α­νά­με­σα σ’ αυ­τούς και τους γη­γε­νείς.
Το βα­ρύ κλί­μα της ε­πο­χής δια­φαί­νε­ται σε άρ­θρο της το­πι­κής ε­φη­με­ρί­δας “Ση­μαί­α”, τη 25-10-25, που γρά­φτη­κε με α­φορ­μή την ε­κλο­γή του Δη­μάρ­χου Σπ. Σπυ­ρί­δη στον Δή­μο Πα­γα­σών, με­τά την υ­πο­στή­ρι­ξή του α­πό το προ­σφυ­γι­κό στοι­χεί­ο: “…οι δε ε­λά­χι­στοι ε­κλο­γείς του ε­πι­τυ­χό­ντος Δη­μάρ­χου οι δυ­νάμε­νοι να ο­μι­λή­σουν ελ­λη­νι­στί, πλή­ρεις α­νε­ξη­γή­του δέ­ους εκ της πα­γε­ράς και α­γα­να­κτι­σμέ­νης σιω­πής των Βο­λιω­τών: ‘τά­χα δεν εί­ναι οι πρό­σφυ­γες Έλ­ληνες;’ Ναι, εί­ναι. Ου­δείς τολ­μά να αρ­νη­θή, αλ­λά δεν εί­ναι Βο­λιώ­ται”.
Ο α­ντα­γω­νι­σμός στην α­γο­ρά ερ­γα­σί­ας, οι α­να­γκα­στι­κές α­παλ­λο­τριώ­σεις, η α­ντι­πα­λό­τη­τα βιο­τε­χνών κα ε­παγ­γελ­μα­τιών ε­κα­τέ­ρω­θεν, α­νέ­βα­ζαν τους τόνους, με α­πο­τέ­λε­σμα έ­να κλί­μα γε­νι­κευ­μέ­νης δυ­σφο­ρί­ας που ο­δή­γη­σε στις 15-2-36 στο δεύ­τε­ρο ε­μπρη­σμό κα­τα­στη­μά­των που δια­τη­ρού­σαν πρό­σφυ­γες στην πό­λη του Βό­λου, μά­λι­στα με έ­ναν νε­κρό.


Με­τά τον πό­λε­μο, τα νέ­α δε­δο­μέ­να και οι πιέ­σεις α­ρι­στε­ρών κυ­ρί­ως δυ­νά­μεων συ­νε­τέ­λε­σαν στην α­πό­σχι­ση του συ­νοι­κι­σμού α­πό τον Δή­μο Πα­γα­σών με το ό­νο­μα “Δή­μος Νέ­ας Ιω­νί­ας (Βό­λου)”.


Έ­κτο­τε, η πό­λη στα­δια­κά ορ­γα­νώ­νε­ται α­πο­βάλ­λο­ντας τον χα­ρα­κτή­ρα του πα­λιού συ­νοι­κι­σμού, και η πλη­θυ­σμια­κή α­νά­πτυ­ξή της την ο­δη­γεί σε έ­να ι­σότι­μο ε­πί­πε­δο σε σχέ­ση με την πό­λη του Βό­λου.


Ο πό­λε­μος, ο Εμ­φύ­λιος, η Χού­ντα, η με­τα­πο­λί­τευ­ση και ο εκ­συγ­χρο­νι­σμός, φαί­νε­ται ό­τι έ­σβη­σαν α­πό τη μνή­μη των δύ­ο πό­λε­ων τις πα­λιές α­ντι­θέ­σεις, αντι­πα­λό­τη­τες, τα τραύ­μα­τα του ξε­ρι­ζω­μού αλ­λά και τον ό­ποιο ρα­τσι­σμό των γη­γε­νών.


Μου­σικός “εκ­συγ­χρο­νι­σμός”
Η ι­στο­ρι­κή δια­δρο­μή του συ­νοι­κι­σμού που με­τα­τρέ­πε­ται σε πό­λη συ­μπλέ­ει με τη δια­δρο­μή των αν­θρώ­πων που α­νέ­στιοι και τραυ­μα­τι­σμέ­νοι προ­σπα­θούν να α­να­κτή­σουν τη χα­μέ­νη τους αυ­τα­ξί­α και κοι­νω­νι­κή α­ξιο­σύ­νη. Τού­τη η προ­σπά­θεια ε­πι­βί­ω­σης και α­νά­γκη για εκ νέ­ου ζω­ή, εξ α­νά­γκης, ε­πι­χει­ρεί­ται σε έ­να πλαί­σιο ό­που οι κυ­ρί­αρ­χες κοι­νω­νι­κές α­να­πα­ρα­στά­σεις ο­ρί­ζονται α­πό τους γη­γε­νείς.


Οι πρό­σφυ­γες, α­πο­τε­λώ­ντας έ­να τε­ρά­στιο μω­σα­ϊ­κό μου­σι­κών πα­ρα­δό­σε­ων, γλωσσι­κών ι­διω­μά­των, συ­μπε­ρι­φο­ρών και συμ­βο­λι­κών α­να­πα­ρα­στά­σε­ων, α­να­πό­φευ­κτα α­πο­τε­λούν κύτ­τα­ρα υ­πο­κουλ­τού­ρας σε σχέ­ση με την κυ­ρί­αρ­χη κουλ­τούρα που συ­νά­δει ταυ­τό­χρο­να με το δε­σπό­ζον ι­δε­ο­λό­γη­μα.
Η δε­σπό­ζου­σα ε­πιρ­ρο­ή που α­παι­τεί υ­πο­τα­γή και συμ­μόρ­φω­ση εκ­κι­νεί α­πό το ι­δε­ο­λό­γη­μα του εκ­συγ­χρο­νι­σμού.


Με­τά το τέ­λος του νε­ο­ελ­λη­νι­κού δια­φω­τι­σμού, εκ­πρό­σω­ποι του ο­ποί­ου έ­ζησαν και έ­δρα­σαν στην πε­ριο­χή, η πό­λη του Βό­λου, μί­α νε­ο­σύ­στα­τη πό­λη χω­ρίς πα­ρελ­θόν και μνή­μη, α­να­πό­φευ­κτα βρί­σκε­ται στο ε­πί­κε­ντρο της τά­σης για εκσυγ­χρο­νι­σμό και α­στι­κή με­ταλ­λα­γή της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας. Και ε­φό­σον τού­τη η τά­ση για α­στι­κή με­τάλ­λα­ξη δεν α­πο­τε­λεί α­πόρ­ροια των κοι­νω­νι­κών αλλα­γών που αρ­γά και νο­μο­τε­λεια­κά ε­πι­φέ­ρει η ί­δια η ζω­ή, α­ντί­θε­τα α­πο­τελεί ι­δε­ο­λό­γη­μα, η ε­πι­βο­λή πλέ­ον της α­στι­κής κουλ­τού­ρας ση­μαί­νει τη ρή­ξη με την πα­ρά­δο­ση, μί­α πα­ρά­δο­ση που δεν συ­νά­δει με τα α­στι­κά ή­θη.
Η Μου­σι­κή Ε­ται­ρί­α Βό­λου (1901), το Ω­δεί­ο Βό­λου (1902), το Ελ­λη­νι­κό Ω­δεί­ο, η Συμ­φω­νι­κή Ορ­χή­στρα(1930), η Βο­λιώ­τι­κη Χο­ρω­δί­α (1937), η “Ε­ρα­σιτε­χνι­κή Ε­πι­θε­ώ­ρη­ση” του Συλ­λό­γου Ε­ρα­σι­τε­χνών, ο “Φι­λό­τε­χνος” του Συλ­λό­γου Φι­λο­τέ­χνων, η α­νά­πτυ­ξη της λα­ο­γρα­φί­ας, οι ιτα­λι­κές κα­ντσο­νέ­τες κτλ., ση­μα­το­δο­τούν την ε­να­γώ­νια προ­σπά­θεια της κυ­ρί­αρ­χης τά­ξης της πό­λης, που α­σκεί και τον κοι­νω­νι­κό έ­λεγ­χο, να ε­ντα­χθεί στην ι­δε­ο­λο­γί­α της ε­πο­χής, να προ­σλά­βει το α­στι­κό μο­ντέ­λο.


Τρα­γι­κή ει­ρω­νεί­α!! Στα 1901 ι­δρύ­ε­ται η “Μου­σι­κή Ε­ται­ρί­α Βό­λου” με διευ­θυ­ντή, α­πό το 1902, τον Διον. Λαυ­ρά­γκα ( συν­θέ­τη α­πό τους εκ­προ­σώ­πους της ε­πτα­νη­σια­κής σχο­λής ), ε­νώ την ί­δια χρο­νιά ο Πα­πα­δια­μά­ντης α­πό τη Σκιάθο αρ­θρο­γρα­φεί στις ε­φη­με­ρί­δες της ε­πο­χής ε­νά­ντια στην ά­νευ ό­ρων πα­ρά­δοση στην αι­σθη­τι­κή της ιτα­λι­κής και ευ­ρω­πα­ϊ­κής εν γέ­νει μου­σι­κής.
Η μου­σι­κή κουλ­τού­ρα που έ­φε­ραν μα­ζί τους οι πρό­σφυ­γες εί­ναι φυ­σι­κό να εκλαμ­βά­νε­ται α­πό τους εκ­συγ­χρο­νι­στές γη­γε­νείς, ως σύμ­βο­λο ε­πι­στρο­φής στον σκο­τα­δι­στι­κό Με­σαί­ω­να.


Πολ­λοί ή­ταν οι πρό­σφυ­γες που στο δρό­μο της προ­σφυ­γιάς πή­ραν μα­ζί τους το ού­τι, το κα­νο­νά­κι, το σα­ντού­ρι, το βιο­λί και το του­μπερ­λέ­κι, και αρ­κε­τοί από αυ­τούς έ­παι­ζαν και τρα­γού­δα­γαν στα πρό­χει­ρα κα­τα­λύ­μα­τα και τα μα­γα­ζιά του συ­νοι­κι­σμού αρ­γό­τε­ρα. Ο ανα­το­λί­τι­κος α­πό­η­χος των ορ­γά­νων και των ασμά­των ξε­σή­κω­νε την λοι­δο­ρί­α και τον σαρ­κα­σμό στους γη­γε­νείς γε­γο­νός που για τους πρό­σφυ­γες σή­μαι­νε α­πα­ξί­α του κό­σμου και των συμ­βό­λων τους, έναν εκ νέ­ου τραυ­μα­τι­σμό.


Σύ­γκρου­ση και α­να­βί­ω­ση (;)
Τού­τη η σύ­γκρου­ση της κυ­ρί­αρ­χης κουλ­τού­ρας που εμ­φο­ρεί­ται α­πό το α­στι­κό ι­δε­ο­λό­γη­μα με τη μειο­νο­τι­κή ο­μά­δα των υ­πο­κουλ­τού­ρων, που εί­ναι ανέ­τοι­μες να πο­λε­μή­σουν στο πε­δί­ο των ι­δε­ών και της αι­σθη­τι­κής για τη δική τους θέ­α­ση του κό­σμου, εί­χε ως α­πο­τέ­λε­σμα τη στρο­φή των προ­σφύ­γων προς το ρε­μπέ­τι­κο τρα­γού­δι και πρω­τί­στως ό­σων α­πό αυ­τούς εί­χαν ά­με­ση ε­μπει­ρί­α α­πό το α­στι­κό τρα­γού­δι της Σμύρ­νης και της Πό­λης.


Η λα­κω­νι­κό­τη­τα του λα­ϊ­κού τρα­γου­διού, το μέ­ταλ­λο του μπου­ζου­κιού, ο ρε­αλι­σμός και η γυ­μνό­τη­τα των θε­μά­των του, άρ­μο­ζαν στην α­πο­μυ­θο­ποί­η­ση του κό­σμου έ­τσι ό­πως τον βί­ω­νε πια ο πρό­σφυ­γας του συ­νοι­κι­σμού. Η πα­τρί­δα, που άλλο­τε τρα­γού­δα­γε ως σύμ­βο­λο ε­πί­γειου πα­ρά­δει­σου, ή­ταν έ­νας κό­σμος λοι­δορί­ας, σκλη­ρό­τη­τας, προ­σβο­λής, υ­πο­κρι­σί­ας και ε­νταλ­μά­των προ­σω­πο­κρά­τη­σης. Η συσ­σω­ρευ­μέ­νη ορ­γή, που με­τα­τρέ­πε­ται σε εκ­δί­κη­ση και κα­τό­πιν σε α­διαφο­ρί­α και ί­σως κυ­νι­σμό, εί­ναι που θα ο­δη­γή­σει στην α­ντι­κα­τά­στα­ση των πα­ραδο­σια­κών ορ­γά­νων α­πό το μπου­ζού­κι, σύμ­βο­λο της με­τα­στρο­φής των νο­η­μά­των και των α­ξιών. Ε­πί­σης την α­ντι­κα­τά­στα­ση των πα­ρα­δο­σια­κών μα­κα­μιών από το το­νι­κό σύ­στη­μα, έ­να μου­σι­κό σύ­στη­μα που πε­ρι­γρά­φει τον κό­σμο με α­πλο­ϊ­κή αι­τιο­κρα­τί­α, α­ντί­θε­τα με το προ­η­γού­με­νο που ση­μα­σιο­λο­γεί α­πέρα­ντους μι­κρό­κο­σμους μέ­σα στον κό­σμο.


Μί­α άλ­λη με­ρί­δα προ­σφύ­γων, που εί­χε ή α­πέ­κτη­σε γρή­γο­ρα οι­κο­νο­μι­κή αυτο­δυ­να­μί­α, κά­τω α­πό τη συμ­βο­λι­κή βί­α των ε­πι­κυ­ρί­αρ­χων, στρά­φη­κε προς την οι­κεί­ω­ση του τρό­που ζω­ής της κυ­ρί­αρ­χης κουλ­τού­ρας, αν ό­χι για την ί­δια, του­λά­χι­στον για τα παι­διά της: μα­θή­μα­τα πιά­νου, κι­θά­ρας, κλασ­ι­κού βιο­λιού, α­κορ­ντε­όν, στο Δη­μο­τι­κό Ω­δεί­ο Βό­λου, ορ­γά­νω­ση “Γκάρ­ντεν πάρ­τι”, α­κρόα­ση ρο­μα­ντι­κών ε­ρω­το­τρά­γου­δων και ιτα­λι­κής ο­πε­ρέ­τας.
Πα­ράλ­λη­λα, το σχο­λεί­ο ε­πι­κυ­ρώ­νει, μέ­σω της αυ­θε­ντί­ας του κρά­τους, την επαγ­γε­λί­α του α­στι­κού ι­δε­ο­λο­γή­μα­τος. Οι μα­θη­τές μα­θαί­νουν ως μο­να­δι­κό γλωσσι­κό ι­δί­ω­μα το Α­θη­να­ϊ­κό, σε ση­μεί­ο ώ­στε να λοι­δο­ρούν τα ι­διώ­μα­τα των γονέ­ων τους, ε­νώ στο μά­θη­μα της Ω­δι­κής προ­σλαμ­βά­νουν τα με­τα­φρα­σμέ­να γερ­μανι­κά και γαλ­λι­κά τρα­γού­δια ως πρό­τυ­πα μου­σι­κής κουλ­τού­ρας.
Ή­δη, η πρώ­τη γε­νιά που γεν­νή­θη­κε στον συ­νοι­κι­σμό α­πεί­χε έ­τη φω­τός α­πό τον νο­η­μα­τι­κό και συμ­βο­λι­κό κό­σμο των γο­νιών της, αι­σθα­νό­με­νη μό­νο μί­α α­ό­ριστη ε­νο­χή για την κα­τα­γω­γή της, που τε­λι­κά γι­νό­ταν κι­νη­τή­ριος δύ­να­μη μά­θησης.


Έ­πρε­πε λοι­πόν να πε­ρά­σουν πε­ρί­που 70 χρό­νια και, α­φού στα 1993 ι­δρύ­θη­κε το Δη­μο­τι­κό Ω­δεί­ο Ν. Ιω­νί­ας στα πρό­τυ­πα του Δημ. Ω­δεί­ου Βό­λου, α­φού ο εκ­συγ­χρο­νι­σμός κα­τά­ντη­σε σαν το γε­φύ­ρι της Άρ­τας, α­φού οι ταυ­τό­τη­τες των κυρί­αρ­χων ι­δε­ο­λο­γιών κα­τέρ­ρευ­σαν μα­ζί με τις αν­θρώ­πι­νες ψευ­δαι­σθή­σεις που τις συ­ντη­ρού­σαν, να δημιουργηθεί τε­λι­κά το τμή­μα πα­ρα­δο­σια­κής μου­σι­κής, για να στε­γά­σει ό­σους α­να­κά­λυ­ψαν τη μου­σι­κή κουλ­τού­ρα των προ­γό­νων τους, παράλ­λη­λα με συ­να­φείς συλ­λό­γους που συ­γκε­ντρώ­νουν τα λεί­ψα­να του Μι­κρα­σια­τι­κού πο­λι­τι­σμού.


Εί­ναι ά­ρα­γε έ­νας φό­ρος τι­μής στο α­πα­ξιω­μέ­νο πα­ρελ­θόν τού­τη η α­να­βί­ω­ση ή, τώ­ρα που ελ­λεί­πει η α­πο­κλει­στι­κό­τη­τα της συμ­βο­λι­κής βί­ας των εκ­συγ­χρονι­στών, α­πο­τε­λεί έ­να φαι­νό­με­νο αυ­θορ­μη­σί­ας;


Α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ποια α­νά­γκη ε­πι­βάλ­λει στους γό­νους των προ­σφύ­γων την α­γο­ρά των μου­σι­κών ορ­γά­νων των προ­γό­νων τους, α­πό τη Σμύρ­νη και την Πό­λη; Εί­ναι η α­νά­γκη για τη δό­μη­ση μιας πιο πλή­ρους ταυ­τό­τη­τας α­το­μι­κής και συλλο­γι­κής ή έ­να εί­δος “εκ­δί­κη­σης της Α­να­το­λί­ας”, ό­ταν μά­λι­στα α­κό­μη και τα παι­διά των εύ­πο­ρων Βο­λιω­τών μα­θαί­νουν ού­τια, κα­νο­νά­κια, σα­ντού­ρια, νέ­ι και του­μπερ­λέ­κια;


Αυ­τή ή­ταν η πε­ρι­πέ­τεια της Μι­κρα­σιά­τι­κης μου­σι­κής κουλ­τού­ρας στην Μα­γνη­σί­α, του­λά­χι­στον στο ε­πί­πε­δο του “ε­πί­ση­μου κό­σμου”. Ε­ντού­τοις, ο α­νε­πί­ση­μος κό­σμος των λα­ϊ­κών μου­σι­κών, του πα­νη­γυ­ριού, των ιε­ρο­ψαλ­τών, των λα­ϊ­κών πα­ρα­μυ­θά­δων και του πε­ρι­θω­ρί­ου του Βό­λου, ο κό­σμος που δεν χαρτο­γρα­φεί­ται στην ε­πί­ση­μη α­νά­γνω­ση της ι­στο­ρί­ας, εί­χε μί­α δια­φο­ρε­τι­κή στά­ση έ­να­ντι της Μι­κρα­σια­τι­κής κουλ­τού­ρας. Οι ιε­ρο­ψάλ­τες, αίφ­νης, κρυ­φά­κου­γαν τα μα­κά­μια και τους α­μα­νέ­δες, ώ­στε να κλέ­ψουν κά­ποια με­λω­δι­κή γραμ­μή για την Κυ­ρια­κά­τι­κη λει­τουρ­γί­α, οι πα­νη­γυ­ριώ­τες, κά­ποιο στί­χο για την επό­με­νη πα­νή­γυ­ρη ή γά­μο και ού­τω καθ’ ε­ξής.


Και φυ­σι­κά, πά­λι η εκ­κλη­σί­α λει­τούρ­γη­σε ως κι­βω­τός ε­νός πλη­γω­μέ­νου πολι­τι­σμού. Οι πρό­σφυ­γες α­γνό­η­σαν μεν τη μου­σι­κή τους κουλ­τού­ρα, αλ­λά κά­τι τους έ­στρε­φε προς τη Βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή. Κά­τι τους συ­γκι­νού­σε στην πο­λυ­ηχεί­α και στα μι­κρο­δια­στή­μα­τα, που ή­ταν φυ­σι­κά η βά­ση της πα­ρά­δο­σής τους, όχι μό­νο αι­σθη­τι­κά αλ­λά και συμ­βο­λι­κά. Ε­πι­πλέ­ον ή­ταν μί­α μου­σι­κή –η Βυ­ζαντι­νή– που δύ­σκο­λα μπο­ρού­σε να λοι­δο­ρή­σει ο ο­δο­στρω­τή­ρας του εκ­συγ­χρονι­σμού.

*Ο Γρη­γό­ρης Σουλ­τά­νης εί­ναι κα­θη­γη­τής μου­σι­κής α­γω­γής και α­νω­τέ­ρων θεω­ρη­τι­κών.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ