του Γ. Σουλτάνη, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, στη Νέα Ιωνία του Βόλου, παρατηρείται μία τάση ως προς την έρευνα, τη διάσωση και τη μετάδοση της μουσικής παράδοσης των Μικρασιατών προσφύγων, γεγονός που παρατηρείται και ως προς τις μουσικές παραδόσεις των Ποντίων, των θρακών, των Βλάχων και των Ανατολικορωμυλιωτών.
Τούτο δεν έχει να κάνει φυσικά μόνο με το πεδίο της μουσικής, αλλά με γενικότερα στοιχεία που απαρτίζουν την ιδιαιτερότητα της κουλτούρας αυτών των ομάδων, όπως οι γλωσσικές ιδιαιτερότητες, η λογοτεχνία, οι συμβολικές αφηγήσεις, η ενδυμασία, η τέχνη και η μικροτεχνία, οι θρησκευτικές παραδόσεις, και τα γενικότερα ήθη και έθιμα.
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄90, αυτή η τάση αναβίωσης των παραδόσεων όχι μόνο απασχολεί όλο και περισσότερους ανθρώπους των οποίων οι πρόγονοι ή οι γονείς κατάγονται από τις χαμένες πατρίδες, αλλά, επιπλέον, οι παραδόσεις αυτές έχουν γίνει πολιτισμική πραγματικότητα γι’ αυτούς, πραγματικότητα που αντιπαλεύει τη γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα ή συμπλέει μαζί της.
Το φαινόμενο τούτο δεν αποτελεί βέβαια ιδιαιτερότητα της περιοχής, καθότι ανιχνεύεται σε όλες τις περιοχές του Ελλαδικού κράτους στις οποίες εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, γεγονός που μας επιτρέπει να εξαγάγουμε γενικότερα συμπεράσματα.
Όσον αφορά το μουσικό πεδίο το οποίο και μας αφορά, βλέπουμε να αυξάνεται αλματωδώς η παραγωγή δίσκων και CD με τραγούδια της Μικρασίας, όχι μόνο αρχειακού περιεχομένου αλλά και επανεκτελέσεων ή και πρωτότυπων τραγουδιών που βασίζονται στα παραδοσιακά μελωδικά πρότυπα.
Ταυτόχρονα, οι Δήμοι στους οποίους κατοικούν πρόσφυγες εντάσσουν στην πολιτική τους τη δημιουργία σχολών παραδοσιακής μουσικής και πολιτιστικές εκδηλώσεις με συναυλίες που ικανοποιούν το αίτημα των δημοτών τους.
Πέρα από την εμπορική όσο και πολιτική διάσταση του φαινομένου, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στα γεγονότα μία ιδιαίτερη δυναμική όσο και ένα καταφανές αδιέξοδο.
Η δυναμική αφορά την ανακάλυψη ενός πρωτογενούς μουσικού υλικού με χαρακτηριστική συναισθηματική φόρτιση και το αδιέξοδο, στην μη υπαγωγή αυτού του υλικού σε γνωστές κατηγορίες μορφοποίησης, έτσι να καταστεί ικανό να εκφράσει συνθετότερες διαδικασίες.
Το αδιέξοδο αυτό, η αδυναμία να κατανοήσουμε το μουσικό συντακτικό αυτού του ύφους ώστε να εκφράσει την προσωπική ποιητική ενός υποκειμένου, ενισχύει τον κίνδυνο ώστε να παραμείνει στον μουσειακό κόσμο του φολκλόρ και των ανιαρών πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Ανεξάρτητα πάντως από την αυθεντικότητα ή μονιμότητα της αναβίωσης του Μικρασιάτικου τραγουδιού, αυτή η αναβίωση προσπερνά το λαϊκό τραγούδι όπως διαμορφώθηκε τον τελευταίο αιώνα στα μεγάλα αστικά κέντρα και οδηγείται στη ρίζα της παράδοσης ή πολύ κοντά σ’ αυτή.
Εν τέλει, κάθε αναβίωση συνιστά όχι μόνο μία εκ νέου ανάγνωση και αφήγηση της ιστορίας αλλά και ένα αίτημα για μία αυθεντική και πιο περιεκτική ταυτότητα, ατομική και συλλογική.
Για τους πρόσφυγες, το λαϊκό τραγούδι, στη μορφή του ρεμπέτικου, υπήρξε ο μουσικός χώρος του σαρκασμού ενός υποκριτικού κόσμου, της απαξίωσης των αξιών του, της πρόκλησης που δίνει ταυτότητα στο προκαλόν υποκείμενο και το βοηθά να εξισορροπήσει την τραυματική του εμπειρία. Το ελαφρό τραγούδι, αντίθετα, ο χώρος των ψευδαισθήσεων, της ανάκαμψης σε ένα κόσμο που υπόσχεται δικαίωση στη λησμονιά και στην απόλαυση εμπορικών αγαθών. Η αναβίωση τέλος του Μικρασιάτικου τραγουδιού είναι η εκδίκηση της Ανατολίας.
Οι πρόσφυγες, βρισκόμενοι σε ένα ριζικά διαφορετικό κόσμο σχέσεων από εκείνον που είχαν διαπλάσσει ως άτομα και συλλογικότητες, είναι ευνόητο πως θα αλλάξουν τόσο γλωσσικά, πολιτισμικά, όσο και μουσικά.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε τη δυναμική των ανθρώπινων σχέσεων, γιατί μόνο μέσα από αυτές μπορούμε να ερμηνεύσουμε όχι μόνο τις ανθρώπινες συμπεριφορές και αισθητικές, αλλά και τις ιδέες που χρησιμοποιούν τα υποκείμενα προκειμένου να υπερασπιστούν τις ανάγκες και τις επιλογές τους, που σχεδόν πάντα είναι είτε κατάφαση είτε άρνηση των ποιοτικών μοντέλων που αναδύονται μέσα από τούτες τις σχέσεις.
Η περιπέτεια της Μικρασιάτικης μουσικής κουλτούρας στην περιοχή της Μαγνησίας είναι συνυφασμένη με τη δυναμική των σχέσεων των προσφύγων με τη κουλτούρα των τόπων υποδοχής τους.
Οι πρόσφυγες στη Σκιάθο
Ο Βόλος μαζί με τη Σκιάθο είναι τα κυριότερα μέρη στα οποία θα εγκατασταθούν οι πρόσφυγες στη περιοχή. Οι περισσότεροι που κατάγονταν από παραλιακά χωριά όπως ο Τσεσμές και η Αγία Παρασκευή (Κιοστέ) και είχαν τη δυνατότητα να διαφύγουν με μπρατσέρες, παστωτζήδικα, περάματα, τράτες, τρατοκάικα και ανεμότρατες, κατέφυγαν στη Σκιάθο, όπου και τους δόθηκε η δυνατότητα να αγοράσουν πρόχειρες κατοικίες. Οι περισσότεροι, όντας εύποροι, έφεραν μαζί τους, εκτός από τα τιμαλφή, σαντούρια, κανονάκια και ούτια, αφού πολλά ήταν τα παιδιά που σπούδαζαν βυζαντινή μουσική και όργανα στη Σμύρνη
Για τους Σκιαθίτες, που η καθημερινότητά τους ήταν η θάλασσα και πολλοί από αυτούς ήταν καραβοκύρηδες, με ιστιοφόρα που συνέδεαν το νησί με τη Σμύρνη, την Πόλη και όλα τα παράλια έως και τη Μασσαλία, η άφιξη των προσφύγων ήταν ένα γεγονός που τους χαροποίησε. Θα έβρισκαν φτηνό εργατικό δυναμικό και θα μάθαιναν την τέχνη της πεζότρατας και της μηχανότρατας, της γκαγκάβας και του γρι-γρι. Για τους υπόλοιπους που ασχολούνταν με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία , η παρουσία τους δημιούργησε ανάμικτα συναισθήματα. Δεν ήθελαν να έχουν σχέση με τους “τσεσμελίδες”, όπως συλλήβδην τους αποκαλούσαν, γιατί ήταν “άσωτοι” και “ελαφρόμυαλοι”.
Εντούτοις, επειδή η μουσική παράδοση της Σκιάθου ήταν μία παραλλαγή της ανατολικο-αιγαιοπελαγίτικης παράδοσης, πρόσφυγες και γηγενείς τραγούδαγαν τα ίδια τραγούδια στα γλέντια τους και έμεναν εκστατικοί με τους αμανέδες των “τσεσμελίδων”, με τη συνοδεία από ούτι, κανονάκι και σαντούρι, άσχετα αν στις κακιές στιγμές τους βρίζονταν και οι Σκιαθίτες προέτρεπαν τους γιους τους να μην παντρευτούν τις “αλαφρές” κόρες των τσεσμελίδων.
Στον χώρο της Σκιάθου οι Μικρασιάτες απέκτησαν δύναμη και κύρος αφού ήταν ικανοί και πολυμήχανοι στην αλιεία, πρώτοι στα γλέντια και τα άσματα, στα πειράγματα και στο χιούμορ, κι ας έκανε γύρω στα εξήντα χρόνια να σβήσει η ρετσινιά του “τσεσμελή”, μία λέξη που δεν παρέπεμπε σε τόπο πια αλλά σε κάθε είδους αρνητικά πρόσημα.
Ο Βόλος, αυτόχθονες και ετερόχθονες
Η τύχη των προσφύγων που έφτασαν στον Βόλο μετά την καταστροφή της Σμύρνης ήταν διαφορετική.
Ήδη από το 1920 είχαν φθάσει μεμονωμένοι πρόσφυγες, το ’21, από την Νικομήδεια και την Προποντίδα και το ’24 οι ανταλλάξιμοι κατά τη συνθήκη της Λωζάνης.
Στα 1923 ο Βόλος αριθμούσε γύρω στις 30.000 ψυχές από τις οποίες οι 12.000 είναι πρόσφυγες, όπως φαίνεται και από την απογραφή του ’28: 47.793 κάτοικοι, από τους οποίους το 28,8% πρόσφυγες (13.773).
Σκηνές, αποθήκες, σχολεία, επίτακτα σπίτια και ο παλιός τούρκικος στρατώνας, υπήρξαν οι χώροι υποδοχής ενός ποικιλώνυμου πλήθους από πόλεις και χωριά της Μικρασίας, της Θράκης και του Πόντου:
Πόλη, Σμύρνη, Τσεσμές, Κιοστέ, Πέργαμος, Εγγλεζονήσια, Αϊβαλί, Προύσα, Ικόνιο, Σαμψούντα, Τραπεζούντα, κ.λπ.
Στις 15-8-23, γίνονται τα εγκαίνια της κατάθεσης του θεμέλιου λίθου του προσφυγικού συνοικισμού στην περιοχή πέραν του εργοστασίου Λεβιάθαν, έτσι ώστε να χωρίζεται από τον Βόλο από τον χείμαρρο του Κραυσίδωνα.
Τον Ιανουάριο του ’24, εξαπλώνεται εξανθηματικός τύφος στους καταυλισμούς και τον Φεβρουάριο γίνεται το πρώτο συλλαλητήριο στη πλατεία Ελευθερίας του Βόλου, ενάντια στην κρατική ακηδία και τη γενικευμένη αισχροκέρδεια.
Τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους, γίνονται τα εγκαίνια της αποπεράτωσης του συνοικισμού αφού έχουν προηγηθεί καταλήψεις από αγανακτισμένους πρόσφυγες και ξεκινά η λειτουργία δύο σχολείων.
Στα 1927, η επίδοση των πρώτων ενταλμάτων προσωποκράτησης, λόγω της αδυναμίας των προσφύγων να αποπληρώσουν την αξία των δωματίων που τους χρέωσαν. Η Ε.Α.Π. (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων) επιχειρεί την άμεση είσπραξη υπέρογκων τοκοχρεολυσίων αποπληρωμής, συμπεριλαμβανομένου και του ποσού που αναλογεί από τη χρήση δρόμων, πλατείας και σχολείου.
Ο συνοικισμός αναπτύσσεται ραγδαία και οι πρόσφυγες δραστηριοποιούνται στο εμπόριο, τη βιοτεχνία, την αλιεία και μεγάλο μέρος τους αποτελεί εργατικό δυναμικό της τοπικής βιομηχανίας.
Η δραστηριοποίηση του προσφυγικού στοιχείου ήταν αναμενόμενο να δημιουργήσει πλήθος αντιθέσεων ανάμεσα σ’ αυτούς και τους γηγενείς.
Το βαρύ κλίμα της εποχής διαφαίνεται σε άρθρο της τοπικής εφημερίδας “Σημαία”, τη 25-10-25, που γράφτηκε με αφορμή την εκλογή του Δημάρχου Σπ. Σπυρίδη στον Δήμο Παγασών, μετά την υποστήριξή του από το προσφυγικό στοιχείο: “…οι δε ελάχιστοι εκλογείς του επιτυχόντος Δημάρχου οι δυνάμενοι να ομιλήσουν ελληνιστί, πλήρεις ανεξηγήτου δέους εκ της παγεράς και αγανακτισμένης σιωπής των Βολιωτών: ‘τάχα δεν είναι οι πρόσφυγες Έλληνες;’ Ναι, είναι. Ουδείς τολμά να αρνηθή, αλλά δεν είναι Βολιώται”.
Ο ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, η αντιπαλότητα βιοτεχνών κα επαγγελματιών εκατέρωθεν, ανέβαζαν τους τόνους, με αποτέλεσμα ένα κλίμα γενικευμένης δυσφορίας που οδήγησε στις 15-2-36 στο δεύτερο εμπρησμό καταστημάτων που διατηρούσαν πρόσφυγες στην πόλη του Βόλου, μάλιστα με έναν νεκρό.
Μετά τον πόλεμο, τα νέα δεδομένα και οι πιέσεις αριστερών κυρίως δυνάμεων συνετέλεσαν στην απόσχιση του συνοικισμού από τον Δήμο Παγασών με το όνομα “Δήμος Νέας Ιωνίας (Βόλου)”.
Έκτοτε, η πόλη σταδιακά οργανώνεται αποβάλλοντας τον χαρακτήρα του παλιού συνοικισμού, και η πληθυσμιακή ανάπτυξή της την οδηγεί σε ένα ισότιμο επίπεδο σε σχέση με την πόλη του Βόλου.
Ο πόλεμος, ο Εμφύλιος, η Χούντα, η μεταπολίτευση και ο εκσυγχρονισμός, φαίνεται ότι έσβησαν από τη μνήμη των δύο πόλεων τις παλιές αντιθέσεις, αντιπαλότητες, τα τραύματα του ξεριζωμού αλλά και τον όποιο ρατσισμό των γηγενών.
Μουσικός “εκσυγχρονισμός”
Η ιστορική διαδρομή του συνοικισμού που μετατρέπεται σε πόλη συμπλέει με τη διαδρομή των ανθρώπων που ανέστιοι και τραυματισμένοι προσπαθούν να ανακτήσουν τη χαμένη τους αυταξία και κοινωνική αξιοσύνη. Τούτη η προσπάθεια επιβίωσης και ανάγκη για εκ νέου ζωή, εξ ανάγκης, επιχειρείται σε ένα πλαίσιο όπου οι κυρίαρχες κοινωνικές αναπαραστάσεις ορίζονται από τους γηγενείς.
Οι πρόσφυγες, αποτελώντας ένα τεράστιο μωσαϊκό μουσικών παραδόσεων, γλωσσικών ιδιωμάτων, συμπεριφορών και συμβολικών αναπαραστάσεων, αναπόφευκτα αποτελούν κύτταρα υποκουλτούρας σε σχέση με την κυρίαρχη κουλτούρα που συνάδει ταυτόχρονα με το δεσπόζον ιδεολόγημα.
Η δεσπόζουσα επιρροή που απαιτεί υποταγή και συμμόρφωση εκκινεί από το ιδεολόγημα του εκσυγχρονισμού.
Μετά το τέλος του νεοελληνικού διαφωτισμού, εκπρόσωποι του οποίου έζησαν και έδρασαν στην περιοχή, η πόλη του Βόλου, μία νεοσύστατη πόλη χωρίς παρελθόν και μνήμη, αναπόφευκτα βρίσκεται στο επίκεντρο της τάσης για εκσυγχρονισμό και αστική μεταλλαγή της ελληνικής κοινωνίας. Και εφόσον τούτη η τάση για αστική μετάλλαξη δεν αποτελεί απόρροια των κοινωνικών αλλαγών που αργά και νομοτελειακά επιφέρει η ίδια η ζωή, αντίθετα αποτελεί ιδεολόγημα, η επιβολή πλέον της αστικής κουλτούρας σημαίνει τη ρήξη με την παράδοση, μία παράδοση που δεν συνάδει με τα αστικά ήθη.
Η Μουσική Εταιρία Βόλου (1901), το Ωδείο Βόλου (1902), το Ελληνικό Ωδείο, η Συμφωνική Ορχήστρα(1930), η Βολιώτικη Χορωδία (1937), η “Ερασιτεχνική Επιθεώρηση” του Συλλόγου Ερασιτεχνών, ο “Φιλότεχνος” του Συλλόγου Φιλοτέχνων, η ανάπτυξη της λαογραφίας, οι ιταλικές καντσονέτες κτλ., σηματοδοτούν την εναγώνια προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης της πόλης, που ασκεί και τον κοινωνικό έλεγχο, να ενταχθεί στην ιδεολογία της εποχής, να προσλάβει το αστικό μοντέλο.
Τραγική ειρωνεία!! Στα 1901 ιδρύεται η “Μουσική Εταιρία Βόλου” με διευθυντή, από το 1902, τον Διον. Λαυράγκα ( συνθέτη από τους εκπροσώπους της επτανησιακής σχολής ), ενώ την ίδια χρονιά ο Παπαδιαμάντης από τη Σκιάθο αρθρογραφεί στις εφημερίδες της εποχής ενάντια στην άνευ όρων παράδοση στην αισθητική της ιταλικής και ευρωπαϊκής εν γένει μουσικής.
Η μουσική κουλτούρα που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες είναι φυσικό να εκλαμβάνεται από τους εκσυγχρονιστές γηγενείς, ως σύμβολο επιστροφής στον σκοταδιστικό Μεσαίωνα.
Πολλοί ήταν οι πρόσφυγες που στο δρόμο της προσφυγιάς πήραν μαζί τους το ούτι, το κανονάκι, το σαντούρι, το βιολί και το τουμπερλέκι, και αρκετοί από αυτούς έπαιζαν και τραγούδαγαν στα πρόχειρα καταλύματα και τα μαγαζιά του συνοικισμού αργότερα. Ο ανατολίτικος απόηχος των οργάνων και των ασμάτων ξεσήκωνε την λοιδορία και τον σαρκασμό στους γηγενείς γεγονός που για τους πρόσφυγες σήμαινε απαξία του κόσμου και των συμβόλων τους, έναν εκ νέου τραυματισμό.
Σύγκρουση και αναβίωση (;)
Τούτη η σύγκρουση της κυρίαρχης κουλτούρας που εμφορείται από το αστικό ιδεολόγημα με τη μειονοτική ομάδα των υποκουλτούρων, που είναι ανέτοιμες να πολεμήσουν στο πεδίο των ιδεών και της αισθητικής για τη δική τους θέαση του κόσμου, είχε ως αποτέλεσμα τη στροφή των προσφύγων προς το ρεμπέτικο τραγούδι και πρωτίστως όσων από αυτούς είχαν άμεση εμπειρία από το αστικό τραγούδι της Σμύρνης και της Πόλης.
Η λακωνικότητα του λαϊκού τραγουδιού, το μέταλλο του μπουζουκιού, ο ρεαλισμός και η γυμνότητα των θεμάτων του, άρμοζαν στην απομυθοποίηση του κόσμου έτσι όπως τον βίωνε πια ο πρόσφυγας του συνοικισμού. Η πατρίδα, που άλλοτε τραγούδαγε ως σύμβολο επίγειου παράδεισου, ήταν ένας κόσμος λοιδορίας, σκληρότητας, προσβολής, υποκρισίας και ενταλμάτων προσωποκράτησης. Η συσσωρευμένη οργή, που μετατρέπεται σε εκδίκηση και κατόπιν σε αδιαφορία και ίσως κυνισμό, είναι που θα οδηγήσει στην αντικατάσταση των παραδοσιακών οργάνων από το μπουζούκι, σύμβολο της μεταστροφής των νοημάτων και των αξιών. Επίσης την αντικατάσταση των παραδοσιακών μακαμιών από το τονικό σύστημα, ένα μουσικό σύστημα που περιγράφει τον κόσμο με απλοϊκή αιτιοκρατία, αντίθετα με το προηγούμενο που σημασιολογεί απέραντους μικρόκοσμους μέσα στον κόσμο.
Μία άλλη μερίδα προσφύγων, που είχε ή απέκτησε γρήγορα οικονομική αυτοδυναμία, κάτω από τη συμβολική βία των επικυρίαρχων, στράφηκε προς την οικείωση του τρόπου ζωής της κυρίαρχης κουλτούρας, αν όχι για την ίδια, τουλάχιστον για τα παιδιά της: μαθήματα πιάνου, κιθάρας, κλασικού βιολιού, ακορντεόν, στο Δημοτικό Ωδείο Βόλου, οργάνωση “Γκάρντεν πάρτι”, ακρόαση ρομαντικών ερωτοτράγουδων και ιταλικής οπερέτας.
Παράλληλα, το σχολείο επικυρώνει, μέσω της αυθεντίας του κράτους, την επαγγελία του αστικού ιδεολογήματος. Οι μαθητές μαθαίνουν ως μοναδικό γλωσσικό ιδίωμα το Αθηναϊκό, σε σημείο ώστε να λοιδορούν τα ιδιώματα των γονέων τους, ενώ στο μάθημα της Ωδικής προσλαμβάνουν τα μεταφρασμένα γερμανικά και γαλλικά τραγούδια ως πρότυπα μουσικής κουλτούρας.
Ήδη, η πρώτη γενιά που γεννήθηκε στον συνοικισμό απείχε έτη φωτός από τον νοηματικό και συμβολικό κόσμο των γονιών της, αισθανόμενη μόνο μία αόριστη ενοχή για την καταγωγή της, που τελικά γινόταν κινητήριος δύναμη μάθησης.
Έπρεπε λοιπόν να περάσουν περίπου 70 χρόνια και, αφού στα 1993 ιδρύθηκε το Δημοτικό Ωδείο Ν. Ιωνίας στα πρότυπα του Δημ. Ωδείου Βόλου, αφού ο εκσυγχρονισμός κατάντησε σαν το γεφύρι της Άρτας, αφού οι ταυτότητες των κυρίαρχων ιδεολογιών κατέρρευσαν μαζί με τις ανθρώπινες ψευδαισθήσεις που τις συντηρούσαν, να δημιουργηθεί τελικά το τμήμα παραδοσιακής μουσικής, για να στεγάσει όσους ανακάλυψαν τη μουσική κουλτούρα των προγόνων τους, παράλληλα με συναφείς συλλόγους που συγκεντρώνουν τα λείψανα του Μικρασιατικού πολιτισμού.
Είναι άραγε ένας φόρος τιμής στο απαξιωμένο παρελθόν τούτη η αναβίωση ή, τώρα που ελλείπει η αποκλειστικότητα της συμβολικής βίας των εκσυγχρονιστών, αποτελεί ένα φαινόμενο αυθορμησίας;
Ακόμη περισσότερο, ποια ανάγκη επιβάλλει στους γόνους των προσφύγων την αγορά των μουσικών οργάνων των προγόνων τους, από τη Σμύρνη και την Πόλη; Είναι η ανάγκη για τη δόμηση μιας πιο πλήρους ταυτότητας ατομικής και συλλογικής ή ένα είδος “εκδίκησης της Ανατολίας”, όταν μάλιστα ακόμη και τα παιδιά των εύπορων Βολιωτών μαθαίνουν ούτια, κανονάκια, σαντούρια, νέι και τουμπερλέκια;
Αυτή ήταν η περιπέτεια της Μικρασιάτικης μουσικής κουλτούρας στην Μαγνησία, τουλάχιστον στο επίπεδο του “επίσημου κόσμου”. Εντούτοις, ο ανεπίσημος κόσμος των λαϊκών μουσικών, του πανηγυριού, των ιεροψαλτών, των λαϊκών παραμυθάδων και του περιθωρίου του Βόλου, ο κόσμος που δεν χαρτογραφείται στην επίσημη ανάγνωση της ιστορίας, είχε μία διαφορετική στάση έναντι της Μικρασιατικής κουλτούρας. Οι ιεροψάλτες, αίφνης, κρυφάκουγαν τα μακάμια και τους αμανέδες, ώστε να κλέψουν κάποια μελωδική γραμμή για την Κυριακάτικη λειτουργία, οι πανηγυριώτες, κάποιο στίχο για την επόμενη πανήγυρη ή γάμο και ούτω καθ’ εξής.
Και φυσικά, πάλι η εκκλησία λειτούργησε ως κιβωτός ενός πληγωμένου πολιτισμού. Οι πρόσφυγες αγνόησαν μεν τη μουσική τους κουλτούρα, αλλά κάτι τους έστρεφε προς τη Βυζαντινή μουσική. Κάτι τους συγκινούσε στην πολυηχεία και στα μικροδιαστήματα, που ήταν φυσικά η βάση της παράδοσής τους, όχι μόνο αισθητικά αλλά και συμβολικά. Επιπλέον ήταν μία μουσική –η Βυζαντινή– που δύσκολα μπορούσε να λοιδορήσει ο οδοστρωτήρας του εκσυγχρονισμού.
*Ο Γρηγόρης Σουλτάνης είναι καθηγητής μουσικής αγωγής και ανωτέρων θεωρητικών.