του Λ. Στρίγηκου, από το Άρδην τ. 74, Μάρτιος-Απρίλιος 2009
Ο χαρακτήρας της επανάστασης του εικοσιένα ήταν, συνεπώς, εθνικός-απελευθερωτικός. Επικεφαλής αυτού του αγώνα ήταν η αστική τάξη. Η αστική τάξη δεν ήταν ομοιόμορφη, αλλά αποτελούνταν από διάφορα στρώματα. Χωρίζονταν βασικά σε μερίδες.
Α) Η αστική τάξη που συνδεόταν με την οικονομία της καθαυτό Ελλάδας: Εδώ άνηκαν κυρίως οι έμποροι που συνδεόταν στενά με την ελληνική αγορά, οι ιδιοχτήτες βιοτεχνικών εργαστηρίων (μανουφακτούρα), οι βιοτέχνες.
Αυτή η μερίδα ενδιαφερόταν για την άμεση κατάργηση της εξουσίας του σουλτάνου, για την εξάλειψη της τουρκικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη, επεδίωκε την εξασφάλιση της ατομικής της ελευθερίας και την ελευθερία της ιδιοκτησίας της και ήθελε μια πλατιά και ελεύθερη εσωτερική αγορά. Δεν είχε όμως αναπτυχθεί αρκετά, ήταν οικονομικά και πολιτικά αδύνατη.
Β) Η αστική τάξη που δεν συνδεόταν στενά με την ελληνική αγορά. Το τμήμα αυτό της αστικής τάξης, κατ’ εξοχήν μεταπρατικό, ασχολούνταν με εμπορικές υποθέσεις σ’ ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως στο ευρωπαϊκό τμήμα της, καθώς και με μεταφορές στη Μεσόγειο θάλασσα (ναυτιλιακό-εμπορικό κεφάλαιο). Και η μερίδα αυτή του ελληνικού κεφαλαίου δοκίμαζε τις συνέπειες του τουρκικού ζυγού, που έβαζε εμπόδια στην ανάπτυξή της. Στις παροικίες του εξωτερικού εκτοπιζόταν συνεχώς από τα αναπτυσσόμενα εθνικά κεφάλαια, ενώ στη Μεσόγειο το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο κινδύνευε να πνιγεί από το αγγλικό εμπορικό ναυτικό. Για τους λόγους αυτούς και το εμπορικό-εφοπλιστικό κεφάλαιο επεδίωκε επίσης τη δημιουργία εθνικής εστίας, ελεύθερου κράτους που θα του επέτρεπε να αναπτύξει τις δουλειές του, χωρίς τους στρατιωτικούς-φεουδαρχικούς περιορισμούς και χωρίς τον κίνδυνο καταστροφής του λόγω του εξωτερικού συναγωνισμού, και ν’ αυξήσει τα κέρδη του. Όμως η μερίδα αυτή της αστικής τάξης φοβόταν να διακινδυνεύσει την περιουσία της, τη θέση της, σε περίπτωση αποτυχία της επανάστασης. Δεν είχε εμπιστοσύνη στις λαϊκές δυνάμεις. Και γι’ αυτό δεν στήριζε την πολιτική της στην πάλη των λαϊκών μαζών, αλλά επεδίωξε να βρει στήριγμα από το εξωτερικό. Έτσι εξηγούνται οι ταλαντεύσεις της στις παραμονές και στην πορεία της επανάστασης και το ότι σε πολλές περιπτώσεις ήρθε σε αντίθεση με τις λαϊκές μάζες.
Στις ταλαντεύσεις αυτές και την αναποφασιστικότητα του εφοπλιστικού κεφαλαίου συνετέλεσε και ένα άλλο γεγονός. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο της Ύδρας –συνδεμένο από τα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αιώνα με τη Ρωσία, στην οποία χρωστούσε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξή του– από τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα και κυρίως ύστερα από τους ναπολεόντειους πολέμους άρχισε να αποχτά στενούς δεσμούς με το αγγλικό κεφάλαιο, πράγμα που το βλέπουμε τόσο στην περίπτωση του Κουντουριώτη όσο και του Σέκερη. Αυτή η σύνδεση με το αγγλικό κεφάλαιο, όπως ήταν επόμενο, δεν άργησε να έχει τις πιο ολέθριες συνέπειες στην πολιτική. Το μεγάλο εμπορικό-εφοπλιστικό κεφάλαιο της Ύδρας αρνούνταν επίμονα να πάρει μέρος στη Φιλική Εταιρία, προσχώρησε στην επανάσταση μόνο ύστερα από την εξέγερση του Οικονόμου και έγινε, όπως θα δούμε, ο σκαπανέας του προσανατολισμού και της υποταγής της ελληνικής επανάστασης στην αγγλική πολιτική.
Η εσωτερική αυτή αδυναμία του ελληνικού κεφαλαίου –ο μεταπρατικός του χαρακτήρας– έβαλε τη σφραγίδα της στη διαμόρφωση της αστικής πολιτικής και ιδεολογίας. Φυσικά και μόνο το γεγονός αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει την αναποφασιστικότητα και τον καιροσκοπισμό της μεγάλης αστικής τάξης. Κοντά σ’ αυτό πρέπει να δούμε και μια σειρά άλλους παράγοντες. Πρώτο, η αστική τάξη, η πολιτική της ηγεσία, δε διέθετε ένα καθαρό πρόγραμμα κι ένα ξεκαθαρισμένο επιτελείο στις παραμονές του 1821. Δεύτερο, είχε να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που παρέμβαλλε η τάξη των κοτζαμπάσηδων, τάξη οικονομικά αρκετά ισχυρή, οργανωμένη και συνηθισμένη στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, που επιπλέον διέθετε στρατιωτικά στελέχη και διατηρούσε δεσμούς με την σουλτανική κρατική εξουσία. Τρίτο, πράγμα που δεν πρέπει να το ξεχνάμε, οι συνθήκες που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη στη δεύτερη και Τρίτη δεκαετία του περασμένου αιώνα ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Η αστική τάξη της Ευρώπης, ύστερα από τη Γαλλική Επανάσταση γινόταν ολοένα και πιο δισταχτική. Το γεγονός αυτό είχε αδιαμφισβήτητα την επίδρασή του στη διαμόρφωση της ιδεολογίας και της πολιτικής της νεαρής ελληνικής αστικής τάξης. Στις παραμονές και στη διάρκεια της επανάστασης πολλοί εκπρόσωποί της δεν έπαυσαν να διακηρύχνουν την αντίθεσή τους προς το γιακωβινισμό και τον «καρμποναρισμό», και να ζητούν να κοπεί κάθε επαφή με τις επαναστατικές ιδέες του Ρήγα. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις συνθήκες της ευρωπαϊκής αντίδρασης και της Ιερής Συμμαχίας που δεν δημιουργούσαν κλίμα ευνοϊκό για τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Μόνο όταν έχουμε υπόψη και αυτούς τους παράγοντες, μπορούμε να εξηγήσουμε τις ταλαντεύσεις και τους συμβιβασμούς της αστικής τάξης και τις δραματικές περιπέτειες που πέρασε η επανάσταση.
Η αγροτιά, που στέναζε κάτω από το βάρβαρο τουρκικό ζυγό και δεχόταν το μεγαλύτερο βάρος της τουρκικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης, με το ένοπλο τμήμα της, την κλεφτουριά, στάθηκε ο κύριος κορμός της επανάστασης. Τα δραματικά γεγονότα του 1806 με την εξόντωση της πρωτοπόρας μερίδας των κλεφτών και αρματωλών, ανέστειλαν, είναι αλήθεια, προσωρινά τον κλεφτοπόλεμο. Όμως ο πόλεμος αυτός, ασίγαστος επί αιώνες, παρά τις δυσκολίες που πέρασε, αποτέλεσε το προοίμιο της επανάστασης. Η επανάσταση του 1821 δεν ήταν παρά το πέρασμα αυτού του ανταρτοπολέμου στην ένοπλη εξέγερση. Η αγροτιά που αποτελούσε, όπως είπαμε, τον κορμό της επανάστασης, ζητούσε την κατάργηση του τουρκικού ζυγού και την εξάλειψη της τουρκικής κυριαρχίας πάνω στη γη.
*Από το βιβλίο του Λ. Στρίγκου, Η επανάσταση του ’21, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1966, σελ. 32-36