από το Άρδην τ. 100, Απρίλιος-Ιούνιος 2015 (τ. 44 Νοέμβριος 2003)
Αν ανατρέξομε στην ελληνική ιστορία θα διαπιστώσουμε πως οι περίοδοι της ακμής και της υψηλής δημιουργικής δραστηριότητας των Ελλήνων υπήρξαν εκείνες που διαπνέονταν από το κοινοτικό πνεύμα και ήθος. Ο ελληνισμός της αρχαιότητας, μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους, θα συγκροτείται από πόλεις-κράτη –πάνω από εφτακόσια–, ενώ στην πρόσφατη ιστορία μας, στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι το 1922, και πάλι οι κοινότητες θα συντελέσουν αποφασιστικά στην ακμή του νεώτερου ελληνισμού. Η συγκρότηση μεγαλυτέρων κρατικών οντοτήτων, είτε στους ελληνιστικούς χρόνους και στο Βυζάντιο –με τον σταδιακό εξελληνισμό της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας– είτε στο σύγχρονο ελληνικό έθνος κράτος, στα οριστικά ελλαδικά σύνορά του, μετά το 1922, ενώ αποτέλεσε συχνά μία αδήριτη ιστορική ανάγκη, στον βαθμό που αντιπαρατέθηκε στο κοινοτικό πνεύμα, σημάδεψε μια απομείωση και συρρίκνωση του δημιουργικού πνεύματος του ελληνισμού. Μοιάζει ως εάν οι Έλληνες να μπορούν να δημιουργούν και να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους πολύ πιο εύκολα και ευρύτερα μέσα από κοινοτικές δομές, ενώ αντίθετα νεκρώνονται στις συνθήκες των συγκεντρωτικών και γραφειοκρατικών κρατικών οντοτήτων.
Παρόλο που δεν υπάρχουν αυστηρές τυπολογίες εθνών και παραδόσεων, ωστόσο κάθε έθνος, περιοχή ή τύπος παραδόσεων συναρτάται με ορισμένες πολιτικές ή πολιτειακές μορφές που σφραγίζουν τον εθνικό ή τοπικό χαρακτήρα των συλλογικών υποκειμένων. Έτσι η κινεζική παράδοση π.χ. είναι παράδοση αυτοκρατορική και συγκεντρωτική. Και το ίδιο σε άλλη κλίμακα ισχύει για τη γαλλική. Η ρωσική παράδοση είναι ταυτοχρόνως συγκεντρωτική-δεσποτική και κοινοτιστική. Η ελβετική είναι κοινοτιστική και αποκεντρωτική. Και το ίδιο ισχύει για τον Καναδά ή την Ινδία σε διαφορετικό βαθμό.
[…]
Οι ελληνικές κοινότητες από την αρχαιότητα είναι αγροτικές και αστικές ταυτόχρονα. Οι αρχαίες πόλεις-κράτη είναι αγροτικά και “αστικά” μορφώματα και γι’ αυτό δεν χαρακτηρίζονται από τη διχοτόμηση πόλης και υπαίθρου που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Οι αγρότες, οι βιοτέχνες και οι έμποροι είναι εξ ίσου πολίτες της αρχαίας πόλης. Και το ίδιο θα επαναληφθεί στη δεύτερη μεγάλη κοινοτική περίοδο της ιστορίας μας, την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Στα Αμπελάκια, τα Ζαγοροχώρια και αλλού θα συνδυάζονται οι αγροτικές με τις δευτερογενείς (βιοτεχνία-κατασκευές) και τις τριτογενείς δραστηριότητες (εμπόριο). Παράλληλα βέβαια υπάρχουν και άλλες μορφές κοινότητας –αποκλειστικά αστικές– όπως συμβαίνει με τις παροικίες –στα Βαλκάνια, την Αυστροουγγαρία και αλλού, στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου– ή μεταλλευτικού –πχ. Μαντεμοχώρια– ή ναυτικού τύπου –τα ναυτικά νησιά, κλπ. κλπ. ή ακόμα και στρατιωτικού, όπως οι Σουλιώτες ή οι αρματολοί και οι κλέφτες. Πάντως, ο πυρήνας της ελληνικής κοινότητας, και στην αρχαιότητα και στη νεώτερη Ελλάδα, είναι μια κοινότητα πολλαπλών δραστηριοτήτων ενταγμένη σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο.
[…]
Ακμή και παρακμή του νεοελληνικού κοινοτισμού
Όταν, αργότερα, στις συνθήκες της Τουρκοκρατίας, θα δοθεί εκ νέου η δυνατότητα για την ανάπτυξη των κοινοτήτων, το κοινοτικό ήθος θα εκδιπλωθεί και πάλι ακέραιο και θα επιτρέψει τη μεγάλη πολιτιστική αναγέννηση που, από τα 1700 έως το 1922, θα σφραγίσει τον νεώτερο ελληνισμό.
Η οθωμανική Αυτοκρατορία είχε κατ’ εξοχήν φορο-εισπρακτικές σχέσεις με ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού χώρου. Ενδιαφερόταν για την είσπραξη των φόρων και κατά συνέπεια η κοινοτική οργάνωση των ραγιάδων αποτελούσε μάλλον εγγύηση και πλεονέκτημα γι’ αυτήν. Επί πλέον, ο περιορισμός των κατακτητών στις διοικητικές και στρατιωτικές δραστηριότητες κυρίως, άφηνε ελεύθερο το πεδίο για την ανάπτυξη βιοτεχνικών, εμπορικών και χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων στις επι-μέρους εθνότητες, ιδιαίτερα στους Έλληνες, τους Εβραίους, τους Αρμένιους. Τέλος η πολυεθνική και πολυεθνοτική συγκρότηση της αυτοκρατορίας, και κατ’ εξοχήν στις μεγάλες πόλεις, ευνοούσε την συγκρότηση των πληθυσμών κατά κοινότητες. Έτσι το κοινοτικό πνεύμα και η κοινοτική μορφή οργάνωσης κυριαρχούν σε όλα τα πεδία. Η ανάπτυξη του ναυτικού θα γίνει με κοινοτικές-συνεργατικές μορφές (αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα εξισωτικές˙ ο καπετάνιος-πλοιοκτήτης παίρνει περισσότερα μερδικά από τους απλούς ναύτες, ωστόσο η συνεταιριστική μορφή παραμένει κυρίαρχη.) Τον ίδιο θα συμβεί με το τσελιγκάτο, στην κτηνοτροφία, με τις στρατιωτικές κοινότητες των Σουλιωτών και των Μανιατών, με τις κοινότητες των Ελλήνων στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη. Οι κοινότητες θα δημιουργήσουν τα σχολεία και τα πρώτα νοσοκομεία, και θα επιβάλουν ακόμα και το δίκαιό τους, παράλληλα με το οθωμανικό ή το εκκλησιαστικό δίκαιο. Ακόμα και στην Επανάσταση του 1821, η κύρια μορφή οργάνωσης των ένοπλων δυνάμεων θα είναι κοινοτική.
Ωστόσο, και παρά το γεγονός ότι στα πρώτα Συντάγματα αναγνωρίζεται η σημασία και ο ρόλος της κοινότητας, όπως επίσης και από τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια, μέχρι την Ε΄ Εθνοσυνέλευση το 1832, και γίνεται μια προσπάθεια συγκερασμού κοινοτικής και συγκεντρωτικής οργάνωσης, στη συνέχεια, η βαυαροκρατία θα εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς που θα βρίσκεται στον αντίποδα της παλιάς κοινοτικής οργάνωσης. Και αυτό το καθεστώς θα παραμείνει αναλλοίωτο μέχρι το 1912, ξεριζώνοντας βίαια την κοινοτική παράδοση της χώρας. Οι δημοτικοί θα διορίζονται και η κοινότητα θα λειτουργεί ως κρατική διοικητική υποδιαίρεση. Μόνο με το Σύνταγμα του 1912, μετά την επανάσταση του 1909, και από το 1925 και μετά, το Σύνταγμα θα αναγνωρίσει την σημασία της κοινότητας και θα αναθέσει στο κράτος μόνο την εποπτεία στους κοινοτικούς και δημοτικούς οργανισμούς. Όμως, μετά τον πόλεμο και ως συνέπεια του εμφυλίου, το σύστημα θα γίνει και πάλι απόλυτα συγκεντρωτικό, με αποκορύφωμα το χουντικό Σύνταγμα του 1968. Η εκπαίδευση θα αφαιρεθεί σε όλες τις βαθμίδες της από τις κοινότητες, καθώς και πολλοί οργανισμοί κοινής ωφέλειας (οργανισμοί ηλεκτροδότησης, συγκοινωνιών, κ.λπ.). Το συγκεντρωτικό κράτος θα στηριχτεί πλέον και στην πληθυσμιακή και οικονομική συρρίκνωση των κοινοτήτων και θα ταυτιστεί με το αθηνοκεντρικό κράτος. Αν η Αθήνα αντιπροσώπευε κάποτε ένα πολλοστημόριο του συνολικού πληθυσμού και μέχρι το 1941 δεν θα ξεπερνά το 10% του συνόλου, στα 2001 θα αντιπροσωπεύει το 35-40% και οι αγροτικές κοινότητες –ιδιαίτερα οι ορεινές–, βάθρο του αρχέγονου κοινοτισμού, θα συρρικνωθούν μέχρις εξαφανίσεως. Η είσοδος εκατομμυρίων προσφύγων, μετά το 1922, η εσωτερική και η εξωτερική μετανάστευση, η καταστροφή των παλιών συνοικιών και της γειτονιάς, η μαζική είσοδος ξένων μεταναστών από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η εκβιομηχάνιση και η αυξανόμενη διαφοροποίηση χώρου κατοικίας και χώρου εργασίας στις μεγαλουπόλεις, αποτέλεσαν παράγοντες παραπέρα αποσύνθεσης της παραδοσιακής κοινοτικής δομής.
Ένας επί πλέον αποφασιστικός παράγων για την υποχώρηση του κοινοτικού ήθους υπήρξε η καταστροφή του ευρύτερου ελληνισμού, που συντηρούσε την κοινοτική παράδοση έξω από το ελλαδικό κράτος. Οι κοινότητες της οθωμανικής Αυτοκρατορίας –στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία– της Αιγύπτου, της Μέσης Ανατολής, της Μεσευρώπης, της Νότιας Ρωσίας, η μια μετά την άλλη, θα συρρικνωθούν βίαια ή σταδιακά, από το 1914 και στο εξής, διαδικασία που θα συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, με το ξερίζωμα των Βορειοηπειρωτών και των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Και αυτές οι κοινότητες του ευρύτερου ελληνισμού συντηρούσαν μια παράδοση τριών ή τεσσάρων χιλιάδων χρόνων που φαίνεται να οδηγείται στο οριστικό τέλος της.
[…]
Το ελληνικό παράδοξο
Η Ελλάδα –και ίσως το σύνολο του «ορθόδοξου ευρωπαϊκού χώρου»– αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση και ένα «μυστήριο» για την παραδοσιακή κοινωνιολογική σκέψη. Η καταστροφή του κοινοτικού ήθους δεν θα πραγματοποιηθεί μέσα από την άμεση ξένη κατάκτηση και αποικισμό –αντίθετα, την εποχή της ξένης κατάκτησης θα ανθήσουν οι κοινότητες–, αλλά μέσα από την εθελούσια προσχώρηση των ελίτ και των «λογίων» του ελληνικού κράτους στο δυτικό υπόδειγμα. Ο ελληνικός κοινοτισμός θα καταρρεύσει όταν το ελληνικό έθνος θα αντιπαρατεθεί με την ανάγκη δημιουργίας ευρύτερων συσσωματώσεων, είτε στους αρχαίους χρόνους, είτε –κατ’ εξοχήν και παραδειγματικά– μετά την επανάσταση του 1821. Το κοινοτικό πνεύμα θα εκφυλίζεται σε πνεύμα διάσπασης, αντιπαράθεσης και εμφυλίου, ενώ ο συγκεντρωτικός δεσποτισμός της βαυαροκρατίας και γενικότερα του νεωτερικού έθνους-κράτους θα εμφανίζεται ως το μόνο αντίδοτο στις “διαλυτικές” εκφάνσεις του εκφυλισμού του κοινοτικού πνεύματος. Η Αθηναϊκή Ομοσπονδία θα μεταβληθεί σε αθηναϊκή τυραννία στην αρχαία Ελλάδα, ενώ η καποδιστριακή απόπειρα ενός συγκερασμού εθνικού κράτους και κοινότητας θα αποδειχτεί βραχύβια και θα λήξει τραγικά με τη δολοφονία του κυβερνήτη. Εν τέλει θα επιβληθεί ένα μοντέλο συγκεντρωτικού κράτους που θα βρίσκεται στον αντίποδα της κοινοτικής οργάνωσης, και το οποίο σταδιακώς θα συρρικνώσει τις δυνάμεις του ελληνισμού, παρόλο που το έθνος-κράτος θα εμφανίζεται ταυτόχρονα ως η μόνη καταφυγή για τη διάσωσή του, σε έναν κόσμο που θα κυριαρχείται από τα έθνη κράτη και θα αποκλείει την κοινοτική μορφή οργάνωσης.
[…]
Παγκοσμιοποίηση και κοινοτισμός
Το ερώτημα επιστρέφει αδήριτο. Αυτό που δεν μπορέσαμε να κάνουμε στον 19ο και τον 20ό αιώνα, όταν ακόμα ήταν ενεργή και λαμπρή η κοινοτική μας παράδοση, είναι δυνατό να το πραγματοποιήσουμε σήμερα, πάνω στα συντρίμμια του ελληνικού τρόπου; Είναι δυνατό το κοινοτικό ήθος και η κοινοτική μορφή οργάνωσης να αναβιώσουν την εποχή των μεγαπόλεων, των τεράστιων μετακινήσεων πληθυσμών, των πολυεθνικών επιχειρήσεων; Μήπως πρόκειται απλώς για μια ρομαντική φυγή από την πραγματικότητα χωρίς καμιά δυνατότητα εκπλήρωσης;
Στο Άρδην είμαστε πεισμένοι πως ακόμα και το όνειρο θα ήταν προτιμότερο από την απάνθρωπη και αποκρουστική ουτοπία που βαφτίζεται ο ρεαλισμός του παρόντος. Και όμως δεν είναι ονειροφαντασία, αλλά το μόνο εναλλακτικό πρόταγμα που μπορεί να τεθεί σήμερα, ένα πρόταγμα που στηρίζεται σε αυθεντικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις και κινητοποιεί δεκάδες ή και εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη και έχει πάρει τη μορφή του αντι-παγκοσμιοποιητικού κινήματος.
Σήμερα, μετά την αποτυχία των παγκοσμιοποιητικών συστημάτων –του υπαρκτού σοσιαλισμού και του νεοφιλελευθερισμού– ο κοινοτισμός, ή ακριβέστερα οι πολλαπλές μορφές του κοινοτισμού, αναδεικνύεται στη μοναδική οικουμενική εναλλακτική πρόταση απέναντι στη παγκοσμιοποίηση. Από τους Ζαπατίστας, που προσπαθούν να οικοδομήσουν ένα κοινοτιστικό μοντέλο αυτοδιοίκησης, έως τους Ινδούς αγρότες, περνώντας από τις κοινοτικές εμπειρίες του Πόρτο Αλέγκρε, στη Βραζιλία, και φθάνοντας στους συνεταιρισμούς του Μοντραγκόν, στη χώρα των Βάσκων κ.λπ. κ.λπ., η καρδιά του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος κτυπάει στην κατεύθυνση του κοινοτισμού. Και οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις αρχίζουν να είναι και πάλι ευνοϊκές για ένα τέτοιο μοντέλο.
Η ανάπτυξη της πληροφορικής και του Διαδικτύου αφαιρεί παραδόξως από τους μεγάλους και κεντρικούς σχηματισμούς τα πλεονεκτήματά τους έναντι των μικρών και έκκεντρων. Πλέον η πρόσβαση στις πληροφορίες και την τεχνολογία είναι ανοικτή σε όλους. Οι μεγάλες μονάδες παραγωγής συρρικνώνονται ενώ επεκτείνονται μικρότερες, διασυνδεδεμένες μεταξύ τους, μονάδες. Η αποτυχία της βιομηχανικής γεωργίας στον τομέα των τροφίμων επαναφέρει την παραδοσιακή και βιολογική καλλιέργεια. Οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας, ήλιος, αέρας, νερό, δίνουν τη δυνατότητα της επανατοπικοποίησης της παραγωγής της ενέργειας. Τέλος, η παγκοσμιοποίηση εισέρχεται σε περίοδο κρίσης – κατάρρευση των χρηματιστηρίων, «σύγκρουση των πολιτισμών» μετά την 11η Σεπτεμβρίου, σταδιακή επιστροφή του οικονομικού προστατευτισμού λόγω των κολοσσιαίων ελλειμμάτων των ΗΠΑ. […] Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων δημιουργεί τους αντικειμενικούς οικονομικο-κοινωνικούς όρους για μια δυναμική επιστροφή του κοινοτικού φαινομένου σε παγκόσμια κλίμακα. Ταυτόχρονα, η αποτυχία των κολεκτιβιστικών μοντέλων και το αδιέξοδο του νεοφιλελευθερισμού στρέφουν και πάλι την αναζήτηση προς μορφές οικογενειακής, συνεταιριστικής και κοινοτιστικής παραγωγής.
[…] Υπό το φως αυτών των διαπιστώσεων, η «επιστροφή» στον Καραβίδα και τον Πανταζόπουλο, τον Μαλούχο και τον Μοσχοβάκη, τους θεωρητικούς δηλαδή του νεοελληνικού κοινοτισμού, δεν αποτελεί απλώς ένα φόρο τιμής σε μια χαμένη ευκαιρία του ελληνισμού, αλλά μία προσπάθεια επανασύνδεσης με την κοινοτική παράδοση, μέσα σε ένα νέο ιδεολογικό πλαίσιο, τοπικό και παγκόσμιο, όπου ο κοινοτισμός αναδεικνύεται και πάλι ως η μοναδική εναλλακτική λύση έναντι της αγοράς ή του κολεκτιβισμού του κράτους.
Στην ίδια την Ελλάδα, μετά από μία περίοδο που ευνοούσε τη διάλυση των κοινοτήτων (1922-2000), υπάρχει μια δυνατότητα αναστροφής των παλαιότερων τάσεων… Οι επαρχιακές πόλεις σταθεροποιούνται πληθυσμιακά και έχει κοπάσει η μαζική φυγή προς την Αθήνα. Η Αθήνα έχει γίνει αβίωτη και το υψηλό περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος της δημιουργεί ένα ασθενές ακόμα αλλά ενισχυόμενο ρεύμα απομάκρυνσης από αυτή, που θα γίνει εντονότερο μετά το 2004 και την κατάρρευση που θα ακολουθήσει. Τέλος, ισχυροποιούνται και πάλι οι τάσεις για ενίσχυση της τοπικοποίησης, στο επίπεδο γειτονιάς και δήμου, μετά την τερατώδη αποεδαφικοποίηση που επέφερε η αυτοκίνηση. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η ενίσχυση των τοπικών αγορών στους περιφερειακούς δήμους της Αθήνας. Βεβαίως, οι αντίθετες τάσεις εξακολουθούν να είναι κυρίαρχες και κάποιες ενισχύονται (διάχυτη προαστειοποίηση και δεύτερη κατοικία συνδεδεμένη με την αυτοκίνηση), ωστόσο δεν είναι πλέον μοναδικές και αδιαμφισβήτητες. […]
Και αν υπάρχει ένα σκάνδαλο στην Ελλάδα είναι πως οι σύγχρονες κοινοτιστικές τάσεις –εναλλακτικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη, Πόρτο Αλέγκρε, αυτοδιαχείριση στην Αργεντινή, Ζαπατίστας, Μοντραγκόν στη Χώρα των Βάσκων, εναλλακτικές κοινότητες νέων, θεραπευτικές κοινότητες, βιοκαλλιέργειες, κ.λπ.– προβάλλονται ή και υποστηρίζονται από ένα μέρος του λεγόμενου ελληνικού αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, χωρίς καμία αναφορά στην εγχώρια κοινοτική παράδοση. Και αντίστροφα, όσοι αναφέρονται σε αυτή παραμένουν στην πλειοψηφία τους προσκολλημένοι στο παρελθόν ή τις επιβιώσεις της –Άγιο Όρος, κοινοτικά στοιχεία του πολιτισμού (δημοτικοί χοροί) και της εκκλησίας (ενορία)– χωρίς να επιχειρούν μία σύνδεσή τους τόσο με το διεθνές κοινοτικό ρεύμα και πειραματισμούς, όσο και με τους αναγκαίους θεσμικούς μετασχηματισμούς στο πολιτειακό επίπεδο (ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης, τοπικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμοί, κ.λπ.).