του Κ. Ζουράρι, από το Άρδην τ. 13, Απρίλιος-Μάιος 1998
«… que la vraie vie soit la-bas, dans cet ailleurs insituable, cela suffit pour qu‘ ici prenne 1′ aspect d’ un desert»
Yves Bonnefoy
Ίσως στις πέντε το πρωί, πέντε και κάτι1 βρίσκομαι μόνος στην απέραντη Ομόνοια, την Κονκόρντ, επάνω στον άξονα των Ηλυσίων Πεδίων, παρατηρώντας την Αψίδα του θριάμβου, εκεί ψηλά, στην ανηφόρα. Χαράματα, αμφιλύκη ανάμεσα στο φως, που εκπνέει εκ της νύχτας του και το σκότος μιας αυγής, που γνωρίζει ότι θα σβήσει. Όρθιος και, εξαίφνης; Insituable? Τον Μπονφουάτον διάβαζα όλη την νύχτα, ξαγρυπνώντας δίπλα στην συντριβή της αριστεράς, κατά τον δεύτερο γύρο των εκλογών του Ιουνίου. Ο Μάης του ’68 ήταν μαζί μου, εγώ όρθιος, ο Μάης πεσμένος, νικημένος. Εγώ θα έμενα ακόμη για έξι χρόνια στο Παρίσι, έξι ατελείωτα χρόνια, ο εξόριστος της επταετίας μου και, δίπλα μου, ο Μάης του ’68, aspect ά’ un desert, κατερειπωμένη έρημος, θα έψαχνε πια ες αεί, αλλού, το επέκεινα των ημερών του. Insituable? Όχι. Αντιθέτως, εκείνο το νικημένο πρωινό, βρέθηκα για πάντα in situ, έχων τόπον απεριχωρήτως περικεχαρακωμένον: συνέχιζα να ατενίζω την Αψίδα του θριάμβου και ξαφνικά, στο βάθος της αμφιλύκης, ακτίς μια, μια αχτίνα του ηλίου πέρασε μέσα από την Αψίδα, στον άξονα ανατολής-δύσης και έμεινε εκεί μέσα σ’ ένα υπεράχρονον στιγ- μιαίον, όπως εγώ θαμπωμένος από το υπερά- ναρχον θαύμα της. Ναι, είχα τόπον: το ηλιο- στάλακτοντης ηλιαχτίδας, αναφές πάντη, έλλαμψιν νοουμένην απερινοήτως ενός Μάη ’68 που διατρυπούσε πυριφλεγέθων την Αψίδα των νικητών και την όντως monstrueuse -τερατώδους ασχήμιας- διαδήλωσή τους. Για μένα και για πάντα, ο Μάης του ’68, θα αρχίζει, Νικητής, την πορεία του, Σέλας απείρου, εκεί: κατά την μεριά εκείνης της νικημένης κυριακάτικης αυγής του Ιουνίου, με την πυρ- σοφεγγή της θεοσημία, που κατελόγχισε, α- κπνοφόρος, την Αψίδα της θριαμβεύουσας τσιγγουνιάς. Διότι τους είδα εκεί, σωριασμένους από τον πανικό τους, όλους τους συμβολαιογράφους του Μπαλζάκ και του Μω- ριάκ, όλους τους χρηματιστές του Σταντάλ, ξεθωριασμένους μέσα στην πρησμένη τους λίγδα, να κοίτονται με ξεδιάντροπα ρεψίματα, αναμηρυκάζοντας την ποδάγρα των ομολόγων τους στην Αψίδα του Θριάμβου τους, ενώ η ακτίνα του Μάη του ’68 φεγγοβολούσε αειπάρθενη επί πτερύγων ανέμων, παμφαε- στάτου ακτίνος φως ιλαρόν, Μάης του ’68 ο ανέκπτωτος… Αυτός είναι ο Μάης του ’68. Για πάντα.
Εκείνη την μέρα, την πριν, την Μαγιάτικη, κατέβαινα αμέριμνος στην μέση του δρόμου, στο μπουλβάρ Αραγκό, αφού μου ανήκε όλος ο δρόμος του, πλατειά στράτα όπου κυκλοφορούσαν μόνον τα πουλιά πεζοπορία, οι άνθρωποι, ουρανομήκεις πτεροδρόμοι, και οι ανθοφορούσες καστανιές της Αραγκό. Τα αυτοκίνητα υπήρχαν ακίνητα. Ο Μάης του ’68, αυτοκίνητος, τα είχε ακινητήσει, απόσυρση πριν της ώρας τους. Κατέβαινα αμέριμνος προς τα Γκομπλέν, να πάω να πάρω τον Μοσκώφ και την Πόπη, για να πάμε στη Σορβόννη, όπου αργά χθες την νύχτα ο Σταυρόπου- λος, εκσφενδονίζων επαναστατικά γαλλικα τύπου Σέν-Ζύστ του Τζιμπουτί και περιχώρων, είχε αναφανδόν κατατροπώσει τον Σάρτρ. Ο γλυκός μου Σταυρόπουλος, ασκών την πάντοτε τρυφερή του επαναστατική βία, είχε αποσπάσει -επαναστατικώ αδίκω- υπόσχεση από τον Σαρτρ, να ξαναβρεθούν στην Σορβόννη, για να συνεχιστεί η κατατρόπωση του Σαρτρ από τον καλό μου τον Σταυρόπουλο. διότι ο Σταυρόπουλος είχε ανιχνεύσει στην ομιλία του Σάρτρ ίχνη πρωίμου Σημίτη και. επομένως, επεβάλλετο ο εκ νέου σωφρονισμός, εάν όχι του συντρόφου μας- quand meme- Σαρτρ, τουλάχιστον όμως της γαλλικής γλώσσας, ως ιμπεριαλιστικού οχήματος, παροχετεύοντος ιμπεριαλισμό και λοιπούς συναφείς λακέδες της αντίδρασης… Σταυρόπουλος vint, vit, vainquit…
-Σύντροφε Σαρτρ, είσαι το τελευταίο χαρτί της αστικής τάξης! – βροντοφώνησε ο Σταυρόπουλος! Συνέχισε όμως με ελληνική ηπιότητα, που απέρρεε από το καθ’ ημάς Συναμφότερον:
-το επαναστατικό όμως κίνημα, που ένωσε τους φοιτητές με τους εργάτες (ouvriers). σε δέχεται στους κόλπους του!!! – Και ξαφνικά χαμός! Εκατοντάδες αγοράκια, γαλλάκια, αρχίζουν να ξεφωνίζουν: – δεν είναι επαναστατικό αυτό! Θέλουμε κι εμείς, τα αγόρια- εργάτες, όπως κι οι φοιτητές να μπούμε στους κόλπους, μαζί με τις φοιτήτριες! Γιατί εμείς απ’ έξω;
Τι είχε συμβεί; Ο γλυκός μου ο Σταυρο- πουλος* εκφωνών περίπου ελληνιστί το επαναστατικόν του γαλλιστί, στην λέξη ouviier (s), κρατούσε τουλάχιστον τρία τέσσερα χρονικά φθογγόσημα του r, με αποτέλεσμα, το «εργάτες», να ακούγεται μέσα στην ελληνοβριθη του επαναστατικότητα ως «ouvrierrrs» δηλαδή, σαν το θηλυκό (ouvrieres)! Εξ ου και το υπέροχο επαναστατικό μπάχαλο, στο μεγάλο αμφιθέατρο!…
Όλη εκείνη την ώρα, βέβαια, το αριστερό μάτι του Σαρτρ είχε γίνει δεξιό από την δυστυχία του ν’ ακούει τέτοια επαναστατικά γαλλικά, ενώ το άλλο του, το αλλοίθωρο, έλεγε -προς πάσαν κατεύθυνσιν- τι να κάνουμε, κακιά-επαναστατικιά ώρα είναι για τα γαλλικά, θα περάσει…
Άλλωστε, εκ των υστέρων, ανεκάλυψα ότι η μόνη συντριπτική νίκη που κατήγαγε ο Μάης του ’68, εναντίον του γαλλικού καπιταλισμού -κι αυτή άλλωστε που άντεξε στον χρόνο- ήταν η εναντίον της γαλλικής του γλώσσας. Φυσικό ήταν: είχαμε μαζευτεί εκεί, στην ανέσπερη ευδία του Μάη, όλοι οι κατατρεγμένοι από τις πατρίδες μας και από την Γαλλία, κι όλοι οι συφοριασμένοι, οι αμίλητοι, οι στερημένοι από τόπο, χρόνο και λόγο. Και, μέσα στον Μάη του ’68, βρήκαμε και τόπο και χρόνο και πήραμε τον λόγο, όλοι οι ανέστιοι, οι αποικιοκρατούμενοι, οι αγράμματοι, και του αλλάξαμε τον αδόξαστο, του πεφυσιωμένου και κομψεπικόμψου λόγου, του γαλλικού…
‘ Ετσι λοιπόν, ροβολούσα προς τα Γκομπλέν, προσδοκών ανάστασιν πατρίδος, επανάστα- σιν γαλλίδος, νέα κατάσταση από τον Σταυρόπουλο και εκ νέου εξανάσταση από τον ταλαίπωρο τον Σαρτρ, και, ξαφνικά τι βλέπω; Τι βλέπω και ξαναβλέπω και νοσταλγώ να βλέπω όταν θα πάψω να βλέπω; Εκεί στο τρίστρατο, όπου συμβάλλουν τα Γκομπλέν, η Λεωφόρος του Οπιτάλ και η Αραγκό, θα ‘ταν τρεις ή τέσσερις το απόγευμα, μέρα Μαγιού μαγευτική παρισινή, να λάμπει ο ουρανός και παντού να κελάίδούν τα πουλιά. Ουδείς άλλος ήχος. Η επανάσταση τον είχε σιγήσει εκείνον τον μηχανοκίνητο θόρυβο, που, από την εποχή της νίκης του καπιταλισμού, κατέχει εκκωφαντικά τις νικημένες πόλεις, ως τέρας Τάλως, για να μας θυμίζει ότι πρέπει να εξεγερθούμε πριν καταργηθούμε. Οι μόνοι ήχοι ήταν τα βήματα των περαστικών που έσβηναν μέσα στην ανθοφορία, με τις καστανιές να θρόίζουν και να υποδέχονται τα πουλιά και τα βλέμματα. Και εκεί, στα Γκομπλέν, μέσα σε μια εκφαντορία θεοσημίας καλής, «εν τριπλαίς αμαξιτοίς» των Γκομπλέν, ο Οιδίπους συνάντησε την Σφίγγα με το καλό όνομα και δεν σκότωσε κανένα, ούτε τον πατέρα του, ούτε τον εαυτό του. Αγάπησε, στο τρίστρατο των Γκομπλέν. Εκεί, χωρίς ίχνος αυτοκινήτων, μέσα στον υπέρλαμπρο ήλιο, βρίσκονταν καθισμένοι ανακούρκουδα εκατοντάδες ανθρώπων, σ’ όλη την έκταση έχοντας πιάσει το τρίστρατο, καθισμένοι οκλαδόν σε κύκλιο σχήμα, μέσα στον νοητό κύκλο που σχημάτιζαν οι δρόμοι, εκεί, κατάχαμα στην μέση της γαλήνης, Κύκλιοι όλοι τους, γυναίκες, παιδιά, άντρες, άσπροι, μαύροι, κίτρινοι, άχρωμοι, πολύχρωμοι και όλοι τους Κύκλιοι συνομιλούσαν σε Όμιλο, αλλήλων Ισόδουλοι αλλήλων Κύριοι, Κύκλιοι, έχοντας καταργήσει την κυκλοφορία, την αδικία, την κυκλοφορία της αδικίας, και Κυκλοφέρνοντας οι ίδιοι, Κύκλιοι, Κραταιά και Κύρια τα μονάκριβά τους πρόσωπα, Αυτεξούσια πρόσωπα. Ο Οιδίπους δεν σκότωνε. Αγαπούσε, εκεί, στα Γκομπλέν… Ένα απομεσήμερο ηλιόλουστο στα Γκομπλέν, ο κύκλιος όμιλος των προσώπων που οκλαδόν συνομιλούν, έχοντας καταργήσει τα σήματα της κυκλοφορίας ία έχοντας αναρτήσει τα σήματα της δικής τους κυκλοφορίας, μέσα στην κυκλική τους συναλληλία: αυτός είναι ο Μάης του ’68. Για πάντα.
* Είναι ολοφάνερο και στον απρόσεκτο αναγνώστη, ότι ο Σταυρόπουλος παρέμεινε για μένα, μέσα από την τιμιότητά του, την αδάμαστη αγνότητα και το ελεύθερο φρόνημά του, ως μια από τις ευγενικές αναμνήσεις της ζωής μου.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Αυτά λοιπόν έγραφε ο γραφικός Ζουράρις το 1998, δηλαδή 30 χρόνια μετά από τον “Μάη του ’68” οπότε δεν είναι να τον παίρνει κανείς και πολύ στα σοβαρά, από τότε είχε δείξει ότι το πολύ διάβασμα τον πείραξε και είχε υποστεί …παρά-μόρφωση στα εγκεφαλικά κύτταρα, έπρεπε όμως -δυστυχώς- να περιμένουμε άλλα 20 χρόνια και τα χάλια περί “Βόρειας Μακεδονίας” για να αποκαλυψθεί, με την ψήφο της ντροπής και τις μετέπειτα φτηνο-δικαιολογίες, πόσο σούργελο ήτανε.
Βέβαια η ζημιά στην Ελλάδα έγινε, αλλά …”ευτυχώς” που δεν έπεσε η “κυβέρνηση” της πρώτη φορά “Αριστερά” (τρομάρα τους).
Μην γελάτε Έλληνες. Για κλάματα είναι η κατάσταση, διότι στις κρίσιμες στιγμές πέρα από πολιτικούς (που ποτέ δεν είχαμε) χρειάζονται και οι διανοούμενοι με μεγάλα “μέζεα”, να καθοδηγούν τον λαό ώστε να έχει κάποιο μπούσουλα να κρατήσει σωστή ρότα.
Αλλά πού τέτοια τύχη, ευθιξία, ούτε και αξιοπρέπεια. Βλέπεις, όταν κάποιοι άλλοι έτρωγαν ξύλο με το καντάρι στο ΕΑΤ-ΕΣΑ ο Κωστάκης ήταν στο Παρίσι τον Μάη του ’68, και έκανε επανάσταση και ντόλτσε βίτα …
Σα δε ντρεπόμαστε λέω εγώ που ασχολούμαστε με δαύτον.