Αρχική » Όταν ο κόσμος της ροκ γυρνάει την πλάτη του στον δικαιωματισμό

Όταν ο κόσμος της ροκ γυρνάει την πλάτη του στον δικαιωματισμό

από Άρδην - Ρήξη

Είναι και αυτό ένα από τα παράδοξα της εποχής μας· ιστορικοί εκπρόσωποι της ροκ, ή ακόμα και της πανκ, και μετά-πανκ σκηνής έχουν συνδεθεί κατ εξοχήν με την πολιτιστική ελευθεριακότητα και την κουλτούρα του «απαγορεύεται το απαγορεύεται». Τουλάχιστον αυτό συνέβη τις προηγούμενες δεκαετίες· πλέον, όμως, «οι καιροί αλλάζουν» που τραγουδούσε και ο Μπόμπ Ντίλαν το 1964.

Μεγάλη συζήτηση είχαν προκαλέσει το 2019 οι δηλώσεις του Νικ Κέηβ, σχετικά με την ‘woke’ κουλτούρα, δηλαδή την υπερστράτευση σε ζητήματα φύλου, φυλετικά, και πολιτιστικού αυτοπροσδιορισμού:  

«Το να ζω σε μια κατάσταση αναζήτησης, ουδετερότητας και αμφιβολίας, πέρα από δόγματα και βεβαιότητες, είναι καλό τόσο για τη δουλειά του τραγουδοποιού όσο και για τη ζωή μου γενικά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τείνω να νιώθω άβολα γύρω από ιδεολογίες που αυτοπροσδιορίζονται ως ‘η αλήθεια’ ή ‘ο δρόμος’ [ ] Αυτό δεν έχει να κάνει μόνον με τις περισσότερες θρησκείας, αλλά ακόμα με τον αθεϊσμό, την ριζοσπαστική πολιτική στράτευση σε οποιαδήποτε παράταξη, ή οποιοδήποτε σύστημα σκέψης, συμπεριλαμβανομένης και της woke κουλτούρας που προσπαθεί να βρει το δίκιο του σε αυτεπιβεβαιούμενες προφητείες, και την καταπίεση κάθε διαφορετικού συστήματος σκέψης [ ] Ανεξάρτητα από τις ευγενικές προθέσεις πολλών ζητημάτων που θέτει η ατζέντα του ‘woke’, η έλλειψη ταπεινότητας, ο πατερναλισμός και η δογματική βεβαιότητα των ισχυρισμών του με απωθούν. [ ]

Οι Αntifa και η Άκρα Δεξιά, για παράδειγμα, με τις οδομαχίες και το παιχνίδι ρόλων που παίζουν μοιάζουν σα να αποτελούν τα δύο μέλη ενός αγρίως ερωτικού, βίαιου και αμοιβαίως αυτοσυντηρούμενου γαμήλιου δεσμού, που στηρίζεται στις τυφλές και άκαμπτες ιδεολογικές πεποιθήσεις τους… Οι Νέοι Αθεϊστές και οι θρησκόληπτοι αντίπαλοί τους είναι μπλεγμένοι σε μια παρόμοια δυναμική…», θα πει ο Κέηβ, προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις μεταξύ των ανά των κόσμο θαυμαστών του.

Τη σκυτάλη θα πάρει ο Ρότζερ Ντάλτρι, τραγουδιστής των Χου, της μπάντας με τις χαοτικές συναυλίες: «Οδηγούμαστε σε τέτοιον παραλογισμό με αυτήν την γενιά του woke. Είναι τρομακτικό –αυτός ο μίζερος κόσμος που δημιουργούν για τους εαυτούς τους. Θέλω να πω… Ο οποιοσδήποτε έχει ζήσει κάποια πράγματα και τώρα βλέπει τι κάνουν, απλά ξέρει ότι έχουν πάρει τον δρόμο που οδηγεί στο πουθενά. Ειδικότερα για εμάς που είχαμε το προνόμιο να ζήσουμε τις εποχές που ζήσαμε».

Ακόμα και ο Τζόνυ Ρότεν, τραγουδιστής των Σεξ Πίστολς, υπήρξε ιδιαιτέρως επικριτικός:

«Βλέπουν τους εαυτούς τους σαν να είναι κάτι ξεχωριστό. Είναι εγωϊστικό και υπό αυτήν την άποψη, διχαστικό και μπορεί να οδηγήσει μόνον σε προβλήματα. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι τηλεοπτικοί σταθμοί δίνουν χώρο σε αυτούς τους τρελούς. Από πού προκύπτουν αυτές οι αηδίες για την ‘ηθική πλειοψηφία’ όταν είναι οι ίδιοι εκείνοι που κάνουν το λάθος με το να είναι τόσο επικριτικοί και τιμητές εναντίον οποιουδήποτε δεν συμβαδίζει με την τρέχουσα δημοφιλή άποψη;». Στην ίδια δήλωση, επίσης, ο Ρότεν εκφράζει τον αποτροπιασμό του για το γκρέμισμα αγαλμάτων και το νέο κύμα λογοκρισίας που το θέλει να πυροδοτήσει αυτό το κείμενο: «Άκουσα κάτι κοτσάνες που έλεγε κάποιος ότι δεν θέλει να ακούγεται ο εθνικός ύμνος [κυβέρνα, Βρετανία]. Αλλά συγνώμη, δεν είναι παρά ένας ύμνος. Δεν μπορείς να πας πίσω στο χρόνο και να ξαναγράψεις την ιστορία. Αν αρχίσεις να κατεδαφίζεις τέτοια πράγματα, τότε λοιπόν, δεν θα έχεις κανένα μέλλον. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο προειδοποιούσα όταν έγραψα το God Save the Queen. Τον έβλεπα να έρχεται…».     

  

Ο δε Σην Όνο Λέννον, γιος του Τζον Λέννον και της Γιόκο Όνο, μουσικός και ο ίδιος, θα γράψει, μεταξύ άλλων στο τουΐτερ: «Μεγάλωσα σε μια Νέα Υόρκη που είχε την εικόνα ενός αυθεντικού χωνευτηριού. Δεν ήταν τέλεια, αλλά οι άνθρωποι δεν διαχωρίζονταν σε φυλετική βάση με την ένταση που το κάνουν τώρα. Υπάρχει κάτι το λανθασμένο στη στρατηγική που έχουμε επιλέξει για τα ΜΜΕ, την πολιτική, το πανεπιστήμιο. Δεν λειτουργεί. Και θέλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν κατηγορώ την πολιτική ορθότητα για όλα τα άσχημα πράγματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα στο πεδίο του πολιτισμού. [ ] Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την στρατηγική μας εάν δεν οδηγεί στα αποτελέσματα στα οποία στόχευε. Δεν ξέρω ποια μπορεί να είναι η λύση, αλλά υποψιάζομαι ότι η υπερευαισθητοποίηση των ανθρώπων γύρω από τα συμπτωματικά τους χαρακτηριστικά, όπως είναι το χρώμα του δέρματός τους κάνει περισσότερο κακό, παρά καλό. Γνωρίζω πολύ καλά ότι η ιδέα του να αφήσουμε παράμερα το χρώμα του δέρματος είναι παρωχημένη, και ότι το όραμα του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, να προκρίνουμε τον χαρακτήρα των ανθρώπων αντί για το χρώμα του δέρματός τους, θεωρείται σήμερα αφελής. Αλλά το όραμα αυτό σίγουρα έκανε την κοινωνία καλύτερη. Δεν είμαι σίγουρος, από την άλλη, ότι το όραμα περί ‘φυλετικής συνειδητοποίησης’ βελτιώνει τα πράγματα [ ] ».

Υπάρχει φυσικά και ο Μόρισεϋ, των Σμίθς. Έχει επανειλημμένα τοποθετηθεί εναντίον του σοσιαλφιλελευθερισμού, ωστόσο, οι επιδόσεις του σε εξαιρετικά αμφιλεγόμενες δηλώσεις επί παντός επιστητού, τον καθιστούν μια περίπτωση του δημοσίου διαλόγου εξαιρετικά οριακή· αν και, όπως συνήθως συμβαίνει με τις σώου μπιζ, τα ΜΜΕ εστιάζουν πολύ περισσότερο στην δική του περίπτωση, που είναι βολική για σκληρές αντιπαραθέσεις, εκατέρωθεν πολώσεις και άρα συμφέρει γιατί εκθρέφει δημοσιεύματα και μηντιακό θόρυβο.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πάντως, το ζήτημα με τον υπερστρατευμένο σοσιαλφιλελευθερισμό του woke, είναι εξαιρετικά πολύπλοκο σε ό,τι αφορά στον αστραφτερό κόσμο του καλλιτεχνικού στερεώματος. Από τη μία, αποτελεί έναν χώρο που το woke κίνημα όντως υπεραντιπροσωπεύεται, με την λογοκριτική του μανία να έχει ήδη επηρεάσει την ποιότητα της φιλμογραφίας, της δισκογραφίας –την εργογραφία κάθε τέχνης σχεδόν.

Από την άλλη, ωστόσο, αποτελεί έναν από τους κατεξοχήν χώρους όπου όντως καταγράφονται περιστατικά κατάχρησης μιας εξουσίας άτυπης, που πολύ συχνά εκφράζεται μέσω της σωματικής παραβίασης ανθρώπων που βρίσκονται σε κατώτερη ιεραρχικά θέση, εντός αυτής την άτυπη κλίμακα της φήμης και της δόξας.  

Σημασία έχει εδώ έχει κάτι άλλο: Η αμφισβήτηση στην παντοδυναμία της πολιτικής ορθότητας, που συχνά πλέον διατυπώνουν διασημότητες που κατά τις προηγούμενες δεκαετίες συνδέθηκαν με την εικονοκλαστική τάση και την καλλιτεχνική εξέγερση ενάντια στο κατεστημένο, αποτελεί κι αυτή μια ένδειξη ότι μια σημαντική μερίδα στις σύγχρονες κοινωνίες, κουράστηκε από την αλληλοτροφοδότηση των φανατισμών, βρίσκεται προς αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας και γυρεύει να εκφραστεί.  

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ