του B. Schwarz, από το Άρδην τ. 13, Απρίλιος-Μάιος 1998
* Αναλυτής της RAND Corporation των ΗΠΑ. Το κείμενο του, του οποίου δημοσιεύουμε το ιρωτο μέρος, αποτελεί τη συμβολή του στο βιβλίο “The future of NATO” που επιμελήθηκε ο Ted Galen Carpenter, εκδ. Frank Cass, Λονδίνο 1995. To κείμενο αποτελεί μια πρωτότυπη και ειλικρινή ανάλυση των κινήτρων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Η στρατηγικη των ΗΠΑ απέναντι οτην Ευρώπη στον τομέα της Οικονομίας και της Ασφάλειας
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η κοινότητα που ασχολείται με την αμερικανική εξωτερική πολιτική επιθυμεί διακαώς να δοκιμάσει καινούργιες θεωρίες. Έχοντας αφιερώσει ολόκληρες δεκαετίες στη μελέτη των πληκτικών λεπτομερειών του ελέγχου των εξοπλισμών και προσπαθώντας, με ποικίλα μέσα, να διαχειριστούν την φαινομενικά αέναη αντιπαλότητα ΕΣΣΔ-ΗΠΑ, τα μέλη αυτής της κοινότητας αποδέχτηκαν με προθυμία την πρόσκληση για την αναδιαμόρφωση της εθνικής στρατηγικής ασφαλείας της Αμερικής. Εντούτοις, η πλημμύρα των πρόσφατων αναφορών, άρθρων και βιβλίων είναι απογοητευτική. Ενώ υποσχέθηκαν μια ρωμαλέα νέα σκέψη για τη μεγάλη στρατηγική της Αμερικής, όλα αυτά τα γραπτά κάνουν επικλήσεις για την διατήρηση του status quo. Κάποιοι μιλάνε λίγο από εδώ: οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να μειώσουν τον αριθμό των στρατιωτών τους στην Ευρώπη σε 100.000 (“αν και όχι παρακάτω”). Κάποιοι άλλοι παίρνουν μια ιδέα από εκεί: “δεν είναι όλες οι χώρες του Τρίτου Κόσμου το ίδιο σημαντικές για τις ΗΠΑ” (αν και “θα ήταν λάθος να αγνοήσουμε το φαινόμενο της διάχυσης της αστάθειας” του Τρίτου Κόσμου “στη διεθνή τάξη και στα αμερικάνικα συμφέροντα”). Εν συντομία, αν αφαιρέσει κανείς όλες αυτές τις ελαφρές μετατοπίσεις, οι βασικές αρχές της αμερικανικής στρατηγικής του Ψυχρού Πολέμου παραμένουν αμετακίνητες.
Ενδεικτική αυτού του τέλματος είναι η “ολοκληρωτική αναθεώρηση” της αμυντικής πολιτικής της Αμερικής από την κυβέρνηση Κλίντον που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1993. Αφού υποσχέθηκαν μια εκ βάθρων επανεκτίμηση των απαιτήσεων της εθνικής ασφάλειας, οι σχεδιαστές του Πενταγώνου, μετά από έξι μήνες αναλύσεων, έφτασαν στο συμπέρασμα ότι η ασφάλεια των ΗΠΑ απαιτεί στρατιωτικές δαπάνες πάνω από 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια για τα επόμενα πέντε χρόνια και τη μόνιμη παρουσία 200.000 στρατιωτών στην Ευρώπη και την ανατολική Ασία -με άλλα λόγια μια στρατηγική σχεδόν ταυτόσημη με αυτή του Ψυχρού Πολέμου. Επιπλέον, αντί να εγκαταλείψει τις δαπανηρές και επίφοβες αμερικανικές υπευθυνότητες διαλύοντας τις συμμαχίες του Ψυχρού Πολέμου, η διοίκηση τώρα σχεδιάζει να επεκτείνει τις ευθύνες του NATO προς τα ανατολικά. Αυτοί που επικαλούνται μια πιο μετριοπαθή αμυντική πολιτική, διατείνονται ότι τα αμερικανικά αμυντικά σχέδια είτε είναι υπερβολές δημιουργημένες από την παράνοια είτε από την ανησυχία του αμυντικού κατεστημένου να προστατεύσει το μέρος του προϋπολογισμού που του αναλογεί. Στην πραγματικότητα, αν δούμε τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ έχουν ορίσει τα συμφέροντά τους ήδη από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτοί οι σχεδιασμοί είναι ιδιαίτερα συνετοί. Και αυτό είναι το πρόβλημα.
Η απαίτηση για καινούργιες στρατηγικές σε έναν καινούργιο κόσμο πηγάζει από την υπόθεση ότι η σοβιετική “απειλή” καθόρισε θεμελιωδώς την διπλωματία των ΗΠΑ από το 1945 μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Τώρα που η ΕΣΣΔ έχει εξαφανιστεί, θα φαινόταν λογικό ότι η αμερικανική πολιτική ασφαλείας θα έπρεπε να αλλάξει ριζικά. Αλλά αυτή η άποψη προϋποθέτει ότι η μακροπρόθεσμη στρατηγική της Ουάσινγκτον στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου υπήρξε -και ότι η εξωτερική πολιτική γενικά είναι- μια απάντηση στις πιέσεις άλλων χωρών. Εάν όμως η πολιτική ασφαλείας των ΗΠΑ καθορίζεται κυρίως όχι από τις εξωτερικές απειλές, αλλά από τις προφανείς απαιτήσεις της αμερικανικής οικονομίας, αυτό συνεπάγεται ότι, παρά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, η παγκόσμια στρατηγική της Ουάσινγκτον θα πρέπει σε μεγάλο βαθμό να παραμείνει απαράλλαχτη. Σήμερα, αθέλητα, αλλά με πειστικό τρόπο, αυτό είναι το επιχείρημα που προωθεί η κοινότητα της εξωτερικής πολιτικής στις μεταψυχροπολεμικές της εκτιμήσεις. Για να εκτιμήσουμε την έκταση του διλήμματος που ανακύπτει όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αναζητούν την εγχώρια ευημερία τους σε πηγές πέραν των συνόρων τους, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε αυτές τις εσωτερικές επιταγές που καθορίζουν την εξωτερική πολιτική. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να διερευνήσουμε αυτή την πολιτική από μέσα προς τα έξω.
Ο ρόλος των ΗΠΑ οτην ψυχροπολεμική Ευρώπη
Οι ιστορικοί της διπλωματίας κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες. Η παράδοση της innenpolitik διατείνεται ότι είναι κυρίως οι εσωτερικές πιέσεις που διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική. Αντιθέτως, η σχολή της aussenpolitik θεωρεί τις σχέσεις μεταξύ κρατών ως ένα πεδίο διαχωρισμένο από την εσωτερική πολιτική και θεωρεί ότι η εξωτερική πολιτική ενός κράτους καθορίζεται κυρίως από τις πιέσεις του διεθνούς συστήματος. Επομένως, καθώς προσπαθεί να εκτιμήσει τις δυνάμεις που διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική μιας χώρας, η προσέγγιση της aussenpolitik δίνει έμφαση σε στρατηγικούς παράγοντες και στην πρόσληψη των εξωτερικών απειλών. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, αυτή είναι η προσέγγιση που κυριαρχεί στην ερμηνεία την αμερικάνικης στρατηγικής. Έτσι, η ιστορία της πολιτικής εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ μετά το 1945 κατανοείται ως η ιστορία της αμερικανικής απάντησης -μερικές φορές παρανοϊκής, κάποιες φορές συνετής-στην απειλή της ανταγωνιστικής υπερδύναμης.
Ότι μια τέτοια άποψη είναι παραπλανητική γίνεται προφανές από την κριτική της ψυχροπολεμικής στρατηγικής των ΗΠΑ που προώθησε η σχολή της εξωτερικής πολιτικής που είναι γνωστή ως “πολιτικός ρεαλισμός”. 0 ρεαλισμός -ο οποίος θεωρεί ότι η ενίσχυση της ισχύος και της ασφάλειας είναι οι κυριότεροι αντικειμενικοί στόχοι της εξωτερικής πολιτικής των κρατών (σε αντίθεση, ας πούμε, με την επέκταση μιας ιδεολογίας ή την επιδίωξη κέρδους)- είναι φυσικά μια έκφραση της aussenpolitik. Επειδή πίστευαν ότι οι εξωτερικές πιέσεις καθορίζουν την στρατηγική, πολλοί ρεαλιστές -και σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται πολύ εμβριθείς στοχαστές όπως ο Τζορτζ Κέναν και ο Γουόλτερ Λίπμαν- ήταν πεπεισμένοι ότι μεγάλο μέρος της ψυχροπολεμικής πολιτικής ασφάλειας των ΗΠΑ ήταν ανορθολογική. Παραδείγματος χάριν, ούτε ο Κέναν ούτε ο Λίπμαν, μπόρεσαν να κατανοήσουν την επιμονή των ΗΠΑ για εμπλοκή στο Βιετνάμ, μια περιοχή χωρίς ιδιαίτερη στρατηγική αξία. Ούτε, και ίσως πιο σημαντικό, μπόρεσαν να κατανοήσουν γιατί η ελίτ της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής αντιμετώπιζε τις προτάσεις τους για μια αμοιβαία απεμπλοκή των υπερδυνάμεων από την Ευρώπη με τόση εχθρότητα.
Οι στόχοι του Κέναν και του Λίπμαν στην Ευρώπη ήσαν περιορισμένοι και συγκεκριμένοι. Ορίζοντας το συμφέρον της Αμερικής ως την αποτροπή της στρατιωτικής κυριαρχίας της ηπείρου από μία και μόνη δύναμη, συνέλαβαν την αμερικάνικη πολιτική με στρατηγικούς μάλλον παρά με ιδεολογικούς όρους ή με όρους “παγκόσμιας τάξης”. “Μια πολιτική με σωστή αντίληψη και σοβαρό σχεδιασμό θα πρέπει να αντιμετωπίζει το ζήτημα του Κόκκινου Στρατού στην Ευρώπη και όχι τις ιδεολογίες, τις εκλογές, τις μορφές διακυβέρνησης, το σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό, την ελευθερία της επιχείρησης”, διατεινόταν ο Λίπμαν το 1947.1 Παρομοίως ο Κέναν αντιμετώπιζε τα συμφέροντα της Αμερικής στην Ευρώπη με στενούς γεωπολιτικούς όρους2. Ενώ η πλειονότητα των κυβερνητικών συναδέλφων του εμπνέονταν από την ιδέα της Pax Americana, ο Κέναν είχε μια πολύ πιο μετριοπαθή άποψη για τον ευρωπαϊκό -και παγκόσμιο-ρόλο της Αμερικής. Αναζητούσε την παλινόρθωση ενός πλουραλιστικού κόσμου στον οποίο άλλες δυνάμεις -και ιδιαίτερα τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κράτη- θα αποσυμφορούσαν την αναδυόμενη αντιπαράθεση ΗΠΑ- ΕΣ-ΣΔ3.
Η απεμπλοκή των ΗΠΑ και της ΕΣ-ΣΔ από την Ευρώπη (μια πρόταση που οι πιο πολλοί ιστορικοί τώρα πιστεύουν ότι είχε αρκετές πιθανότητες επιτυχίας)4 και με αυτό τον τρόπο η αποκατάσταση μιας πολυπολικής ισορροπίας δυνάμεων, σκέφτονταν ο Κένναν και ο Λίπμαν, ήταν μέσα στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των ΗΠΑ γιατί θα απελευθέρωνε τις ΗΠΑ από τις βαριές ευθύνες της για την ασφάλεια των άλλων και θα μείωνε τις εντάσεις μεταξύ των υπερδυνάμεων. Όπως απεδείχθη, η κοινότητα της εξωτερικής πολιτικής είχε πολύ σοβαρούς λόγους να εύχεται την διατήρηση αυτών των ευθυνών, ο Κέναν και ο Λίπμαν όμως, αλλά και άλλοι ρεαλιστές, μέμφονταν την υποτιθέμενη άρνηση της Αμερικής να δράσει ρεαλιστικά, ακολουθώντας μια τακτική που αυτοί έβλεπαν ως τάση πρόσληψης της εξωτερικής πολιτικής ως ηθικής σταυροφορίας.
Η υπόθεση των ρεαλιστών ήταν λανθασμένη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής εποχής, τα αμερικανικά συμφέροντα και δεσμεύσεις ασφάλειας (τουλάχιστον οι μεγάλες) επιδιώχτηκαν σκόπιμα και για σταθερούς -αν και απόκρυφους- λόγους, λόγους μη προφανείς στο κοινό ούτε πλήρως κατανοούμενους από την οπτική των ρεαλιστών. Εάν πριν 10 χρόνια οι καλά πληροφορημένοι Αμερικάνοι ερωτούνταν γιατί αμερικάνοι στρατιώτες παρατάσσονταν στην Ευρώπη (και την ανατολική Ασία), θα είχαν απαντήσει: για να κρατήσουν τους Σοβιετικούς απ’ έξω. Μπορεί να διερώτονταν, εντούτοις, γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες εμμένανε στην στρατηγική τους ακόμα και αφότου η Δυτική Ευρώπη (και η Ιαπωνία και η Νότιος Κορέα) είχαν γίνει ικανές να προστατεύσουν τους εαυτούς τους αμυντικά. Σήμερα είναι τελείως αποπροσανατολισμένοι. Τώρα που η ΕΣΣΔ χάθηκε από το προσκήνιο, γιατί η Ουάσινγκτον επιμένει ότι το NATO υπο την καθοδήγηση της Αμερικής και οι αμυντικές ευθύνες της Αμερικής στη. Ανατολική Ασία παραμένουν ακόμα απαραίτητα για την ασφάλεια της Αμερικής;
Από την άλλη, εάν τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, οι αναλυτές του think tank, ή οι προγραμματιστές της πολιτικής του υπουργείου Εξωτερικών ρωτούνταν για τις παγκόσμιες ευθύνες, 40 χρόνια πρι\ 10 χρόνια πριν ή τώρα, οι απαντήσεις τους θα ήταν σταθερές -και αξιοσημείωτα διαφορετικές από αυτές τω. μορφωμένων απλών ανθρώπων, θα δικαιολογούσαν την ανάπτυξη αμερικάνικων στρατιωτικών δυνάμεων στο εξωτερικό με όρους όπως “διαμορφώνοντας ένα ευνοϊκό παγκόσμιο περιβάλλον”, “για να καθησυχάσουμε τους συμμάχους μας” και την συνεχή ανάγκη για “καθοδήγηση”, “σταθερότητα” και “αδιάκοπη εμπλοκή”. Ακόμα και στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. η “σοβιετική απειλή” θα ήταν δυνατό να μην είχε αναφερθεί. Εντούτοις αυτό εγείρει το ερώτημα: γιατί ο μεγαλόσχημος στόχος της οικοδόμησης ενός σταθερού κόσμου έχει θεωρηθεί τόσο κρίσιμος για την Αμερικη γιατί η “σταθερότητα” και η “διασφαλιση” παραμένουν για σχεδόν 50 χρονια οι βασικές σταθερές των ειδημόνων της εξωτερικής πολιτικής.
Η εμπνεόμενη από την οικονομία ψυχροπολεμική πολιτική της Αμερικής
Για να κατανοήσουμε τις δυνάμεις που έχουν εμπνεύσει την αμερικανική εξωτερική πολιτική από το 1945, 3α πρέπει να κοιτάξουμε όχι στη Σοβιετική Ενωση αλλά στους εαυτούς μας Οχι τόσο στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων αλλά στην κυριαρχία μιας άποψης που είδε καινούργιες απαιτήσεις για την αμερικανική ευημερία. Από το τέλος του – Παγκοσμίου Πολέμου και τη δεκαετία του ’30, η αμερικανική οικονομία αλλαζε δραματικά. Ο πιο γρήγορα αναπτυσσόμενος και κερδοφόρος τομέας ήταν οι επιχειρήσεις εντάσεως κεφαλαίου, υψηλής τεχνολογίας, οι τράπεζες επενδύσεων και οι προσανατολισμένες στη διεθνή αγορά εμπορικές τράπεζες, επιχειρήσεις που θεωρούσαν ως στόχο τους την παγκόσμια αγορά. Η διεθνής οικονομία ήταν το μέλλον της Αμερικής -ή έτσι φαινόταν στην ελίτ που οικοδόμησε την μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εξωτερική πολιτική της Αμερικής, οι οποίοι προέρχονταν, σχεδόν αποκλειστικά, από τον κόσμο της ανατολικής ακτής, των διεθνών επιχειρηματιών και του χρηματιστηρίου5.
Όλοι αυτοί έτρεφαν μεγάλες ελπίδες για το μέλλον, επειδή πίστευαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν, έχοντας στα χέρια τους εργαλεία όπως η Γενική Συμφωνία για τους Δασμούς και το Εμπόριο και οι διεθνείς νομισματικές συμφωνίες που συνήφθησαν στο Μπρέτον Γούντς, θα μπορούσαν να οικοδομήσουν και να διαχειριστούν μια καινούργια, φιλελεύθερη, παγκόσμια πολιτική οικονομία στην οποία το εμπόριο και τα κεφάλαια θα έρρεαν πάνω από εθνικά σύνορα ακολουθώντας τους νόμους της προσφοράς και τη ζήτησης. Φυσικά, σε αυτό τον κόσμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, που κυριαρχούσαν στην διεθνή οικονομία, θα επωφελούνταν σε τεράστιο βαθμό αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος θα είχε επίσης κάποια οφέλη. Η ισχύς της Αμερικής στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έδινε τη δυνατότητα στους διαμορφωτές της πολιτικής των ΗΠΑ να πιστεύουν ότι μπορούσαν να μετατρέψουν το όραμά τους σε πραγματικότητα.
Τέτοιες ελπίδες συνοδεύονταν από την καθόλου ευχάριστη ανάμνηση της Μεγάλης Ύφεσης. Ο φόβος για μια πιθανή επιστροφή της ύφεσης τροφοδοτούσε την ορμητική διάθεση για μια μεταπολεμική διεθνή τάξη που θα μπορούσε να εγγυηθεί την οικονομική ευρωστία της Αμερικής. Για τον υπουργό Εξωτερικών Ντην Άτσεσον και τους άλλους διαμορφωτές της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής του Ψυχρού Πολέμου, υπήρχε μια μόνο λύση. Απορρίπτοντας συλλήβδην όλες τις προτάσεις για την επίτευξη εθνικής αυτάρκειας με την χρήση του κρατικού σχεδιασμού, ο Άτσεσον δήλωνε: “Δεν μπορούμε να έχουμε πλήρη απασχόληση και ευημερία στις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς εξωτερικές αγορές”6. Γενικότερα, η αμερικανική εξωτερική πολιτική, και ειδικότερα τα αμερικανικά συμφέροντα στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά παρά μόνο μέσα στο πλαίσιο του σχεδίου για διατήρηση μιας ανοικτής παγκόσμιας οικονομίας. Οι διαμορφωτές της εθνικής εξωτερικής πολιτικής γνώριζαν ότι ένας τέτοιος στόχος υπαγόρευε στις ΗΠΑ την ανάγκη θεμελιωδών μεταβολών στη διεθνή πολιτική σκηνή.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την αμερικάνικη δημοκρατία και ευημερία, όπως το έβλεπαν οι διαμορφωτές της πολιτικής της, δεν προερχόταν κυρίως από την Σοβιετική Ένωση αλλά από τη Γερμανία και την Ιαπωνία, αφού η δύναμή τους ήταν και αναγκαία αλλά και δυνητικά καταστροφική για την πολυεθνική καπιταλιστική κοινότητα που οι ΗΠΑ: είχαν σκοπό να οικοδομήσουν. Μια εκβιομηχανισμένη Γερμανία, παραδείγματος χάριν, θα γινόταν ο πιο ανταγωνιστικός παραγωγός και ο πιο αποτελεσματικός καταναλωτής της Ευρώπης. Χωρίς την πλήρη συμμετοχή της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή οικονομία, δεν μπορούσε να υπάρξει αναγέννηση της διεθνούς οικονομίας και αυτό, όπως προειδοποιούσε ο υφυπουργός Οικονομίας Γουίλ Κλέιτον το 1949, θα σήμανε την αρχή του τέλους για το “δημοκρατικό σύστημά της ελεύθερης επιχείρησης”7. Αλλά, όπως ο μέλλων υπουργός Εξωτερικών Τζον Φόστερ Ντάλλες εξηγούσε σε μια κεκλεισμένων θυρών σύνοδο της Γερουσίας το 1949, ενώ ήταν επιτακτική η ενσωμάτωση της Γερμανίας στην Δυτική Ευρώπη, οι Δυτικοευρωπαίοι φοβόντουσαν να πραγματοποιήσουν μια ένωση με αυτή τη παντοδύναμη και με υψηλή συγκέντρωση ομάδα ανθρώπων”8. Παρομοίως, μια ισχυρή Ιαπωνία ήταν ταυτοχρόνως ουσιαστική για την οικονομία της Ασίας και αφόρητη για τους γείτονες της8. Το πρόβλημα έγκειται στην εγγενή αντίθεση μεταξύ των καπιταλιστικών οικονομιών και της διεθνούς πολιτικής.
Οι καπιταλιστικές οικονομίες ευημερούν όταν η εργασία, η τεχνολογία και το κεφάλαιο είναι ρευστά, έτσι ώστε να οδηγούνται σε παγκόσμια ενοποίηση και αλληλεξάρτηση. Αλλά ενώ αναμφισβήτητα όλα τα κράτη επωφελούνται από μια ανοιχτή διεθνή οικονομία, μερικά κράτη επωφελούνται περισσότερο από τα άλλα. Όταν η διεθνής πολιτική εξελίσσεται ομαλά και τα κράτη αναγκάζονται να ανταγωνίζονται για την ασφάλεια τους, η μεγαλύτερη έγνοια μιας χώρας είναι η κατανομή της ισχύος, πράγμα που αποθαρρύνει την αλληλεξάρτηση. Στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει ότι η κατανομή της ισχύος θα αποβεί ευνοϊκή για αυτό και εις βάρος των πραγματικών ή δυνητικών του ανταγωνιστών, ένα κράτος θα “εθνικοποιήσει”, δηλαδή θα αναζητήσει πολιτικές αυτάρκειας -εφαρμόζοντας στην πράξη τις καπιταλιστικές αρχές μόνο μεσα στα σύνορά του ή μεταξύ των χωρών ενός εμπορικού συνασπισμού. Αυτή η πρακτική περιορίζει τόσο τους ορούς παραγωγής όσο και τις αγορές, κατακερματίζοντας έτσι τη διεθνή οικονομία.
Αρα, στην τρέχουσα πορεία της διεθνούς πολιτικής, είναι αδύνατη η επίτευξη διεθνούς οικονομικής αλληλεξάρτησης. Όπως σημειώνει και ο οικονομολόγος Ρόμπερτ Γκίλπιν, “αυτό που σήμερα αποκαλούμε διεθνή οικονομική αλληλεξάρτηση στρέφεται τόσο πολύ ενάντια στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας που μόνο εξαιρετικές αλλαγές και καινούργιες περιστάσεις μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανακάλυψή της και στο θρίαμβο της πάνω σε άλλα μέσα οικονομικής συναλλαγής”10. Στην πραγματικότητα, όπως τονίζουν οι ιστορικοί Ιμάνουελ Βαλερστάιν και “Γόμας ΜακΚόρμικ, ο διεθνής καπιταλισμός έχει απολαύσει μόνο δύο χρυσές εποχές: τις περιόδους που ακολούθησαν τους Ναπολεόντειους πολέμους και τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους Το κλειδί για τις δύο αυτές σύντομες περιόδους ειρήνης και ευημερίας ήταν το ίδιο: η ικανότητα και η βούληση ενός μοναδικού κράτους να παίξει το ρόλο της ηγεμονικής δύναμης. Ο μόνος τρόπος να υπερκεραστούν οι εγγενείς κίνδυνοι του διεθνούς καπιταλισμού είναι μια κυρίαρχη δύναμη να αναλάβει τα προβλήματα ασφάλειας των άλλων χωρών για λογαριασμό τους, έτσι ώστε να μην είναι αναγκασμένα να αναζητούν πολιτικές αυτάρκειας ή να διαμορφώνουν εμπορικούς συνασπισμούς στη προσπάθειά τους να καλυτερεύσουν τις σχετικές τους θέσεις. Αυτή η αναίρεση της διεθνούς πολιτικής μέσω της ηγεμονίας είναι ο βασικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1945” η αληθινή ιστορία αυτής της πολιτικής δεν είναι το πάγωμα της σοβιετικής “απειλής” αλλά μάλλον η προσπάθεια επιβολής μια συγκεκριμένης οικονομικής οπτικής σε ένα δύστροπο κόσμο.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι πολιτικοί προγραμματιστές της Ουάσινγκτον αναγνώρισαν ότι μόνο οι Η-ΠΑ μπορούσαν εξασφαλίσουν τους όρους για τη λειτουργία μιας ανοικτής παγκόσμιας οικονομίας -εξασφαλίζοντας την αναγέννηση της Γερμανίας και της Ιαπωνίας ως μηχανών της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης και, ταυτόχρονα καταπραΰνοντας τους φόβους της Δυτικής Ευρώπης και της Ασίας για τη γερμανική και την ιαπωνική οικονομική, στρατιωτική και πολιτική ισχύ. Ετσι, η Ουάσινγκτον αφοσιώθηκε στην οικοδόμηση μιας διεθνούς πολιτικής τάξης βασισμένης πάνω στην αμερικάνικη “υπεροχή ισχύος”. Παρέχοντας ασφάλεια στην Γερμανία και την Ιαπωνία και εμπλέκοντας την στρατιωτική και εξωτερική πολιτική τους σε συμμαχίες όπου κυριαρχούσαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες, κατόρθωσαν να περιορίσουν τους πρώην εχθρούς τους, αποτρέποντας τους “συνεταίρους” τους από το να επιχειρήσουν μια ανεξάρτητη πολιτική. Αυτό σταθεροποίησε τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας, επειδή, ελέγχοντας τη Γερμανία και την Ιαπωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες “εξασφάλισαν” στους γείτονές τους ότι, παρόλο που αυτοί οι σύμμαχοι ήταν πιο ισχυροί, θα παρέμεναν ειρηνικοί. To NATO και η Συμμαχία ΗΠΑ-Ιαπωνίας, με το να απαγορεύσουν τις πολιτικές ισχύος και τους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς, προστάτευσαν τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης από τους εαυτούς τους2.
Απελευθερωμένοι από τους φόβους και τους ανταγωνισμούς που τους είχαν κρατήσει για αιώνες σε ένα καθεστώς καχυποψίας, οι δυτικοευρωπαίοι (και οι ανατολικοασιάτες) μπόρεσαν να συνεργαστούν πολιτικά και οικονομικά. Όπως διατεινόταν το 1967 ο υπουργός Εξωτερικών των Η-ΠΑ Ντην Ρασκ: “Η παρουσία των δυνάμεων μας στην Ευρώπη υπό το NATO έχει συνεισφέρει επίσης στην ανάπτυξη της ενδοευρωπάίκής συνεργασίας…. Αλλά χωρίς την εμφανή εξασφάλιση μιας αξιοσημείωτης αμερικάνικης στρατιωτικής παρουσίας, οι παλιές τριβές μπορούν να αναβιώσουν και η Ευρώπη να αποσταθεροποιηθεί για μια ακόμη φορά”13. Από αυτή την άποψη η αποκατάσταση της Ευρώπης στο προπολεμικό της status δημιουργούσε τον κίνδυνο καταστροφής των μεγαλεπήβολων αμερικάνικων σχεδιασμών. Αυτό που ο Κέναν έβλεπε ως επιστροφή στην κανονική ισορροπία ισχύος στην Ευρώπη, για τους περισσότερους αμερικάνους πολιτικούς φαινόταν να είναι μια επιστροφή στον διεθνή πολιτικό και οικονομικό κατακερματισμό της δεκαετίας του ’30. Στο κάτω-κάτω, ήταν μια ανεξάρτητη Δυτική Ευρώπη που είχε εκθρονίσει την Pax Britannica και την αγαθοποιό παγκόσμια οικονομική της τάξη. Αναγνωρίζοντας ότι η Ευρώπη και η ανατολική Ασία δεν μπορούσαν να αφεθούν να κάνουν ότι τους καπνίσει στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο, η Ουάσινγκτον δεν επιδίωξε την εφαρμογή των προτάσεων του Κέναν περί ισορροπίας και ποικιλότητας, αλλά την ηγεμονία. Η υπεροχή των ΗΠΑ εξασφάλιζε ένα ήρεμο παγκόσμιο περιβάλλον στο οποίο ένα ανοικτό οικονομικό σύστημα μπορεί να λειτουργεί.
Έτσι, η εξωτερική πολιτική της Αμερικής είναι “ιμπεριαλιστική” με την μη-υποτιμητική έννοια της επέκτασης της επιρροής μιας μεγάλης δύναμης για οικονομικούς λόγους. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Λένιν είχε δίκιο. Ο ιμπεριαλισμός είναι (ή επιτρέπει) “το υψηλότερο στάδιο του καπιταλισμού” -μια ανοικτή οικονομία μεταξύ των εκβιομηχανισμένων εθνών.
Ο βασικός στόχος πίσω από την αμερικανική πολιτική του “Ψυχρού Πολέμου” είχε λίγο να κάνει με τον περιορισμό της Σοβιετικής Ένωσης, αν και η σοβιετική απειλή χρησιμοποιήθηκε για τη δικαιολόγηση αυτής της πολιτικής σε ένα εθνικιστικό κοινό και στο Κογκρέσο (μισ στρατηγική που περιγράφεται από το γερουσιαστή Αρθουρ Βόντεμπεργκ ως “τρομοκρατώντας όσο γίνεται περισσότερο τον αμερικάνικο λαό” για να εξασφαλιστεί ενας διεθνιστικός προσανατολισμός)’4. Το ότι το Κρεμλίνο ήταν άσχετο με τον μεταπολεμικό αμερικάνικο σχεδιασμό αναφέρεται στο NSC-68, το προσχέδιο του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας του 1950 για την ψυχροπολεμική στρατηγική της Αμερικής, το οποίο όρισε την πολιτική ασφάλειας που προωθούσε ως “ένα σχεδιασμό για την ενίσχυση ενός παγκοσμίου περιβάλλοντος στο οποίο , το αμερικάνικο σύστημα μπορεί να επιζήσει και να ανθίσει’;. Αυτή η “πολιτική που στοχεύει στην ανάπτυξη μια υγιούς διεθνούς κοινότητας”, μας διαβεβαιώνουν οι συγγραφείς του NSC-68, ήταν “μια πολιτική την οποία πιθανόν θα επιδιώκαμε ακόμα και αν δεν υπήρχε η σοβιετική απειλή”.15 Στην πραγματικότητα, οι αμερικάνικες συμμαχίες του “Ψυχρού Πολέμου”, οργανωμένες υποτίθεται για τον περιορισμό της ΕΣΣΔ, διαμορφώθηκαν σε μια εποχή που οι δημόσιοι λειτουργοί των ΗΠΑ “δεν περίμεναν και δεν ανησυχούσαν για την σοβιετική επιθετικότητα”, όπως συμπεραίνει ο Μέλβιν Λέφλερ, συγγραφέας της πιο συνεκτικής μελέτης για τις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου.10
Επιπλέον, οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ αναγνώριζαν ότι η στρατηγική του Ψυχρού Πολέμου, στην πραγματικότητα, ενέτεινε τις εντάσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας. Επιχειρηματολογώντας εναντίον της πρότασης του Κέναν για την ουδετεροποίηση της Γερμανίας και την συνεπακόλουθη απεμπλοκή των υπερδυνάμεων από την Ευρώπη, η CIA επέμενε ότι “το πραγματικό ζήτημα δεν είναι η διευθέτηση του γερμανικού ζητήματος [δηλαδή, να μετριαστούν οι εντάσεις με τους Σοβιετικούς] αλλά ο μακροπρόθεσμος έλεγχος της γερμανικής ισχύος”.1 Το 1957, ο Κέναν άρχισε να ανησυχεί γιατί οι ιδέες του περί απόσυρσης των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ από την Ευρώπη “εμφανίζονταν τόσο επικίνδυνες και αιρετικές” στην επίσημη Ουάσινγκτον, ώστε αναγκάστηκε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι αμερικάνοι δημόσιοι λειτουργοί “δεν θα εξέταζαν την απόσυρση ούτε ενός λόχου από τη Δυτική Γερμανία ακόμα και αν οι Ρώσοι είχαν την θέληση να εκκενώσουν ολόκληρη την Ανατολική Γερμανία και την Πολωνία ως ένα είδος αποζημίωσης”.16 Ενώ ο Κέναν επί μακρόν πίστευε ότι η ευρωπαϊκή πολιτική της Αμερικής είχε ως κίνητρο μια κακώς εννοούμενη ιδεολογική αντίδραση στους Σοβιετικούς, τώρα, έφτασε να συνειδητοποιήσει ότι η υπεροχή των ΗΠΑ στην Ευρώπη υπηρετούσε φιλοδοξίες που ήταν άσχετες με την Σοβιετική Ένωση.
Η αμερικανική ηγεμονία και η παγκόσμια οικονομία
Η πεποίθηση ότι η ευημερία της Αμερικής εξαρτάται από την διεθνή οικονομική αλληλεξάρτηση και ότι προϋπόθεση για την οικονομική αλληλεξάρτηση είναι η γεωπολιτική σταθερότητα και η εξασφάλιση που στηρίζεται στις δεσμεύσεις της αμερικανικής ασφάλειας, συνεχίζει να αποτελεί την κινητήρια δύναμη της εθνικής στρατηγικής ασφάλειας της Αμερικής. Η αντίληψη του υπουργού Εξωτερικών του 1945, Τζέιμς Μπάιρνς, για τα κίνητρα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, “οι διεθνείς και οι εγχώριες πολιτικές επιλογές μας είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένες· οι εξωτερικές μας σχέσεις μοιραία επηρεάζουν την απασχόληση μέσα στις ΗΠΑ”19, παραμένει η φόρμουλα που ακολουθεί σήμερα η Ουάσινγκτον. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με αυτή τη λογική, όσο πιο αδύνατη γίνεται η αμερικανική οικονομία, τόσο πιο ενεργητικά θα πρέπει η Αμερική να επιδιώκει την διεθνή σταθερότητα. Όπως εξήγησε και ο γερουσιαστής Ρίτσαρντ Λούγκαρ (Ρεπουμπλικάνος-Ιντιάνα) τον Αύγουστο του 1993, όταν καλούσε την αμερικανική ηγεσία να αναζωογονήσει το NATO:
Το εμπόριο μέσα στα σύνορά μας είναι ανεπαρκές για να μας επιτρέψει να ξεπεράσουμε τις οικονομικές μας δυσκολίες· η διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης απαιτεί την ικανότητα να εξάγουμε δυναμικά στο εξωτερικό. Η πλήρης συμμετοχή στη διεθνή αγορά απαιτεί ένα βαθμό σταθερότητας και ασφάλειας στο διεθνές περιβάλλον που μόνο η αμερικανική ισχύς και ηγεσία μπορούν να παρέχουν;
Οι προφανείς διασυνδέσεις μεταξύ των απαιτήσεων της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας, της οικονομικής ευημερίας της Αμερικής και των αμυντικών της δεσμεύσεων έχουν επαναληφθεί πάρα πολλές φορές. 0 Άντονι Λέικ, σύμβουλος για την εθνική ασφάλεια του προέδρου “Κλίντον, συγκέρασε τις υποτιθέμενες επιταγές της ευημερίας με αυτές τις εθνικής ασφάλειας το Σεπτέμβριο του 1993 λέγοντας ότι “η επέκταση της βασισμένης στην αγορά οικονομίας προς το εξωτερικό βοηθά την άνοδο των εξαγωγών και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην Αμερική”. Ο Λέικ, διακήρυξε ότι η νέα “αποστολή ασφάλειας” της Αμερικής είναι η “διεύρυνση της παγκόσμιας κοινότητας των δημοκρατιών της ελεύθερης αγορας .
Το, σήμερα κακόφημο, απόρρητο προσχέδιο του Πενταγώνου με τις “μεταψυχροπολεμικές” Οδηγίες Αμυντικού Σχεδιασμού (DPG) το οποίο, όταν διέρρευσε το Μάρτιο του 1992, έδωσε μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία στο κοινό να δει τον τρόπο σκέψης που καθοδηγεί την αμυντική στρατηγική της Αμερικής, επαναλαμβάνει απλώς, με κάπως λιγότερο διπλωματική γλώσσα, την λογική που βρίσκεται πίσω από την αμερικανική “ψυχροπολεμική” στρατηγική της διασφάλισης. Υποστηρίζοντας ότι η αμερικανική υπεροχή ως ένα κάλυμμα ασφαλείας είναι απαραίτητη για τη σταθερότητα της Ευρώπης και της ανατολικής Ασίας, το DPG δήλωνε ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει συνεπώς “να αποθαρρύνουν τα ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη από του να αμφισβητήσουν την ηγεσία μας ή ακόμα και το να τρέφουν φιλοδοξίες για έναν ευρύτερο παγκόσμιο ή περιφερειακό ρόλο”. Για την επίτευξη αυτού του στόχου η Αμερική δεν θα πρέπει να κάνει κάτι λιγότερο από το να “διατηρήσει την κύρια ευθύνη για την αντιμετώπιση… αυτών των σφαλμάτων που απειλούν όχι μόνον τα συμφέροντα μας, τους συμμάχους ή τους φίλους μας αλλά και εκείνους οι οποίοι θα μπορούσαν στα σοβαρά να αποσταθεροποιήσουν τις διεθνείς σχέσεις”.23 Οι Ηνωμένες Πολιτείες με άλλα λόγια θα πρέπει να παρέχουν αυτό που ένας από τους συγγραφείς του DPG ονόμασε “ώριμη επιτήρηση”.2′ Θα πρέπει να προστατεύσουν τα συμφέροντα όλων των δυνητικά μεγάλων δυνάμεων για λογαριασμό τους έτσι ώστε να μην χρειάζεται αυτές να αποκτήσουν την δυνατότητα να προστατεύουν τους εαυτούς τους, με άλλα λόγια, έτσι ώστε να μην δρουν ως μεγάλες δυνάμεις. Η ίδια η ύπαρξη πραγματικά ανεξάρτητων φορέων δεν θα ήταν ανεκτή από τις ΗΠΑ γιατί θα διατάρασσε την αμερικανική ηγεμονία, το κλειδί για έναν σταθερό κόσμο.
Το προσχέδιο PDG για την “μεταψυχροπολεμική” στρατηγική ισχύος, αντανακλά λοιπόν αυτό που ο Λέφλερ ορίζει ως επιταγή της αμερικανικής πολιτικής ασφάλειας του Ψυχρού Πολέμου: “ούτε μια ενοποιημένη Ευρώπη ούτε μια ενωμένη Γερμανία ούτε μια ανεξάρτητη Ιαπωνία επιτρέπεται να αναδυθούν ως μία τρίτη δύναμη”. Οι “σύμμαχοι” της Αμερικής, φυσικά, θορυβήθηκαν από την μη πολιτική γλώσσα του προσχεδίου, έτσι το Πεντάγωνο εξέδωσε μια αποστειρωμένη, μη απόρρητη εκδοχή τον Ιανουάριο του 1993. Ενώ η αναθεωρημένη DPG μπορεί να ήταν λιγότερο προσβλητική, το υπονοούμενο μήνυμά της είναι το ίδιο και η βασισμένη στην οικονομία επιχειρηματολογία ακόμα πιο επίμονη. Οι ψυχροπολεμικές συμμαχίες της Αμερικής, μας βεβαιώνει, εξασφαλίζουν “μια ευημερούσα, σε μεγάλο βαθμό δημοκρατική και προσανατολισμένη προς την αγορά ζώνη ειρήνης και ευημερίας που περιλαμβάνει περισσότερο από τα 2/3 της παγκόσμιας οικονομίας”. Έτσι, η διατήρηση αυτών των συμμαχιών γίνεται η “ζωτικότερη” προτεραιότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.26 Το 1993, ο πρόεδρος Κλίντον δήλωνε (απηχώντας το επιχείρημα του Μπάιρνς 48 χρόνια νωρίτερα) ότι η “παγκόσμια οικονομία έχει μεταβάλει τις σχέσεις μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής μας πολιτικής και, θα τονίσω, ότι τις έχει κάνει αξεχώρι-στες”.27 Εάν αυτή η λογική γίνει αποδεκτή φαίνεται να επιβάλλεται αμείλικτα η στρατηγική ασφαλείας της Αμερικής. Η οικονομική αλληλεξάρτηση προφανώς υπαγορεύει δεσμεύσεις ασφάλειας.28
Στο βαθμό που η διεθνής πολιτική παραμένει ό,τι ήταν πάντα, η Ευρώπη και η ανατολική Ασία θα είναι δυνητικά ασταθείς. Και οσο η ευημερία της Αμερικής βασίζετε πάνω στη σταθερότητα αυτών των περιοχών, οι ΗΠΑ θα πρέπει να τις ειρηνεύουν χρησιμοποιώντας το κυριοτε-ρο, και δαπανηρό, στοιχείο της παρούσας στρατηγικής ασφαλείας η στρατιωτική ισχύ που εξασφαλίζει η προεξάρχουσα θέση της Αμερικής στις ψυχροπολεμικές της συμμαχίες Αυτό οδηγεί σε ένα ζοφερό συμπέρασμα. Οι παγκόσμιες δεσμεύσεις ασφάλειας για την Αμερική αποτελουν στην πραγματικότητα ένα μόνιμο φορτίο. Ισοδυναμούν με το να πιάσεις τον λύκο από τα αυτιά: πως θα μπορούσε η Αμερική να τις αφήσει; Το 1992. υποστηρίζοντας την διατήρηση της αμερικανικής στρατηγικής της διασφάλισης στην Ασία και την Ευρώπη, ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος του Πενταγώνου ρωτούσε: “εάν αποτραβηχτούμε ποιος ξέρει τι νευρικότητες θα προκύψουν;”29 Το πρόβλημα φυσικά είναι ότι οι ΗΠΑ δεν μπορουν ποτέ να ξέρουν και, συνεπώς, σύμφωνα με την προϋπόθεση που υποβαστάζει την πολιτική ασφάλειάς της θα πρέπει πάντοτε να παραμένουν εκεί.
Μετάφραση Κώστας Γεωρμας