Αρχική » Η απομάγευση του κόσμου

Η απομάγευση του κόσμου

από Άρδην - Ρήξη

του Μarcel Gauchet, από το Άρδην τ. 16, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1998

Αυτό το βιβλίο σκιαγραφεί ένα πρόγραμμα. Δεν ισχύ ρίζεται ότι εξαντλεί την “πολιτική ιστορία της θρησκείας*’ την οποία έχει σα στόχο. Σκοπός του είναι να θέσει τις βάσεις του εγχειρήματος, να ορίσει το πλαίσιο και την προοπτική του.

Γράφηκε με βάση μια διπλή θέση κι αυτή επέβαλε την οικονομία του κειμένου. Δηλαδή, πίσω από τις Εκκλησίες που διαιωνίζονται και την πίστη που παραμένει, η ζωντανή διαδρομή που το θεϊκό στοιχείο διέτρεξε μες στους κόλπους του κόσμου μας έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Και ότι η ριζοσπαστική πρωτοτυπία της σύγχρονης Δύσης κυριολεκτικά συνίσταται στην επανενσω-μάτωση του ιερού στοιχείου που ανέκαθεν διαμόρφωνε από τα έξω τους ανθρώπους στην καρδιά των δεσμών και της δραστη-ριότητάς τους. Εάν το τέλος της θρησκείας αποτελεί μια πραγματικότητα, αυτή δεν θα κριθεί με βάση την εξαφάνιση της πίστης, αλλά από την ανασύνθεση του 11 ανθρώπινου-κοινωνικού σύμπαντος όχι απλώς έξω από τη θρησκεία, αλλά σε αντίθεση με την αρχέγονη θρησκευτική της λογική. Αυτήν λοιπόν τη διαδικασία της αποσύνθεσης και ανατροπής της αρχέγονης οργανωτικής επιρροής της θρησκείας επιλέξαμε ως κατ’ εξοχήν αντικείμενο της μελέτης.

Μ’ άλλα λόγια, ο παλιός ρόλος της θεϊκής τάξης φωτίζεται, από την ίδια τη σημερινή έκλειψή του, υπό το πρίσμα τόσο της εγκατάλειψης που μας απομακρύνει από αυτήν όσο και της μεταμόρφωσης που μας συνδέει μαζί της. Η κατανόηση της θρησκείας, από τις απαρχές της και στις σημαντικότερες αλλαγές της, είναι αξεδιάλυτα δεμένη με την προσπάθεια να κατανοήσουμε τον κολοσσιαίο μετασχηματισμό απ’ τον οποίο προκύψαμε και που πραγματοποιήθηκε μέσα από την απομάγευση του κόσμου. Η έκφραση αυτή σύμφωνα με τον Βέμπερ, παίρνει μια αυστηρά συγκεκριμένη σημασία – “την εξάλειψη της μαγείας ως τεχνικής σωτηρίας”. Βλέποντάς την από μια πολύ ευρύτερη οπτική – ως εξάντληση του βασιλείου του αοράτου-πιστεύουμε ότι δεν την διαστρεβλώνουμε. Διότι -όπως θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε- η εξάλειψη των μάγων, η εξαφάνιση του πλήθους των μαγικών επιδράσεων και των σκιών του επέκεινα, αποτελούν την επιφάνεια μιας επανάστασης πολύ πιο βαθιάς στις σχέσεις ουρανού και γης, επανάσταση που αποφασιστικά ανασυγκροτεί την επίγεια διαμονή των ανθρώπων χωρίς θεϊκές εξαρτήσεις. Και εδώ, στα πλαίσια αυτής της εξέλιξης, η σχέση ανάμεσα σε προτεσταντισμό και καπιταλισμό αποκτά όλη τη σημασία του. Όχι πλέον με όρους επιρροής του πνευματικού στοιχείου πάνω στο εγκόσμιο, αλλά σύμφωνα με κανόνες που αφορούν τους μετασχηματισμούς στη σχέση με το επέκεινα, και την επένδυσή του στο ενθάδε, για το οποίο ο ασκητισμός των επιχειρηματιών αποτελεί μάλλον μια παραδειγματική έκφραση και όχι την αποκλειστική μορφή. Για να το δούμε ευρύτερα, πέρα από την α-• ποκλειστική αναφορά στον καπιταλισμό, η μεθοδολογία πού ακολουθείται στο βιβλίο μας υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε τη χριστιανική ιδιαιτερότητα σαν γενετικό και κινητήριο παράγοντα στη δημιουργία όσων αλληλουχιών προσδιορίζουν κατά τρόπο ουσιώδη την ιδιαιτερότητα του σύμπαντος μας, είτε πρόκειται για τις σχέσεις με τη φύση, τις μορφές της σκέψης, τον τρόπο συνύπαρξης των ανθρώπων ή την πολιτική οργάνωση. Εάν κατάφερε να προκύψει μια ανθρώπινη τάξη τόσο διαφορετική απ’ τις προηγούμενες, διαφορετική εξαιτίας της ανατροπής σε όλα τα πεδία της αρχέγονης ετερονομίας, η πρώτη ρίζα της φύτρωσε χάρη στην εξαιρετικά ισχυρή δυναμική που εμπεριείχε το χριστιανικό πνεύμα. Η δυναμική αυτή εξασφάλισε ένα συνεκτικό επίκεντρο που επέτρεψε να επικυρωθεί η ουσιώδης συνάφεια, στη μεγάλη διάρκεια, φαινομένων που, από πρώτη άποψη, συνδέονται τόσο λίγο μεταξύ τους όπως η πρόοδος της τεχνικής και η εξέλιξη της δημοκρατίας. Έτσι ο χριστιανισμός θα αποτελέσει τη θρησκεία της εξόδου από την θρησκεία.

Ας προσθέσουμε αμέσως ότι για τον ίδιο λόγο, ο χριστιανισμός παραμένει η πιθανή θρησκεία μιας μεταθρησκευτικής κοινωνίας, μια και παραμένει συνδεδεμένη με ισχυρότατη συνενοχή, ακριβώς με εκείνες τις μορφές του πνεύματος του αιώνα τις οποίες πολέμησε πιο πολύ. Αύριο μπορεί ίσως η θρησκεία να ξαναβρεί τη συνέχεια αυτού του πνεύματος, εκεί όπου, όπως στην Ευρώπη και ειδικά στη γη των καθολικών, αντίθετα απ’ την Αμερική, στράφηκε ενάντια στο ίδιο το σύμπαν το οποίο βγήκε από τα σπλάχνα της. Για να είμαστε σαφείς: δεν ανακοινώνουμε για μια ακόμα φορά και για το τίποτα τον φυσικό θάνατο των θεών και την εξαφάνιση των πιστών τους. Προβάλλουμε το γεγονός ότι η Πολιτεία ζει ήδη χωρίς τους θεούς, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών που μέχρι σήμερα πιστεύουν! Οι θεοί επιβιώνουν! Μα η δύναμή τους πεθαίνει. Ακόμα κι αν ευδοκιμούσαν, δεν θα έπαυε να είναι γεγονός το ότι η αληθινή τους δύναμη έκανε αμετάκλητα φτερά. Ό,τι χάθηκε, που το κατάπιαν οι ίδιοι οι μηχανισμοί του πολιτισμού, είναι η “λειτουργία” της οποίας οι ανάγκες προσδιόρισαν από νωρίς το περιεχόμενο των θρησκειών, τη μορφή, την εξέλιξή τους. Από αυτή την εξέλιξη απομένει ένα υπόλοιπο, μάλλον μη εξαλείψιμο και εύκολα κατανοητό, στην προσωπική σφαίρα, όπου ενισχύεται από την κληρονομιά και μια γόνιμη παράδοση. Δεν σκοπεύουμε καθόλου να αρνηθούμε το υποκειμενικό δέσιμο με το πνεύμα της θρησκείας και θα το επισημάνουμε στη συνέχεια. Αραγε μήπως εξ αιτίας αυτού του υπολοίπου θα μπορούσε κάποιος να μας αρνηθεί το δικαίωμα να μιλάμε για το τέλος ενός φαινομένου που συνεχίζει να συναντά αποδοχή; Αλήθεια όμως, δεν βρίσκουμε άλλο τρόπο να περιγράψουμε την αποσύνδεση της θρησκείας σήμερα από αυτό που αποτέλεσε τον πρωταρχικό λόγο ύπαρξής της και αρχή ζωής, κίνησης και επέμβασής της για χιλιετίες. Σήμερα αυτό που επιβιώνει από τη χριστιανική πίστη δεν έχει πια τίποτε το κοινό με την κατάσταση που καθόρισε τη γέννησή της, από τις συνθήκες που της πρόσφεραν το γόνιμο έδαφος για να επικρατήσει και να διαδοθεί, το λειτουργικό της ρόλο με βάση τον οποίο εκδηλώθηκαν όλες οι μεγάλες καμπές και ανατροπές που υπέστη. Αυτό δεν σημαίνει, για μια ακόμα φορά, πως πρέπει βάσιμα να θεωρήσουμε ότι δεν θα κατορθώσει να επιβιώσει. Αντίθετα, σημαίνει ότι δεν μπορούμε πια να κατανοήσουμε το θρησκευτικό φαινόμενο παρά μόνο αν συνειδητοποιήσουμε την αγεφύρωτη ρήξη ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Αν υποθέσουμε πως ένα θαύμα ελευθερώνει τον Πολωνικό λαό από τη σοβιετική καταπίεση, μπορούμε να φανταστούμε τον Καθολικισμό σε ένα ελεύθερο καθεστώς, πόσο κυρίαρχη πνευματική αποστολή θα είχε ως θεματοφύλακας της εθνικής ταυτότητας -ώστε αντιλαμβανόμαστε τις ελπίδες που τρέφει η Δύση για τέτοια αποθέματα πάθους και ποιο μοντέλο συμφιλίωσης ανάμεσα σε πίστη και δημοκρατία θα μπορούσαν να μας προσφέρουν. Όμως δεν θα έπαυε η Πολωνία να αποτελεί μια άθεη κοινωνία που θα συγκροτείται και θα κυβερνάται από μια πλειοψηφία πιστών Η άρνηση του διαχωρισμού αναμεσα σε αυτά τα δύο επίπεδα αποτελεί πηγή σοβαρότατων συγχύσεων που υποθηκεύουν την ερμηνεία ίου φαινομένου. Και προκύπτουν οι συγχύσεις επειδή, κατά τη γνώμη μας, στο παρελθόν της θρησκείας προβάλλουμε αυτό που έχει γίνει πλέον για μας, άλλοτε υπό το-κράτος μιας υπερβολικής ψυχολογικοποίησης και άλλοτε ενός αφελούς κοινωνιολογισμού. Ετσι εύκολα μερικοί βλέπουν ότι πρόκειται για ένα “συναίσθημα”. Άλλοι πάλι βλέπουν μια υπαρξιακή απάντηση στον αμετάκλητο ορίζοντα του θανάτου. Ή, από την άλλη πλευρά, σπεύδουν να μεταβάλλουν το θρησκευτικό στοιχείο σε παράγοντα επίδρασης στην κοινωνική ζωή, ένα στοιχείο που να “νομιμοποιεί” εκ των υστέρων μία τάξη που έχει συγκροτηθεί ανεξάρτητα από αυτή -όπως άλλωστε ήδη το βλέπουμε σε μας, θρησκευτικά δόγματα και πιστεύω βαραίνουν και λειτουργούν στο εσωτερικό ενός πλαισίου το οποίο συγκροτούν άλλοι καταναγκασμοί. Όπως συμβαίνει για μας όπου παρά την υποχώρηση της συλλογικής ένταξης παραμένει η προσωπική μας ανάγκη της πίστης. Όλα αυτά τα πράγματα εμπεριέχουν επί μέρους αλήθειες αλλά μας ξεγελούν ολοκληρωτικά αν επιχειρήσουμε μέσω αυτών να εξηγήσουμε το θρησκευτικό γεγονός, ποια η θέση του στην οικονομία των αρχαίων κοινωνιών και τι δρόμους χάραξε στην παγκόσμια ιστορία. Γιατί όλα αυτά μας επιτρέπουν να κρίνομε υπό το πρίσμα στοιχείων τα οποία στην πραγματικότητα αντιστοιχούν στην υποβάθμισή του… Αντιμετωπίζοντας ως θρησκεία τα υπολείμματα που άφησε πίσω της η εξάντληση του βασιλείου της, δεν μας επιτρέπουν να την πάμε πίσω, εκεί που ήταν στην αρχή, τότε που συγκροτούσε από την αρχή έως το τέλος την τάξη του κόσμου και των ανθρώπων.

Για να καταλάβουμε τι υπήρξε η θρησκεία χρειάζεται να αποτιμήσουμε αυστηρά τι δεν είναι πια. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την αλλοτινή σημασία της αν δεν περιγράψουμε τη σημερινή της υποχώρηση. Αν χαράζουμε τόσο σθεναρά την εξάντληση της περιοχής των θεών, δεν το κάνουμε για να μειώσουμε αναδρομικά τη σημασία τους, αλλά αντίθετα για να τους αποδώσουμε ολόκληρη την έκταση που τους ανήκει μέσα στους πολιτισμούς και τις κοινωνίες που προηγήθηκαν. Στο σημείο αυτό, και θα πρέπει να το τονίσουμε, εξίσου σημαντικά με τα εμπόδια που ορθώνει η πίστη είναι αυτά που αντιπαρατάσσει η σκεπτικιστική προκατάληψη. 0 πιστός προσανατολίζεται λογικά να επιμένει στη θρησκευτική πρακτική που συνεχίζει να τον ενώνει με την παράδοση και παραβλέπει την ιστορικο-κοινωνική εγγραφή της πεποίθησης στην οποία συμμετέχει εν ονόματι της διαχρονικής της ισχύος -παρόλο που και ο ίδιος θα δεχτεί πως η πίστη δεν έχει πια το βάρος που διέθετε. Αλλά ούτε και η απομάκρυνση προσφέρει στον άθεο περισσότερα εφόδια από πρώτη άποψη. Το πιθανότερο είναι πως μάλλον θα τον κάνει να αρνηθεί κάθε οργανωτικό βάθος σε αυτά τα πέπλα των προλήψεων που παρεμβάλλονται ανάμεσα στο ανθρώπινο πνεύμα και τη δική του πραγματικότητα· και οι δύο αυτές συμπεριφορές μαρτυρούν μια αδυναμία, μας πληροφορούν μόνο για τα όρια μιας εξέλιξης της οποίας το θετικό μέρος καθορίζεται σε άλλες περιοχές. Έτσι, από διαμετρικά αντίθετες οπτικές, η αδιαφορία και το πάθος, η συμμετοχή και η αποστασιοποίηση, η κατάκριση και η συγκατάθεση, συναντώνται στην άρνηση του ρόλου της θρησκείας στην ιστορία. Ας μην ψάξουμε λοιπόν αλλού τις αιτίες της σχεδόν ολοκληρωτικής εγκατάλειψης του θέματος μετά τις μεγάλες ανέσπερες προσπάθειες του Ντυρκέμ και του Βέμπερ: πραγματοποιήθηκε χάρη σε αυτή την αξιοσημείωτη συνενοχή αυτών των ανταγωνιστικών υποθέσεων. Έτσι πλέον πρέπει να άρουμε μια διπλή υποθήκη. Δεν φτάνει να τοποθετηθούμε ενάντια στην απολογητική στάση που ορίζεται από τα συμφέροντα της πίστης, η οποία για να διασώσει την διιστορική διάρκεια του homo religiosus σχετικοποιεί στο έπακρο τις σχέσεις και την εξάρτησή της από τη συγκυρία. Πρέπει να απαλλαγούμε και από την ψευδαίσθηση στην οποία μας οδηγεί ο αθεϊσμός, ο οποίος μας σπρώχνει να σκεφτούμε ότι η αληθινή συλλογική δυναμική διαδραματίζεται πέρα και πίσω από τις φαντασμαγορικές ανταύγειές της, που πιθανώς μας λένε τόσα και τόσα για τη βαθειά ψυχολογία του ανθρώπινου είδους ή για την πρωτόγονη λειτουργία της σκέψης, πλην όμως ελάχιστα για τη φύση των κοινωνικών δεσμών και τον πραγματικό κινητήρα της ιστορίας. Το τείχος που ορθώνει αυτό το αξίωμα της ανυπαρξίας είναι εξίσου αδιαφανές με το προηγούμενο. Μπορεί μάλιστα να μας κρύβει ακόμα περισσότερο το τι είναι μια κοινωνία που δομείται από τη θρησκεία και το τι είναι η θρησκεία από την άποψη της εφαρμογής της στην πράξη. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο σκοπέλους θελήσαμε να χαράξουμε την πορεία μας. Εάν το κείμενο γράφηκε έξω από αυτό για το οποίο μιλάει και με την απόλυτη πεποίθηση ότι υπάρχει ένα “μετέπειτα” ως προς την εποχή της θρησκείας, σκοπεύει εξίσου να αποδεσμευτεί από την παχυλή αφέλεια της λαϊκής παράδοσης και από την μεθοδολογική βούληση να συνδεθεί και πάλι, “δια της οδού της συμπαθείας”, με το αρχέγονο μυστικό της θρησκευτικής συμπεριφοράς. Φυσικά και δεν δέσποσε τυχαία σ’ ολόκληρη την Ιστορία ούτε αποτέλεσε χάριν αφελείας τη σπουδαιότερη ενασχόληση των προγόνων μας. Εκφράζει μια βασική επιλογή που όσο κι αν απομακρυνθούμε απ’ αυτήν, στα ενδότερά μας ξαναβρίσκουμε την ηχώ της και ψαύουμε τα ίχνη της στο χώρο των ίδιων των κανόνων που μας οδήγησαν στον αποχωρισμό. Εντέλει, δεν ξεφύγαμε απ’ αυτή παρά μόνο αφού δημιουργήσαμε υποκατάστατά της σε όλα τα επίπεδα.

Μετάφραση,

Μαρία Βεϊνόγλου

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ