του Β. Μπιρλιράκη, από το Άρδην τ. 63, Φεβρουάριος – Μάρτιος 2007
Ο πρώτος συνεταιρισμός στο Μοντραγκόν ιδρύθηκε το 1956, στα καταπράσινα και πανέμορφα βουνά της Χώρας των Βάσκων, στα βόρεια της Ιβηρικής χερσονήσου. Πενήντα χρόνια, μετά ο τόπος αυτός αποτελεί παγκόσμιο σημείο αναφοράς για όσους ασχολούνται με τα συνεταιριστικά εγχειρήματα και την κοινωνική οικονομία ευρύτερα, αφού έχει δημιουργήσει το μεγαλύτερο και πιο επιτυχημένο δίκτυο συνεταιρισμών παγκοσμίως, τη Mondragon Corporacion Cooperativa, δηλαδή τη Συνεταιριστική Επιχείρηση του Μοντραγκόν.
Από τη μικρή αυτή κοινότητα, τη στερημένη από φυσικούς πόρους και από τη βοήθεια της δημόσιας διοίκησης, αλλά και την εφοδιασμένη με την συνεκτικότητα και τον κοινοτισμό της βασκικής παράδοσης, ξεκίνησε να γράφεται αυτό που οι ίδιοι οι βάσκοι του Μοντραγκόν αποκαλούν «Η ιστορία μιας εμπειρίας».
Το ξετύλιγμα της ιστορίας
Το τέλος του εμφυλίου πολέμου στην Ισπανία (1936-1939) βρίσκει την κοινωνία του Μοντραγκόν σε δεινή θέση, καθώς κυριαρχούν η φτώχεια και ο διχασμός. Το 1941 φθάνει σε αυτή τη μικρή κοινότητα, που αριθμεί μόλις οκτώ χιλιάδες κατοίκους, ο Jose Maria Arizmendiarrieta. Ένας ιερέας μόλις 26 χρόνων, καταγόμενος από ένα μικρό χωριό της Bizkaia1.
Ο Jose Maria Arizmendiarrieta αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της δράσης του στους νέους και σε δραστηριότητες που μπορούν να ενώσουν τον πληθυσμό, όπως οι αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Την ίδια εποχή ξεκινά μια ανεπιτυχή προσπάθεια να πείσει τους τοπικούς επιχειρηματίες να επιτρέψουν τη συμμετοχή των εργατών στο κεφάλαιο και στη διεύθυνση των επιχειρήσεων. Η άρνηση που συνάντησε τον έκανε να συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα για τη δημιουργία επιχειρήσεων βασισμένων σε μια διαφορετική σχέση κεφαλαίου-εργασίας.
Το 1943 λοιπόν, ιδρύει την «Επαγγελματική Σχολή» θέλοντας να εξασφαλίσει για τους νέους της περιοχής του τα βασικά εφόδια για την είσοδο τους στον εργασιακό χώρο. Τους πιο ταλαντούχους τους πείθει να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε πανεπιστημιακό επίπεδο και μάλιστα σε επιστημονικούς τομείς σχετικούς με τη βιομηχανία. Το 1956, πέντε εκ των μαθητών του Jose Maria Arizmendiarrieta εξαγοράζουν μια επιχείρηση που έδρευε στη Βιτόρια2 και κατασκεύαζε φούρνους και θερμάστρες πετρελαίου. Μεταφέρουν την έδρα της στο Μοντραγκόν και ιδρύουν την πρώτη συνεταιριστική επιχείρηση, την ULGOR, σήμερα FAGOR Electrodomesticos.
Η διαίσθηση και το θάρρος των πέντε αυτών πρωτοπόρων συνάντησε μια αγορά κλειστή στο εξωτερικό εμπόριο, άρα ευνοϊκή, καθώς μπορούσε να απορροφήσει όλη την εσωτερική παραγωγή.
Το 1958, ιδρύεται ο καταναλωτικός συνεταιρισμός «San Jose» αφού γίνεται αντιληπτό ότι, χρησιμοποιώντας τις συνεταιριστικές δομές για τον καθημερινό οικιακό ανεφοδιασμό, θα μπορούσε να επιτευχθεί αύξηση της αγοραστικής ικανότητας των συνεταιρισμένων εργατών.
Ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι συνεταιρισμοί στο διάβα των αιώνων είναι αυτό της χρηματοδότησης και της πρόσβασης στην αγορά κεφαλαίου. Ο Jose Maria Arizmendiarrieta γνώριζε αυτό το, σχεδόν εγγενές, πρόβλημα των συνεταιρισμών καθώς και την λύση του: την αυτοχρηματοδότηση. Έτσι, το 1959, «πείθει» τους συνεταιρισμούς ULGOR, Arrasate και «San Jose» να ιδρύσουν το ταμιευτήριο Caja Laboral εξασφαλίζοντας την καλύτερη διαχείριση των αποταμιεύσεων των εργατών και τη διοχέτευση πόρων για την ανάπτυξη των συνεταιρισμών.
Την ίδια χρονιά προωθεί την ίδρυση της Lagun-Aro προκειμένου να επιλύσει το πρόβλημα που ανέκυψε όταν η κεντρική κυβέρνηση της Ισπανίας αρνήθηκε να εντάξει τους συνεταιρισμένους εργάτες στο γενικό καθεστώς Κοινωνικής Ασφάλισης. Η Lagun-Aro έρχεται να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού στους τομείς υγείας, πρόληψης και ασφάλειας.
Το νέο αυτό συνεταιριστικό κίνημα παρουσιάζει ακόμη τέσσερις σημαντικούς σταθμούς στα τέλη της δεκαετίας του ’60:
• Την ίδρυση της Πολυτεχνικής Σχολής (1962) που έκτοτε υποδέχθηκε μεγάλο αριθμό σπουδαστών σε διάφορες ειδικότητες όπως του μηχανολόγου, του ηλεκτρολόγου, του ηλεκτρονικού, των αυτοματισμών κτλ.
• Την δημιουργία, το 1964, του πρώτου ομίλου συνεταιρισμών με τοπικό χαρακτήρα, του ομίλου Ularco, στη ζώνη του Μοντραγκόν. Ο όμιλος επιτρέπει την ανάπτυξη συνεργιών που θα αυξήσουν θεαματικά τα αποτελέσματα των συνεταιρισμών.
• Την ίδρυση το 1966 του συνεταιρισμού Alecoop (Actividad Laboral Escolar Cooperativa). Η Alecoop αποτέλεσε το μέσο για την παροχή ίσων ευκαιριών, καθώς επέτρεψε σε μαθητές πολύ χαμηλών οικονομικών στρωμάτων να συνεχίσουν τις σπουδές τους συνδυάζοντας τις με εργασία. Οι μαθητές της Alecoop εργάζονται καθημερινά τέσσερις ώρες στο συνεταιρισμό και τέσσερις ώρες παρακολουθούν μαθήματα. Ταυτόχρονα, συμμετέχουν στη διοίκηση του συνεταιρισμού.
• Τέλος, το 1969 συγκροτείται ο συνεταιρισμός Eroski από τη συγχώνευση των μικρών τοπικών καταναλωτικών συνεταιρισμών.
Η δεκαετία του ’70 χαρακτηρίζεται από μια συνεχή και δυναμική ανάπτυξη των συνεταιρισμών που αντικατοπτρίζεται τόσο στην κερδοφορία τους όσο και στην αύξηση του αριθμού των συνεταιριστικών επιχειρήσεων και των θέσεων εργασίας. Δημιουργείται το IKERLAN (1974) ως κέντρο έρευνας με στόχο την συλλογή τεχνολογικής γνώσης και την εφαρμογή της στην βιομηχανία και το OTALORA ως εξειδικευμένο εκπαιδευτικό κέντρο παροχής συνεταιριστικής γνώσης στους διευθυντές των συνεταιριστικών επιχειρήσεων.
Η θετική αυτή πορεία των συνεταιρισμών του Μοντραγκόν διακόπτεται βίαια στο κατώφλι της δεκαετίας του ’80 από την οικονομική ύφεση που γνωρίζει η Ισπανία. Οι συνεταιρισμοί επηρεάζονται από τη συγκυρία αυτή και ένας σημαντικός αριθμός τους εμφανίζει αρνητικά αποτελέσματα, ορισμένες δραστηριότητες σταματούν και για πρώτη φορά εμφανίζεται πλεονάζον προσωπικό. Ευτυχώς, η κρίση δεν επηρεάζει το ίδιο όλους τους συνεταιρισμούς. Σε ευνοϊκότερη θέση βρίσκονται αυτοί που έχουν προωθήσει μια εξαγωγική πολιτική η οποία τους επιτρέπει να απορροφήσουν τους κραδασμούς που δημιουργούνται από την εσωτερική αγορά που βρίσκεται σε βαθιά ύφεση.
Οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις του Μοντραγκόν βγαίνουν από την κρίση δυναμωμένες και σε σαφώς καλύτερη κατάσταση από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, αναδεικνύοντας τις αρετές ενός συστήματος στο οποίο η συμμετοχή του εργαζομένου είναι ουσιαστικό γνώρισμα της φύσης του.
Στο σημείο αυτό έχει αξία να δούμε τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν προκειμένου να ξεπεραστεί η κρίση:
• Κεφαλαιοποίηση των αποτελεσμάτων
Η πολιτική της κεφαλαιοποίησης των αποτελεσμάτων επιτρέπει τη συνεχή ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων, αυξάνοντας τη δυνατότητα αντίστασης σε κρίσιμες καταστάσεις και ισχυροποιώντας τις δυνατότητες ανάπτυξης.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι από την επιχείρηση βγαίνει μόνο το τμήμα εκείνο των αποτελεσμάτων που προορίζεται για το Ταμείο Κοινωνικών Έργων (10%), ενώ το υπόλοιπο είτε αυτό αφορά επιστροφές στους συνεταιρισμένους-εργάτες είτε τη συμμετοχή τους στα κέρδη, μένει στην επιχείρηση και κεφαλαιοποιείται, χωρίς να μπορεί να παρθεί, παρά μόνον σε περίπτωση αποχώρησης ή συνταξιοδότησης.
• Αναδιανομή των αποτελεσμάτων
Η αναδιανομή των αποτελεσμάτων ανάμεσα στους συνεταιρισμούς που ανήκαν στον ίδιο Τοπικό Όμιλο επέτρεψε να ελαφρυνθεί η θέση των συνεταιρισμών εκείνων που επηρεάστηκαν περισσότερο από την κρίση, δια μέσου της μεταφοράς κεφαλαίων από όσους βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση.
• Ημερολογιακή ευελιξία
Είναι ένας μηχανισμός που επιτρέπει την προσαρμογή του εργασιακού ημερολογίου με βάση το πραγματικό φορτίο της δουλειάς κατά τη διάρκεια του έτους. Το πλεόνασμα ή έλλειμμα ωρών εργασίας σε ένα εξάμηνο εξισορροπείται στο επόμενο.
• Επανατοποθετήσεις
Οι συνεταιρισμένοι-εργάτες που πλεονάζουν σε έναν συνεταιρισμό έχουν τη δυνατότητα και υποχρέωση να καταλάβουν μια θέση εργασίας σε άλλο συνεταιρισμό, είτε με προσωρινό χαρακτήρα, εάν η κρίση του συνεταιρισμού καταγωγής είναι παροδική, είτε με οριστικό χαρακτήρα, εάν ο συνεταιρισμός δεν κατορθώσει να ξεπεράσει την κρίση.
• Μισθολογική πολιτική
Η μισθολογική πολιτική είναι άμεσα συνδεδεμένη με την οικονομική κατάσταση του συνεταιρισμού. Την κρίσιμη αυτή εποχή της δεκαετίας του ’80 σε πολλές περιπτώσεις οι συνεταιρισμένοι-εργάτες προχώρησαν σε μείωση των αμοιβών τους3.
• Η παρουσία της Caja Laboral
Είναι η περίοδος στην οποία αναδεικνύεται με τον πιο εμφανή τρόπο η σημασία της δημιουργίας και ύπαρξης ιδρυμάτων, όπως η Caja Laboral και η Lagun-Aro, που αποτελούν το βασικό μοχλό για την επίλυση προβλημάτων αυτού του μεγέθους.
Η παρέμβαση λοιπόν της Caja Laboral ήταν στην περίπτωση αυτή περισσότερο σημαντική από ποτέ. Χορηγεί δάνεια με πολύ χαμηλό έως και μηδενικό τόκο και χαρίζει τμήμα ή και ολόκληρο το χρέος που ο συνεταιρισμός μπορεί να είχε ως προς την τράπεζα. Πάντοτε όμως μέσα στα πλαίσια Σχεδίων Βιωσιμότητας που δικαιολογούσαν και ορθολογικοποιούσαν την προσπάθεια την οποία έπρεπε να καταβάλλουν όλοι οι παράγοντες.
Θα πρέπει εδώ να υπογραμμίσουμε ότι οι προαναφερθείσες πολιτικές, που σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν ιδιαίτερης σκληρότητας, εκκινούνταν μετά από απόφαση των Γενικών Συνελεύσεων, παρουσία όλων των μελών και διαμέσου ψηφοφοριών στις οποίες ισχύει η αρχή «ένας εργαζόμενος – μία ψήφος».
Στις αρχές της δεκαετίες του ’80 και μετά τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε η δημιουργία και επιτυχία του τοπικού ομίλου συνεταιρισμών Ularco έχουμε την επέκταση του φαινομένου με την δημιουργία δέκα ομίλων του ιδίου χαρακτήρα, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι όλοι έχουν την ίδια επιτυχή πορεία.
Ο προβληματισμός σχετικά με την πορεία των συνεταιρισμών του Μοντραγκόν γίνεται μέρα με τη μέρα πιο έντονος και τροφοδοτείται από την επικείμενη την εποχή εκείνη είσοδο της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (σήμερα Ευρωπαϊκή Ένωση) και την επέκταση του διεθνούς εμπορίου.
Εκπονούνται διάφορες μελέτες και πραγματοποιούνται εκτενείς συζητήσεις για την δημιουργία ενός οργανισμού που διατηρώντας την επαφή με τις θεμελιώδεις αξίες και αρχές των συνεταιρισμών θα απαντά με ορθότερο τρόπο στις απαιτήσεις των καιρών. Τελικά το 1984 δημιουργείται το Κογκρέσο δηλαδή η συνέλευση των αντιπροσωπειών όλων των συνεταιρισμών, ως όργανο που εκφράζει την ενιαία θέληση και δράση. Εγκρίνεται το καταστατικό λειτουργίας του Κογκρέσου και εκλέγεται η Διαρκής Επιτροπή ως εκτελεστικό όργανο.
Το 1987 πραγματοποιείται νέο Κογκρέσο το οποίο εγκρίνει τις Βασικές Αρχές που θα πρέπει να εμπνέουν την συνεταιριστική εμπειρία του Μοντραγκόν και αποφασίζει την δημιουργία του Ταμείου Δια-Συνεταιριστικής Αλληλεγγύης που θα αποτελέσει το μέσο για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μέσα από την χρηματοδότηση συνεταιριστικών σχεδίων. Το 1991 λαμβάνει χώρα το τρίτο Κογκρέσο το οποίο και εγκρίνει το οργανωτικό σχέδιο του Mondragon Corporacion Cooperativa (MCC) σηματοδοτώντας μια νέα εποχή για τους συνεταιρισμούς του Μοντραγκόν.
Ένα ακόμη γεγονός που σηματοδοτεί τη δεκαετία του ’90 είναι η δημιουργία του Πανεπιστήμιο του Μοντραγκόν (Mondragon Unibertsitatea), προωθούμενη από την Πολυτεχνική Σχολή του Μοντραγκόν (Mondragon Eskola Politeknikoa), την Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών (Irakasle Eskola) και την Σχολή Επιχειρησιακών Σπουδών (Eteο).
Οι συνεταιρισμοί του Μοντραγκόν σήμερα
Η συσσωρευμένη ανάπτυξη έχει επιτρέψει στο Mondragon Corporacion Cooperativa να είναι η μεγαλύτερη επιχείρηση στη Χώρα των Βάσκων κατέχοντας την έβδομη θέση μεταξύ των βιομηχανικών ομίλων της Ισπανίας με βάση τις πωλήσεις. Οι συνολικές πωλήσεις του MCC φτάνουν τα 10.400 εκατ. ευρώ, με ιδίους πόρους της τάξης των 3.400 εκατ. ευρώ. Με βάση τώρα τον αριθμό εργαζομένων, το MCC σκαρφαλώνει στη τρίτη θέση, με 71.500 εργαζομένους εκ των οποίων το 49% βρίσκεται στη Χώρα των Βάσκων, το 39% στην υπόλοιπη Ισπανία και το 12% είναι κατανεμημένο στις 38 παραγωγικές μονάδες4 και τις 7 αντιπροσωπείες5 που διαθέτει παγκοσμίως. Από το σύνολο των εργαζομένων λίγο περισσότεροι από τους μισούς είναι πλήρη μέλη των συνεταιρισμών ενώ ένα μεγάλο μέρος από τους υπολοίπους θα γίνουν μέλη στα επόμενα χρόνια.
Η αποδοτικότητα των επιχειρήσεων του Μοντραγκόν, ως ο λόγος ανάμεσα στους χρησιμοποιούμενους πόρους (κεφάλαιο και εργασία) και τη συνολική παραγωγή είναι εντυπωσιακή και ξεπερνά κατά πολύ αυτή των κεφαλαιουχικών επιχειρήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το ποσοστό αποτυχίας των νέων επιχειρήσεων στην Ισπανία προσεγγίζει το 90% (στα πρώτα πέντε χρόνια λειτουργίας τους) από τις επιχειρήσεις του Μοντραγκόν μόνο τρεις έχουν αποτύχει τα τελευταία χρόνια.
Σήμερα, το συγκρότημα του Μοντραγκόν δεν αντιμετωπίζει προβλήματα οικονομικής φύσεως ωστόσο αντιμετωπίζει πρόβλημα ταυτότητας. Η απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου εξανάγκασε τους συνεταιρισμούς του Μοντραγκόν να διεθνοποιηθούν με πολύ γρήγορους ρυθμούς προκαλώντας σύγκρουση μεταξύ του κατεξοχήν συνεταιριστικού του χαρακτήρα και του κεφαλαιουχικού χαρακτήρα των επιχειρήσεων που σε πολλές περιπτώσεις εγκαθιστούσε στο εξωτερικό. Αυτή η αντίφαση αποτελεί και το σημαντικότερο σημείο κριτικής για το εγχείρημα του Μοντραγκόν.
Τα μέλη των συνεταιρισμών αντιτείνουν ότι η εξαγωγή του συνεταιριστικού τους μοντέλου στο εξωτερικό δεν ήταν εφικτή σε αυτή τη συγκυρία, εξαιτίας και του καλπάζοντα ρυθμού της παγκοσμιοποίησης αλλά και των συνθηκών που συναντούσαν (θεσμικό πλαίσιο, κουλτούρα των εργαζομένων, κλ.π.) στις χώρες υποδοχής. Στο συνέδριο το 2003 αποφασίστηκε να προχωρήσουν στην αύξηση της συμμετοχής (πλήρης ή μερική) των εργατών στο κεφάλαιο και στη διεύθυνση των επιχειρήσεων. Ήδη σήμερα βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο (μετατροπή από κεφαλαιουχικές σε συνεταιριστικές επιχειρήσεις) ορισμένες από τις παραγωγικές μονάδες σε Πολωνία, Βραζιλία και Μεξικό.
Τα μαθήματα του Μοντραγκόν
Ίσως ένα από τα πιο θαυμαστά επιτεύγματα του Μοντραγκόν είναι ο τρόπος που συνδυάζει την συλλογική ιδιοκτησία με τα κίνητρα που απορρέουν από την ατομική ιδιοκτησία μέσα σ’ ένα σύστημα που αναγνωρίζει εξ’ ίσου τη συλλογική και την ατομική πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το σύστημα των ατομικών λογαριασμών6 που συνδυάζει την επένδυση στην επιχείρηση και τον διαχωρισμό των κερδών σε ατομικά και συλλογικά, αντιπροσωπεύει μια μέθοδο που δίνει στον εργαζόμενο την αίσθηση της ατομικής ιδιοκτησίας και της συλλογικής συμμετοχής.
Το συνεταιριστικό κίνημα του Μοντραγκόν διαμορφώνει μια εργατοκεντρική και ανθρωποκεντρική κουλτούρα η οποία, αντί να αποβλακώνει, ενδυναμώνει τους εργαζομένους. Τα μέλη του συνεταιρισμού είναι πολίτες σε μια δημοκρατική κοινότητα, με όλα τα δικαιώματα που αυτή κατοχυρώνει. Θεωρούνται ταυτόχρονα εργάτες και επιχειρηματίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεγάλος αριθμός των νέων επιχειρήσεων ξεκινά με πρωτοβουλία εργαζομένων σε ήδη υπάρχοντα συνεταιρισμό. Σε αυτό συμβάλει τόσο το υψηλό επίπεδο κατάρτισης και επιχειρηματικότητας του πληθυσμού όσο και το ευνοϊκό πλαίσιο που έχει δημιουργήσει ο όμιλος. Στο MCC γνωρίζουν πως η επέκταση και η διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων είναι απαραίτητο στοιχείο για την επιβίωση και ισχυροποίηση του ομίλου αλλά και για την αποφυγή της γραφειοκρατικοποίησης των συνεταιρισμών.
Το σύστημα του Μοντραγκόν κατορθώνει να παράγει πλούτο και θέσεις απασχόλησης που επιδρούν θετικά τόσο στην τοπική (Valle de Alto Deba) όσο και στην περιφερειακή (Gipuzcua) και εθνική οικονομία (Χώρα των Βάσκων). Ο πλούτος αυτός δημιουργεί ισότητα και όχι ανισότητα όπως μας έχει συνηθίσει το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο. Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί ο επισκέπτης στις κοινότητες της κοιλάδας7 είναι η απουσία ταξικών διαφορών. Η ισότητα εκφράζεται τόσο σε οικονομικό επίπεδο με την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού να ανήκει στην ευκατάστατη μεσαία τάξη, όσο και σε κοινωνικές συμπεριφορές. Στο τραπέζι του φαγητού, είτε μέσα στην επιχείρηση είτε εκτός αυτής, στις παρέες, στις αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις οι διευθυντές και οι εργάτες βρίσκονται μαζί, είναι ανακατεμένοι και δεν διαφοροποιούνται.
Η σημασία του Μοντραγκόν είναι διττή: Απ’ τη μια αντιπροσωπεύει μια θετική πρόταση για την δημιουργία δημοκρατικών εργατικών κοινοτήτων. Η δημοκρατία βρίσκει σ’ αυτή την περίπτωση μια πρακτική εφαρμογή. Από την άλλη, είναι ένα σύστημα που λειτουργεί και τούτο αποτελεί μια απόδειξη για την ικανότητα της ανθρώπινης φύσης να διαχειρίζεται περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις μέσω δημοκρατικών διαδικασιών.
Τα μέλη των συνεταιρισμών του Μοντραγκόν μας περιμένουν για να μοιραστούμε την εμπειρία των πενήντα χρόνων, για να εμπλουτίσουμε τις εικόνες μας και να χτίσουμε τα δικά μας πειράματα.
Βιβλιογραφία
Ainara Udaondo, Eunate Elio, Nerea Agirre, Joseba Azkarraga, Jon Sarashua, Oihana Garcia: «Arizmendiarrietaren eraldaketa proiektua», Lanki, 2003.
Benello G.: «The Challenge of Mondragon», 2001.
Iρazio Irizar:«El reto de ser Emprendedor», Mondragon Unibertsitatea, 2003.
Iρazio Irizar: «Empresa Cooperativa y Liderazgo», Mondragon Unibertsitatea, 2005.
Lanki: «Tres pαginas sobre la figura de Arizmendiarrieta», Lanki, 2001
Lanki: «Arizmendiarrieta, un proyecto de transformacion social» (Documental) , Lanki, 2001
MCC: «1956-2003 La Experiencia Cooperativa de Mondragοn», Mondragσn Corporacion Cooperativa, 2004.
MCC: «Historia de una Experiencia», Mondragοn Corporacion Cooperativa, 2001.
Σημειώσεις
- Η Bizkaia είναι μία εκ των τριών επαρχιών που συγκροτούν την Αυτόνομη Κοινότητα της Χώρας των Βάσκων. Οι άλλες δύο είναι η Gipuzcua και η Alava.
- Η Βιτόρια είναι πρωτεύουσα της επαρχίας Alava και έδρα της κυβέρνησης της Χώρας των Βάσκων.
- Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι οι συνολικές απολαβές των συνεταιρισμένων-εργατών προσαρμόζονται πάντα σε επίπεδα τέτοια ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία μιας τοπικής ελίτ συνεταιρισμένων-εργατών. Επίσης, η μισθολογική διαφορά ανάμεσα στον κατώτατο και τον ανώτατο μισθό καθορίστηκε αρχικά σε αναλογία 1 προς 3. Αυτό διασφαλίζει έναν ικανοποιητικό βαθμό οικονομικής ισότητας ανάμεσα στους εργάτες και την διοίκηση (η οποία εκλέγεται από την γενική συνέλευση των εργατών). Σήμερα η μισθολογική διαφορά ανάμεσα στον κατώτατο και τον ανώτατο μισθό έχει καθοριστεί σε αναλογία 1 προς 4,5 στη συντριπτική πλειοψηφία των συνεταιρισμών βάσης.
- Οι παραγωγικές μονάδες βρίσκονται: 4 στη Γαλλία, 3 στο Ηνωμ.Βασίλειο, 2 στην Ιταλία, 2 στη Γερμανία, 1 στην Πολωνία, 4 στην Τσεχία, 1 στη Ρουμανία, 2 στο Μαρόκο, 4 στο Μεξικό, 5 στη Βραζιλία, 1 στην Τουρκία, 2 στην Ινδία, 1 στην Ταϊλάνδη και 6 στην Κίνα.
- Αντιπροσωπείες του MCC βρίσκονται στη Ρωσία, το Ιράν, τις Η.Π.Α., το Μεξικό, τη Βραζιλία, τη Κίνα και την Ινδία.
- Κάθε μέλος διαθέτει έναν εσωτερικό ατομικό λογαριασμό στον οποίο τοποθετείται το μερίδιο που του αντιστοιχεί από το 70% των κερδών της επιχείρησης. Το υπόλοιπο 30% τοποθετείται σ’ ένα κοινό λογαριασμό για κεφάλαιο κίνησης και επενδύσεις ενώ ένα μέρος δεσμεύεται από την κοινότητα. Όταν κάποιος εργαζόμενος φεύγει από την επιχείρηση (συνταξιοδότηση ή αποχώρηση), παίρνει τα χρήματά του, μαζί με το 75% των κερδών που απέφεραν στην εταιρία, ενώ ένα 25% παρακρατείται για ανάπτυξη και επενδύσεις. Αυτό το σύστημα, ουσιαστικά, επιτρέπει στην επιχείρηση να κεφαλαιοποιεί περίπου το 100% των ετήσιων κερδών της, πράγμα που αποφέρει πολύ περισσότερα κέρδη σε σχέση με μια καπιταλιστική επιχείρηση.
- Ο πληθυσμός της κοιλάδας σήμερα ξεπερνά τις 80.000
*Φοιτητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «MBA Διοίκηση Επιχειρήσεων Τομέας Συνεταιρισμών»
του Πανεπιστημίου του Μοντραγκόν